Advertisement

Κλεψία την πρωτοχρονιά

Πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Γ. Π. Δρυμωνιάτη

783

Μερικούς, εδώ στο νησί μας,  όλος ο κόσμος τούς ξέρει μόνο με το παρατσούκλι τους. Αν τους ζητήσει κανείς με το κανονικό τους όνομα σίγουρα δεν θα τους βρει, αφού κι οι ίδιοι έχουν ξεχάσει πια ν’ απαντούν στην επίκλησή του. Τούτος εδώ ήταν ένας απ’ αυτούς. Του το είχανε κολλήσει από τον καιρό που πήγαινε ακόμα στο σχολείο, γιατί από τότε φαινότανε πως δεν θα γινότανε παραπάνω από ενάμισυ μέτρο άντρας, μα και πόσο τρομερός ήταν στα έργα του, κυρίως όταν σκάρωνε “διαολίες” για να πιλατεύει μικρούς και μεγάλους. Ο Γιώργης ο Μέγας. Τον βαφτίσανε και του έμεινε κατ’ ευφημισμό ως προς το μπόι του και κατά κυριολεξία ως προς τα καμώματά του. Κι ήτανε από αυτούς που δεν τους πείραζε να τον φωνάζουνε με το παρατσούκλι, ίσα-ίσα καμάρωνε άμα τον φωνάζανε Μέγα.

Ποιός από τους χωριανούς του δεν θυμάται που έντυσε μασκαρά τις απόκριες το γάιδαρο τού Κοσμά κι ύστερα με μακαράδες τον ανέβασε στην ταράτσα του  δικού του, τού σπιτιού. Τον έψαχνε πέντε ώρες ο Κοσμάς, μα έτσι που τον είχε μασκαρέψει ο Μέγας, τον έβλεπε στo δώμα επάνω, αλλά πού να τονε γνωρίσει. Εθάρριε ότι άλλοι είχανε ανεβάσει το γάιδαρο του Μέγα στην ταράτσα του, αυτό ήτανε το σύνηθες. Όλοι γελούσανε και ο Κοσμάς έψαχνε. Ώσπου μία δόση αγκάνιξε ο γάιδαρος  και ο Κοσμάς τον γνώρισε από τη φωνή του. Αποδείχτηκε βέβαια αμέσως ποίος του την είχε σκαρώσει, μα δεν παρεξηγήθηκε, άλλωστε όλοι τον αγαπούσαν το Γιώργη. Μόνο μια φράση του είχε κολλήσει του Κοσμά και την επαναλάμβανε καλοκάγαθα κάθε φορά που θα τον συναντούσε:

Advertisement

– Αϊ, Μέγα, κερατσάτε διάολε, μου κρέμασες το γάιδαρο,…..κρέμασμα σου χρωστώ.

Αλλά ποίος επίσης δεν θυμάται τι έκαμε πρόπερσι του εφημέριου, του παπα-Νικήτα! Άγιος άνθρωπος ο παπάς, πήγαινε κάθε πρωί, στις πέντε, στην εκκλησία και λειτουργούσε. Μα ήτανε ξυπασιάρης πολύ, τον ίσκιο του σκιαζότανε. Όλοι το ξέρανε πως τις καθημερινές, που πάντα πήγαινε  κι ελειτούργα μοναχός του,  διπλοτριπλοαμπάρωνε την πόρτα της εκκλησίας. Δεν επερίμενε πιστούς και φοβότανε μην του εμφανιστεί ο άπιστος. Τον έτρεμε τον κερατσάτο το διάολο, που στις βεγγέρες οι περισσότεροι του τον περιγράφανε, όπως τάχαμου τον είχανε δει από δω κι από κει, με κέρατα και με ουρά, μαύρον κατράμι. Έτσι τον φανταζόταν ο παπα-Νικήτας. Αυτό το ήξερε  ο Μέγας . Τσούπου ένα πρωί, για χάζι, τρύπωσε από το παράθυρο του ιερού. Βάφτηκε μ’ ένα τηγάνι μαύρος σαν αράπης, πήρε και κάτι κέρατα μαζί του, από τράγο, πήρε και το κορδόνι από το στράϊστρο και τόβαλε για ορά του ,  χώθηκε στην κολυμπήθρα και παράσταινε βέβαια τον οξαποδώ (κι όξω από λόγου σας). Δεν άργησε ο παπάς, έφτασε σε λίγο με το αναματερό και την προσπορά για να λειτουργήσει. Με το που μπαίνει στο ιερό, “εισελεύσομαι εις τον άγιον οίκον σου” λέει, “καλώστονε”, του φωνάζει ο σατανάς από την κολυμπήθρα. Κόκαλο ο παπάς. “Άκουσα καλά, συλλογιέται, α μπα, τ’ αυτία μου θα το κάμανε”. Συνήλθε και συνέχισε:

-Ευλογητός ο Θεός…

-Αμηηηηηήν, έκοψε μία σκουή ο Μέγας.

Κατάλαβε τούτη τη φορά ο παπάς πως η φωνή ερχότανε από την κολυμπήθρα, ξανοίγει προς τα εκεί και τι να δει! Κάτι κέρατα ναααά! Ο τρικέρης κατάμαυρος ήτανε διπλωμένος μέσα, ίσια-ίσια εχώρειε στην κολυμπήθρα ο Μέγας. Λυθήκανε τα πόδια του, μα τι να κάμει, βουτά το    σταυρό κι ορμά κατά πάνω του.

-Τρισάθλιον πνεύμα, άπελθε εις το πυρ το εξώτερον, αναθεματίζει τρέμοντας.

-Απαράτα με, δεν πάω πότα, του απαντά ο σατανάς κορδωμένος.

Πισωγυρίζει ο παπάς παίρνει τον αγιασμό και ετοιμάζεται να    ραντίσει. Μόλις τον είδε ο Μέγας, ά λέει, δεν θα τον αφήκω να με    καταβρέξει, χειμώνα καιρό.

-Κάνε πίσω γιατί θα σε ξωπάρω καπετάν παπά, έκραξε με αλλαγμένη τη  φωνή του.

Ασβεντουρά ο παπάς την αγιαστούρα κατά την κολυμπήθρα μεριά και δρόμο, προλαβαίνω και δεν προλαβαίνω τον ξωπαρμό, σου λέει,  κόντεψε να σπάσει την πόρτα της εκκλησίας φεύγοντας.

Έσωσε στο σπίτι λαφαγμένος, με τη γλώσσα σαν του σκύλου κρεμασμένη. Όταν η παπαδία, που το έλεγε η καρδιά της, πήρε τον αδερφό της και δύο τρεις γειτόνους και πήγανε στην εκκλησία να δούνε τι συμβαίνει, ηύρανε το  Μέγα να κατεβάζει το αναματερό με το κρασί και την προσπορά την ετέλειωνε. Κολάτσιζε ο μπαγάσας. Τέλος πάντων, ο παπάς, ως καλός καγαθός που ήτανε τον εσυγχώρεσε. Κανονικά έπρεπε να του την είχε σπάσει την καρκάλα.

Ένα σωρό ιστορίες είχε λοιπόν καμωμένες το σαμαμήθι ετούτο, ούτε ο ίδιος δεν τις θυμότανε όλες.

Μα εκείνη την ημέρα, παραμονή πρωτοχρονιάς ήτανε, κι ο Μέγας ήταν πολύ σκεπτικός. Είχε σκοπό να    κάμει την πιο σπουδαία, την πιο μεγάλη πράξη της ζωής του. Να κλέψει    την κόρη του Μπάρμπαρου. Και δεν θα ήταν βέβαια δύσκολη υπόθεση για    το Μέγα να κλέψει μία κοπέλα, γινόταν όμως δύσκολη ακριβώς επειδή    η Μαρία ήταν κόρη του πατέρα της. Δύο μέτρα άντρας ήτανε ο πεθερός και    δύο δικριάνια είχε για χέρια, που αν τον έπιανε θα τον λιχνούσε σαν    καρπό ή θα τον έπνιγε όπως πνίγει ο γάτος τη σαβραχίδα.    Και για γαμπρό, χαράς το σοϊλή, ούτε που ήθελε να το ακούσει ο    γέρος.

Αυτά όλα σκεφτότανε ο Μέγας και ήταν προσεχτικός στην    κατάστρωση του σχεδίου του.  Τη Μαρία την είχε αγαπήσει από το Μάη που πέρασε, αλλά δεν την είχε κλέψει ακόμα, επειδή ήτανε δίσεχτος ο χρόνος και δεν έκανε για παντρείες. Μα απόψε ο χρόνος τέλειωνε. Δεν σήκωνε άλλη αναβολή. Η καρδία του την λαχταρούσε σφόδρα. Τα είχε κανονίσει όλα. Είχε συνεννοηθεί και με πεντέξε φίλους του    για να βοηθήσουνε στη κλεψία. Η κοπέλα βέβαια ήταν σύμφωνη, αλλά αν    έπαιρνε μυρωδιά ο γέρος; Γι’ αυτό χρειαζόντουσαν τα παλικάρια.    Κανονίσανε την ώρα, δώδεκα τα μεσάνυχτα ακριβώς, την ώρα που θ’ αλλάζει ο χρόνος κι όλοι θα έχουνε την έννοια ν’ αναβοσβήσουνε τσοι λύχνους και να ευχηθούν καλή χρονιά. Έκανε βοριαλάδα, χιονιάς, ψοφόκρυο, ήταν και χασοφεγγαρία, οι    συνθήκες ήτανε ιδανικές. Δύσκολα θα τους έπαιρνε ψυχή ανθρώπου χαμπάρι. Κι αύριο, πρώτη του χρόνου, του καλού, θα την στεφανονώτανε, ο Κοσμάς θάτανε κουμπάρος κι ο παπα-Νικήτας θα τον ευλόγα στον Άγιο Γιάννη στις Αγριολίες.

Συμφωνήσανε να συναντηθούνε έξω από την αυλή του Μπάρμπαρου. Όπως το συμφωνήσανε, έτσι έγινε.

-Κρυφτείτε εσείς παδά απόξω, λέει στα παλικάρια του ο Γιώργης. Θα μπείτε μέσα μοναχά στη στραβή, άμα τύχει και ακούσετε τίοτα φωνές δικές μου. Εγώ θα προχωρήσω στο διάδρομο, που πάει από την αυλόπορτα ίσια στο παράθυρο τση  Μαρίας. Θα τση κτυπήσω, θα βγει, θα τηνε πάρω και θα γλακίσομε  ολοδράμουντοι όλοι μαζί. Το νου σας, κακομοίρηδες, μη πάρει χαμπάρι ο Μπάρμπαρος και προκάμει και με δικριανίσει. Έχει κι έναν αέρα σήμερα….αλίμονο μου λίχνισμα που θα το πάθω.

Τα είχε υπολογίσει όλα καλά ο Γιώργης ο Μέγας .Το μόνο που δεν υπολόγισε ήταν το ότι θα άφηνε μες στη μέση στο στενό  διάδρομο πεταμένη την αξίνα του ο γέρος. Έτσι είχε γίνει. Το βράδυ  είχε πάει να ξεριζώσει ασκέλα, να τηνε κρεμάσει για το γούρι της πρωτοχρονιάς στο σπίτι του, μα με το που γύρισε, τσαπατσούλης όπως ήτανε ο Μπάρμπαρος, πέταξε την αμπελαξίνα του, μάκρου-ξάπλου χάμω, στη μέση του διαδρόμου. Όπως περπάταγε ο Μέγας τυφλιστά στα θεοσκότεινα και πήγαινε ίσια για το παράθυρο της Μαρίας, εκεί που σκεφτότανε τον κόρφο της το   μοσχομυριστό, το στήθος της το αφράτο,  ο    διάολος τού τόκαμε, τσούπ, επάτησε το σίδερο της τσάπας. Μα με το που το πάτησε,    μοχλός έγινε η αξίνα, σηκώθηκε με φόρα το στυλιάρι της, ίσιο με το μπόι του    ήτανε, του την έφερε κατακούτελα και τον έριξε χάμω. Ζαλίστηκε ο    γαμπρός, ούτε που κατάλαβε από πού του ήρθε η κατακουτελιά. Σαν αστραπή    πέρασε από το μυαλό του η ιδέα, ότι προδόθηκε το σχέδιο του και με    όλη του τη δύναμη έβαλε τις φωνές:

-Ήμαρτον, συχώρεσέ με Μπάρμπαρε, παραδίνομαι εγώ και τα   παλικάρια μου.

Ακούσανε τα παλικάρια τις φωνές του, ορμήσανε μέσα και    τι να δούνε! Το Γιώργη ανάσκελα στο χώμα και την αξίνα του Μπάρμπαρου από πάνω του. Πέντε παλικάρια, δέκα χέρια, πενήντα   δάχτυλα  συνολικά, ανοίξανε και τον ευλογήσανε. Τον βουτήξανε στο άψε-σβήσε και φύγανε ολοδράμουντοι.

Το “ολοδράμουντοι” ήταν το μόνο μέρος του σχεδίου του που τελικά εκτελέστηκε.  Και καλά που    προκάμανε, γιατί μόλις που είχανε απομακρυνθεί, ακουστήκανε μπαμ-μπουμ ντουφεκιές. Ήτανε ο Μπάρμπαρος, που με τη φασαρία πετάχτηκε με τα σώβρακα έξω και άρχισε με τη διμούτσουνη το σμπαροβολητό στον αέρα.

Την άλλη μέρα όλο το χωρίο πέρασε από το σπίτι του Μέγα, να του κάμει ποδαρικό και κογιονάρισμα. Ο Κοσμάς του πήγε μία αμπελαξίνα χωρίς το στειλιάρι της και τούπε πως το στειλιάρι να το περιμένει από το Μπάρμπαρο.    Ο παπα-Νικήτας πήγε με το σταυρό στο χέρι, τον σταύρωσε καλά-καλά και τον εξόρκισε: “Άπελθε σατανά στο πυρ το εξώτερον”, του είπε.    Ο Γιώργης υποκλίθηκε με σεβασμό και καταπίνοντας το σάλιο και τη γλώσσα του παραμίλησε:

-Κάλλιο στο πυρ, δέσποτα, κάλλιο, παρά στα χέρια τού Μπάρμαρου.

Το γούστο είναι πως, ακριβώς ένα χρόνο μετά, παραμονή πρωτοχρονιάς πάλι και συναινούσης της παροιμίας «άμα θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νάχει ο πεθερός», τού την επήρε με τη συγκατάθεσή του, του Μπάρμπαρου την κόρη. Κουμπάρος ήτανε ο Κοσμάς κι ο παπα-Νικήτας, όταν τους στεφάνωνε κι έλεγε “η γυνή να φοβείται τον άντρα”, σκεφτότανε το δικό του φόβο, τότες με την κολυμπήθρα και γυρνώντας προς τη νύφη την επρόσταξε:

-Να τονε τρέμεις κοπέλα μου,τον άτιμο, και να τονε μπουζιάζεις, για να μην τονε τρέμομε κι εμείς. Άντε, καλή χρονέα νάχομε και  είθε να γιομίσει η αυλή σας ….μεγαλάκια.

 

Γ.Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο