Advertisement

Στρατής Θεοδωρακάκης. Η ζωή και το έργο του

Γράφει ο Κοσμάς Μεγαλοκονόμος

2.720

Όταν αποφασίζεις να γράψεις για τη ζωή ενός συγχωριανού σου προβληματίζεσαι για το τι θα πεις. Για τον Στράτη Θεοδωρακάκη, ό­μως, το πρόβλημα είναι τι θ’ αφήσεις από τα τόσα πολλά που έχει πράξει κι έχει βιώσει, γιατί όσες σε­λίδες και να γεμίσεις… όλα δεν χω­ράνε. Η ζωή του, πέρασε εξ ολο­κλήρου σχεδόν στον Ποταμό και μάλιστα στο κέντρο του, στην Πλα­τεία του, στο μαγαζί του. Εκεί ρίζω­σε ο Στράτης! Ήταν σφιχταγκαλια­σμένος με το χωριό και τους αν­θρώπους του κατά τέτοιο τόπο που αν προσπαθούσες να τον ξεχωρί­σεις, να τον ξεριζώσεις ας πούμε, μαζί με το χώμα που θα παρέσυραν οι ρίζες του, θα σηκωνόταν κι η Πλατεία κι η Λαριώτισσα και το Πνευματικό κέντρο και το Πάρκινγκ, μα κι οι δρόμοι από το Νεκροταφείο μέχρι το Γεφύρι και το Γηροκομείο και το Σχολείο και το Νοσοκομείο μα και κάθε σπίτι και κάθε μαγαζί. Γιατί η νεότερη ιστορία του Ποτα­μού είναι η ιστορία του Στράτη. κι αντίστροφα.

Ο Στράτης γεννήθηκε στον Πο­ταμό το 1927. Γονείς του ήταν ο Στυλιανός Θεοδωρακάκης – Κορδάτος και η Κορνηλία, Ποταμίτες με­τανάστες που είχαν γυρίσει από την Αυστραλία. Είχαν επιστρέψει στα Κύθηρα το 1924 μαζί με τις δύο αδελφές και τον μεγαλύτερο αδελ­φό του Στράτη, που είχαν ήδη γεν­νηθεί στην Αυστραλία. Το ζεύγος, πριν τον Στράτη, έκανε κι άλλα δύο παιδιά στα Κύθηρα, μα πέθαναν α­πό διφθερίτιδα. Τον Στράτη, για να μη τριτώσει το κακό, τον έταξε η μάννα του και τον έριξε στον δρόμο για να τον βαφτίσει όποιος θα τον έβρισκε και να έχει «καλοδρομιά» η ζωή του παιδιού. Από τον δρόμο, τη στράτα, το καλό – στρατί, πήρε τ’ ό­νομα: «Ευστράτιος» – «Στράτης». Ο πατέρας έφυγε το 1928 πάλι για την Αυστραλία και γύρισε το 1935. Είχαν παντρευτεί οι δύο μεγάλες κόρες στον Ποταμό, όταν το 1937 αποφασίστηκε η υπόλοιπη οικογέ­νεια να επιστρέψει στην Αυστρα­λία. Ο Στράτης που ήταν ήδη 10 χρονών, πήγαινε και στο σχολείο, αποφασίστηκε και παρέμεινε στα Κύθηρα, μιας και σύντομα όλοι θα επέστρεφαν. Ήλθε όμως ο πόλε­μος, τα πράγματα ανατράπηκαν κι η οικογένεια δεν ξανάσμιξε. Ο Στρά­της γνώρισε μητρική στοργή από τη θεία του Διονυσία, αδελφή της μη­τέρας του, που με τον σύζυγό της Κων/νο Τσαμπηρά, μιας και δεν εί­χαν δικό τους παιδί, τον ανέθρεψαν με ιδιαίτερη αγάπη, υιοθετώντας τον αργότερα. Μεγάλωσε σε ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, λούστη­κε και στου Ποταμού το πνεύμα. Λέγοντας πως λούστηκε στου Πο­ταμού το πνεύμα, οφείλω κάποια ε­ξήγηση. Ο Ποταμός σαν κεφαλοχώ­ρι, με τη μεγαλύτερη εμπορική κί­νηση, είχε ανεπτυγμένη αστική τά­ξη. Δηλαδή τους περισσότερους ανθρώπους που είχαν στα χέρια τους δική τους δουλειά που απόδι­δε χρήματα, χωρίς άμεσες εξαρτή­σεις από άλλους συνανθρώπους τους. Σ’ αυτούς, που πολλοί ήταν και ταξιδεμένοι, σε συνδυασμό με τη φιλομάθεια που τους διέκρινε και τη δυνατότητα μόρφωσης που υπήρχε, έγινε κατορθωτό να ανα­πτυχθεί ελευθερία πνεύματος και η ανάλογη κουλτούρα.

Advertisement

Ο Κων/νος Τσαμπηράς είχε φύ­γει κι αυτός, παιδί αμούστακο, για την Αυστραλία. Γύρισε 30 χρονών και καταπιάστηκε με το χονδρεμπό­ριο δερμάτων. Όλοι οι τσαγκάρη­δες του Τσιρίγου απ’ αυτόν αγόρα­ζαν τα δέρματα. Ο ίδιος έφτιαχνε και διάφορα δερμάτινα εξαρτήμα­τα, καπίστρια και λουριά για τα σα­μάρια των ζώων και ζώνες για τους ανθρώπους. Το μαγαζί που ξέρουμε ως του «Στράτη», είναι το 3ο στη σειρά από αυτά που νοίκιασε ο θεί­ος του. Σ’ αυτά μεγάλωσε κι ο Στράτης και ζυμώθηκε με τη δου­λειά, τον κόσμο και το εμπόριο. Με­τά τον Πόλεμο οι συνθήκες άλλα­ξαν κι άλλαξε αρματωσιά και το μα­γαζί του «Τσαμπηρά». Μεταμορφώ­θηκε σε μαγαζί ποικίλης ύλης, γιατί τα παπούτσια έρχονταν πια έτοιμα από την Αθήνα.

Ο Στράτης στο σχολείο έμαθε τα πρώτα γράμματα από τη δασκά­λα τη Μαρία Πρωτοψάλτη και τον Γιάννη Μελιτά. Τον Δημήτριο Στά­θη τον είχε μόνο διευθυντή. Πήγε στο δημοτικό, στο «Δηλαβέρειο», μέχρι την τετάρτη τάξη. Τότε δημιουργήθηκε το «Αστικό Σχολείο» και συνέχισε εκεί με καθηγητές τον Βρεττό Τριάρχη, φιλόλογο, τον Ζα­χαρία Πετρόχειλο, γυμναστή και τον Γκιούλη, μαθηματικό. Συμμαθη­τές του ο Βασίλης Κασιμάτης (κά­θονταν στο ίδιο θρανίο) ο Δημήτρης (Μίμης) Ζαγλανίκης, ο Μπαβέας Χαράλαμπος, ο Μανόλης Στελίου και πολλοί άλλοι. Οι βαθμοί του, καταγραμμένοι στο μαθητολόγιο του «Αστικού», λίαν καλοί και άριστοι.

Η χορωδία του Ποταμού. Φωτ. Εμμ. Σοφίου 1947.Δεύτερος από αριστερά στους όρθιους ο Στρατής.

Ο Στράτης δέχτηκε από μικρός καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Ο θείος του ήταν εξαίρετος φωτογράφος. Σε αυτόν οφείλεται η διάσωση της εικόνας των ανεμόμυλων του Ποτα­μού, μα κι άλλες εικόνες, όπως ο Ποταμός χιονισμένος επεξεργα­σμένες και χρωματισμένες με το χέρι. Βίωσε και σπάνια για την επο­χή ακούσματα. Ο θείος του είχε φέ­ρει από την Αυστραλία γραμμόφω­νο και πλάκες με κλασσική μουσική. Άκουγε ο θείος, άκουγε κι ο Στρά­της. Μετά ήλθε το σχολείο κι ο Μελιτάς, που έπαιζε βιολί κι είχε μεγά­λη αδυναμία και μεράκι να παρου­σιάζει στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς τις λεγάμενες «εξετά­σεις», με θεατρικές παραστάσεις και χορωδία. Τότε ο Στράτης άκουσε για πρώτη φορά τριφωνική χο­ρωδία και συμμετείχε σ’ αυτήν. Η μουσική παιδεία του Στράτη συ­μπληρώθηκε από τον Δημήτρη Νοταρά, που ήταν εξαιρετικά μορφω­μένος, διέμενε στον Ποταμό και δί­δασκε τους νεαρούς Κυθήριους ξέ­νες γλώσσες και μουσικά όργανα. Έτσι κι ο Στράτης έμαθε νότες και μαντολίνο.

Το βαρελάδικο του Βαγγέλη Καβιέρη στον Ποταμό

Στο κέντρο του Ποταμού, ακρι­βώς απέναντι από τη Λαριώτισσα, που για πολλά χρόνια ήταν το πα­ντοπωλείο του Αντρέα Μεγαλοκονόμου, είχε, προπολεμικά, το βαρε­λάδικό του ο Βαγγέλης ο Καβιέρης. Εκείνο, λοιπόν το βαρελάδικο, όσο παράξενο και να ακούγεται, ή­ταν και το μουσικοφιλολογικό σα­λόνι του Ποταμού. Γύρω από βαρέ­λια καπάκια και τόγες, σε πάγκους, σκαμνιά και ξεχαρβαλωμένες καρέ­κλες κάθονταν οι νεαροί του Ποτα­μού, μετά το αμάχι της μέρας κι άκουγαν το βιολί και το τραγούδι του μαγαζάτορα, του περίφημου αυτοδίδακτου Βαγγέλη Καβιέρη, που ήταν και ο ονομαστός ψάλτης του νησιού. Μαζί μ’ αυτόν κι άλλοι νεα­ροί δοκίμαζαν τη δεξιοτεχνία τους σε διάφορα όργανα, όλοι μαθητές του Νοταρά. Έτσι ο Μήτσος ο Ψαλιδάς, καίτοι ξυλουργός έπαιζε μα­ντολίνο και κιθάρα, ο Λουράντος καίτοι τσαγκάρης, έπαιζε μαντολί­νο κι ο Τζέτζος έπαιζε επίσης μα­ντολίνο. Στην κατοχή το στέκι του Καβιέρη δεν υπέστειλε τη σημαία κι ο Στράτης, 14χρονο φιντανάκι πια, επισκέφτηκε κι αυτός το βαρε­λάδικο. «Αφού μαθαίνεις» του λέει ο Βαγγέλης «παίξε μας να σ’ ακού­σουμε». Έπαιξε μαντολίνο ο Στρά­της κι ήταν τόσο καλός που μπήκε ασυζητητί στην ομάδα. Γρήγορα ήλθε κι η πρώτη δημόσια εμφάνιση. Τότε (στην Κατοχή) το σημερινό μαγαζί Μανέα – Γερακίτη ήταν θέα­τρο με σκηνή κι ανέβηκε το «Χαλα­σμένο Σπίτι» του Σπύρου Μελά. Στα διαλείμματα μικρή συναυλία α­πό τους Στράτη, Νοταρά, Ψαλιδά, με μαντολίνα και τον Νίκο Ταμβάκη με κιθάρα συντρόφευε τους θεατές. Ο Στρατής όμως είχε και σόλο κομμάτι την ώρα που ξεψυχούσε ο πρωταγωνιστής. Για την ιστορία να αναφέρουμε και τους ηθοποιούς. Πατέρας: ο Γιάννης Μελιτάς, γιος: ο Βρεττός Κορωναίος και στους γυ­ναικείους ρόλους: η Φωτεινή Πετροχείλου κι η Ελένη Χατζήκου, μετέπειτα Παυλάκη. Ακολούθησαν οι παραστάσεις «Η τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά, «Η σκλάβα Πατρίδα» του δικού μας Φώτη Κά­βου, δηλαδή του Γιάννη Τριφύλλη και «Το κόκκινο πουκάμισο» του ε­πίσης Κυθήριου Δημήτρη Σουρή. Υπενθυμίζεται ότι η ευρύτερη πε­ριοχή του Ποταμού από πολύ ενω­ρίς είχε αποτινάξει στην ουσία την εχθρική κατοχή και είχε ενταχθεί στην «Ελεύθερη Ελλάδα», γι’ αυτό και η πνευματική αυτή δραστηριό­τητα. Η νεολαία του Ποταμού και μαζί μ’ όλους κι ο Στράτης, ενταγ­μένη στην Εθνική Αντίσταση, έπραξε πολλά κατά τις δυνάμεις της και ελπίζω αυτά κάποτε να γραφούν με τις λεπτομέρειες που αξίζουν.

Αυτά για τη ζωή του Στράτη μέχρι την ενηλικίωσή του. Η ενηλικίωση που έφερε και τη στρατιωτική θητεία. Ο Στράτης με άλλα Τσιριγωτάκια παρουσιάστηκε στον Βόλο. Εκεί, σχεδόν όλα, πήραν αναβολή γιατί υπήρχαν πολλοί κληρωτοί που δεν χρειάζονταν εκείνη τη χρονική στιγμή. Τον Στράτη τον ξεχώρι­σαν. Τον έντυσαν με στρατιωτικά ρούχα που ήταν σε άθλια κατά­σταση και τον πήγαν μαζί με άλ­λους «τυχερούς» στη Μακρόνη­σο. Όπως αναφέραμε πολλά Τσιριγωτάκια είχαν ενταχθεί στην Εθνι­κή Αντίσταση. Είχαν τραβηχτεί φωτογραφίες κι ο Στράτης είχε φωτογραφηθεί με ένα όπλο από αυτά που υπήρχαν στην οργάνω­ση. Η φωτογραφία, ως ανάμνηση τιμής, στάλθηκε με περηφάνια στην Αυστραλία όπου υπήρχαν συγγενείς του Στράτη. Αυτοί τη δημοσίευσαν σε Ελληνόφωνη ε­φημερίδα καμαρώνοντας για τον νεαρό αγωνιστή. (Μη ξεχνάμε πως και Αυστραλοί πολέμησαν στην Ελλάδα τους κατακτητές). Υπήρξαν, όμως, «καλοθελητές». Έστειλαν φύλλο της εφημερίδας στην Ελληνική Αστυνομία την ε­ποχή που ο εμφύλιος σπαραγμός κατέτρωγε την πατρίδα μας. Έτσι προέκυψε η Μακρόνησος όπου ο νεαρός Στράτης γνώρισε μια άλλη πλευρά της ζωής, πολύ διαφορετι­κή από εκείνη που μέχρι τότε του πρόσφερε το μικρό μα στοργικό νησί μας.

Ο Στράτης (δίπλα με τον αξιωματικό με το πηλίκιο) και η χορωδία του αναμένει στον Εθνικό κήπο να έλθει η σειρά της να πάει στο Ζάππειο που στεγαζόταν ο Σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων και θα γινόταν η αναμετάδοση εκτέλεσης έργων.

Έχω ακούσει να λένε: «Η μου­σική μ’ έσωσε». Ας δούμε τι έγινε με τον Στράτη. Στη Μακρόνησο υ­πήρχε μαντολινάτα και χορωδία. Σε μια στιγμή χαλάρωσης ο Στρά­της πλησίασε και ξεστόμισε. «Παί­ζω κι εγώ μαντολίνο». Του έδω­σαν ένα κομμάτι γραμμένο σε νό­τες κι αυτός το έπαιξε με εξαιρετι­κή άνεση. «Το ήξερες;» τον ρώτη­σαν. «Όχι» απάντησε. Του έδω­σαν κι άλλο κι άλλο. Όλα τα έπαι­ξε με άνεση. Εκείνη την ώρα προσλήφθηκε στη μουσική ομάδα και ταυτόχρονα υπήρξε η βεβαιότητα ότι ήταν ο καλύτερος. Συγχρόνως εντάχθηκε και στη χορωδία. Η ε­ξέλιξη: Όταν απολύθηκε ο μαέ­στρος της Μαντολινάτας, τον δια­δέχθηκε ο Στράτης. Όταν απολύ­θηκε ο μαέστρος της Χορωδίας, τον διαδέχθηκε ο Στράτης. Η χο­ρωδία από 60 μέλη, απέκτησε επί Στράτη 85 και το επίπεδό της εξε­λίχθηκε σε κορυφαίο για την Ελλάδα. Όλη τη θητεία, 49-52, ο Στράτης την υπηρέτησε στη Μα­κρόνησο. Υπήρξε χρόνος για σο­βαρή δουλειά. Η χορωδία του Στράτη αναγνωρίστηκε. Μετέβαι­νε στην Αθήνα και παρουσιαζόταν από τον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Στην ομάδα κι ο Θανάσης Βέγγος, άγνωστος τότε. Όταν απολύθηκε ο Βέγγος και ενώ έραβε γάντια, γιατί αυτή ήταν η δουλεία του, τον επισκέφτηκε ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος (Μακρονησιώτης κι αυτός) και του πρότεινε να παίξει σε ται­νία. Ο Θανάσης νόμιζε πως τον κορόιδευε, μα όταν του ενεχείρησε 1.000 δραχ. προκαταβολή, πεί­στηκε. Έτσι έκανε ντεμπούτο σε μία εξαιρετική Ελληνική ταινία, στον «Δράκο» του Κούνδουρου.

Ο Στράτης απολύθηκε και αφοσιώθηκε στο εμπόριο, συνεχίζο­ντας το έργο του θείου του Κων­σταντίνου Τσαμπιρά, προσαρμό­ζοντας τα είδη του καταστήματος στις ανάγκες της εποχής. Είχε μέλημα και τις ανάγκες των παιδιών, τόσο της μόρφωσης φέρνοντας σχολικά βιβλία και είδη γραφής, ό­σο και της ψυχαγωγίας φέρνο­ντας διαλεχτά παιχνίδια. Τις Χρι­στουγεννιάτικες μέρες γεγονός ήταν τα νέα παιχνίδια που ο Στρά­της θα έβαζε στις δύο βιτρίνες του μαγαζιού του. Ο πολυδιάστα­τος Στράτης αφοσιώθηκε στον Ποταμό και σ’ όλο το Τσιρίγο. Έφερε μηχανή προβολής κινημα­τογραφικών ταινιών μαζί με τον Μανώλη Σοφίο και τον Μαρίνο Τριφύλλη. Τα έργα που πρόβαλλαν ακόμα τα θυμούνται οι παλιότεροι για την ποιότητά τους. Λό­γω της ενασχόλησής του με την τεχνολογία των ηχητικών συστη­μάτων (αυτή τη γνώση την απέ­κτησε κατασκευάζοντας ραδιόφω­να την περίοδο της κατοχής, για να πιάνουν οι Ποταμίτες Λονδίνο, αφού οι καταχτητές κατέσχεσαν τα επίσημα ραδιόφωνα) ήταν απα­ραίτητος σε κάθε δημόσια εκδή­λωση, μα και γιατί ήταν και ο ποιο κατάλληλος να την παρουσιάσει, ζωντανεύοντάς την με το αστεί­ρευτο κέφι του, τη ζεστή φωνή του και το σπινθηροβόλο βλέμμα του.

Το 1964 εορτάστηκαν, μεγαλοπρεπώς, τα 100 χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα. Παρούσα κι η Φιλαρμονι­κή Γυθείου (όπως και το 1911 στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Στρατηγού Πάνου Κορωναίου). Οι γιορτές τέλειωσαν με μεγάλο χο­ρό στον Ποταμό. Ενώπιον ενθου­σιώδους κόσμου ο Στράτης δέ­σμευσε τον Νομάρχη κι έστειλε κάποια όργανα για να δημιουργηθεί Φιλαρμονική. Μαζεύτηκαν και χρήματα και η Φιλαρμονική εξο­πλίστηκε με τα απαραίτητα όργα­να και στη συνέχεια με στολές. Η προσφορά της, ταυτισμένη με αυ­τή του Στράτη, είναι γνωστή στον τόπο μας. Φορέας πνευματικός κι εκπολιτιστικός συνέχισε να φωτί­ζει το παραδοσιακά ελεύθερο πνεύμα του Ποταμού. Ο Στράτης ήταν ο κύριος συντελεστής για να αποκτήσει ο Ποταμός Πνευματικό Κέντρο και χώρο στάθμευσης. Οι μουσικοφιλολογικές βραδιές στην Πλατεία, στο υπαίθριο θέατρο του Ποταμού και σε άλλους χώρους, αφύπνιζαν πνεύματα και γαλουχούσαν ιδανικά. Τα παιδιά του Πο­ταμού και των γύρω χωριών φεύ­γοντας από το νησί είχαν ένα ακό­μα εφόδιο περασμένο σε καρδιά και νου από τον Στράτη. Τη μουσι­κή ως αίσθηση και ως γνώση, μα και μηνύματα ζωής που ο Αρχι­μουσικός – Δάσκαλος πέρναγε στα νιάτα. Και τούτο κράτησε α­διάκοπα 50 χρόνια, δίχως να με­τριούνται κόπος και χρόνος, δίχως την παραμικρή αμοιβή πλην της ι­κανοποίησης. Ο Στράτης ακόμα και στις 12 Μαΐου του 2014, με α­γέρωχο βήμα ήταν ο Μαέστρος της Φιλαρμονικής που συνόδευσε την Κάρα του Οσίου Θεοδώρου στον γύρω από το Προσκύνημα χώρο. Λίγους μήνες πριν απ’ το Μεγάλο ταξίδι του. Ήταν όρθιος και γελαστός μέχρι το «τέλος».

Για τον Στράτη, τη ζωή και το έργο του σελίδες πολλές μπο­ρούν να γραφούν. Για τη συμμετο­χή του στη διοίκηση της Κοινότη­τας Ποταμού, της Εγχώριας Περι­ουσίας, στις Επιτροπές Εκκλη­σιών και Μοναστηριών, στη δημι­ουργία εκκλησιαστικών και άλλων χορωδιών κ.λ.π., κ.λ.π.

Όμως ό,τι και να γράψω ποτέ δεν θα ξεπεράσω αυτό που ο καθένας μας έ­χει γραμμένο στο νου και στην καρδιά του για τον ΣΤΡΑΤΗ. Δεν θα ξεπεράσω τα αισθήματα που ξεπηδούν και πλημυρίζουν το στέρνο, όταν διασχίζοντας τον Ποταμό περνάμε έξω από το μα­γαζί του, τον χώρο του. Γιατί ιδέ­ες υπηρέτησε και εξέθρεψε. Και οι ιδέες πλανώνται… μα δεν χάνο­νται.

Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση στα Φ. 297, 298, Δεκέμβριος 2014, Ιανουάριος 1915

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο