Advertisement

Οι «Σκοτεινοί Αιώνες» στα πρωτοβυζαντινά Κύθηρα

Γράφει ο Άδωνις Κύρου

1.241

Το αρχαιογνωστικό παρελθόν των Κυθήρων παρέμενε μάλλον αδι­ευκρίνιστο, μέχρι τις δύο μεγάλες ανασκαφικές έρευνες, το 1963-1965 από τους Βρεταννούς αρχαιολόγους Nicolas Coldstream και George Huxley στο Καστρί και το 1992-94 από τον Ελληνα αρχαιολόγο Γιάννη Σακελ­λαράκη στον Άγιο Γεώργιο στο Βου­νό, που έφεραν στο φως τον Μινωϊκό αποικισμό του νησιού κατά τη 2η χιλιετία π.Χ.

Το οχυρό Βουνό, με τις μεταγενέστερες εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Νικολάου, όπου κατέφυγαν οι κάτοικοι από το Καστρί (στο βάθος αριστερά), μετά τη Σλαβική επιδρομή του 624-625 μ.Χ. και μέχρι την Αραβική επίθεση του 673 μ.Χ.

Advertisement

Έτσι, σήμερα, τα Κύθηρα κατέχουν ιδιαίτερη θέση στα εν­διαφέροντα της διεθνούς επιστημο­νικής κοινότητας, χάρις στην αποκάλυψη αυτού του παρελθόντος, που διηύρυνε τις γνώσεις μας και εμπλούτισε τις προθήκες του, πράγ­ματι ξεχωριστού, νέου αρχαιολογι­κού μουσείου του νησιού της Αφρο­δίτης και της Μυρτιδιώτισσας.

Εάν, όμως, η Αρχαιότητα και ο Μεσαίωνας προικοδότησαν τα Κύθη­ρα με σημαντικά τεκμήρια στο πέρα­σμα του χρόνου, παρέμεναν αναπά­ντητα τα ερωτήματα σχετικά με την παρουσία της ενάλιας αυτής γης στους επτά αιώνες, που μεσολάβη­σαν μεταξύ της ύστερης Αρχαιότη­τας και της μεσαιωνικής Αναγέννη­σης, δηλαδή στους «σκοτεινούς αιώ­νες» που διαδέχθηκαν τη Ρωμαϊκή κοσμοκρατορία και άνοιξαν το δρόμο στον Βυζαντινό ουμανισμό και το θα­λάσσιο εμπόριο της Ενετοκρατίας.

Τώρα, με τις αρχαιολογικές αυτές έ­ρευνες, οι ελλείποντες κρίκοι στην ι­στορική πορεία του νησιού αρχίζουν να συμπληρώνονται, με τη μαρτυρία συγκεκριμένων ευρημάτων, που επιτρέπουν τον παραλληλισμό με τις πε­ριπέτειες του ευρύτερου Ελληνικού χώρου. Γι’ αυτά και θα γυρίσουμε τον χρονοδείκτη στις απαρχές των «σκο­τεινών αιώνων», που σημάδευσαν και τα Κύθηρα, ανοίγοντας ένα νέο, άγνωστο μέχρι πρόσφατα, κεφάλαιο στη μεσαιωνική ιστορία του νησιού.

To εντυπωσιακό ψηφιδωτό με σκηνή βασιλικού κυνηγίον, των αρχών τον 7ου αιώνα μ.Χ., που κοσμούσε το δάπεδο της πρωτοβυζαντινής βασιλικής στο Βουνό, εκλήφθηκε ότι εικονίζει τον Άγιο Γεώργιο και εντάχθηκε στον μεταγενέστερο (16ος αι.) ναό

Οι Βρεταννοί αρχαιολόγοι, που α­νέσκαψαν τη Μινωϊκή εγκατάσταση στο Καστρί, μελέτησαν και τον περι­τειχισμένο μεταγενέστερο οικισμό, που τα νομισματικά ευρήματα χρονο­λογούν από την Υστερορρωμαϊκή μέ­χρι και την πρώιμη Πρωτοβυζαντινή περίοδο (5ος-7ος αιώνας μ.Χ.), διά­στημα κατά το οποίο αποτελούσε την κεντρική λιμενική εγκατάσταση των Κυθήρων. Εντύπωση, όμως, είχε προκαλέσει το ότι ο οχυρωμένος αυ­τός οικισμός εγκαταλείφθηκε, μετά από επίθεση και καταστροφή που εί­χε υποστεί κατά το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα μ.Χ., χρονολόγηση που επιβεβαιώνεται και από τα ευρή­ματα της σημερινής ερευνήτριας του χώρου, βυζαντινολόγου Μαρίνας Παπαδημητρίου. Το γεγονός αυτό ε­ντάσσεται στις συνέπειες της δεύτε­ρης, από τη θάλασσα αυτή τη φορά, επιδρομής των Σλάβων -η πρώτη, του 587-588 μ.Χ., ήταν χερσαία ει­σβολή στον Ελλαδικό κορμό – που με ορμητήριο τις Δαλματικές ακτές προ­σεγγίζουν και πολιορκούν την Κων­σταντινούπολη το 626 μ.Χ. Προηγου­μένως, οι θαλάσσιοι επιδρομείς έ­χουν καταστρέψει νησιωτικές και πα­ράκτιες εγκαταστάσεις στο Ιόνιο και το δυτικό Αιγαίο, μέχρι το Καστέλλι Κισσάμου στην Κρήτη, ώστε να εξουδετερώσουν τις βάσεις ανεφοδια­σμού του Βυζαντινού στόλου. Η επι­δρομή αυτή αναπτύσσεται κατά το 624 και 625 μ.Χ. και τα τελευταίας κοπής νομίσματα, που βρέθηκαν στα στρώματα καταστροφής, είναι της βασιλείας του Ηρακλείου και πιο συ­γκεκριμένα του 5ου και του 7ου έ­τους της βασιλείας του (610-64μ.Χ.), λίγα χρόνια πριν τη Σλαβική θα­λάσσια λαίλαπα, λαμβανομένων υπ’ όψη και των κενών στη λειτουργία των νομισματοκοπείων του Ανατολι­κού Ιλλυρικού, δηλαδή του νότιου σημερινού Βαλκανικού κορμού. Το συμπέρασμα είναι, ότι το πρω­τοβυζαντινό Καστρί παύει να υφίσταται το 624 ή 625 μ.Χ., κατά την πρώτη φάση της βασιλείας του Ηρακλείου, χωρίς από τότε να επανοικιστεί. Όμως, με την ανασκαφή του Γιάννη Σακελλαράκη στον Άγιο Γεώργιο στο Βουνό, ήρθαν στο φως τα υπολείμ­ματα οχυρής εγκαταστάσεως, με λί­γο μεταγενέστερα της καταστροφής στο Καστρί κεραμικά και νομισματι­κά ευρήματα, των μέσων και του τε­λευταίου τετάρτου του 7ου αιώνα μ.Χ. (εικ. 1). Πράγματι, αν εξαιρεθεί ένα χάλκινο νόμισμα (40νούμιο), κο­πής του 5ου έτους της βασιλείας του Ηρακλείου, που χρονολογεί μία προηγηθείσα του ναού του Αγίου Γε­ωργίου παλαιοχριστιανική βασιλική και το γνωστό ψηφιδωτό της στα χρόνια πριν την επιδρομή των Σλά­βων (εικ. 2), τα περισσότερα νομί­σματα της ανασκαφής ανήκουν στην ύστερη φάση της βασιλείας του Ηρα­κλείου και σε εκείνη του διαδόχου και εγγονού του, Κώνσταντος Β’, ώ­στε να επιβεβαιώνεται η εκεί μετε­γκατάσταση των διασωθέντων κατοί­κων από το Καστρί. Αλλά και αυτός ο φρουριακός οικισμός, όπως και ένα οχυρό συγκρότημα της ίδιας χρονι­κής περιόδου επί της παρακείμενης νησίδας Δραγονέρας (από την ιταλι­κή χαρτογραφική ένδειξη Dragonere, που ενδέχεται να αποτελεί ηχητική παραλλαγή του ελληνικού τοπωνύμι­ου Δρακόνερο,δηλωτικού της υπάρξεως πηγής νερού εντός σπηλαίου) καταστρέφονται και εγκαταλείπονται οριστικά, μετά τον θάνατο του Κώνσταντος Β’, όταν οι στόλοι των Αρά­βων σαρώνουν το Αιγαίο, πριν πο­λιορκήσουν και αυτοί την Κωνσταντι­νούπολη το 674 μ.Χ.

Η χρυσή βούλα (σφραγίδα), που ήταν αναρτημένη σε χρυσόβουλο τον αυτοκράτορα Αλεξίου A ’ Κομνηνού, με το οποίο πιθανολογείται η ίδρυση της μεσοβυζαντινής μονής του Αγίου Νικολάου στο πλάτωμα του άλλοτε μινωϊκού ιερού.

Εκτός, όμως, από την περίπτωση της, κατά την Πρωτοβυζαντινή περίο­δο, μεταθέσεως του οικιστικού κέ­ντρου από το παράκτιο Καστρί στο ο­ρεινό έρεισμα του Αγίου Γεωργίου στο Βουνό, κατά την ανασκαφή του Γιάννη Σακελλαράκη η τύχη επέδειξε για μία ακόμη φορά την εύνοιά της, με την απροσδόκητη ανακάλυψη, στο πλάτωμα της εκκλησίας του Αγί­ου Γεωργίου, χρυσής βούλας (σφρα­γίδας) του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, που ήταν ανηρτημένη σε έγγραφο χρυσόβουλο του δραστήριου εκείνου αυτοκράτορα της Μεσοβυζαντινής πε­ριόδου (1081-1118 μ.Χ.) και μάλιστα προ του 1091, όπως έχει αποδείξει η ερευνήτρια των νομισμάτων και σφραγίδων της ανασκαφής στον Άγιο Γεώργιο, καθηγήτρια Βάσω Πέννα (εικ. 3). Στην εύλογη απορία για το γεγονός που προκάλεσε την έκδοση αυτοκρατορικού διατάγμα­τος σχετικά με τον απομακρυσμένο αυτό τόπο, έρχεται να δώσει απάντη­ση η προσεκτική παρατήρηση της δεύτερης εκκλησίας επί του πλατώ­ματος του Βουνού, που είναι αφιερω­μένη στον Άγιο Νικόλαο και την Πα­ναγία (εικ. 4). Πράγματι, επί της νό­τιας λιθοδομής της εκκλησίας, όπου ανοίγεται και πλευρική θυρίδα επικοι­νωνίας, χωρίς πρόσβαση σήμερα, σώζονται τα υπολείμματα τοίχου κτι­ρίου, πιθανότατα ενταγμένου σε μο­ναστηριακό συγκρότημα, στο οποίο ανήκαν και οι επί του πλατώματος δύο δεξαμενές με το «κελλαρικό», ε­νώ σε επαφή με τον βόρειο τοίχο της μεταγενέστερης (16ος αιώνας μ.Χ.) εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου υψώ­νεται τοίχος με άνοιγμα παραθύρου, που επίσης ανήκε σε παλαιότερο κτί­ριο. Και είναι επίσης πιθανό, το μεσο-βυζαντινό αυτό μοναστήρι να ήταν αφιερωμένο στον προστάτη των ναυτιλλομένων, τον Άγιο Νικόλαο, που διαδέχθηκε το ιερό κορυφής της Μινωϊκής λατρείας.

Στο πλάτωμα της κορυφής του Βουνού, όπου βρισκόταν η ερει- πωμένη μεσοβυζαντινή μονή του Αγίου Νικολάου, ανοικοδομή- θηκαν κατά τον 16ο αιώνα οι μικρότερες εκκλησίες του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Γεωργίου.

Εάν η υπόθεση αυτή ευσταθεί, η αγιότητα του Αγίου Νικολάου, εκτός από την ιδρυμένη με το χρυσόβουλο του Αλεξίου Α’ Κομνηνού μονή, πε­ριέλαβε τόσο την ορεινή αυτή περιο­χή, όσο και το υποκείμενο λιμανάκι του σημερινού Αυλαίμονα, που τότε έλαβε τη μεσαιωνική ονομασία Άγιος Νικόλαος, που διατηρήθηκε και κατά τη μακρά περίοδο της Ενετοκρατίας – San Nicolo (εικ. 5). Αυτή τη μονή του Αγίου Νικολάου, μετά την ερείπωσή της, διαδέχθηκε, κατά τον 16ο αιώνα, το επί του βράχου περεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου και της Πα­ναγίας, καθώς και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που ενσωμάτωσε στο δάπεδό της το ψηφιδωτό της παλαιάς (των αρχών του 7ου αιώνα) πρωτοβυζαντινής βασιλικής, η σκηνή κυνηγίου του οποίου δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι απεικονίζει τον στρατηλάτη άγιο, γι’ αυτό και η νέα εκκλησία αφιερώθηκε στο όνομά του.

Χαλκογραφία του λιμανιού του Αγίου Νικολάου (San Nicolo της Ενετοκρατίας, σημερινός Αυλαίμονας) από σχέδιο του Γάλλου περιηγητή A. Castellan, που το 1778 αποτύπωσε και την ομώνυμη οροσειρά με τα εκεί κτίσματα.
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο