Όλα αυτά τα χρόνια, που επισκέπτομαι τα Κύθηρα, δεν έχω σταματήσει τις πεζοπορίες σε κακοτράχαλα βουνά και χθαμαλά λιβάδια, σε παράκτιες και ορεινές περιοχές της μαγευτικής αυτής εναλίας γης, όπου οι λατρείες της αρχαιότητας συνυφάνθηκαν με το βάλσαμο της χριστιανοσύνης. Τα βήματά μου ακολούθησαν ξεχασμένα μονοπάτια, ανοιγμένα με τον μόχθο των παλαιών κατοίκων του νησιού, χορταριασμένα και σβησμένα στη μνήμη των σημερινών, που απαρνήθηκαν καλλιέργειες και βοσκοτόπια, αναζητώντας καλύτερη μοίρα σε πολυθόρυβες πολιτείες και μακρινές ξενητειές. Και όμως, αυτά τα μονοπάτια έχουν τόσα να διηγηθούν για τόπους σπάνιας φυσικής ομορφιάς και ιστορικού ενδιαφέροντος…
Είναι, λοιπόν, ευχής έργο, ότι τα τελευταία χρόνια ένας νέος άνθρωπος των Κυθήρων, με θέρμη και οράματα για το μέλλον, ο Φοίβος Τσαραβόπουλος – γιος του αρχαιολόγου Άρη Τσαραβόπουλου, η προσφορά του οποίου στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι γνωστή – δεν φείδεται κόπου και χρόνου για την επαναχάραξη αυτών των μονοπατιών, ώστε να αποτελέσουν κίνητρο φυσιολατρείας για τις νεώτερες γενεές και παράγοντα επωφελούς τουριστικής αξιοποιήσεως. Στο πλευρό του, άλλα νέα παιδιά και ένας παλαιός εραστής των Κυθήρων, ο Αλέκος Καστρίσιος, απόμαχος ναυτικός και ακούραστος πεζοπόρος και ιχνηλάτης, που συμπληρώνει την προσπάθεια για τα μονοπάτια με τον εντοπισμό κάθε υπολείμματος του παρελθόντος.
Το καλοκαίρι του 2010, μία καταστροφική πυρκαϊά σάρωσε τη βλάστηση σε μεγάλη έκταση της Κυθηραϊκής υπαίθρου. Όμως, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Μετά τις φθινοπωρινές βροχές αναφάνηκαν στα πυρπολημένα εδάφη τα, μέχρι τότε καλυπτόμενα από την αδιάβατη χαμηλή βλάστηση, απομεινάρια άλλων εποχών. Με αυτή τη νέα επισκόπηση, ο Αλέκος Καστρίσιος, πεζοπορώντας στα παλαιά μονοπάτια από τα Μητάτα προς την Παλαιόπολη και το Καστρί, εντόπισε μία προϊστορική αγροτική εγκατάσταση στο οροπέδιο της Αγίας Κυριακής, σε μικρή απόσταση από τον κεντρικό δρόμο προς τα Μητάτα (εικ. 1). Το εύρημα, αν και εκ πρώτης όψεως πτωχό για ανασκαφική προοπτική, οδηγεί σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις για την, εδώ και 4.000 χρόνια, Μινωική παρουσία στα Κύθηρα και εκμετάλλευση των πλου- τοπαραγωγικών πόρων του νησιού. Πράγματι, κατά τη Μεσομινωική περίοδο ακμής, δηλαδή στο πρώτο τέταρτο της 2λ χιλιετίας π.Χ., τα Κύθηρα δεν αποτελούσαν ένα απλό εμπορικό λιμάνι, στο Καστρί, για τους Μινωίτες της Κρήτης, αλλά ολόκληρο το νησί τελούσε σε αποικιακή εξάρτηση από αυτούς, οι οποίοι είχαν και την απόλυτη εκμετάλλευση των παραγωγικών πόρων του, όπως αποδεικνύεται και από το ιερό κορυφής στον Άγιο Γεώργιο στο Βουνό και τους πολυάριθμους μινωικούς τάφους στην αγροτική ενδοχώρα.
Το οροπέδιο της Αγίας Κυριακής, που ξεχωρίζει μεταξύ δύο εύφορων κοιλάδων και ισάριθμων ποταμών, στο μέσο της διαδρομής από τα Μητάτα στο Καστρί, δηλαδή των δύο κύριων μινωικών κέντρων του νησιού, ήταν το κατάλληλο σημείο, για τη συγκέντρωση και κατεργασία της παραγωγής από τα αμπέλια και τα ελαιόδεντρα της περιοχής. Αυτό μαρτυρούν οι ληνοί (πατητήρια) και οι αποθέτες υγρών για τη συγκέντρωση μούστου και ελαιόλαδου, προτού μεταφερθούν στο Καστρί, για την αποστολή τους στην Κρήτη (εικ. 2). Αλλά και μια εντυπωσιακή, ύψους δύο και πλέον μέτρων, κάθετη λάξευση στην απότομη βραχώδη δυτική πλευρά του οροπεδίου, διευκολύνει το πέρασμα του μονοπατιού -τότε καρόδρομου- που έρχεται από τα Μητάτα, (εικ. 3), ενώ ένας ανοιγμένος στην ίδια βραχοσκεπή τάφος, σημερινό ποιμε-νικό μαντρί, δείχνει την τελευταία κατοικία του Μινωίτη γαιοκτήμονα της περιοχής! Όσο για τα διάσπαρτα όστρακα χρηστικών αγγείων (πίθοι, λεκανίδες, λάγηνοι κ.ά.), που, μαζί με λίθινα εργαλεία, αναφαίνονται στο εσωτερικό και γύρω από ερει
πωμένο περίβολο περιστασιακής (εποχιακής) διαμονής εντόπιων καλλιεργητών, χρονολογούν την εγκατάσταση αποκλειστικά στο πρώτο ήμισυ της 2λ χιλιετίας π.Χ. (Μεσομινωϊκή Ι Περίοδος).
Το όλο θέμα της Αγίας Κυριακής ίσως θα παρέμενε στον στενό κύκλο μιας ευφάνταστης εικασίας, αν δεν προέκυπτε απροσδόκητη επιβεβαίωση, από ένα σημαντικό έκθεμα στο νέο αρχαιολογικό μουσείο των Κυθήρων, που κατά υποδειγματικό τρόπο οργάνωσε η αρμόδια Εφορεία Πειραιώς, Δυτικής Αττικής και Νήσων. Σε προθήκη με ευρήματα της Βρεταννικής αρχαιολογικής αποστολής στο Καστρί (1963-1965), εκτίθεται και πήλινη αγνύθα (υφαντικό βάρος), στην οποία ο διευθυντής της ανασκαφής, καθηγητής Τζωρτζ Χάξλεύ, είχε διαπιστώσει κατασκευαστικό χάραγμα, με ιδεογράφημα της γραμμικής γραφής Α’ -της πρώτης, δηλαδή, μορφής γραφής- που ήταν σε χρήση και από τους Μινωΐτες, αλλά δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα.
Μάλιστα, ο διακεκριμένος αρχαιολόγος είχε σημειώσει το συγκεκριμένο αυτό ιδεογράφημα στο πακέτο των τσιγάρων του, το οποίο επίσης εκτίθεται σε άλλη προθήκη του μουσείου.
Είναι εύκολο, λοιπόν, να φανταστεί κανείς την έκπληξή μου, όταν συνέκρινα το ιδεογράφημα της πήλινης αγνύθας από το Καστρί με σύμβολο λατομεύσεως σε δύο ψαμμιτικούς λιθόπλινθους, που έχουν χρησιμοποιηθεί στη δυτική τοιχοδομία της μεταβυζαντινής εκκλησίας της Αγίας Κυριακής, στο ομώνυμο οροπέδιο του ενδιαφέροντός μας (εικ, 4). Βέβαια, είναι ενωρίς ακόμη για συμπεράσματα, τα οποία θα προκύψουν μετά τη διερεύνηση του θέματος από αρμόδιους επιστήμονες. Πάντως, από μια πρωτη προσέγγιση και εφ’ όσον πράγματι τα δύο σύμβολα ταυτίζονται, μπορεί να πιθανολογηθεί ότι το έμβλημα της Μινωικής εξουσίας είχε επέκταση και σε κάποιο λατομείο ψαμμίτη λίθου της ευρύτερης περιοχής, όπου μεταγενέστεροι λατόμοι, εργαζόμενοι για την οικοδόμηση της μεταβυζαντινής εκκλησίας (τέλη 17ου αιώνα), βρήκαν έτοιμους και μερικούς λιθόπλινθους των μινωικών διεργασιών, που είχαν απομείνει στον χώρο του λατομείου. Γι’ αυτό και θα πρέπει να προσδιοριστεί ο τόπος του παλαιού αυτού λατομείου, δεδομένου ότι δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη προγενέστερου της εκκλησίας κτίσματος, από το οποίο να είχαν προέλθει οι ψαμμιτικοί λιθόπλινθοι.
Με αυτές τις παρατηρήσεις ολοκληρώνω το άρθρο μου, η συνέχεια του οποίου ανήκει στους αρχαιολόγους και επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων.
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ. 316, Σεπτέμβριος 2016