Advertisement

Στον παράδεισο των Κυθηραϊκών παρωνυμίων

817

Τα παρωνύμια ή τα παρατσούκλια είναι μέσα στη ζωή των Κυθηρίων, όπως σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδος. Είναι χιλιάδες και τακτικά προστίθενται κι άλλα. Πάνω από 20 χρόνια πριν η Κυθηραϊκή Αδελφότητα Πειραιώς Αθηνών είχε καλέσει τον εκδότη της εφημερίδας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ Μ. Καλλίγερο να μιλήσει για τα κυθηραϊκά παρατσούκλια. Η διάλεξη αυτή είχε μείνει ξεχασμένη για χρόνια μέχρι που μας την θύμισε κάποιος φίλος και πρότεινε να την γράψουμε στην εφημερίδα. Όμως ήταν πολύ μεγάλη και για το λόγο αυτόν την μεταφέρουμε εδώ. Όποιος έχει το κουράγιο να την πάει μέχρι το τέλος θα έχει πάρει και μία καλή γεύση από το επτανησιακό φλέγμα που διακρίνει τους και τους Κυθηρίους.

«Κ»

 


 

Advertisement

ΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ

Του Μανώλη Π. Καλλίγερου

 

Αν επισκεφθεί ένας ξένος τα Κύθηρα και ζητήσει να βρει το Γιάννη Κασιμάτη π.χ., όσοι τον ακούσουν θα χαμογελάσουν και θα τον ρωτήσουν αμέσως:

-«Ποίον απ’ όλους;»

Κι όταν ο ερωτών αρχίσει τις περιγραφές του αναζητούμενου Γιάννη, το πού δουλεύει, πόσα παιδιά έχει, πώς λένε τη γυναίκα του και άλλα και τελικά δεν γίνει κατορθωτό να βρεθεί μέσα στο άπειρο πλήθος των αντίστοιχων Γιάννηδων, αλλά και  των Κασιμάτηδων, θ’ αρχίσουν  να μπαίνουν σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα.

-Το παρατσούκλι. Πες μας το παρατσούκλι του να στον βρούμε αμέσως. Θέλεις το Γιάννη του Βικέντιου, της Μπάμπαινας, του ΟΤΕ, τον Πορταλαμίο, τον Τζαμουρδή, του Γρίνη, τον Πετρουνά, του Βλήτου, το Νταλάκα, το Βελέτζα και τράβα κορδόνι που δύσκολα τελειώνει!

Σ’ ένα τόπο σαν τα Κύθηρα, που ήταν μικρός κι έμεινε για πολλά χρόνια κλειστός, τα επώνυμα που έμειναν σ’ αυτόν δεν ήταν πολλά. Για να ξεχωρίζουν λοιπόν τους ανθρώπους τους κόλλαγαν κι ένα παρωνύμιο ή παρατσούκλι, όπως είναι πιο γνωστό. Βέβαια αυτός δεν ήταν ο μοναδικός λόγος εξ αιτίας του οποίου βρέθηκε στο Τσιρίγο ένας τόσο μεγάλος αριθμός παρωνυμίων. Ούτε βέβαια και τα παρωνύμια ήταν μοναδική εφεύρεση των Κυθηρίων. Εκτός από το λόγο που αναφέραμε υπήρξαν και αρκετοί ακόμα. Ένα ελάττωμα, μία κοροϊδία, ένα χαρακτηριστικό του σώματος, της έκφρασης ή της ομιλίας, ήταν αρκετά στους Τσιριγώτες για να βρουν στη στιγμή ένα παρατσούκλι και να το κολλήσουν στους ανθρώπους, ήταν μάλιστα σίγουροι πως κι αυτοί με τη σειρά τους θα τους κολλούσαν ένα άλλο σε μία συνεχή κίνηση παιχνιδιού, σκώμματος ή ανάγκης. Κι επειδή τα παρατσούκλια, όπως είπαμε, κολλούσαν εύκολα και δύσκολα ..ξεκολλούσαν, έφθασαν να είναι περισσότερα από τα επώνυμα, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις  αντικατέστησαν. Η συνήθεια ενός παρωνυμίου έφθασε να γίνει δεύτερη φύση για τους Τσιριγώτες, έτσι ώστε σε πολλές περιπτώσεις να υποχωρεί και να ξεχνιέται το κανονικό επώνυμο κι ο ίδιος ο άνθρωπος ν’  ακούει μόνο στο παρωνύμιό του. Χιλιάδες παρωνύμια πέρασαν έτσι στη γλώσσα μας και σ’ αυτό βοήθησε κι η θέση του νησιού,  όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο. Αν δει κανείς τα πράγματα θα διαπιστώσει πως η Επτανησιακή και η Κρητική επίδραση βοήθησαν στη δημιουργία παρωνυμίων κι από λόγους προδιάθεσης ακόμη. Στα Επτάνησα το σκώμμα και το πείραγμα ήταν στην ημερησία διάταξη και μεταφέρθηκε όπως ήταν φυσικό και στα Κύθηρα. Το ίδιο περίπου έγινε κι από την Κρήτη, ενώ από τη Μάνη το «ρεύμα» ήταν σαφώς πιο περιορισμένο.

Η συγκέντρωση,  η καταγραφή και η μελέτη των Κυθηραϊκών παρωνυμίων θα φώτιζε ιδιαίτερα ένα τομέα πλούσιο σε γλωσσολογικό, λαογραφικό, τοπωνυμικό και ιστορικό ακόμα περιεχόμενο. Μία αρχή έκανε ο ακούραστος Δημ. Κόμης, πρόεδρος της Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών, που άρχισε να συγκεντρώνει παρωνύμια για να διασωθούν και να εκδοθούν σ’ ένα τόμο από την Εταιρεία. Στην έρευνα αυτή θα βοηθήσει σημαντικά και η άλλη μεγάλη προσπάθεια του ίδιου σωματείου για τη δημοσίευση των πηγών της Κυθηραϊκής ιστορίας από το υλικό του Ι.Α.Κ. με τις δημοσιεύσεις που έχουν αρχίσει και καλύπτουν σημαντικές ερευνητικές δραστηριότητες, έχοντας ήδη συγκεντρώσει ένα μέρος από τον ανεξάντλητο και πολύτιμο πλούτο που κρύβει το νησί μας και στον τομέα αυτόν.

Εδώ δεν έχουμε σκοπό βέβαια να κάνουμε καταγραφή των παρωνυμίων, καθώς κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, αλλά να εξετάσουμε απλά τις ιδιορρυθμίες που παρουσιάζει ο τόπος μας και να παρουσιάσουμε τις ιδιαιτερότητες μέσα από μία πρόχειρη θα λέγαμε κατάταξη των παρωνυμίων σε μεγάλες κατηγορίες για να είναι ευκολότερο να τα δούμε με μεγαλύτερη άνεση. Πριν όμως προχωρήσουμε στις κατατάξεις αυτές αξίζει ν’ αναφέρουμε μερικές ιδιαίτερες περιπτώσεις για να βάλουμε τον αναγνώστη ή τον ακροατή στο θέμα, όπως περίπου κάνουν μερικοί καλοκαιρινοί κολυμβητές που δοκιμάζουν με το πόδι τους τη θάλασσα για να δουν αν είναι κρύα! Ελπίζουμε να μην θυμώσουν όσοι διαπιστώσουν ότι μέσα στα παραδείγματα είναι και τα δικά τους παρωνύμια, γιατί αυτό επιβάλλει η έρευνά μας. Αν όμως παρ’ ελπίδα θυμώσουν, δεν πειράζει, ούτε θα μας ενοχλήσει και τόσο, συνηθισμένοι πια από τέτοια….!

Το πρώτο που θέλουμε να επισημάνουμε είναι ότι , όπως  θα διαπιστώσετε γρήγορα, η φαντασία των Κυθηρίων και σ’ αυτόν τον τομέα, ήταν και είναι ανεξάντλητη. Δεν νομίζουμε να άφησαν κανένα κουσούρι απείραχτο και κανέναν άνθρωπο ήσυχο οι συμπατριώτες μας. Δεν έχουν σταματήσει ούτε και τώρα και η παραγωγή φαίνεται ανεξάντλητη και τελείως ανεπηρέαστη από την πτώση των οικονομικών δεικτών ή την περιστασιακή δυσπραγία της βιομηχανικής ή της αγροτικής μας παραγωγής! Το μόνο είναι ότι μειώθηκε πράγματι ο αριθμός των ανθρώπων στο νησί έτσι που να υποθέτει βάσιμα κανείς ότι θα έπρεπε να μειωθεί και η παραγωγή παρωνυμίων. Παρά ταύτα οι φιλοπαίγμονες Τσιριγώτες κατάφεραν κι εδώ να τετραγωνίσουν τον κύκλο, αφού την πραγματική μείωση του πληθυσμού αντικατέστησαν αμέσως με αυξημένη παραγωγή παρωνυμίων φορτώνοντας τον καθένα που απέμεινε στον τόπο με δύο, τρία ή και περισσότερα παρατσούκλια, έτσι ώστε να διατηρείται η παραγωγή σε …αξιοπρεπή επίπεδα!!!

Το τι δεν έχει ανακατευτεί σ’ αυτή την ιδιότυπη και με μεγάλη ποικιλία Κυθηραϊκή σαλάτα δεν λέγεται. Ίσως εξ αυτού του λόγου να γινόταν πάντα τόσο εύγευστη και τόσο εύπεπτη, που να μας είναι προσφιλής και σήμερα ακόμη, όπως τώρα εδώ που κάνουμε μία προσπάθεια να βρούμε τη συνταγή και τα συστατικά της.

Τα Κυθηραϊκά παρωνύμια είναι ασφαλώς τόσο παλιά όσο και τα Κύθηρα, επειδή όμως γραπτά κι αδιαμφισβήτητα στοιχεία έχουμε από τα μέσα περίπου του 16ου αι. μπορούμε να πούμε πως το πιο παλιό παρωνύμιο, το οποίο εντοπίσαμε να ανήκει εδώ και 5 αιώνες στην ίδια οικογένεια είναι το Μεταξάς, που ανήκει από το 16ο αι. σε Μεγαλοκονόμους, ενώ  συνομήλικό του θεωρείται και το Αράπης, που ανήκει σε οικογένεια Στάθη μέχρι σήμερα. Από τα πιο παλιά παρωνύμια πρέπει να θεωρηθούν και τα Γιαννίτσης (Τζάννες), Κούτρης (Καλλίγερος), Λαχανάς (Κονταράτος), Κληρονόμος (Κυριάκης), καθώς και το Μαμελούκος, το οποίο δεν είναι γνωστό ποίο επώνυμο αφορά. Τα παραπάνω παρωνύμια πάντως επιζούν μέχρι τις μέρες μας, αλλά σε διαφορετικά επώνυμα απ’ αυτά που πρωτοπαρουσιάστηκαν το 16ο αι. Το Καόνης, που ανήκει ακόμα σε οικογένεια Τζάννε είναι ένα ακόμη παλιό παρωνύμιο, που υπάρχει μέχρι σήμερα στην ίδια οικογένεια και είναι γνωστό από το 18ο αι.

 Τα επαγγελματικά παρωνύμια είναι από τα πρώτα αρτύματα στο ιδιότυπο φαγητό που θα προσφέρουμε σήμερα. Βοσκός, Βαρελάς, Μυλωνάς, Πλάστης, Ράφτης, Ταμπακάς, Σομαράς, Μεταξάς, Μπακάλης και άλλα πολλά είναι απ’ αυτά που κόλλησαν λόγω επαγγέλματος. Όμως υπάρχουν κι εδώ μερικά που κόλλησαν για πλάκα. Έχουμε π.χ. Γιατρό στο Στραπόδι, ο οποίος τη μόνη ιατρική που είχε ασκήσει ήταν να παίρνει ο ίδιος καμία ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο. Αντίθετα ο Γαϊδουρογιατρός ήταν όντως πρακτικός κτηνίατρος στα Πιτσινιάνικα, στον οποίο όμως το παρατσούκλι δόθηκε μάλλον από φιλοπαίγμονα διάθεση, παρά από απόδοση σ’ αυτόν της ιδιότητος, την οποίαν ο ίδιος επεκαλείτο και που η τέχνη του τον είχε κάνει γνωστό στους συγχωριανούς του. Τσικαλάδες τώρα είχαμε όχι μόνο στα Τσικαλαρία (που κι αυτά τα βρίσκουμε στο Μανιτοχώρι παλιότερα και στον ομώνυμο γνωστό σήμερα οικισμό, αλλά και στον Ποταμό), αλλά και σε άλλες περιοχές. Έτσι έχουμε Χάρους στο Μανιτοχώρι, Δευτερέβους στα Τσικαλαρία, Μιχαλακάκηδες στον Ποταμό και μερικούς ακόμα σε άλλα μέρη. Κοντά στα επαγγελματικά αυτού του τύπου, όπως τα παραπάνω, αλλά και άλλα, όπως τα Φαναράς, Βαφέας, Πρεβολάρης, Τσαγκάρης, Μπετατζής και ένα σωρό άλλα, έχουμε κι επαγγελματικά ειδικών κατηγοριών, όπως όσα δηλώνουν αξιώματα, στα οποία πάντα είχαν ροπή οι Τσιριγώτες. Έτσι, σε μερικά αξιώματα μπορούμε να συγκροτήσουμε κανονικά …..σώματα με αντιπροσώπους όλων των βαθμίδων. Έχουμε π.χ. Αστυνόμο, Θηροφύλακα και Αγροφύλακα, αλλά αν αυτοί δεν θεωρηθούν επαρκείς για να συνετίσουν τους παρανόμους υπάρχει και Ειρηνοδίκης να τους δικάσει και κοντά του Γραμματέας για να γράψει τις ποινές! Αν δεν πληρώνετε τους φόρους κανονικά θα σας περιλάβει ο Ντατσέρης  που θα κάνει και τ’ αδύνατα δυνατά για να σας φέρει στον….(Ν)ταμία! Αν χρειαστείτε Δικηγόρο έχουμε κι απ’ αυτόν , ενώ στην ανάγκη δεν λείπουν και οι Κουμέσοι του παλιού καιρού, που κατέληξαν εκεί από Αρώνηδες που ήταν παλιά στ’ Αρωνιάδικα. Κι αν έχουμε ανάγκη για ανασκαφές μπορούμε να βρούμε Αρχαιολόγο στον Καραβά και τώρα τελευταία και στο Λειβάδι!

Αν όμως δεν φθάνουν όλοι αυτοί μη νομίζετε ότι μας λείπουν και οι ανώτεροί τους. Έχουμε έτσι Βουλευτή για τα ρουσφέτια μας, αλλά αν αυτός δεν τα καταφέρει κάτι θα μπορούσε να κάνει κοτζάμ Υπουργός στα Περλεγκιάνικα. Κι αν δεν ήταν κι  αυτός αποτελεσματικός ένας Κουβέρνος, που σημαίνει ολόκληρη κυβέρνηση σίγουρα δεν θα σταματούσε πουθενά. Εκεί όμως που δεν φαίνεται να υπάρχει καθόλου έλλειψη είναι στα στρατιωτικά αξιώματα. Μπορεί να έχει πεθάνει ο παπά Λοχαγός από το Στραπόδι, έχουμε όμως Λοχία στα Λογοθετιάνικα και αν αυτός δεν επαρκεί  σίγουρα θα βοηθήσει στον πόλεμο ο Ναύαρχος από το Μυλοπόταμο για να μην έχουν παράπονο και τα αξιώματα των θαλασσινών! Που αν χρειασθεί μπορούν να μας τροφοδοτήσουν με αρκετούς Καπετάνιους από το Δρυμώνα και τις Αλεξανδράδες. Για τον αέρα δεν έχουμε πολλούς φθάνει όμως ένας Αεροπόρος από τον Ποταμό. Και αν όλοι αυτοί σας φαίνονται λίγοι υπάρχει ολόκληρος Φρούραρχος, ενώ στα Κύθηρα καταφέραμε να διχοτομήσουμε και το μεγαλύτερο Ενετικό αξίωμα στη θάλασσα. Ο Γενικός Προβλεπτής  έφερε τον τίτλο του Προβεντιτόρε Γκενεράλε. Εμείς το σπάσαμε στα δύο κι έχουμε Πρεβεδώρο στα Πιτσινιάνικα και Γενεράλε στα Φατσάδικα! Αν όμως ούτε αυτοί σας γεμίζουν το μάτι υπάρχει κοτζάμ Δούκας στη Χώρα, που, άγνωστο πως, γίνεται Ντούκας στα Καστρισιάνικα. Αν αυτός υπερτερεί από τον Ντεκόμη δεν είναι γνωστό, ούτε αν έχει καμιά σχέση με τον Κόμη, που δεν είναι βέβαια παρωνύμιο, αλλά επώνυμο και μάλιστα εισαγόμενο, στον Ποταμό. Και το Διπλωματικό σώμα όμως εκπροσωπείται επάξια. Υπήρξε μέχρι πριν λίγα χρόνια ένας Κονσολής στη Χώρα, τον οποίο τώρα αντικαθιστά ένας Κόρσολας από τα Φατσάδικα. Κι αν δεν φαίνεται από πρώτη ματιά ότι όλοι αυτοί ανήκαν στο πάλαι ποτέ Αρχοντολόι έχουμε έναν Άρχοντα από τα Τσικαλαρία. Κοντά σ’ όλους αυτούς δεν θα έλειπαν βέβαια και οι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης από την ιδιότυπη κρατική μας μονάδα.  Έτσι έχουμε φτιάξει έναν Προεστό στις Καλοκαιρινές, αλλά αν χρειασθεί να ξαναγίνουμε αυτόνομο προτεκτοράτο έχουμε έτοιμο και Κυβερνήτη από την Καρβουνάδα. Νομίζετε ότι τελειώσαμε μ’ όλους αυτούς τους μεγάλους και τους μεγαλομανείς που έγιναν αφορμή να πάρουν κάποιοι φουκαράδες διάσημα παρατσούκλια; Μέχρι και κορώνα βάλαμε εδώ και χρόνια σε κάποιον Λειβαδίτη και τον κάναμε …Κορωνίτη, ενώ κοντά του αναγορεύσαμε έναν Καλαμίτη σε κοτζάμ …Ρήγα! Τέλος, για να είναι πλήρης η κρατική μας οντότητα, χρειαζόταν κι έναν …..Κατάσκοπο και τον βρήκε στο Δρυμώνα. Αν νομίζετε όμως ότι θα σταματούσαμε εκεί γελιόσαστε. Κάναμε και Κυθηραϊκό θρόνο, στον οποίο βάλαμε έναν ολόκληρο Βασιλέα από το Στραπόδι, ο οποίος μάλιστα ανήκε ανέκαθεν σε γένος ευγενών παρωνυμίων, καθώς ήταν πρώτα Πρεβεδώρος κι αργότερα, πριν γίνει Βασιλέας, έγινε Τζεντιλόμος (ευγενής δηλ. από το τζεντίλε ουόμο)! Με τόσα μάλιστα βασιλικά σόγια χρειάστηκε και αυλή και σ’ αυτήν βάλαμε επικεφαλής ολόκληρο Αυλάρχη από τον Κάλαμο, ο οποίος φαίνεται ότι είχε τη συνήθεια να συχνάζει σε ..μυρωδάτες αυλές.

Όσον αφορά το στρατό, παρ’ ότι διαθέταμε αρκετούς αξιωματικούς φαίνεται ότι μας έλειπαν οι ..μάχιμες δυνάμεις, παρά την ύπαρξη τόσων …Φαντάρων στα Σταθιάνικα κι εδώ ήταν που ζητήσαμε ενίσχυση από τους ..προαιώνιους εχθρούς μας τους… Τούρκους.  Έτσι βρήκαμε έναν Μπουλούμπαση στις Καλοκαιρινές, αλλά μια και μόνος του δεν έφθανε βάλαμε δίπλα του κι ένα Σερασκέρη από τις Αλεξανδράδες και πάνω απ’ αυτόν έναν ολόκληρο Μπέη από τ’ Αρωνιάδικα. Σ’ όλους αυτούς πάνω βάλαμε ένα σωρό Πασάδες από τα Φατσάδικα και τα Μητάτα και ακόμα πιο πάνω έναν Βεζύρη από το Κεραμουτό. Και για να μην νομίζει κανένας ότι μείναμε μόνο σε Ελληνικούς και Τούρκικους τίτλους εστεμμένων βρήκαμε κι έναν Κράλλη στα Καλησπεριάνικα για νάχουμε κι έναν Σέρβο εστεμμένο δίπλα στους δικούς μας. Κι αν τα βασιλικά τα σόγια είναι ατελείωτα έχουμε κι ένα σωρό θαυμαστές των εστεμμένων. Από το θαυμασμό του προφανώς για τη βασίλισσα Αμαλία  ή κάποιαν που της έμοιαζε βγάλαμε έναν από τα Πιτσινιάνικα ..Αμάλιο κι αλλού έναν Φρειδερίκο! Κι αν δεν έφτανε ένας μοναχά Αυλάρχης για όλους αυτούς και μάλιστα χωρίς στολή αυτά τα βρήκαμε σ’ έναν Λειβαδίτη, που του φορέσαμε το γνωστό ένδυμα και τον βγάλαμε …Λιβρέα.

   Μπορεί να τελειώσαμε με την κοσμική εξουσία έχουμε όμως πίσω την…. Εκκλησιαστική. Γρήγορα-γρήγορα κάναμε Δεσπότη στο Λειβάδι και τον ίδιο και τους απογόνους του τους αναγορεύσαμε αμέσως σε.. Πατριάρχες. Κοντά τους ένα σωρό Γούμενοι και Καλόγεροι, ενώ για τον Καλογερίνη διίστανται οι απόψεις αν προέρχεται από το Καλόγερος ή από το μικρό περιζήτητο και εύγευστο χορταρικό τα καλογέρια. Κοντά τους βάλαμε και τους εκπαιδευτικούς. Έναν παπά-Σχολάρχη πρώτα, που ήτανε δηλ. και παπάς και σχολάρχης, κάτι παραπάνω από τους άφθονους Δασκάλους, Δασκαλάκους και Δασκαλάκια. Θρησκεία όμως χωρίς αιρέσεις γίνεται; Έτσι βρήκαμε να έχουμε ένα σωρό Μασσόνους, που μάλλον δεν είχαν σχέση με τους γνωστούς, τους λέγανε όμως και  Ευαγγελιστές, που όντως είχανε σχέση με άλλο δόγμα. Κάποιοι πρέπει πιθανόν να είχαν σχέση με το Κοράνι, γιατί γίνανε Χατζήδες ή Χαχάμηδες κι από τους τελευταίους προέρχεται και ο Χαχαμίκος. Οι Τσιριγώτες όμως δεν αρκέστηκαν στα εγκόσμια, αλλά η περιπαιχτική τους χάρη έφθασε στα ουράνια. Βρήκαν έναν Δαπόντε στη Χώρα και τον έκαναν……Θεό! ΄Ω της βλασφημίας! Τους ζήλεψαν όμως κάτι Λειβαδίτες, που είπανε: Θεό εσείς; Μουχαμέτη εμείς! Και παρ’ όλο που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με Μουσουλμάνους έβγαλαν έναν χωριανό έτσι, προφανώς για να  δείξουν ότι δεν υστερούν πουθενά και βέβαια γιατί ήταν αδύνατο να τους ξεπεράσει κανένας σε ….αξίωμα έστω και μη Χριστιανικό. Εδώ όμως βρέθηκαν μερικοί από τον Έξω Δήμο, που για να μην υστερήσουν έκαναν έναν Αναστασόπουλο Προφήτη προσχωρήσαντες έτσι σε έναν ιδιότυπο παρωνυμικό Μωαμεθανικό ανταγωνισμό. Κι επειδή όλοι αυτοί οι ….Μωαμεθανοί έπρεπε να επιτελούν και τα θρησκευτικά τους καθήκοντα χρειάστηκε και …Χότζας, ο οποίος φαίνεται ότι δεν επαρκούσε και χειροτονήσανε δύο-τρεις.  Κάποιοι Καραβίτες για συναγωνισμό ως φαίνεται προχώρησαν σε οικειοποίηση άλλου υπέρτατου αξιώματος, αλλά μη βρίσκοντας κάτι στα Ελληνικά εκλατίνισαν τον Ύψιστο κι έβγαλαν έναν χωριανό Ντεντίο (πιθανότατα από το De Dio, αν και υπάρχει και άλλη εκδοχή για την ετυμολόγηση).

Με τα τελευταία αυτά δείξαμε ότι μάλλον δεν έχουμε το….Θεό μας για να φτάσουμε ν’ ανακηρύσσουμε και δικούς μας Θεούς οι…..αθεόφοβοι

 

 

 

ΤΑ ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

 

Τα παρωνύμια δεν είναι βέβαια εφεύρεση των χρόνων μας. Οι αρχαίοι Έλληνες τα χρησιμοποιούσαν ευρύτατα και κυρίως αυτά που είχαν σχέση με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του φορέα. Έτσι στο Διογένη του έδωσαν το παρωνύμιο Κυνικός, ενώ σ’ έναν άλλον κυνικό, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει τους Αθηναίους ότι δεν αξίζει να ζουν σ’ αυτό τον κόσμο και τους προέτρεπε ν’ αυτοκτονήσουν προσφέροντάς τους μάλιστα μία δικιά του συκιά ως κατάλληλη για να κρεμαστούν απ’ αυτήν, τον ονόμασαν Πεισιθάνατο (Ηγησίας ο Πεισιθάνατος, όπως έμεινε στην ιστορία).  Έναν άλλο, που είχε αγανακτήσει με τη συμπεριφορά των συμπατριωτών του και τους αντιμετώπιζε με περιφρόνηση ζώντας μακριά τους, τον ονόμασαν Μισάνθρωπο (Τίμων ο Μισάνθρωπος). Και φυσικά υπάρχουν πολλά παραδείγματα.

Το ίδιο και οι Ρωμαίοι, που δίπλα στα πολλά ονόματα που χρησιμοποιούσαν πρόσθεταν και παρωνύμια. Έτσι έχουμε π.χ.: Μάρκος Τίλιος Κικέρων (Ρεβύθης), Άππιος Κλαύδιος Καίκος (Τυφλός), Κόιντος Φάβιος Πίκτωρ (Ζωγράφος),  Φάβιος Κόιντος Κουμκτάτωρ (ο Χρονοτριβών, ο Βραδυπορών) και τα γνωστότερα εθνικά παρωνύμια επιφανών Ρωμαίων, όπως: Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων ο Αφρικανός (ο Πρεσβύτερος) και ο συνώνυμός του και με το ίδιο παρωνύμιο Αιμιλιανός Αφρικανός ο νεότερος, καθώς κι αυτοί που μας αφορούν περισσότερο, ο Λεύκιος Αιμίλιος  Παύλος ο Μακεδονικός  και ο Τίτος Πομπόνιος Αττικός.

Πριν προχωρήσουμε σε κατάταξη των Κυθηραϊκών παρωνυμίων οφείλουμε ν’ αναφέρουμε ότι οι πρώτοι που τα χρησιμοποίησαν ευρύτατα ήταν οι Βυζαντινοί, οι οποίοι ξεκίνησαν από τα σωματικά χαρακτηριστικά και με έντονα σκωπτική διάθεση έδιναν παρωνύμια σε όλους και ειδικά στους επώνυμους, τα οποία μάλιστα έμειναν στην ιστορία. Από τα γυμνασιακά μας χρόνια ακόμα θυμόμαστε τα αυτοκρατορικά παρωνύμια, τα οποία μάλιστα χάριν της ιστορικής αληθείας οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι τις περισσότερες φορές ήταν εφευρέσεις του όχλου ή κάποιας κάστας, που αντιπαθούσαν έναν αυτοκράτορα ή αξιωματούχο γιατί δεν ανήκε ή δεν υποστήριζε την παράταξή τους και του κολλούσαν το πιο υποτιμητικό παρατσούκλι. Εκείνοι που διέπρεψαν σε τέτοια διαστρέβλωση και έγιναν διάσημοι για την σκωπτική τους μανία που συχνά υπερέβαινε τα όρια της κακότητος ήταν φυσικά οι κληρικοί και ειδικά οι καλόγηροι. Κι αν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ αποκαλέστηκε σωστά Τραυλός από το γνωστό ελάττωμα στην ομιλία, ο ομώνυμός του που ονομάστηκε Μέθυσος πλήρωσε πιο ακριβά την πολιτική αντίθεση προς αυτόν διαφόρων αυλικών και αξιωματούχων. Τι να πει όμως και ο Κωνσταντίνος Ε΄, τον οποίο εντελώς άδικα άφησε στην ιστορία η «κλίκα» των παρωνυμοθετών ως  …Κοπρώνυμο;  Ούτε τους Πατριάρχες όμως τους άφησαν χωρίς να τους «στολίσουν» με διάφορα παρατσούκλια, αρκετά από τα οποία ήταν δύσηχα ή απλά παράξενα. Τα πιο συνηθισμένα παρατσούκλια στο Βυζάντιο ήταν τα επαγγελματικά και αυτά που είχαν σχέση με σωματικά χαρακτηριστικά. Έτσι παρατσούκλιασαν ως Κασσιτερά τον Πατριάρχη Θεόδοτο τον Α΄ ήδη από τον 8ο αι., ενώ ο Αντώνιος ο Α΄ τον ίδιο αιώνα αποκαλέστηκε Κασσιματάς, επειδή πιθανόν ήταν τσαγκάρης. Τι να πει κανείς όμως για τον Αντώνιο το Β΄ στα τέλη του ίδιου αιώνα που τον έβγαλαν Καυλέα ή τον Κωνσταντίνο τον Γ΄ που τον αποκαλούσαν Λειχούδη και τον Ευστράτιο που τον έλεγαν Γαριδά; Το περιβόλι του Βυζαντίου όμως είναι ατελείωτο και ώρα είναι να επιστρέψουμε στο δικό μας που μάλλον φαίνεται να αποδεικνύει περίτρανα ότι είμαστε –τρομάρα μας-  γνήσιοι απόγονοι εκείνων.

Στην Ελληνική λαογραφία τα παρωνύμια ή παρατσούκλια είναι γνωστά ως: αναγορέματα, επινόμια, ξούρια, παραβγάλματα, παραγκόμια, παρονόματα, παρανέμια, παρανόμια, περιγέλια, πινόμια και σουσούμια.

 

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΜΙΚΡΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΌ ΕΠΩΝΥΜΑ.

 

Η κατηγορία αυτή είναι η πιο συνηθισμένη στα Κύθηρα και πιθανότατα περιλαμβάνει ακόμα και πάνω από 1000 παρωνύμια. Είναι όμως τα παρωνύμια αυτά από εκείνα που χάνονται σχετικά γρήγορα ή αλλάζουν μορφή και γίνονται σύνθετα γρήγορα όμως επανέρχονται με την ίδια ή παρεμφερή μορφή σε άλλες εποχές. Λόγω του πλήθους, αλλά και των ποικιλιών τους παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον.  Ως παράδειγμα μόνο αναφέρουμε μερικά όπως: Φραγκιάς, Σπυρίδος, Σπυρουλής, Αρτεμάς, Αντρουλής, Λεώνης, Λεωνίδης, Γιαννούκος, Γιωργάκης, Πέπος, Λαμπρής, Πετρουνάς, Βικέντιος, Γερώνυμος, Βαλεργάκης, Βάσιλας και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός. Απ’ αυτά σχηματίζονται και μερικά πιο παράξενα όπως ο Χαραλαμπίος, ο Αμπράμης (από το Αβραάμ), ενώ ο Παύλος μετατρέπεται σε Παυλή, Παυλαρέ, Παυλινά ή Παυλίνιο. Ένα από τα πιο συνηθισμένα ονόματα, το Παναγιώτης, γίνεται η βάση για ένα σωρό παρωνύμια. Γίνεται Νότης και Παναγιωταράς, ενώ από το Μπομπό έχουμε άλλο κορδόνι, το Μποτή, Μπομπότη, Μπομπούλη, Μπόμπο, Μπότο, Μπότολο, Μπομπόγια, Μπομπολή, Μπομποτάκι και άλλα. Αρκετά συνηθισμένα είναι και τα παρωνύμια που σχηματίζονται λόγω του μεγέθους. Μία ευτραφής Ελένη γίνεται Ελενάρα, ενώ μία μικροκαμωμένη Ελενίτσα κι αυτά δημιουργούν παρατσούκλια στους απογόνους, καθώς οι μητριαρχικές οικογένειες δεν είναι λίγες. Το ίδιο έχουμε και στους άνδρες. Μανώλακας, Μανωλαράς, Αντρικαράς, Παναγιωταράς και Κωστάρας σε ευθεία αντιπαράθεση με το Αντρεάκι, τον Αντριάνη, τον Κωστή και τον Κωστόβιο. Κοντά τους ο Αντώνακας με τον Αντωνιό, ο Γιάνναρης, ο Γιαννάς με το Γιαννούκο, το Γιαννιό, το Γιαννακό, το Γιαννούλο, το Γιαννούλη, το Γιαννίτζη, το Γιαννάκη και το Γιαννίκη και ξανατράβα πάλι το κορδόνι που κι εδώ τελειωμό δεν έχει. Ο Γιούργης κι ο Ντόντος είναι παρωνύμια που έχουν ρίζα το Γιώργος και οφείλονται σε φωνητική παραφθορά.

Ιδιάζουσα θέση στην κατάταξη των παρωνυμίων έχουν, όπως ήδη είδαμε, τα μητρωνυμικά, που έχουν σχέση με τις οικογένειες στις οποίες η γυναίκα είχε τον πρώτο λόγο ή λόγω χαρακτήρα και ιδιοσυγκρασίας της ίδιας ή του συζύγου ή λόγω οικονομικής ή κοινωνικής υπεροχής της. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το όνομα της συζύγου ή της μάνας έδινε το παρατσούκλι στο σύζυγο, τα παιδιά ή σ’ όλη την οικογένεια και στους απογόνους της αργότερα. Έτσι έχουμε: Ευγένιο, Σταματουλά, Πασχάλα, Πιπέρη, Ευθαλίο, Ευδόκο, Μαριγούλη, Μάχο, Νικολίτσα, Μαρίνη, Θεοδοσά, Πολυξενά, Βιόλο, Δεσποινούλη, Χρυσέα και ξανατράβα πάλι ατέλειωτο κι εδώ κορδόνι.

Πιο κοινά είναι τα παράγωγα όπως  τα Βασιλόπουλος, Βασιλιόπουλος, Δημητρόπουλος, Παναγιωτόπουλος και άλλα εις –όπουλος, περισσότερο συνηθισμένα στο Βόρειο τμήμα του νησιού ίσως και λόγω της Πελοποννησιακής επίδρασης εκεί. Μάλιστα μερικά απ’ αυτά τα παρωνύμια έγιναν επώνυμα κι αντικατέστησαν τα αρχικά επώνυμα, τα οποία σε πολλούς είναι άγνωστα πια. Ακόμα πιο λίγα είναι τα ξενικά όπως ο Φρανσουάς (ένας εκγαλλισμένος  Φραγκίσκος) ή ο Γουλιέρμος ( από έναν Γουλιέλμο προφανώς). Το Πορταλαμίος είναι και ξενικό και ντόπιο από το όνομα όμως που συνήθιζαν οι ευγενείς, το Βαρθολομαίος. Εκείνα που έχουν τεράστια διάδοση είναι τα διπλά, τα οποία προήλθαν κυρίως από την ανάγκη να ξεχωρίζουν οι γόνοι. Έτσι έχουμε: Σαραντοπαυλής, Παυλακοκοσμάς, Παυλακοπαναγιώτης, Σπυρόλουκας, Μενιόσπυρος, Πετρομανώλης, Λαμπραντώνης, Λαμπρόκωστας, Λαμπρόσπυρος, Βαλεριαναστάσης και ξανατράβα πάλι μακρύ κορδόνι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σύνθετα στα οποία το ένα είναι βαφτιστικό και το άλλο άσχετο, όπως, Ανεμόγιαννης, Βλητόγιαννης, Κωστόβιος και άλλα, ενώ ένα παλιό σύνθετο που και τα δύο συνθετικά του έχουν την ίδια ρίζα και μάλιστα το ίδιο βαφτιστικό πρέπει ν’ αποτελεί μια ξεχωριστή και μοναδική περίπτωση. Είναι το Γιαναργιάννης από το Γιαννάς και Γιάννης, που το πρώτο πάλι προέρχεται από το δεύτερο. Είπαμε, οι Τσιριγώτες ήταν ανέκαθεν εφευρετικοί και φαίνεται να ξεπέρασαν και τους δασκάλους τους, τους Βυζαντινούς. Σ’ ένα κλάδο μιας οικογένειας από τα Καλησπεριάνικα, τους Λουράντους, τους έδωσαν το παρωνύμιο Σάββας, από το κοινό βέβαια βαφτιστικό. Αυτοί εγκαταστάθηκαν στα Τσικαλαρία αργότερα κι έμειναν γνωστοί ως σήμερα στον παρωνυμικό χάρτη των Κυθήρων ως Σαββιάνοι.  Για να ξεχωρίζουν όμως τους έδωσαν σύνθετα παρωνύμια όπως: Σαββόνικος, Βαγγελόσαββας, Σαββόγιωργης, Σαββόκωστας και άλλα. Μόλις τους τέλειωσαν κι αυτά βρήκαν άλλη φάμπρικα και βάφτισαν έναν απ’ αυτούς Αντρικαρά. Και η παραγωγή συνεχίζεται στους ίδιους ρυθμούς και σήμερα.

 

Τα παρωνύμια που έχουν τη ρίζα τους σε επώνυμα δεν είναι πολλά, δεν ήταν όμως δυνατόν να λείψουν από το μεγάλο μας περιβόλι. Ένας  μικροκαμωμένος Κασιμάτης έγινε Κασιματάκι και ξεχωρίζει έτσι από τον τεράστιο αριθμό των συνωνύμων του και συνεπιθέτων του, ενώ ένας Καλλίγερος για να ξεχωρίζει επίσης από τους πολλούς με το ίδιο επώνυμο έγινε  Καλλιγέρος και μ’ έναν απλό ανατονισμό επετεύχθη ο σκοπός.  Το ίδιο έγινε και στα Φράτσια, όπου εδόθη το παρωνύμιο Φαρδουλής σε κάποιον, όταν είναι γνωστό το επώνυμο Φαρδούλης στον Ποταμό. Ένας ανατονισμός κι εδώ ήταν αρκετός για τη μετατροπή. Εδώ θα μπορούσαμε να εντάξουμε και τα παρωνύμια που είναι όμοια με άλλα επώνυμα, Κυθηραϊκά ή άλλων περιοχών, αυτά όμως είναι πολλά και αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία που θα μας απασχολήσει στο τέλος.

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΖΩΑ, ΠΟΥΛΙΑ, ΕΝΤΟΜΑ, ΨΑΡΙΑ ΚΛΠ

 

Άλλο ένα καρπερό περιβόλι από παρωνύμια είναι αυτό στο οποίο βόσκουν ή παρασιτούν διάφορα ζώα και ζωύφια. Ο κατάλογος κι εδώ θα μπορούσε να είναι ατελείωτος, θα περιοριστούμε όμως σε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Στα Σταθιάνικα έναν γρήγορο ή έξυπνο τον έβγαλαν Γάτο (το παρωνύμιο είναι γνωστό από τα Βυζαντινά χρόνια και το έδιναν σε άρπαγες ή πλεονέκτες) και έναν κοντόσωμο και πονηρό Μυλοποταμίτη, τον έβγαλαν Κατσί κι έναν Φρατσιώτη που σίγουρα θα …..νιαούριζε σα γάτα τον ονόμασαν Νιάου, ενώ στα Φράτσια ολόκληρη οικογένεια δεν θα την βρεις εύκολα αν δεν τη ζητήσεις με το καθόλου κολακευτικό παρωνύμιο Γάϊδαρος, παρ’ όλο που όλοι είναι ευγενείς και καλοσυνάτοι άνθρωποι. Ίσως να έχουν την υπομονή του συμπαθούς τετράποδου! Αντίθετα όσοι ακούν στο παρωνύμιο Βούϊδι σίγουρα δεν διεκδικούν Πανεπιστημιακή έδρα! Πιο  εύκολα ερμηνεύεις γιατί αποκαλούν κάποιον Ζούλα, ενώ σίγουρα σ’ έναν παμπόνηρο συγχωριανό από το Στραπόδι έδωσαν το παρωνύμιο Ζουρίδης. Έναν αντίστοιχων χαρακτηριστικών από τ’ Αλοϊζιάνικα τον απεκάλεσαν απλά Αλεπού. Ένας Λαγός τώρα μάλλον θάτανε γρήγορος στα πόδια κι απ’ αυτόν προήλθε ο Λαγωνάρης, ο Λαγωνίκας και ο Λάγαρης. Πρώτος ξάδελφος του τελευταίου θα ήταν ο Κούνελος, που όπως ο προηγούμενος, ήταν από το Λειβάδι και τον ονόμασαν έτσι γιατί κουνούσε χαρακτηριστικά το μουσούδι του σαν …κουνέλι. Τα ζώα του δάσους εκπροσωπούνται επάξια από έναν Λιόντα κι έναν Λέο, που μαζί μ’ ένα σωρό Καπλάνηδες (Καπλάνι στα Τούρκικα σημαίνει την Τίγρη) τρομάζουν τους χωριανούς. Δεν θα δυσκολευτούμε να βρούμε γιατί βάφτισαν κάποιον Μούργο, ενώ για έναν που ακούει στο παρωνύμιο Μπουλντόκ θα πρέπει να διαπιστώσουμε αν του το έδωσαν για τη ..ράτσα ή άλλα χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερη αδυναμία πρέπει να υπήρχε στις αρκούδες, αφού από παλιά είχαμε έναν Αρκούδα στα Φράτσια, μέχρι πριν λίγα χρόνια έναν Αρκούδη στο Λειβάδι και για να μη χαθεί ένα προστατευόμενο είδος ξαναβγάλαμε Αρκούδα, στην Πελαγία αυτή τη φορά!

Στα πουλιά τώρα. Στον Καραβά υπάρχει ένας που τον λένε Σταρήθρα, γιατί κουνιόταν με τον χαρακτηριστικό τρόπο αυτού του πουλιού, ενώ μπορούμε να βρούμε άφθονους εκπροσώπους των πετεινών του ουρανού όπως, Σουσουράδα και Γκιώνα και Τρούλητα, ενώ δεν λείπουν οι Χιόνες κι οι Χιονίτες των πτερωτών μας φίλων καθώς κι ένας Σπίνος στην Καρβουνάδα. Οι Μπούφοι στη Χώρα και την Καρβουνάδα ίσως να είχαν προγόνους, τους οποίους οι ονοματοθέτες του νησιού να μην τους θεωρούσαν και σαϊνια, ενώ τρέχα γύρευε σε ποίες φωλιές θα πετούσε ο Κούκος. Και πού θα σαλτάριζε ο….Σαλτακούκος από το Στραπόδι; Από τα μάτια ή από άλλα χαρακτηριστικά είπαν κάποιον Λειβαδίτη Καόνη, ενώ οι Κοτσυφοί των Κυθήρων είναι πολύ περισσότεροι από τα σχετικά σπάνια στο νησί ομώνυμα πουλιά. Από τη μάνα του που την έλεγαν Διάνα και όχι από το ομώνυμο πουλί είπαν έναν Στραποδιάτη Διάνο, έναν από τους απογόνους του όμως τον λένε τώρα Κούβο, όχι γιατί φουσκώνει, γιατί αλλιώς θα τον έλεγαν Παγώνη. Στα αποδημητικά έχουμε αρκετούς Συκοφάους στα Φράτσια και αλλού Μελισσοφάους και Καναβούς, ενώ Μπεκατσόνι είπαν μια Τσιριγώτισσα για τη μύτη της. Στο Λειβάδι υπήρχε παλιά ένας Ορδίκης (Τριάρχης), στις Πιτσινάδες ένας Βλόϊσος (Μαυρομμάτης) και στα Φράτσια ένας Τσικλέας (Πετρόχειλος), που έγινε τελικά και επώνυμο. Ποίος τώρα θα ήθελε να τον λένε Κόρακα, ό, τι και να σήμαινε αυτό και να πούνε μάλιστα και τα παιδιά του Κορακάκια και να τα αναγκάζουν να εξηγούν σε όλους ότι κατάγονται από τ’ Αλοϊζιάνικα. Να ξεχάσουμε ένα σωρό Κάπονες, που μάλλον είναι ευνόητο γιατί τους είπαν έτσι, κάποιους που , άγνωστο γιατί, τους είπαν Κότες ή τους Σπούργητες για τη λαιμαργία τους; Ο Μπουφούνος τώρα είναι παράγωγο του Μπούφος ή κάτι άλλο;

Από τα ψάρια έχουμε επίσης ό,τι επιθυμεί η ψυχή σας. Σκάρους, Σκαρμούς, Τσιπούρες, Μπακαλιάρους και Γαλέους, μάλλον οι τελευταίοι χωρίς σκορδαλιά, αφού είναι από τα Φατσάδικα, ενώ οι Σκόρδοι που θα τους άρτευαν από τα Φριλιγκιάνικα. Ο Χάνος ονομάστηκε έτσι γιατί χάνεται ή γιατί είναι ….χάνος; Κι η Περκίνα γιατί είχε την ομορφιά της Πέρκας ή τ’ αγκάθια της; Στα θαλασσινά βέβαια θα βάλουμε και τον Καλαμαρά, τον Κάββουρα, το Μιδιακό και το …Σελάχι, ενώ ο Μπαλάς εκτός από νόστιμο ψάρι είναι και μεγάλο σόι στον Άγιο Ηλία, όπως ο Γηλούς στ’ Αρωνιάδικα. Γιατί όμως έβγαλαν έναν Χωραϊτη Μουγγρή κι έναν άλλο Παλαμίδα; Στο Στραπόδι θα βρούμε και έναν Καγαρέλα ή Κακαρέλα, που ακόμη δεν έχουμε εξακριβώσει αν οφείλει το παρωνύμιο στο σαργό, που λέγεται έτσι ή σ’ ένα είδος βάτραχου. Όπως και νάχει όμως τώρα σας ομιλεί από το βήμα!

Δεν έχουμε όμως τελειώσει με τα ζωντανά. Έναν ενοχλητικό Κοντολέοντα από τα Βιαράδικα τον έβγαλαν Κούνουπα κι έναν άλλο από τη Χώρα Βορθακό. Είναι άγνωστο αν ο πρώτος υπήρξε θύμα του δεύτερου, ενώ είναι επίσης άγνωστο αν ο Σκάρφακας έτρωγε κάμπιες για να κινδυνεύει ο Καμπέας στον Άγιο Ηλία. Σίγουρα ήταν δηλητηριώδης ο Σκορπέος από τα Σκουλιάνικα, αν γλύτωνες όμως απ’ αυτόν κινδύνευες από ένα Σφήγκα στον Ποταμό και δεκάδες Μπουμπούρους από το Λειβάδι και τον Άγιο Ηλία. Αν δεν είχες καλές σχέσεις με την καθαριότητα θα σου έκανε επίσκεψη ο …Ψείρας κι αλίμονο αν ερχόταν μαζί με τον … Ψύλλο και τον ..Κονίδη! Κι αν δεν πολυφοβόσουν τον Μαμούνα ή τη Γκαγκάνα  καθόλου ευχάριστη παρέα δεν θα σου ήταν ο Κοριός κι ο κοντοχωριανός του ο… Κοριοχαραλάμπης, ενώ ο Ξεφτέρης δεν είναι βέβαιο αν είχε μυαλό ξουράφι ή πέταγμα του γνωστού είδους ακρίδας. Το Ζούζουνα δεν τον φοβόταν κανείς όχι όμως και τον Σαμιαμίθι ή το Σαμαμιθά. Και τι να πεις για το φόβο που προκαλεί ο …Ποντίκας ειδικά στις γυναίκες;

Και να τελειώσουμε με τα ασπόνδυλα. Ο Κοχύλας είχε μόνο εννοιολογική σχέση με τον Χοχλιό κι ο τελευταίος με τον Μπόμπολα, ενώ ο Γκόγκλανος απλά ήταν από κοντινό χωριό με τους προηγούμενους ασπόνδυλους συγγενείς του.

 

ΕΘΝΙΚΑ ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ

 

Όταν από έναν τόπο ένας άνθρωπος εγκαθίσταται σ’ έναν άλλο πολλές φορές χάνει το επώνυμό του και τον φωνάζουν με το όνομα του παλιού του τόπου καταγωγής. Έτσι έχουμε σήμερα εκατοντάδες Τσιριγώτες και Τσιριγωτάκηδες και Τσιρίγους και Σιρίγους με μακρινή  καταγωγή από τα Κύθηρα. Το ίδιο έγινε και με τα παρωνύμια, τα οποία μπορούμε να χωρίσουμε σε τρεις κατηγορίες. Αυτά που δηλώνουν ένα άλλο μέρος του νησιού κι είναι και τα πιο σπάνια. Αυτά που δηλώνουν άλλο μέρος της Ελλάδος κι είναι και τα περισσότερα και αυτά που δηλώνουν ένα ξένο κράτος ή μια ξένη πόλη.

Ο Δρυμωνιάτης στο Λειβάδι δεν είναι άλλος από έναν που έφθασε εκεί από το Δρυμώνα. Το ίδιο κι ένας Δοκανιώτης στ’ Αλοϊζιάνικα, ένας Λιώτης σ’ όλο το νησί (από τους Λιούς, τα Αντικύθηρα που ονομάστηκαν έτσι από παραφθορά και περικοπή της αρχαίας τους ονομασίας Αιγιλιοί – Λιοι) κι ένας Χαμηλιώτης από την τοποθεσία Χαμηλή.

Στη δεύτερη κατηγορία έχουμε τα πιο πολλά. Αστραπαλιώτης (από την Αστυπάλαια), Ψαριανός (από τα Ψαρά), Θιακός (από την Ιθάκη), Χιώτης (από τη Χίο), Σκαρπάθιος και Σκαρπαθιώτης (από την Κάρπαθο). Στα Πιτσινιάνικα βρίσκουμε έναν Μυκονιάτη (από τη Μύκονο) κι αλλού Σαντορινιούς, Μηλιώτες ή Κεφαλλονίτες. Ο Λεβαντίνος είναι γενικά από την Ανατολή, Μανιάτης από τη Μάνη απ’ όπου κι ο Μάνιτας κι ο Μανιάταρος, ενώ ο Λακωνίας απλά από τη γειτονική μας περιοχή. Ιδιαίτερες περιπτώσεις είναι ο Κυθηραίος κι ο Έλληνας, ενώ ο Τσάκωνας φαίνεται να ήταν από την Τσακωνιά. Διαφορετική σημασία πρέπει να είχε ο Λιάπης και ο Βλάχος.

Στα ξενικά θα εντοπίσουμε έναν Αναπολιτάνο στο Κατούνι (από τη Νάπολι), έναν Ρούσσο στο Κ. Λειβάδι (από τη Ρωσσία;) κι έναν Μαμαλούκο στο Καψάλι, του οποίου η σχέση με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου πρέπει να μην είναι καθαρά.  εθνική. Κοντά κι ένας Βούλγαρος, ένας Αρμένης, ένας Αμερικάνος, ένας Γερμανός, ένας Εγγλέζος, ενώ ο Κινέζος σίγουρα δεν ήρθε από την Κίνα, αλλά μάλλον ήταν πολύ κίτρινος. Δεν μας λείπει κι ένας Τούρκος, ενώ ο Τουρκομερίτης ήταν Τσιριγώτης της Σμύρνης και Σκλαβούνος ο εκ Δαλματίας προερχόμενος. Αφήσαμε τελευταίους τον Μπούρμα και άλυτη την απορία μας αν είχε την παραμικρή σχέση με τη μακρινή Βιρμανία και το Σπανιόλο στο Μυλοπόταμο, που κάποια σχέση θάχε με την Ισπανία.

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΟΝΟΜΑΤΑ ΓΝΩΣΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΩΝ Ή ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΕΠΩΝΥΜΩΝ

 

Συχνότατα για τυχαίους λόγους, λόγους που οφείλονται σε ελαττώματα, ομοιότητες και άλλες ιδιότητες δίδονται παρωνύμια από ονόματα γνωστών προσώπων, που βρήκε ο …..νονός του παρωνυμίου στα….βαφτιστήρια του. Κι αυτά μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε σε Ελληνικά και ξένα.

Έναν διάσημο αστυνόμο του περασμένου αιώνα, τον Κοσονάκο, τον βρίσκουμε ως Κουσουνάκο στο Στραπόδι και το γνωστό μας Κουταλιανό στα Κοντολιάνικα. Τώρα τι έγινε και «κόλλησαν» το παρατσούκλι του Νταβέλη και του Γιαγκούλα, των γνωστών αρχιληστών, σε φιλήσυχους συμπατριώτες τρέχα γύρευε με τους νονούς τους. Κι ο Καρούζος στα Πιτσινιάνικα είχε άραγε σχέση  με τον πασίγνωστο βαρύτονο; Ίσως όση είχε με την ποίηση ο Σκόκος στη Χώρα. Από τους πολιτικούς έχουμε έναν Τσαλδάρη στον Αυλαίμονα κι έναν Καποδίστρια στα Πιτσινιάνικα να εκπροσωπούν την Ελληνική πολιτική σκηνή, ενώ ένας ολόκληρος Κολοκοτρώνης στο Μυλοπόταμο μας φέρνει στο νου το γέρο του Μωριά.

Στα ξενικά έχουμε έναν Καρνώ στη Χώρα κι έναν Κλεμανσώ στον Καραβά, ενώ ο Σαλιμπούργης σίγουρα πήρε το επώνυμο του περιώνυμου Άγγλου υπουργού εξωτερικών Σαλισβουρύ κι ο Λόϋντ Τζωρτζ του ομώνυμου Άγγλου πρωθυπουργού. Ο Φαρούκ δεν είχε σχέση με τον εκθρονισθέντα βασιλιά της Αιγύπτου, αλλά απλά ερχόταν από κει. Τι σχέση είχε τώρα ο Σμολένσκυ με τον ομώνυμό του εφήμερο πρωθυπουργό της Ρωσσίας πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση αγνοώ, δεν δυσκολεύομαι όμως να καταλάβω γιατί έναν φανατικό τον βάφτισαν Στάλιν στην Καρβουνάδα κι έναν Κατράκη στον Καραβά Λένιν! Ο Μολότωφ στα Λογοθετιάνικα είχε σχέση μόνο στην εμφάνιση με το γνωστό Ρώσσο στρατηγό και Μπρέζνιεφ ονομάστηκε ένας γνωστός μας συμπατριώτης, επίσης λόγω ομοιότητος, αλλά εδώ έχουμε τη μοναδική μαρτυρημένη περίπτωση που ο νονός είναι μη Κυθήριος. Κοντά σ’ αυτούς έχουμε ένα Χίτλερ, ενώ τον ίδιο είχαν βγάλει άλλη φορά Μουσσολίνι, όχι λόγω των πεποιθήσεών του, αλλά λόγω της συμπεριφοράς του! Στα Πιτσινιάνικα ζει και….βασιλεύει ένας Καντάφι, όπως το ίδιο κάνει κι ο ομώνυμός του στη Λιβύη με τη διαφορά ότι ο πρώτος είναι εστιάτορας κι ο δεύτερος δικτάτορας. Ο Σιρχάν ήταν ο δολοφόνος του Ρ. Κέννεντυ, όμως ο συμπατριώτης μας που του το κόλλησαν δεν είχε την παραμικρή σχέση, είτε με Κέννεντυ, είτε με δολοφονίες!

Για τις πολιτικές του πεποιθήσεις τέλος έβγαλαν έναν Μυλοποταμίτη Μπολσεβίκο και πιθανόν για παρόμοιους λόγους έναν Πουρκιώτη, Αντάρτη, ο οποίος μάλλον κάποια σημαία αντίστασης θα σήκωσε ή θάταν λίγο άτακτος στα μικρά του.

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΡΟΥΧΑ.

 

Λίγα είναι τα παρωνύμια που έχουν σχέση με το ρουχισμό. Ανάμεσά τους πιο γνωστό είναι το Βελέτζας στο Λειβάδι, ενώ δεν έχουν και τόση διάδοση τα Πατατούκας και Φουστανάς, που κάνουν καλή παρέα στον ….Μαλινόβρακα. Σ’ αυτή την κατηγορία πρέπει να τοποθετήσουμε και τον Μπαλωμένο, παρ’ όλο που δεν είναι εξακριβωμένο πού είχε τα μπαλώματα. Στα ρούχα ή τα παπούτσια. Ακόμη ο Κούκος δεν ξέρουμε αν πήρε το παρατσούκλι του από το γνωστό πουλί ή από αυτό που φορούσε στο κεφάλι του. Αντίθετα ένας Κλακ από το Λειβάδι έχασε το παρατσούκλι Κοτσυφός και του κόλλησαν το Κλακ από τον τύπο καπέλου που προτιμούσε. Κι ένας Αρώνης στ’ Αρωνιάδικα έγινε Καλογιακάς και θα μείνουμε με την απορία αν υπήρχε και …κακογιακάς ή γιατί ένας γιακάς ήταν καλός;

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Η΄ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ.

 

Όπως είδαμε και στην αρχή τα σωματικά χαρακτηριστικά έδωσαν τα πρώτα παρωνύμια, τα οποία σιγά-σιγά έγιναν επώνυμα. Οι φιλοπαίγμονες Κυθήριοι έκαναν αμέσως παρατσούκλια αυτά τα χαρακτηριστικά με προτίμηση στα ελαττώματα Τα παρωνύμια αυτά μπορούμε να τα χωρίσουμε σε τρεις επιμέρους κατηγορίες. Όσα έχουν σχέση με τη σωματική διάπλαση, όσα έχουν σχέση με άλλα σωματικά ελαττώματα και όσα έχουν σχέση με ασθένειες.

Ξεκινώντας από τα πρώτα θα βρούμε έναν Μάκρα στα Μητάτα, έναν Μακρουλό στον Κάλαμο και στρατούς ολόκληρους από Ψηλούς, Κοντούς, Χοντρούς και Λιανούς. Ο Μέγας και ο Γολιάθ δεν είναι γνωστό αν πήραν το παρωνύμιο κατ΄ ευφημισμόν, όπως το Θερίο στον Άγιο Ηλία ή οι Γίγαντες στα Τραβασαριάνικα που ήταν όλοι τους κοντοί. Ο Νάνες στο Καψάλι δεν θα διεκδικούσε θέση σε ομάδα μπάσκετ κι ο Σοϊλής στη Χώρα σε ομάδα δωρητών …σπέρματος. Εύγλωττα εξηγούμε γιατί είπαν κάποιον Μουντουλούνη και Ξύλινο και στην ίδια κατηγορία πρέπει να εντάξουμε και τους Ντρέτους και τους Κορδάτους. Με μεγάλο κεφάλι συνδέονται ο Καθραμπούκος και η Καθράμπα, ενώ η Ψηλοκαλλιόπη δεν ήταν μία ψηλή Καλλιόπη, αλλά η Καλλιόπη ενός Ψηλού.

Από τα σωματικά χαρακτηριστικά μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε γιατί έβγαλαν κάποιον Μαλλιαρό στον Καραβά κι έναν άλλο Μορφονιό στις Πιτσινάδες. Με τις τρίχες ίσως να είχε σχέση ο Μούσος, ο Μουστάκας κι ο Μουστάκιας , ενώ ο Μπελαγένιας στην Καρβουνάδα μάλλον θα είχε όμορφα γένια. Στο επιπλέον δάκτυλο οφείλεται το παρατσούκλι του Ξαδάκτυλου και στα νύχια του Ασπρονύχη. Ο Περδικομάτης θα είχε τα μάτια της πέρδικας ενώ στα πόδια θα βρούμε τους λόγους που έδωσαν τα παρατσούκλια στον Αχναρά, τον Αντενά, τον Πόδαρο, τον Πατούχα και τον Ατζάτο, ενώ μάλλον στην έλλειψη παπουτσιών θα πρέπει να αναζητήσουμε το βάφτισμα του Ξυπόλυτου. Ο Βραδυπορών δεν βιαζόταν καθόλου, ενώ είναι άγνωστο αν ο Καλοπλυμένος πλενόταν τακτικά ή είχε συχνές σχέσεις με τις καλοπλυμένες, όπως έλεγαν τις κοινές γυναίκες μέχρι πριν λίγα χρόνια. Κι αν το ερώτημα αυτό γεννιόταν για τον Καλοπλυμένο σίγουρα δεν πρέπει να υπήρχαν απορίες για τον Άπλυτο, που ήταν μάλιστα ο αντίποδας του Καθαρού κι  ο Κασίδης που θα είχε σίγουρα συγγένεια με τον πρώτο.

Στα σωματικά ελαττώματα ο κατάλογος είναι τεράστιος. Εκτός από τους δεκάδες Κουλούς, Κουτσούς, Κουφούς, Στραβούς, Γκαβούς και Ψευδούς έχουμε και τους μισόλαβους Μουμουκιάνους, ενώ ο Γριλέας, ο Τζαμαρίας κι ο Γυαλουπάκιας θα έχουν σχέση με τα μάτια. Ο Καμπούρης, ο Γόμπος, ο Μπόγομος, ο Μπογομίας κι η Σγομπίλα είχαν το πρόβλημα στην πλάτη κι ο Μουγγός μάλλον είναι λιγότερο τυχερός από τον Τραυλό. Ο Κουτσάφτης κι η Κουτσαυτίτσα είναι το αντίθετο του Τρουλαύτη κι ο Σπανός με το Σπάνια έχουν τη συγγένεια στην έλλειψη στα γένια. Ο Αιμοδότης ήταν ένας ισχνός και με λίγο χρώμα συμπατριώτης, ενώ ο Κουλομπομπός τίποτα περισσότερο από έναν κουλό Παναγιώτη. Ο Κουτρουλίδης θα ήταν το αντίθετο του Κουτσουπάτου.

Από παρατσούκλια που έχουν σχέση με ασθένειες η συλλογή είναι φτωχή και ο λόγος προφανής, αφού πάντα τρομοκρατούσε τον κόσμο η ασθένεια. Έτσι βρίσκουμε μόνο έναν Λεπρό κι έναν Βλογιοκομμένο, ενώ αρκετά παράξενο μας φαίνεται που υπάρχει ένας Μικρανίας, που θα έπασχε προφανώς από πονοκεφάλους.

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΧΟΡΤΑ, ΔΕΝΔΡΑ, ΦΑΓΗΤΑ, ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ, ΦΡΟΥΤΑ ΚΛΠ.

 

Κι εδώ η εφευρετικότητα παραμένει εντυπωσιακή και η παραγωγή, ως εκ τούτου, σε υψηλά επίπεδα. Ο Φοντάν, ο Μακαρούνας, ο Λαγάνας, ο Λαζανάς κι ο Μακαρόνας συναντώνται με τον Ξυδάτο, τον Ξυδέα και τον Αλατσά για να αρτευτούν τα φαγητά ή γιατί θύμωναν εύκολα μερικοί. Στα όσπρια κυριαρχούν ο Ρεβύθης στα Μητάτα, ο Φάβας στα Φριλιγκιάνικα, όπως κι ο Πλαγιόμανας με το Λίμπινα, πιθανόν δε κοντά τους να βάλουμε και τον Κουκούκια από την Καρβουνάδα, ενώ αφθονία υπάρχει από Φάσουλους, Φασούληδες και Φασουλήδες. Μυρωδάτοι είναι ο Σκόρδος κι ο Σκρεμμύδης και μοναδικό ρόφημα ο Φασκόμηλος ή ο Φασκομηλίτης. Ο Λινός, ο Μάνιτας, ο Πιπεράδας, ο Λαχανάς κι ο Λαχανόσπορος (πιθανόν γιος του προηγούμενου) έρχονται κοντά στον  Πεπόνη από τα Δόκανα και δίπλα από το μυρωδάτο Γαροφαλή στις Καλοκαιρινές, που εκπροσωπεί τα λουλούδια. Δεν γνωρίζουμε αν άρεσαν τα αυγά στον Αυγουλά, τον Αυγά και τον Κορκό, ενώ αγνοούμε τα πάντα για τον Αυγοπάτη, ο οποίος αν πατούσε σταφύλια ίσως δεν κολλούσε αυτό το παράξενο παρωνύμι. Είναι φυσικό να βρούμε έναν Αμυγδαλιά στον Καραβά, που έχει πολλές αμυγδαλιές, αλλά και έναν Μυγδαλία, ενώ ο Αχλάδας έρχεται από τον Δρυμώνα. Ο Φυστικάς είναι άγνωστο αν είχε σχέση με τα αράπικα φυστίκια ή με τα Αιγίνης κι ο Θύκος δεν είναι τίποτ’ άλλο από έναν ψευδό που έλεγε έτσι το ..σύκο και τούμεινε.  Στην Πελαγία έχουμε έναν Βίκο, ενώ Βλήτοι αφθονούν σε όλο το νησί, μάλλον για ευνοήτους λόγους. Ένας Χάρος έγινε εδώ και πολλά χρόνια Βλαστός, υπάρχει όμως και Βλαστάρης, ενώ ο Μαρούλης έδωσε το όνομά του στους κατοίκους ενός ολόκληρου χωριού, του Λειβαδιού. Ο Τηγανίτας, ο Κεφτές κι ο Καλισούνης είναι αρκετά εύγευστοι κι απαραίτητος ο Ψωμάς, που είναι όμως επαγγελματικό, όπως κι ο Καροψωμάς, που θάταν φουρναραίοι. Άντε να ερμηνεύσεις όμως το Γλυνάγκαθο. Στα γαλακτοκομικά έχουμε ένα Ξυνογαλιώτη, μία Τυροκαβούλα στα Καστρισιάνικα κι έναν Βουτιέρο στα Φράτσια.

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΠΟΥ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΟΤΗΤΑ.

 

Μία από τις μεγαλύτερες κατηγορίες είναι των παρωνυμίων που δηλώνουν κατάσταση, στην οποία βρέθηκε τις περισσότερες φορές ο …αναδεξιμιός και του την κόλλησαν χωρίς καθυστέρηση οι άλλοι.

Κάποιος τυχερός βαφτίστηκε Γουρουλής, όπως ένας άτυχος θα ονομαζόταν Γρουσούζης. Δε χρειάζεται ιδιαίτερο ψάξιμο γιατί ονόμασαν κάποιον Νυστάζο κι έναν άλλο Ταλαίπωρα. Ο Μπουκής θα έβαζε μεγάλη μπουκιά και του Καλλισουνά του άρεσαν τα καλλισούνια. Σιγανοπαπαδιά ίσως να ήταν ο Σιγανούλης και σίγουρα αλέγρος τύπος ο Τραβασάρος που τον είπαν Αλεγραντάρη. Ο Ασκόπαυλος ηχητικά μόνο μοιάζει με τον Μουγγόπαυλο, ενώ ο Τεμπελιέρος με το Μωρό δεν θάταν ιδιαίτερα δραστήριοι τύποι. Ο Τρόχαλος πιθανόν να έχτιζε τοίχους χωρίς λάσπη. Αρκετοί θα τσίκνωναν το φαγητό γιατί έχουμε στρατούς από Τσικνωμένους, Τσίκνηδες και Τσικνάρους. Ο Ξερός έκανε τον ξερό ή του ..έμοιαζε; Ο Γέλης μάλλον θα γελούσε πολύ, ενώ ο Γαμπρίος ίσως ήταν ένας Κομηνός που «γάμπριζε». Ένας παπάς που τρόμαξε από έναν που είχε κρυφτεί σ’ ένα φέρετρο κι έγινε καπνός από το φόβο του παρατσουκλιάστηκε Άφαντος κι ένας άλλος που κουραζόταν εύκολα Λαφατό. Κι οι δύο πάντως ήταν Κασιμάτηδες, όπως κι ο Σκαντάλης, ενώ το ταλαίπωρο Κορέτο από το Στραπόδι σίγουρα είχε σχέση με το πένθος (κορέτο=πένθος). Ο Χασκαμπούκος δεν ξέρουμε αν πήρε το παρωνύμιο από τον τρόπο που έτρωγε ή αν είχε σχέση με τον ομώνυμο ήρωα του Π. Φύλλη.

Ένας Πρόσφυγας από τον Κάλαμο ήταν όντως πρόσφυγας από τη Σμύρνη κι ένας εξόριστος έμεινε με το παρανόμι Εξόριστος. Τώρα γιατί από τους χιλιάδες αρσενικούς του νησιού μόνο ένας Στραποδιάτης παρατσουκλιάστηκε Άντρας είναι άγνωστο. Στο Κατούνι έχουμε έναν Ήρωα, ο οποίος πήρε το παρωνύμιο από τις περιγραφές του τι είχε κάνει στον πόλεμο. Ο Ασαράντιστος μάλλον πήρε το παρωνύμιο από τη μάνα του κι ο Αφέντας ίσως ήταν κάποτε άρχοντας. Ένας Φρατσιώτης (Καλοκαιρινός) που πρέπει να ήξερε καλά τα μελλούμενα ονομάστηκε Καζαμίας, ένας Πρωτοψάλτης, άγνωστον γιατί, Τρούπιος, ένας Κασιμάτης από το Λειβάδι Ανάραχο, πιθανόν γιατί θα τον φοβόντουσαν οι άλλοι σαν φάντασμα που ήταν, αν κι υπάρχει επίσης στο Λειβάδι και κανονικό Φάντασμα, που ανήκει κι αυτό σε Κασιμάτη κι ο κατάλογος κι εδώ δεν κλείνει εύκολα.

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΠΟΥ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΕΠΟΧΗ Ή ΜΗΝΑ Ή ΟΥΡΑΝΙΟ ΣΩΜΑ.

 

Λίγα είναι τα παρωνύμια αυτής της κατηγορίας έχουν όμως ξεχωριστό ενδιαφέρον. Έτσι, μετά το επώνυμο Καλοκαιρινός, έχουμε κι ένα Χειμώνα στα Λογοθετιάνικα, ως παρωνύμιο όμως ενός Καλοπαίδη. Άγνωστο αν αυτός ήταν Όψιμος όπως ένας γείτονάς του στα Λιανιάνικα. Από τους μήνες τώρα εκπροσωπούνται μόνο ο Απρίλης στη Χώρα και ο Μάης στα Λογοθετιάνικα.

Στην ίδια κατηγορία πρέπει να εντάξουμε και έναν Παλαίο, ενώ ο Λαμπρινάκος στα Φριλιγκιάνικα έχει σχέση με το Πάσχα.

Δεν έμειναν μόνο στη γη όμως οι Τσιριγώτες. Ανέβηκαν και στο στερέωμα κι έναν Ανδρόνικο το ονόμασαν Φέγγαρο, ενώ έναν Κομηνό τον είπαν Κομήτη. Κι ο Αυγερινός όμως μάλλον από παρωνύμιο ξεκίνησε.

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΣΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ.

 

Ζούσε πριν λίγα χρόνια στον Ποταμό ένας Κορωναίος που είχε τάξει σκοπό της ζωής του να βοηθάει τους άλλους και το σύνολο. Όταν ζούσε μάλλον τον κορόϊδευαν οι περισσότεροι κι όταν πέθανε τον ξέχασαν όλοι! Τούμεινε όμως το εύστοχο παρωνύμιο που του κόλλησε κάποιος χωριανός. Αγαθοεργός. Για εντελώς διαφορετικούς λόγους έμεινε στην τοπική παρωνυμική λαογραφία μία Γαϊδουροκάφτρα στα Καλησπεριάνικα, αλλά παραμένει άγνωστος ο λόγος που έστελνε στην πυρά εν είδει ιεράς εξετάσεως τα συμπαθή τετράποδα. Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση μιας γυναίκας που της έδωσαν το παρωνύμιο «το Μαριλένα», από το όνομα του πλοίου που έκανε το δρομολόγιο των Κυθήρων την εποχή του….βαπτίσματος, γιατί η βαφτισιμιά είχε την ιδιορρυθμία  να κινείται ακατάπαυστα σε συγκεκριμένα και κουραστικά δρομολόγια και μάλιστα με τα πόδια και χωρίς σκοπό.

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΣΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ.

 

Στην εποχή μας, όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε κάποιον που επαναλαμβάνει τα ίδια, λέμε ότι «κόλλησε η βελόνα του». Πριν λίγα χρόνια ήταν πιθανότερο να του κολλούσαν τη λέξη ή τη φράση ως παρωνύμιο και να τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή, όπως το γνωστό πειραχτήριο ο παπά Λανάτος, που επαναλάμβανε συχνά τη λέξη «το κακόμοιρο» και του κόλλησαν δίπλα στο άλλο του παρατσούκλι και το Κακόμοιρο. Στα Μητάτα τώρα έχουν τουλάχιστον ετυμολογική σχέση ο Χαμουζάς με τον Κατσεχάμω. Το ίδιο ευκολοερμήνευτα είναι ο Γειαχαράς και ο Ματονές μαζί με το σύγχρονό μας Γειασαντρέα, που, στον παρεφθαρμένο τύπο Γεσαντρέας, συνδυάζει και άπταιστο ελληνοαγγλικό γλωσσικό αχταρμά. Ο Ειρήνη Υμίν δεν ήταν ιερωμένος, όπως δεν ήταν και ο Πατερημός. Ο Κεκές των Κυθήρων ήταν απλά βραδύγλωσσος που επανελάμβανε το και και δεν είχε σχέση με το Ζακυνθινό συνάδελφό του που υποδήλωνε απλά τον κερατά και ανάλογα μάλιστα με τα κέρατα είχε και υποδιαιρέσεις σε Κεκέ, Πρεκεκέ και τράβα και δω κορδόνι. Ο Παφτάνος έχει σχέση πιθανόν με την έκφραση «Απ’ αυτά», ενώ ο Καληωρισμένος ήταν σίγουρα καλωσυνάτος και ευπρόσδεκτος σε αντίθεση βέβαια με τον Κακοχράχω (από το «κακό χρόνο νάχεις»). Ο Μαθές και ο Μπες δεν δυσκολεύουν ετυμολογικά, όπως κι ο Νιάου, που είδαμε παραπάνω, ενώ ο Ντιντιντάνος από το Κατούνι μάλλον στις καμπάνες οφείλει το παρατσούκλι του. Ντελέγκος υπήρχε στο Λειβάδι και το Μυλοπόταμο και προέρχεται από το ντελέγκου (=αμέσως), ενώ ο Μπλέντης στον Καραβά το κόλλησε από αγγλομαθή νονό ή ήταν ο ίδιος αγγλομαθής και το παραέδειχνε σε αντίθεση με τον γαλλόφωνο προφανώς Περκέ!

 

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ

 

Πάντα και παντού τα αντικείμενα, τα εργαλεία και τα νομίσματα έδιναν το υλικό για άφθονα παρωνύμια. Δεν μπορούσαν τα Κύθηρα ν’ αποτελέσουν εξαίρεση. Έτσι ο γνωστός μας Λανάτος μάλλον από το λανό πήρε το παρατσούκλι του. Ο Ρογής και ο Ρογέας έχουν σίγουρα σχέση με το γνωστό δοχείο για το λάδι, ενώ ο Μπρουστουλής το πήρε από το μπρουστουλί, όπως έλεγαν το μπρίκι παλιά. Ο Σουγιάς και ο εξ αυτού Στραβοσουγιάς δεν είναι γνωστό αν έχει σχέση με σωματικό χαρακτηριστικό ή με τον χαρακτήρα. Ο Φλάσκας και ο Φλασκέτος έχουν σίγουρα σχέση με το φλασκί κι ο Κουτσούνης με τις κούκλες, ζωντανές ή παιχνίδια άγνωστον καθώς το παρωνύμιο είναι πολύ παλιό. Ο Καντήλας, ο Φουρνόμυλος και ο Τσιμπούκης ερμηνεύονται εύκολα μεν, δείχνουν δε την ατελείωτη εφευρετικότητα των παλαιοτέρων, ενώ ο Κάθηκος επίσης μας προβληματίζει αν είχε σχέση με το γνωστό δοχείο ή τον χαρακτήρα. Ο Καρίνος, το Κοντοβάπορο και ο Σκαρμός έχουν σχέση με τη θάλασσα, ενώ ο Μπούκαλος και ο Μουρχούδας με τα αντίστοιχα σκεύη. Ο Μάνταλος, ο Μάσκουλος κι ο Συρταρέλος με τις πόρτες και τα συρτάρια. Ο Γάντζος πήρε το παρωνύμιο από το σχήμα των χεριών του, άγνωστο όμως από τι ο Ξεγάτζαρος. Η Μπελοκουτσούρα δημιουργεί την απορία αν υπάρχουν όμορφα κούτσουρα και συνειρμούς με μερικές σύγχρονες και ωραίες τηλεπαρουσιάστριες, που από μυαλό…σκίζουν! Η Σφοντυλού, ο Σβούρας, ο Τσιμούχας κι ο Ταμπούρος είναι πιο εύκολες περιπτώσεις.

Στα νομίσματα έχουμε τον Πεντάρα και το Ζολωτά (από το ζλότυ), ενώ ο Λιρατζής μάλλον ως κατασκευαστής των γνωστών μουσικών οργάνων πρέπει να διέπρεψε.

 

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ.

 

Έχουμε δει ήδη αρκετές περιπτώσεις που ο χαρακτήρας του υποκειμένου υπολάνθανε στο παρωνύμιο, αλλά αυτές ήταν διφορούμενες. Αντίθετα, η  παραγωγή παρωνυμίων με αφορμή το χαρακτήρα είναι αρκετά μεγάλη. Όσο Άγριος κι αν είναι πάντως κάποιος δύσκολα γίνεται και Μαχαιροβγάλτης, ενώ πάντα Ευγενικός και Αγαπητός θα ήταν ο Καλοχαιρέτας και φυσικά καλλίτερος απ’ όλους ο Πάγκαλος, που μπορεί όμως να χρωστά το παρωνύμιό του και στο γνωστό στρατηγό. Ο Σπάγος δεν πρέπει να ήταν καθόλου Κουβαρδάς μπορεί όμως, αν λεγόταν και Νίκος, να κατέληγε σε…Πλουτονικολή. Ο Ψεύτης από τα Σταθιάνικα θα μπορούσε νάχει και συγγένεια με τον …Ψευτρή από τις Καλοκαιρινές, με τον Παραμυθά ή ακόμα και με τον Χαλιμά. Ο Πονηρός από τη Χώρα μόνο εννοιολογική συγγένεια είχε με τον Πονήρα στα Φριλιγκιάνικα, ενώ ο παπά-Πανούργος σίγουρα ήταν πιο πονηρός από τους δύο. Αν ο Φασαρίας είχε ροπή μόνο στον καυγά τι να πει κανείς για τις ροπές του…Κακούργου; Από το ίδιο μέρος είναι κι ο Γρίνης που μάλλον στη γκρίνια κάποιου προγόνου είχε σχέση, ενώ ο γείτονάς τους ο Κλαούρης θα μιξόκλαιγε την ώρα που ο Σκουάκης μάλλον θα έσκουζε συχνά. Ο Μπελάς άγνωστο σε ποίον ήταν μπελάς, ενώ ο Σούρος κι ο Νταβλέας θα τα έτσουζαν μάλλον κανονικά. Ο Τρομερός από τον Άγιο Ηλία κι ο Τρομάρας από το Μυλοπόταμο βαφτίστηκαν έτσι κατ’ ευφημισμόν, αφού αμφότεροι όχι μόνο δεν προκαλούσαν σε κανέναν το φόβο, αλλά αντίθετα ακόμα τρέχουν από την τρομάρα τους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν ο Καρτσούρης από το Δρυμώνα, που δεν βιαζόταν ποτέ σε αντίθεση με τον Φουριάρη στο Λειβάδι, που ήταν πάντα βιαστικός. Με τον πρώτο έχει εννοιολογική συγγένεια και ο Βραδυπορών, που τον είδαμε και προηγουμένως.

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΕΙΔΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ.

 

Τέτοια χαρακτηριστικά μπορεί να είναι η εμφάνιση, το χρώμα του δέρματος, ένας θόρυβος και πολλά άλλα. Από το χρώμα του δέρματος έχουμε αρκετά όπως το Μαύρο και τη Μαύρη, τον Κόκκινο, τον Κοκκινοπαναγιώτη, τον Κανέλλο, τη Μαυρούκα, το Μελισσό και τον Κίτρινο. Ο Ψαρρός από τα Μητάτα κι ο Παρδάλης από το Λειβάδι συμπληρώνουν την εικόνα.

Από την εμφάνιση έχουμε το Φιγουρίνι στο Κεραμουτό, το Λεβέντη στα Φράτσια και πιθανόν τον Αρναούτη, αν κι αυτό μπορεί να είναι και εθνικό, μια και σημαίνει τον Αρβανίτη.

Εξαιρετικά θορυβώδεις θα ήταν ο Χάρχαλης και ο Χαρχαλεμός, ενώ ο Χαρχάλας μπορεί να ήταν και…άχρηστος. Ο Σπιθέας θα ήταν γρήγορος κι ο Ρουκάνας έχει σχέση με το γνωστό παιχνίδι.

 

ΔΙΑΦΟΡΑ, ΔΥΣΕΡΜΗΝΕΥΤΑ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΑ.

 

Σε πολλά η ερμηνεία είναι δύσκολη και από γλωσσολογική και από εννοιολογική άποψη. Τι σημαίνει π.χ. Γκαγκλάτος, Μπιγιάντης, Παχνούντιος, Σούρδουλος, Αθοπούτης, Κουνενός, Ντραμπακουλέας ή  Ντεμπεγλέρης; Υποθέσεις μόνο μια και πολλά παρωνύμια κόλλησαν από εκφράσεις της στιγμής, από λέξεις που τις εμπνεύστηκαν οι…νονοί τη στιγμή της ..βάπτισης ή καταστάσεις και χαρακτήρες που ξεχάστηκαν. Και πού μπορεί κανείς να κατατάξει τον Τρουλόππαπα, ακόμη κι αν υποθέσει ότι πρόκειται για παπά που …τρούλωνε; Και τον Ξώπαπα; Τι σημαίνει Κακομαρίος, Σαλιβαντέρης, Μανιαμπέβες, Γαρδουμίτσης, Γουλουνιά, Βιλαρδόνος ή Χλάπας;  Κάτσε ξαγκίστρωνε που θάλεγαν κι οι παλιότεροι για να βρεις άκρη με τον Γκε, το Βρόλα, το Γιαβουκλή, το Μπριγκώνη, το Λίγκο, το Λίγκουνα, το Μπακιλάτσο, το Χαλιαχούλια, τον Τσουίνη, το Μαϊμάρη, το Σκαριάτζουλα, το Μπαχάνο, το Λώλοβο ή τον Τζαμουρδή. Τους περισσότερους τους φέρνουμε στη μνήμη μόνο σε συσχετισμό με κάποια γνωστά μας πρόσωπα και ποτέ δεν απασχόλησε κανέναν πότε και γιατί τους είπαν έτσι. Το ίδιο μπορούμε μόνο υποθέσεις να κάνουμε για τον Σαντεμαή (σαν το Μάη;), τον Κοδεσπίνη, που ανήκε σε Τριάρχη στο Λειβάδι (από το οικοδέσποινα;), ή Κοδεσποτίνη, που έγινε γνωστό στα Φράτσια (από το οικοδεσπότης;) Κι ο Χαϊμός, (μήπως χανόταν κι αυτός σαν το χάνο ή έλεγε «άει στο χαϊμό»;). Τι να υποθέσουμε όμως για τον Κλείτορα ή ακόμα χειρότερα για τον Όμπου, εκτός και ότι ο τελευταίος είχε ίσως σχέση με την Αφρική; Κι αν μπορεί να ερμηνευθεί ετυμολογικά το Κουνελοπαππούς, πώς να δικαιολογήσεις πως κόλλησε αυτό το παρωνύμιο ένας Λειβαδίτης, εκτός από  τη λογική εξήγηση ότι του έμεινε από τα σχολικά χρόνια, που τα παρωνύμια κολλούσαν εύκολα; Τέτοια παρωνύμια που δυσκολεύουν την έρευνα είναι πολλά στα Κύθηρα, αυτά όμως της δίνουν και ξεχωριστό ενδιαφέρον.

 

 

 

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ,

 ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ.

 

Δεν είναι τόσο πολλά έχουν όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αποδεικνύουν ότι οι συμπατριώτες μας δεν άφησαν πεδίο ανέγγιχτο. Περισσότερα είναι όσα έχουν σχέση με την Παλαιά Διαθήκη. Ο Ζεβεδαίος, ο Ησαϊας, ο Μαθαίος, κι ο Μωυσής ανήκουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Στον Άγιο Γιώργη, που τον αποκαλούν Κονταράτο, οφείλει το παρωνύμιο ο Κονταράτος, αν και στα Κύθηρα το παρωνύμιο προήλθε από το χαμένο σήμερα επώνυμο Κονταράτος. Στην αρχαία παράδοση ανήκει η Γοργονιά από τα Λογοθετιάνικα και πιθανόν ο Γοργονίτζης από το Στραπόδι, που δεν ξέρουμε αν είχαν σχέση με ..γοργόνες, ενώ στη Βυζαντινή ίσως ανήκει ο Διγενής από τις Αλεξανδράδες και ο Ρωμανός από τον Κάλαμο. Ο Ροβινσών με το Μάκβεθ ανήκουν στη λογοτεχνία, όπως πιθανόν κι ο Χαλιμάς που ξαναείδαμε. Ο Καραγκιόζης μάλλον άλλη σημασία έχει από τον παμπόνηρο μακρυχέρη ραγιά, υπάρχουν όμως και τα ……Κολλητήρια του, ενώ ο Ταρζάν μπορεί να φαίνεται ότι έχει σχέση με την παιδική λογοτεχνία με τον πασίγνωστο ήρωα της ζούγκλας, στα Κύθηρα όμως έφθασε αντιπροσωπεύοντας έναν μικρόσωμο και φοβιτσιάρη Μητατιώτη. Είπαμε, η εφευρετικότητα των Κυθηρίων ατελείωτη.

 

 

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΔΥΣΩΝΥΜΑ.

 

Ήταν δυνατόν να λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; Έτσι δεν λείπουν και τα τολμηρά παρωνύμια από τους αθυρόστομους και αδίστακτους στους χαρακτηρισμούς τους Τσιριγώτες. Δυστυχώς μερικές φορές πρέπει να κλείνει κανείς τ’ αυτιά του και τη μύτη του, μεταφορικά βέβαια, για να αποδώσει πολλά απ’ αυτά τα επινοήματα των Κυθηρίων νονών! Δεν μπορούμε όμως να τα παραλείψουμε, γιατί τότε η δουλειά θα έμενε μισή. Εξ άλλου μπορεί να τα κόλλησαν σε κάποιους για τους γνωστούς λόγους οι απόγονοί τους όμως που τα φέρουν σήμερα δεν παύουν να είναι μία χαρά άνθρωποι  και δεν φταίνε σε τίποτα που κουβαλούν τέτοια δύσηχα παρατσούκλια, όπως δεν φταίνε και οι χελώνες για το καβούκι που τους έδωσε ο Θεός να κουβαλούν. Τι φταίει π.χ. ο ταλαίπωρος ο Τσουλής από τον Καραβά αν σε κάποιον μακρινό του πρόγονο του κόλλησαν αυτό το παρατσούκλι; Ή τι να πει κι ο ταλαίπωρος συμπατριώτης με το επώνυμο Μαρσέλος, που έγινε Κατρουλάς ή ο Σοφιανός που έγινε Κουτουλοταύρης; (Κουτουλούσε ταύρους άραγε;) Κι αυτό τον ταλαίπωρο Χαρβαλιά του 16ου  αι που τον αποκαλούσαν Προδότη και τούμεινε στο τέλος να τον γράφουν έτσι και στα συμβόλαια ακόμη! Λιγότερα σίγουρα προβλήματα έχει ο Κατιμάς, αν και όλοι θα τον θεωρούν …δεύτερης ποιότητος, αλλά άντε να πιστέψεις σήμερα, πως έναν καλοντυμένο νεαρό έφτασαν να τον αποκαλούν ….Κουρελασόπουλο. Ιδιαίτερη συμπάθεια όμως έχουν δείξει οι εντόπιοι ονοματοθέτες στα …οπίσθια. Από το Μεσαίωνα μας φέρνει το παρωνύμιο Κωλογιαγιάς η ακούραστη ερευνήτρια της τοπικής μας ιστορίας η κυρία Μαλτέζου. Και τι να έλεγε αυτός που το έφερε από το 1676, που τον έλεγαν αλλιώς Μαυρέα και Σκλαβούνο παλιότερα; Πάντως είναι ο πρώτος που ξέρουμε και που φέρει το δυσπρόφερτο για τους σεμνότυφους συγχρόνους μας παρωνύμιο με πρώτο συνθετικό τα οπίσθια. Αλλά κι ο νεότερός του Ποταμίτης που στα χαρτιά ήταν Γεωργόπουλος, αλλά όλοι τον ήξεραν και τον έλεγαν …Κωλοκλήση; Και η απορία ήταν αν επρόκειτο για κλήσεις αστικές ή υπεραστικές. Για τον Κωλομπρή δεν μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις, ενώ κάποια ενοχλητική μυίγα έδωσε σίγουρα το παρωνύμιο Κωλομυγέας σ’ έναν Αλοϊζιάνο. Ο Κωλοφεγγίτης ίσως να είχε σχέση με το κοινότατο καλοκαιρινό ζωύφιο κωλοφεγγούσα, το οποίο οι φυσιοδίφες αποκαλούν πυγολαμπίδα. Κι επειδή ήταν κι αυτός από τ΄Αλοϊζιάνικα φαίνεται ότι είχαν προδιάθεση εκεί με τα αντίστοιχα παρατσούκλια. Πιο δύσκολα είναι μερικά άλλα που έχουν σχέση με το ίδιο ανθρώπινο όργανο, αλλά σε…λειτουργία. Τι έκανε λοιπόν ένας Παχουντάκης και τον είπανε Ασκλάνη; Ή ο Μεγαλοκονόμος από τον Ποταμό που τον βγάλανε Κλαζομενό;  Γιατί δεν πιστεύουμε να είχε καμία σχέση με τη γνωστή αρχαιοελληνική πόλη. Και τι να πεις για έναν Καραβίτη που τον είπανε Κωλοφυσέα; Τι λειτουργική παραξενιά παρουσίαζε ο…δικός του; . Αντίθετα δεν μας δυσκολεύει καθόλου ο κοινότατος Κλανιάς, που εκτός από τη γνωστή σωματική λειτουργία, ίσως να φοβόταν και λιγάκι! Τώρα από που κι ως που έβγαλαν έναν από τις Πιτσινάδες Πορδόγαλλο; Ήταν μήπως Γαλλικές οι …δικές του;

Τέλος τι είδους μανίες είχε ο γνωστότατος Μανιαμούνιας και τον απεκάλεσαν έτσι; Οι υποθέσεις και τα συμπεράσματα δικά σας.

 

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΑΠΟ ΕΠΩΝΥΜΑ ΓΝΩΣΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ.

 

 

Αφού τελειώσαμε και με τα δυσώνυμα, ας πάμε και σε μερικές ιδιορρυθμίες. Είναι γνωστό πως από παρωνύμια δημιουργούνται επώνυμα, αλλά και το ανάποδο. Το τελευταίο οφείλεται συνήθως στην εντύπωση που προκαλεί ένα παράξενο, κακόηχο ή φωνητικά ιδιότυπο επώνυμο σ’ έναν τόπο διαφορετικό απ’ αυτόν στον οποίο επιχωριάζει. Ακόμη στην εντύπωση που προκαλούν σ’ έναν τέτοιο τόπο οι άνθρωποι που φέρουν τέτοια επώνυμα ή οι γάμοι τους και η εγκατάστασή τους σε νέες περιοχές, οι οικονομικές συναλλαγές μαζί τους και πολλοί ακόμα λόγοι. Η διαδικασία βαφτίσματος είναι ακριβώς ίδια με τις άλλες περιπτώσεις.

Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κυρίως κατηγορίες. Παρωνύμια από Ενετικά επώνυμα, από γνωστά Κυθηραϊκά επώνυμα και από επώνυμα άλλων Ελληνικών περιοχών.  Στην πρώτη κατηγορία έχουμε πολλά επώνυμα με Ενετική προέλευση και μάλιστα εντύπωση προξενεί ότι τα περισσότερα έχουν «κολλήσει» στο επώνυμο Κασιμάτης και σε κλάδους οικογενειών που τους έχουν μείνει μέχρι σήμερα. Έτσι έχουμε: Μπολάνης, Λουτζής, Μουρίζος, Λόρεντας, Λουρέντζος και άλλα.

Στη δεύτερη κατηγορία έχουμε πολλά παρωνύμια, που οφείλονται σε άλλα Κυθηραϊκά επώνυμα. Ζερβός (Φατσέας και Τριφύλλης), Βενέρης (Σάμιος), Κατελούζος (Λευθέρης), Διακάκης (Μεγαλοκονόμος και Φαρδούλης), Κουρμουλής (Καλλίγερος), Σκολινός (Πετρόχειλος), Τζάννες και Στρατηγός (Πάτερος), Αγριμάνης, (Καλλίγερος), Κατσούλης (Κασιμάτης και Λογοθέτης), Παστός (Κασιμάτης και Μεγαλοκονόμος), Κουμέσος (Αρώνης), Σκορδίλης (Κομηνός) και πολλά ακόμη.

Στην τρίτη κατηγορία έχουμε περισσότερα.  Βρούχας (Τζάννες), Σιγούρος (Δαπόντες), Κοντός (Λευθέρης), Γεωργιάδης (Τριάρχης), Καραϊσκος (Σεμιτέκολος), Κοκόλης (Δαπόντες), Λυμπέρης (Στάθης), Λυσσαίος (Σοφίος), Λεουσάκης (Μαλάνος), Μπουρνάζος (Λευθέρης), Μεταξάς (Μεγαλοκονόμος), Νταλάκας (Λουράντος), Ροδοκανάκης (Κοντολέων), Καλησπέρης (Λουράντος), Γιαλαμάς και Βρανάς (Καλλίγερος) και άπειρα άλλα.

Δύο ιδιαίτερες περιπτώσεις αξίζει ν’ αναφερθούν. Το Βυζαντινό σύνθετο επαγγελματικό (από εκκλησιαστικό αξίωμα)  Πρωτοψάλτης δημιουργεί στα Κύθηρα το παρωνύμιο Ψάλτης από το δεύτερο συνθετικό του. Ίσως από φωνητική οικονομία ή από ένα νέο επαγγελματικό, που προέκυψε απλά από έναν Πρωτοψάλτη, που διετέλεσε ψάλτης. Ακόμη ενδιαφέρον έχει η δημιουργία του παρωνυμίου Ντελεκουβίας από το, χαμένο σήμερα, Πελοποννησιακό Δελακοβίας, όπου έχουμε μάλλον φωνητική μετατροπή.

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ.

 

Πολλές ανάλογες περιπτώσεις έχουμε στα Κύθηρα και οφείλονται στις «μετακινήσεις» παρωνυμίων για διαφόρους λόγους από επώνυμο σε επώνυμο. Μερικές περιπτώσεις είναι ίδιες με αυτές της προηγούμενης κατηγορίας. Αναφέρουμε μερικές απ’ αυτές ενδεικτικά.

Τσικαλάς  (Χάρος, Δευτερέβος, Μιχαλακάκης)

Πιπέρης (Βαρυπάτης, Κασιμάτης)

Γκιγκής (Βάρδας, Καλλίγερος, Χάρος)

Πάτερος (Τζάννες, Στρατηγός)

Γιαλαμάς (Καλλίγερος, Πάτερος)

Βλήτος (Καλλίγερος, Σεμιτέκολος, Λεοντσίνης, Πρινέας)

Βουτσάς (Νοταράς, Μπαβέας, Κασιμάτης)

Γναφέας (Κομηνός, Κασιμάτης)

Θερίο (Στάθης, Ραϊσης)

Ρέλιος (Φατσέας, Χλέντζος)

Ρούσσος (Κομηνός, Γιαννιώτης )

Φάβας (Καστρίσιος, Πρωτοψάλτης)

Μπούφος (Καλούτσης, Στάθης)

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΕΠΩΝΥΜΑ ΚΑΙ ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΠΑΡΩΝΥΜΙΩΝ.

 

Πολλά παρωνύμια αντικατέστησαν σύντομα τα επώνυμα και πήραν τη θέση τους, αφού αυτοί που τα είχαν  προτίμησαν να φέρουν ως επώνυμο αυτό με το οποίο ήταν περισσότερο γνωστοί ή δεν ήθελαν να συγχέονται με συνωνύμους και συνεπωνύμους.

Τελείως ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές περιπτώσεις.

Γαβρίλης, Κομπής, Χριστιάνος, Πασπαλάς, Πατρίκιος, Σίμος, Βαζένιος, Κουέλης, Σουρής, Κατσούλης, Σοφίος,  Μουλός (από το Λογοθέτης)

Παστός (από Κασιμάτης και Μεγαλοκονόμος)

Διακόπουλος, Τζωρτζόπουλος, Βενάρδος, Μαυρογιώργης, Μοδέας (από το  Κορωναίος)

Καλλίνικος (από το Παυλάκης)

Παυλάκης (από το Σάμιος)

Βικέτος (από το Σεμιτέκολος)

Φλάσκας (από  το Χριστόφορος)

Διακάκης, Λαχανάς, Μπαβέας, Καλογρίδης (από το Φαρδούλης)

Εκείνο που παρατηρούμε στη διαδικασία αυτή είναι ότι είναι συνηθισμένη στο βόρειο τμήμα του νησιού, αλλά απουσιάζει από το νότιο ή είναι πολύ περιορισμένη. Ίσως και γι’ αυτό το λόγο η ποικιλία επωνύμων στο νότιο τμήμα των Κυθήρων είναι μικρότερη από το βόρειο και υπάρχουν πολλοί με το επώνυμο Κασιμάτης, Καλλίγερος, Φατσέας, Τζάννες κλπ Στο βορά αυτές οι περιπτώσεις είναι σαφώς περιορισμένες, αφού τα επώνυμα – πυρήνες, όπως θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε, μετατράπηκαν με συνεχείς αλλαγές και τελικά έμειναν τα ίδια σε μικρό σχετικά αριθμό, όπως πχ τα Κορωναίος, Λογοθέτης, Χριστόφορος, Αρώνης κ.α

Οι λόγοι αυτής της ιδιομορφίας στο βόρειο τμήμα των Κυθήρων ίσως θα πρέπει να αναζητηθούν ότι ήταν αυτό σχετικά απομακρυσμένο από την πρωτεύουσα και τις αρχές και έτσι η διαδικασία μεταβολής επωνύμου ευκολότερη, αφού μάλιστα δεν είχαμε και τους περιορισμούς που έθεταν οι κανόνες που αφορούσαν τη διαδοχή στις οικογένειες ευγενών.

Εδώ θα πρέπει ν’ αναφέρουμε και τις δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου στα χωριά Αρωνιάδικα και Βιαράδικα, στα οποία όλοι οι αρχικοί τους κάτοικοι φαίνεται ότι έφεραν τα επώνυμα Αρώνης και Βιάρος, έμειναν χωρίς κανείς κάτοικος να φέρει σήμερα το αρχικό επώνυμο να φέρουν όμως επώνυμα, που προέρχονται από παρωνύμια των αρχικών. Έτσι μετατράπηκε το Αρώνης σε Κουμέσος, Παναγιωτόπουλος, Τσιτσίλιας, Μηνούκος,  Παπαδόπουλος, Αναστασόπουλος, Μαγονέζος κλπ. (Στη συνέχεια είχαμε και νέες μεταβολές, όπως το Κουμεσόπουλος από το Κουμέσος.  Υπήρξαν όμως και άλλα παρωνύμια των Αρώνηδων που δεν δημιούργησαν επώνυμα, όπως τα: Καλογιακάς, Φουρνάς, Κακομαρίος, Μουστάκας, Παγώνης κλπ.)  Το ίδιο μετατράπηκε και το Βιάρος σε Βιαρόπουλος, Μαλακός, Αθούσης, Ραφτάκης, Κορώνης, Λαζαρέτος, Πανάρετος, Τσαούσης κ.α.

Πολλά παρωνύμια που έγιναν επώνυμα έδωσαν τη θέση τους σε νέα παρωνύμια που με τη σειρά τους έγιναν επώνυμα σε μία συνεχή διαδικασία που δεν έχει ίσως τελειωμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Φαρδούλης που γίνεται Μπαβέας και στη συνέχεια Διακάκης, αν και για το Φαρδούλης είναι μάλλον βάσιμη η υπόνοια ότι ήταν κι αυτό παρωνύμιο αρχικά, πιθανότατα μάλιστα του Μονεμβασιώτικου επωνύμου Σοφιανός.

Να πούμε τέλος και για πολλά παρωνύμια που απλώθηκαν πολύ, δεν κατέληξαν να γίνουν επώνυμα, αλλά συνυπάρχουν τώρα αρμονικά με νέα παρωνύμια, τα οποία αποτελούν τρόπον τινά διευκρινιστικά, αφού το αρχικό παρωνύμιο διαδόθηκε πάρα πολύ. Χαρακτηριστικό εδώ το Κοτσυφός, παρωνύμιο κλάδου των Σαμίων. Έγιναν τόσοι πολλοί που χωρίστηκαν σε: Αγροφύλακα, Τσιπούρα, Κλακ, Φασαρία κ.α.)

 

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΝ ΟΝΟΜΑΤΑ ΧΩΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΙΣΜΩΝ.

 

Με τέτοια διάδοση που είχαν τα παρωνύμια στα Κύθηρα ήταν αδύνατον να μην αφήσουν ίχνη και στον τοπωνυμικό χάρτη του νησιού. Δεκάδες χωριά και οικισμοί των Κυθήρων οφείλουν το όνομά τους στα παρωνύμια των πρώτων τους κατοίκων. Φυσικά κι εδώ είναι αδύνατη μία εξαντλητική αναφορά, ας δούμε όμως μερικά.

Ένας Καλλίγερος με το παρωνύμιο Πιτσινής δημιούργησε τα Πιτσινιάνικα, ένας Λουράντος, Καλησπέρης τα Καλησπεριάνικα, ένας Κασιμάτης Σκούλος, τα Σκουλιάνικα, ένας Πετρόχειλος Γουδής, τα Γουδιάνικα, ένας Ψαρρός Σκουλάντρης τα Σκουλιαντριάνικα, ένας Κομηνός Ντούρος τα Ντουριάνικα, ένας Σάμιος Αλοϊζος τ’ Αλοϊζιάνικα και πολλά –πολλά άλλα. Και τα χωριά κι οι οικισμοί όμως  Λιανιάνικα,  Βρουχιάνικα, Κατσουλιάνικα, Περλεγκιάνικα, Τζουανιάνικα, Κατελουζιάνικα, Κουτσουνιάνικα, Μπουκιάνικα και δεκάδες άλλα οφείλουν την ονομασία τους στα παρωνύμια των πρώτων ή των πιο σημαντικών οικιστών τους.

 

ΓΕΝΗ

 

Όσο κι αν ο διαχωρισμός των παρωνυμίων κατά γένη δεν ενδιαφέρει τόσο μία διάλεξη, όσο ενδεχομένως θα ενδιέφερε τους φιλολόγους, δεν πρέπει να αφήσουνε χωρίς παρατήρηση την ύπαρξη στα Κύθηρα πολλών παρωνυμίων, τα οποία αφορούν και αρσενικούς και θηλυκούς κατόχους, αλλά εκφράζονται σε ουδέτερο γένος. Σταχυολογούμε μερικά απ’ όσα είπαμε παραπάνω, γιατί έχει αρκετό ενδιαφέρον αυτή η ιδιομορφία. Έτσι έχουμε τα παρωνύμια: Κορέτο, Κακόμοιρο, Κοντοβάπορο, Ανάραχο, Κοπέλι, Φάντασμα, Κολητήρι και Λαφατό.

 

ΕΠΙΜΥΘΙΟ.

 

Τόσα πολλά έγιναν τα παρωνύμια και τόση επίδραση ασκούσαν στον τόπο που έγιναν και θέματα της λαϊκής ρίμας. Στα Φριλιγκιάνικα και τα Μητάτα συνέπεσε να φέρουν πολλοί παρωνύμια που είχαν σχέση με νηστίσιμα φαγητά. Ο Βρ. Κυπριώτης διέσωσε ένα τραγούδι και το τραγούδησε κι όλα με απαράμιλλο τρόπο.

 

Στην Παλιόπολη έκανα ζευγάρι και μου φέρανε καλό χαμπάρι.

Λιώ τα βούιδα μου και βγαίνω πάνω και στο πρόβγαλμα τα βάνω χάμω.

Απ’ αλλάργου είδα το Χιονίτη κι έφυγα ντελέγκου για το σπίτι.

Ζεστασιά σαν μπήκα στην καμάρα πο το τζάκι κι από τον Ξυλάρα.

Γύρω στο σοφρά όλοι για δείπνο, δόξα τω Θεώ κι απέ για ύπνο.

Ξημερώνει Καθαρή Δευτέρα, Σαρακοστιανή πέρα για πέρα.

Μυρωδάτος σαν Εγγλέζος λόρδος, πρώτος κόπιασε ο γέρο-Σκόρδος.

Ήρθ’ ο Λίμπινας κι ο Καλιτσούνας και ο Λαζανάς κι ο Μακαρούνας

Ο Πλαγιόμανας κι ο Πιπεράδας κι ο Ρεβύθης κι ο γέρο Φάβας.

Κεια κι ο Αλατσάς και ο Ξυδάτος, στα σαράντα θάρθει ο Λαμπρινάκος.

Πιάστε το χορό μικροί μεγάλοι, νάμαστε καλά του χρόνου πάλι

 

(Διάλεξη στην Κυθηραϊκή Αδελφότητα Πειραιά-Αθήνας στις 27 Φεβρουαρίου 2000).

 

 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο