Advertisement

ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ

Γράφει ο Ε. Π. Καλλίγερος

2.501

Τα Κύθηρα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, εκτός των άλλων, ο τόπος-παράδεισος τα παρατσούκλια. Πόσο παλιά είναι αυτά και τι σήμαιναν πολλές φορές, είναι δύσκολο να διευκρινισθεί, καθώς το παρωνύμιο δεν ακολουθεί την ιστορία του επωνύμου, του οποίου, έστω και δύσκολα, μπορεί να βρεθεί η ιστορία και η ετυμολογική του προσέγγιση. Στα παρωνύμια αυτό είναι δύσκολο και τις περισσότερες φορές αδύνατον, καθώς η γέννηση ενός παρωνυμίου είναι πολλές φορές τυχαία και η ιστορία της χάνεται συνήθως  λίγες γενιές μετά. Έτσι έχουμε κάποια παρωνύμια, πολύ παλιά, που δεν ξέρουμε τι σημαίνουν, ούτε και γιατί δόθηκαν στους ανθρώπους που τα κουβαλούσαν. Σήμερα θα αναφερθούμε σε μερικά από αυτά.

ΑΓΚΟΥΡΙΔΙ: Τοπωνύμιο στην περιοχή Καρβουνάδας εκεί που είναι ο ναός του Αγίου Πέτρου. Η σωστή γραφή του τοπωνυμίου είναι (στου) Αγκουρίδη, καθώς αυτό προέρχεται από το παρωνύμιο Αγκουρίδης, το οποίο το βρίσκουμε το 16ο αι. σε σχέση με το επώνυμο Δευτερέβος, ενώ αργότερα έχει αναφερθεί και στο Στάθης.

Advertisement

ΑΡΚΟΥΔΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Βενάρδου από την Αγία Αναστασία. Το παρωνύμιο είχε προσκτηθεί στην Αυστραλία από έναν απόδημο του 20ου αι. και το φέρουν τώρα οι άμεσα απόγονοί του. Πιθανόν να οφείλεται στην ετυμολογία του επωνύμου στη Γερμανική γλώσσα. Το Βενάρδος (Βερνάρδος, όπως ήταν η πρώτη του μορφή ως βαφτιστικού) ετυμολογείται από το βαφτιστικό των Φράγκων Bernard και αυτό από το  Bernhard (=δυνατή αρκούδα) από τη συνήθεια των Φράγκων και των Γερμανών στον πρώιμο Μεσαίωνα να επιλέγουν ονόματα με δύο συνθετικά. (Από το βιβλίο του Εμμ. Π. Καλλίγερου, Συμπληρωματικά στοιχεία για τα Κυθηραϊκά επώνυμα).

ΒΑΣΑΛΟΣ: Είναι πιθανότατα το παλαιότερο παρωνύμιο από τα αναφερόμενα στις μέχρι στιγμής γνωστές γραπτές πηγές στα Κύθηρα. Το έφερε ένας Αντώνιος Καλλίγερος, στρατεύσιμος στην Κρήτη το 1451, με την πρόσθετη διευκρίνιση ότι πρόκειται για Κυθήριο. Βασάλος σημαίνει ο ευνοούμενος υποτελής ανωτέρου άρχοντα ή φεουδάρχη. Ο τελευταίος παραχωρεί στο Βασάλο γαίες έναντι υποχρεώσεων πίστης, υποτελείας και παροχής υπηρεσιών προς τον άρχοντα, φεουδάρχη.

ΒΙΖΙΡΗΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Στάθη, το οποίο παρουσιάζεται στα Σταθιάνικα από το 18ο αι. χωρίς να αποκλείεται να είναι παλαιότερο. Αργότερα ο κλάδος αυτός μετακινείται στο Κεραμουτό, σήμερα δε νομίζουμε ότι δεν έχει κανένα κλάδο που να χρησιμοποιεί ακόμη το παρωνύμιο, το οποίο βέβαια έχει την προέλευσή του στο γνωστό αξίωμα των Οθωμανών  Βεζύρης (=ανώτατος αξιωματούχος, υπουργός), η προέλευση όμως της λέξης είναι Περσική.

ΒΟΥΤΣΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου του επωνύμου Κασιμάτης από την Καρβουνάδα, αλλά και του Νοταράς στα Φριλιγκιάνικα. Το παρωνύμιο είναι επαγγελματικό και έχει σχέση με τον κατασκευαστή βαρελιών για κρασί(βουτσί). Βουτσάς είναι και αυτός που επισκευάζει τα βαρέλια αυτά. Είναι συνώνυμο του μαραγκού που εξειδικεύεται στα βαρέλια.

ΓΑΛΟΥΝΗΣ: Άλλο ένα παρωνύμιο κλάδου των Βενάρδων από τον Καραβά. Για το παρωνύμιο αυτό δεν έχουμε καμία ασφαλή πληροφορία και κάθε «προσφορά» δεκτή.

ΓΝΑΦΕΑΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου της οικογενείας Κασιμάτη του Δρυμώνα, ο οποίος υπάρχει και σήμερα. Η λέξη ήταν συνηθισμένη στα βυζαντινά χρόνια και έχει τη σημασία του σκυτοτόμου, του βυρσοδέψη ή αυτού που κατεργάζεται μαλλί. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστό ένα ψάρι με την ονομασία αυτή. Δεν είναι γνωστό ποία έννοια είχαν κατά νουν, όταν έδιναν το παρωνύμιο, πιθανολογούμε την πρώτη.

ΔΕΥΤΕΡΕΒΟΣ: Το αναμφίβολα Βυζαντινής καταγωγής, αφού πρόκειται για εκκλησιαστικό αξίωμα, αυτό επώνυμο είχαμε εντοπίσει κατά το 18ο αι. στην περιοχή Μανιτοχώρι από την οποία μετακινήθηκε στα σημερινά Τσικαλαρία, όπου και εντοπίζεται. Μάλιστα το παρωνύμιο Μαγονέζος, το οποίο έφεραν οι Δευτερέβοι αυτοί έδωσε και το όνομα αρχικά στον οικισμό, που ονομαζόταν Μαγονεζιάνικα με ναό αυτόν του Αγίου Ανδρέα, λόγω του κυρίαρχου βαφτιστικού στους κύριους κλάδους της οικογενείας αυτής. (Βλ. σχετικά την α’ έκδοση των Κυθηραϊκών Επωνύμων, αλλά και πρόσφατο δημοσίευμα στη στήλη αυτή για το παρωνύμιο Τσικαλάς και τον οικισμό Τσικαλαρία). Όμως, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες στα φορολογικά κατάστιχα του 15ου αι. από την Παλιόχωρα, έχουμε αναφορές στο επώνυμο Δευτερέβος στα κατάστιχα αυτά, κάτι που επιβεβαιώνει ότι αυτό είναι ένα από τα παλαιότερα στα Κύθηρα, κάτι που υπήρχε ως υπόνοια λόγω της Βυζαντινής καταγωγής του. Μάλιστα στα κατάστιχα αυτά βρίσκουμε Δευτερέβους, τόσο ανάμεσα στους ελεύθερους αγρότες, όσο και ανάμεσα στους βιλλάνους, κάτι που σημαίνει ότι, τουλάχιστον κάποιοι κλάδοι της οικογενείας αυτής, βρίσκονται στα Κύθηρα και πριν την Ενετική κατάκτηση των αρχών του 13ου αι., αφού είναι γνωστό ότι τότε όλοι όσοι βρίσκονταν στο νησί περιέπεσαν στην τάξη των βιλλάνων, έγιναν δηλαδή ουσιαστικά υποτελείς των Βενιέρων και στη συνέχεια του Ενετικού δημοσίου χωρίς οποιοδήποτε δικαίωμα ή περιουσία. Έτσι θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι οικογένεια με το επώνυμο Δευτερέβος μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μία από τις Βυζαντινές εκείνες οικογένειες που βρέθηκαν στα Κύθηρα από τα πολύ πρώιμα χρόνια και αποτέλεσαν τον βασικό κορμό των Κυθηραϊκών οικογενειών, που ανιχνεύονται και σήμερα στο νησί.

ΔΙΑΚΟΦΤΙ: Ο σημερινός οικισμός με το λιμάνι αναφέρεται στις γραπτές πηγές από το 16ο αι. άρα το τοπωνύμιο είναι πολύ παλαιό. Η ονομασία προέρχεται πιθανότατα από τη λέξη Διακοπή, που παρουσιάζεται σε τοπωνύμια των Κυθήρων και αναφέρεται πάντα για το είδος μικρής χερσονήσου κοντά στη θάλασσα, την οποία καλύπτουν τα νερά της όταν έχει τρικυμία. Διακόφτι υπάρχει ως τοπωνύμιο και στην Πάτμο και σημαίνει τον στενό πορθμό, ίδιο μορφολογικά είναι και το δικό μας τπν με το απέναντι νησάκι να εφάπτεται σχεδόν των Κυθήρων. Το Διακόφτι είναι γνωστό από τα αρχαία χρόνια, εικάζεται δε ότι είναι το αρχαίο λιμάνι του Φοινικούντος στο οποίο λέγεται ότι απεβιβάσθησαν τα στρατεύματα του Αθηναίου στρατηγού Νικία που κατέλαβαν τα Κύθηρα το 423π.Χ. κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Στο Διακόφτι έχουν εντοπισθεί θραύσματα αρχαίων αγγείων στη θάλασσα, ενώ το σπήλαιο Χουστή είναι βεβαιωμένος αρχαιολογικός λατρευτικός χώρος. Στο Διακόφτι αναφέρεται ότι έχουν εντοπισθεί και νομίσματα της εποχής των Γότθων, τα οποία είναι άγνωστο πού βρίσκονται σήμερα.

ΔΙΔΥΜΙΩΤΗΣ: Το επώνυμο αυτό είναι ένα από τα επώνυμα που έφθασαν στα Κύθηρα τον περασμένο αιώνα κατά το μεσοπόλεμο και υπάρχουν σήμερα δύο κλάδοι της ίδιας οικογένειας. Η αρχική κοιτίδα της οικογένειας αυτής είναι η Αργολίδα και το επώνυμο προέρχεται από ένα χωριό πάνω στο όρος Δίδυμα, εξ ου και το πατριδωνυμικό Διδυμιώτης. Αρχικά το επώνυμο ήταν Κοτσοβός άλλαξε δε σε Διδυμιώτης εξ αιτίας του τόπου καταγωγής, όταν ένας Κοτσοβός μετακινήθηκε στα τέλη του 19ου αι. στην Αίγινα, στην οποία τον αποκαλούσαν Διδυμιώτη, όπως ακριβώς έλεγαν Τσιριγώτες ανθρώπους που βρέθηκαν σε άλλο μέρος από τα Κύθηρα. Από τον κλάδο αυτόν κατάγονται και οι Διδυμιώτες των Κυθήρων. Τώρα και από τους δύο κλάδους που έφθασαν στα Κύθηρα (Καραβάς) υπάρχουν απόγονοι  στο νησί και στη διασπορά του στην Αθήνα και τον Πειραιά.

ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Κορωναίου από τον Καραβά. Το παρωνύμιο είναι μητρωνυμικό, όπως το Πιπέρης και εδώ προέρχεται από το γυναικείο βαφτιστικό Ευγενικώ και ο λόγος της απόδοσής του σε παρωνύμιο είναι η κυρίαρχη θέση της γυναίκας στη συγκεκριμένη οικογένεια, στην οποία δόθηκε το παρωνύμιο.

ΖΑΓΛΑΝΙΚΗΣ: Από την νέα μας έρευνα πάνω στα Κυθηραϊκά Επώνυμα προκύπτουν δύο νέα στοιχεία για το επώνυμο αυτό. Υπενθυμίζουμε ότι το Ζαγλανίκης έχει εξελιχθεί σε επώνυμο από παρωνύμιο του επωνύμου Τσαγκάρης, όπως έχουμε αναφέρει στο βιβλίο μας σχετικά με τα επώνυμα του νησιού μας. Τώρα, έχουμε και μία νέα σημασία της λέξης Ζαγλανίκης, η οποία μπορεί να βοηθήσει την έρευνα. Ζαγλανίκης, λοιπόν, προέρχεται από τη λέξη ζαγλανίκα, που σημαίνει την επίπεδη, καμπίσια περιοχή. Μία τέτοια είναι και η περιοχή στην οποία βρίσκεται ο οικισμός Ζαγλανικιάνικα. Όσον αφορά το επώνυμο Τσαγκάρης,  εντοπίζεται το 16ο αι. να αναφέρεται με παρωνύμιό του το Ζαγλανίκης σε έγγραφο της εποχής. Σε φορολογικούς καταλόγους των Ενετών από την Παλιόχωρα των μέσων του 15ου αι. έχουμε δύο αναφορές για το Τσαγκάρης, ενός Θόδωρου και ενός Τίτου Τσαγκάρη. Έχουμε, επομένως βεβαιωμένη την παρουσία του επωνύμου στην περιοχή, ενώ να προσθέσουμε και όσα έχουμε ήδη αναφέρει στο βιβλίο μας Κυθηραϊκά Τοπωνύμια  για την περιοχή Τσαγκάρικα έξω από τον Ποταμό, η οποία είναι σίγουρα ο τόπος, που έλαβε το όνομά του από το επώνυμο αυτό. Έχουμε επομένως το Ζαγλανίκης, το οποίο ανιχνεύεται και σήμερα στην Κυθηραϊκή διασπορά να αποτελεί εξέλιξη του βυζαντινού επωνύμου Τσαγκάρης, τουλάχιστον από το 15ο αι., οπότε και αναφέρεται μεταξύ των ελευθέρων αγροτών κάτι το οποίο μπορεί να σημαίνει ότι πιθανότατα δεν βρίσκεται στα Κύθηρα πριν από το 14ο αι.

ΚΑΒΑΡΝΤΙΝΟΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου της οικογένειας Κρίθαρη από τον Καραβά, το οποίο είναι γνωστό στην οικογένεια αυτήν τουλάχιστον για τρεις γενιές. Η οικογενειακή παράδοση αναφέρει ότι το παρωνύμιο προέρχεται από τοπική παραφθορά της λέξης καπαρντίνα, επειδή ο πρώτος που έλαβε το παρωνύμιο συνήθιζε να φοράει μία φαρδιά καπαρντίνα. Το φαινόμενο να δίνουν παρωνύμια από ρούχα είναι συνηθισμένο στα Κύθηρα (πρβλ. π.χ. το παρωνύμιο Κλακ, από το καπέλο, που έφερε ένας Σάμιος στο Λειβάδι.

ΚΑΡΙΖΟΝΑ: Αναφέρονται στα Κύθηρα τουλάχιστον τρία τοπωνύμια με αυτήν την ονομασία, αν και με διαφορετική απόδοση. Στις Καρβουνάδες έχουμε τπν Καριζόνα, στο Λειβάδι Καριζόνοι και στα Λογοθετιάνικα Καριζονέας. Όλα τα τοπωνύμια αυτά σχετίζονται με το γεγονός ότι στα συγκεκριμένα χωράφια (καθώς όλα είναι ουσιαστικά μικροτοπωνύμια) φύτρωναν στο παρελθόν οι βολβοί με την ονομασία Καριζόνοι, που άφηναν ένα εξαιρετικό άρωμα και τους χρησιμοποιούσαν στην μαγειρική. Δυστυχώς οι βολβοί αυτοί έχουν σχεδόν χαθεί από το νησί. Σύμφωνα με μία άποψη, στην Κατοχή, οι Ιταλοί, χρησιμοποιούσαν το βολβό αυτόν για να αρωματίζουν φαγητά και έστελναν πολλούς στην Ιταλία. Φαίνεται όμως ότι δεν ήταν αυτός ο βασικός λόγος της εξαφάνισης του σπάνιου αρωματικού βολβού, αλλά η ραγδαία επέκταση της μηχανικής καλλιέργειας και η εγκατάλειψη της αγροτικής γης με τη μετανάστευση. Θα είχε ενδιαφέρον αν συλλέγονταν σήμερα κάποιοι βολβοί, καθώς σίγουρα θα υπάρχουν κάποιοι, και να γινόταν προσπάθεια να καλλιεργηθούν, αφού εθεωρούντο σπάνιας γεύσης εξ αιτίας του αρώματός τους.

ΚΑΨΑΝΗΣ: Ένα επώνυμο των Κυθήρων για το οποίο πλέον έχουμε σαφείς και γραπτές αναφορές ότι υπάρχει στα Κύθηρα τουλάχιστον από το 14ο αι. ίσως δε να είναι και παλιότερα στο νησί. Η πρώτη αναφορά σε αυτό είναι από όρια της διανομής των Βενιέρων (1310) τα οποία δημοσιεύει η Ακαδημαϊκός κυρία Χρ. Μαλτέζου. Στα όρια αυτά έχουμε αναφορά για ένα «σπίτι του Καψάνη», το οποίο, από τα λοιπά στοιχεία προκύπτει ότι, πρέπει να βρίσκεται στις Αλεξανδράδες. Ένα περίπου αιώνα αργότερα το επώνυμο αναφέρεται στους καταλόγους φορολογουμένων ως βιλλάνος των Βενιέρ. Άρα έχουμε άλλη μία Κυθηραϊκή οικογένεια, από αυτές που και σήμερα υπάρχουν στα Κύθηρα και τη Διασπορά τους, η οποία έχει παρουσία στο νησί τουλάχιστον για επτά αιώνες!

ΚΟΡΑΚΑΣ/ΚΟΡΑΚΑΚΙ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Σάμιος από τα Αλοϊζιάνικα και τα Φριλιγκιάνικα. Προέρχεται από τον τόπο κατοίκησης, τα Αλοϊζιάνικα, τα οποία ονομάζονται και Κορακοφωλέα εξ αιτίας της μόνιμης παρουσίας κοράκων εκεί στο παρελθόν. Εξ αυτού και οι κάτοικοι Κοράκοι. Το παρωνύμιο είναι γνωστό τουλάχιστον από το 19ο αι. και υπάρχουν ακόμη κλάδοι με αυτό, ειδικά στο εξωτερικό, οι οποίοι όμως έχουν λάβει και …νέα παρωνύμια, έτσι ώστε να χάνεται σιγά-σιγά. Είναι γνωστή η περίπτωση του υποψήφιου και βουλευτή αργότερα Θ. Αλοΐζου (Σάμιου) ο οποίος στις εκλογές της 24ης Μαρτίου 1868 καθοδήγησε τον Σπ. Μασσέλο να ρίξει ένα δαχτυλίδι στην κάλπη του Ριζοσπάστη Δημ. Ραπτάκη για να ακυρωθούν οι εκλογές, όπως και έγινε, κερδίζοντας αυτός τις επαναληπτικές. (Τότε ψήφιζαν με σφαιρίδια σε 2 κάλπες για κάθε υποψήφιο και οι ψηφοφόροι έριχναν στη μία μαύρα σφαιρίδια και στην άλλη λευκά. Ανάλογα πόσα ήταν τα περισσότερα εξελέγετο ή έχανε ο υποψήφιος). Σε ένα χρόνο ξαναέγιναν εκλογές και τότε κέρδισε ο Ραπτάκης, όμως στις ρίμες της εποχής όλες οι σατιρικές αναφορές στον Αλοΐζο ήταν κόρακας και κορακάκι. (Βλ. Κυθηραϊκά Τετράδια, 1998, σελ. 46, 47)

ΚΟΥΤΟΥΛΟΤΑΥΡΗΣ: Ένα από τα πιο παράξενα παρωνύμια στα Κύθηρα. Αναφέρεται σε συμβόλαιο του 1564 να συνοδεύει έναν Σοφιανό, επώνυμο με προέλευση τη Μονεμβασία, όπου οι Σοφιανοί ήταν μία από τις κυρίαρχες οικογένειες, ενώ από τα Κύθηρα χάνεται σχετικά γρήγορα. Δεν είναι γνωστή η ερμηνεία του παρωνυμίου, αν και φαίνεται Βυζαντινό. Μάλλον πρόκειται για σκωπτικό παρωνύμιο και θα μπορούσε να σημαίνει ή αυτόν που «κουτουλάει ταύρους» ή αυτόν που τον «κουτουλάνε οι ταύροι», ασφαλώς από κάποιο περιστατικό, που έδωσε την ευκαιρία στο φιλοπαίγμονα λαό μας να πλάσει αυτό το παράξενο παρωνύμιο.

ΛΕΒΟΥΝΗΣ: Ένα από τα παλαιότερα και πλέον ενδιαφέροντα για την έρευνα επώνυμα των Κυθήρων για το οποίο ίσως αξίζει μία μονογραφία. Σήμερα, πάντως, δεν υπάρχει στα Κύθηρα, αλλά μόνο στη Διασπορά τους. Όσα είχαμε αναφέρει για τη βυζαντινή προέλευση του επωνύμου επιβεβαιώνονται και από τις πλέον πρόσφατες έρευνες, οι οποίες θα συμπεριληφθούν στο υπό έκδοσιν συμπλήρωμα του βιβλίου μας για τα επώνυμα. Από αυτές προκύπτει αβίαστα ότι τα αναφερόμενα ότι ο πρώτος Λεβούνης έφθασε με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 και έφερε στα Κύθηρα την εικόνα της Παναγίας της Ιλαριώτισσας ανήκουν εις τη σφαίρα της φαντασίας. Χωρίς να μπορούμε να αποκλείσουμε ότι την εικόνα αυτήν την έφερε κάποιος Λεβούνης, μπορούμε με στοιχεία να αποδείξουμε ότι η οικογένεια Λεβούνη βρίσκεται στα Κύθηρα πολύ πριν την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι ήδη γνωστή μία δικογραφία για έναν Γεώργιο Λεβούνη στην Κρήτη, τον οποίο κατήγγειλε εκπρόσωπος της οικογενείας των φεουδαρχών Βενιέρ ότι εγκατέλειψε παράνομα τα Κύθηρα το 1425, καίτοι ήταν βιλλάνος τους. (Ως γνωστόν οι βιλλάνοι ήταν «κτήμα» του φεουδάρχη, είχαν όμως το δικαίωμα να εξαγοράσουν την ελευθερία τους αντί 70 υπερπύρων, σημαντικό ποσό για βιλλάνους). Μάλιστα ο ίδιος ο Λεβούνης προσεκόμισε στο δικαστήριο στοιχεία ότι ο παππούς του στα Κύθηρα ήταν ελεύθερος αγρότης, πράγμα που σημαίνει ότι βρισκόταν στο νησί τουλάχιστον από το 14ο αι. Αν λάβουμε υπ’  όψιν μας το γεγονός ότι πρόκειται σίγουρα για Βυζαντινή οικογένεια θεωρούμε πιθανότατο να βρισκόταν στα Κύθηρα ήδη κατά την Ενετική κατάκτηση, δηλαδή πριν και από τις αρχές του 13ου αι.

ΛΥΚΟΔΗΜΟΥ: Παραλία στα Δυτικά των Κυθήρων κοντά στο χωριό Λογοθετιάνικα. Το όνομά της θυμίζει αρχαίο όνομα και μάλλον σε όνομα οφείλει την ονομασία αυτή. Είναι γνωστή η ονομασία αυτή από το ναό της Παναγίας Σώτειρας ή Σωτήρας στο κέντρο της Αθήνας που λέγεται Παναγία Λυκοδήμου και είναι η γνωστή Ρώσικη εκκλησία στην οδό Φιλελλήνων. Σύμφωνα με τον Δ. Καμπούρογλου πρώτος κτήτωρ της εκκλησίας ήταν ο Στέφανος Λυκόδημος της αρχαίας Αθηναϊκής οικογενείας των Λύκων και από αυτόν έλαβε την ονομασία ο ναός. Υπάρχει και άλλη εκδοχή (Κ. Πιττακής) ότι αρχικά ο ναός είχε αφιερωθεί στον Άγιο Νικόδημο και ονομάστηκε Λυκοδήμου επειδή υπήρχε παλαιότερα εκεί ναός του Λυκείου Απόλλωνος. Η περίπτωση του Κυθηραϊκού τοπωνυμίου ταιριάζει περισσότερο σε ονομασία από επώνυμο ή παρωνύμιο και είναι πλησιέστερα στην πρώτη εκδοχή χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται  από την ίδια αυτή οικογένεια, καθώς η ονομασία ανάγεται στα Βυζαντινά χρόνια και έχουμε πολλά τοπωνύμια Βυζαντινής καταγωγής στα Κύθηρα, έτσι του να μην αποκλείεται να είναι ένα από αυτά.

ΜΑΛΙΚΟΝΙΑΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου της παλαιάς οικογενείας Καλούτση, η οποία σήμερα ζει στο Μανιτοχώρι. Το παρωνύμιο είναι γνωστό από το 19ο αι. χωρίς να αποκλείεται να είναι ακόμη παλαιότερο. Πρόκειται για λέξη της ιταλικής (malinconia) που σημαίνει μελαγχολία. Άρα, Μαλικονίας= ο μελαγχολικός.

ΜΑΥΡΑ ΠΗΛΑ/ΜΑΥΡΑΠΗΛΑ: Τοπωνύμιο στην ευρύτερη περιοχή στις Αλεξανδράδες γνωστό από πολύ παλαιά. Προέρχεται, όπως λέει και η λέξη από το μαύρος πηλός και έχει σχέση με την ύπαρξη μεγάλης ποσότητος λιθάνθρακα στην περιοχή, ο οποίος έδινε και το μαύρο χρώμα στον πηλό. Ο λιθάνθρακας αυτός εξορυσσόταν μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. και τον χρησιμοποιούσαν, είτε για καύση στα γύρω χωριά, συχνότερα όμως τον μετέφεραν με ζώα στην περιοχή πολύ κοντά στο σημερινό Καλαδί σε σημείο που προσέγγιζαν πλοία και τον παρελάμβαναν συνήθως για καύσιμη κινητήρια ύλη στις ατμομηχανές τους. Σύμφωνα με όσα είχαν γίνει γνωστά από ειδικούς ο λιθάνθρακας αυτός ήταν μικρής θερμιδικής ικανότητος, άρα και μικρής οικονομικής αξίας και δεν έμεινε για πολύ χρόνο στις προτιμήσεις των λίγων ατμοπλοίων που τον χρησιμοποιούσαν ή τον πουλούσαν σε άλλα πλοία.

ΜΕΓΚΟΥΛΑΣ: Είχαμε αναφερθεί για το παρωνύμιο αυτό και στο παρελθόν, αλλά και πρόσφατα, καθώς υπάρχει και η άποψη ότι, ετυμολογικά, ίσως είναι τουρκικής προέλευσης. Όμως η ερευνήτρια Χρ. Τσικριτσή-Κατσιανάκη έχει μία άλλη προσέγγιση, η οποία είναι πλέον ενδιαφέρουσα, καθώς τεκμηριώνει την Ενετική προέλευση του παρωνυμίου από το βεν. Mengolo-Mengulo υποκοριστικό του Domenego (Menego-Mengo)=Δομίνικος. Στην Κρήτη αναφέρεται το επώνυμο Μέγγολος και Μέγγουλος ήδη από το 1538 και έχουμε αναφέρει πολλές φορές την παρατήρηση ότι πολλά παρωνύμια στα Κύθηρα έχουν προέλευση από επώνυμα άλλων περιοχών. Πρβλ. Ντελεκουβίας (από Δελακοβίας), Άγριος, Ρέκος κ.α. Κάπως έτσι και το Μέγκουλας έφθασε να γίνει παρωνύμιο ενός κλάδου της οικογ. Κασιμάτη των Καρβουνάδων, αλλά η απαρχή του παρωνυμίου χάνεται, όπως στα περισσότερα, στην εποχή της …ονοματοθεσίας.

ΜΕΛΙΣΣΟΦΑΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Κορωναίου από τον Καραβά. Και αυτό το παρωνύμιο έχει σχέση με το ομώνυμο  αποδημητικό πουλί και ισχύουν τα ίδια με το προηγούμενο, όσον αφορά την προέλευσή του. Το παρωνύμιο αυτό υπάρχει επίσης και σήμερα.

ΜΟΘΩΝΑΙΟΣ: Τοπωνύμιο στον Αβλέμονα. Μάλλον θα έπρεπε να αναφέρεται (στου) Μοθωναίου. Μοθωναίος είναι γνωστό παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Γερακίτη, πολύ παλαιό. Ως γνωστόν η οικογένεια Γερακίτη αναφέρεται σε γραπτές πηγές στα Κύθηρα από τα μέσα του 15ου αι. όπως αναφέραμε σε πρόσφατο δημοσίευμα της στήλης. Όσον αφορά την ετυμολογία της λέξης δεν είναι γνωστή δεν αποκλείεται όμως να προέρχεται από το βαφτιστικό Όθων.

ΜΟΘΩΝΑΙΟΣ: Για την ετυμολογία του παρωνυμίου αυτού, που σήμερα το βρίσκουμε μόνο ως τοπωνύμιο και για το οποίο γράψαμε στο προηγούμενο, η φίλη, συνεργάτις και ερευνήτρια Ελ. Χάρου-Κορωναίου μας έλυσε την απορία, καθώς παρατηρεί ότι το Μοθωναίος έχει τη ρίζα του πιθανότατα στη Μεθώνη/Μοθώνη. Και Μοθωναίος ο προερχόμενος από την περιοχή αυτή. Το προσθέτουμε για την πληρότητα της σχετικής δημοσίευσης.

ΜΥΓΕΑΣ/ΚΩΛΟΜΥΓΕΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Σάμιος. Δεν αναφέρεται πριν από τον περασμένο αιώνα χωρίς να αποκλείεται όμως να προϋπάρχει. Είναι μάλλον σκωπτικό και έχει σχέση με τις μύγες που ταλαιπωρούν τα ζώα. Μάλλον για το λόγο αυτόν αναφέρεται και με τις δύο μορφές, καθώς μερικές από αυτές τις μύγες εγκαθίστανται στα οπίσθια των ζώων, ειδικά των βοοειδών και των γαϊδάρων και τότε αυτά γίνονται ευερέθιστα, καθώς γνωρίζουν ότι κινδυνεύουν από τα αυγά των μυγών και τις προνύμφες τους.

ΠΕΝΤΑΝΟΣΟΣ: Ένα παράξενο παρωνύμιο από τον Καραβά, το οποίο συνοδεύει κλάδο της οικογενείας Σουρή. Δεν έχουμε την παραμικρή ένδειξη για την ετυμολόγηση του παρωνυμίου αυτού, ούτε μας βοήθησαν όσοι ρωτήσαμε. Αν κάποιος γνωρίζει την προέλευση του παρωνυμίου ευχαρίστως θα δημοσιεύαμε την άποψή του.

ΠΙΠΕΡΗΣ: Παρωνύμιο δύο κλάδων γνωστών οικογενειών στα Κύθηρα. Του Κασιμάτη στο Δρυμώνα και Βαρυπάτη στη Χώρα. Για την τελευταία περίπτωση γνωρίζουμε ότι η προέλευση του παρωνυμίου είναι το γυναικείο βαφτιστικό Πιπέρω, ενώ για την πρώτη δεν γνωρίζουμε το λόγο της προσωνυμίας, χωρίς να αποκλείεται να είναι ακριβώς ο ίδιος. Και οι δύο κλάδοι εξακολουθούν να υφίστανται και σήμερα στα Κύθηρα.

ΠΟΥΛΑΚΑ (στου): Τοπωνύμιο στην Καρβουνάδα πλησίον του Αγ. Ηλία. Προέρχεται από παρωνύμιο ενός κλάδου της οικογενείας Στάθη που έφερε το παρωνύμιο Πούλακας, λέξη που προέρχεται από το πουλί. Το παρωνύμιο αυτό που δεν υπάρχει σήμερα είναι γνωστό από το 17ο αι.

ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου οικογενείας Καλλίγερων από τον Κάλαμο, ο οποίος εξέλιπε τα τελευταία χρόνια. Το παρωνύμιο προέρχεται από τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, όταν ελάχιστες οικογένειες από αυτές που διασώθηκαν από τις χιλιάδες των Κυθηρίων της Σμύρνης κατέφυγαν στα Κύθηρα. Μία από αυτές ήταν και η συγκεκριμένη, στην οποία δόθηκε το παρωνύμιο αυτό πιθανόν γιατί δεν είχαν άλλην οικογένεια προσφύγων στον Κάλαμο.

ΣΑΛΤΑΚΟΥΚΟΣ: Ένα από τα πιο παράξενα παρωνύμια, το οποίο εμφανίζεται σε κλάδο της οικογενείας Καλλίγερου στο Στραπόδι ήδη από το 18ο αι. ίσως δε να είναι και παλαιότερο. Είναι πιθανότατα ο κλάδος που αργότερα φέρει τα παρωνύμια Πρεβεδώρος, Τσεντιλόμος, Βασιλέας κ.α., στα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί, αν και η πλήρης τεκμηρίωση για τα παραπάνω δεν  έχει ολοκληρωθεί. Άγνωστο και αυτό τι σημαίνει, σίγουρα όμως έχουμε κι εδώ ένα σκωπτικό παρωνύμιο.

ΣΑΡΗΣ: Σε σχέση με την αναφορά μας στην ετυμολογική προέλευση του παρωνυμίου από κλάδο της οικογενείας μας έδωσαν μία άλλη εκδοχή, την οποία αναφέρουμε, καθώς οι οικογενειακές παραδόσεις στα θέματα αυτά έχουν συνήθως στέρεες βάσεις. Έτσι, κατά την εκδοχή αυτή, ένας Ζερβός, έμπορος στη Σμύρνη το 19ο αι., επέστρεψε στα Κύθηρα και στο Μυλοπόταμο φορώντας σαρίκι, συνήθεια που απέκτησαν πολλοί Κυθήριοι της Σμύρνης. Από αυτό το σαρίκι ο φιλοπαίγμων λαός μας τον έβγαλε Σαρή και έδωσε και στη νύφη του αργότερα το προσωνύμιο Σαρινόνυφη! (Σημειώνουμε επ’ ευκαιρία ότι ο πρώτος αναφερόμενος σε γραπτές πηγές Κυθήριος στη Σμύρνη έφθασε εκεί το 1776 για να συναντήσει συγγενείς του και ήταν ένας Γεώργ. Παν. Ζερβός)

ΣΚΑΡΝΙΑΒΑΣ: Παρωνύμιο που αναφέρεται σε έναν Μανώλη Καψάνη και σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία της έρευνας είναι και αυτό ένα από τα παλαιότερα αναφερόμενα παρωνύμια στα Κύθηρα από αυτά που γνωρίζουμε, καθώς ακολουθεί έναν βιλλάνο, δηλαδή δούλο του Ενετικού κράτους και έχει καταγραφεί σε φορολογικό κατάλογο του 1478. Δεν είναι γνωστό τι σημαίνει, ούτε και αν έχει μεταφερθεί σωστά η γραφή του από το παλαιότατο χειρόγραφο. Σίγουρα, για να αναφέρεται σε βιλλάνο την εποχή αυτή μπορεί το επώνυμο να είναι παλαιότερο στο νησί, ίσως και πριν το 13ο αι.

ΣΥΚΟΦΑΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Κασιμάτη από τα Φράτσια. Δεν γνωρίζουμε ποία εποχή ξεκίνησε να ακούγεται το παρωνύμιο αυτό, το οποίο προέρχεται από το γνωστό αποδημητικό πουλί. Ίσως να έχει σχέση με το κυνήγι του, το χρώμα του ή άλλα χαρακτηριστικά του. Ο κλάδος αυτός υπάρχει και σήμερα.

ΤΖΙΚΟΥΡΗΣ: Το παρωνύμιο συνοδεύει το κοινότατο επώνυμο Κασιμάτης ήδη από το 16ο αι., αν και είναι σχετικά σπάνιο ακόμη και τότε, χάνεται δε σχετικά σύντομα. Πιθανόν να έχει προέλευση τη λ. τζιγκούρα (ή τσιγκούρα, τσιγκούρι) που σημαίνει το αυτοφυές γρασίδι και αποτελεί κοινότατο τοπωνύμιο σε διάφορα σημεία του νησιού, ιδιαίτερα δε χαρακτήριζε μέχρι πρόσφατα πλατείες και χωράφια με τη βλάστηση αυτήν. Δεν είναι γνωστή η ετυμολογική προέλευση της λέξης.

ΤΣΙΚΝΩΜΕΝΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Λουράντου από τα Καλησπεριάνικα, ο οποίος υπάρχει μέχρι τις μέρες μας. Αναφέρεται από το παρωνύμιο αυτό και τοπωνύμιο (στου) Τσικνωμένου στα γειτονικά Πιτσινιάνικα. Ετυμολογικά βέβαια έχει αρχικά σχέση με τη μαγειρική και με το τσίκνωμα/τσίκνημα του φαγητού, αν και έχουμε αναφορές στα Κύθηρα και για τη σημασία του μουτρωμένος/θυμωμένος (βλ. τσίκνωσε ή τσίκνησε τα μούτρα του=του κακοφάνηκε κάτι). Το παρωνύμιο πάντως «κόλλησε» στους Λουράντους του συγκεκριμένου κλάδου από γάμο ενός εξ αυτών τρεις γενιές πριν με γυναίκα από το Κ. Λειβάδι, η οικογένεια της οποίας, το γένος Καραβουσάνου, είχε το παρωνύμιο αυτό. Στην περιοχή κοντά στην Παναγία Κερά υπήρχε τοπωνύμιο Τσικνωμενιάνικα από τους Καραβουσάνους-Τσικνωμένους που κατοικούσαν εκεί.

ΤΟΥΡΚΟΣ: Το παρωνύμιο δεν έχει καμία δυσκολία στην ερμηνεία του είναι δε αρκετά συνηθισμένο, το αναφέρουμε όμως, καθώς καταγράφεται από το 1474 και το φέρει ένας κάτοικος του νησιού με το επώνυμο Νοταράς, ο οποίος είναι επίσης βιλλάνος του Ενετικού κράτους.

ΦΑΡΔΑΚΛΗΣ: Ένα ακόμη παράξενο παρωνύμιο, που αναφέρεται στην ίδια εποχή με το προηγούμενο και στο ίδιο επώνυμο, δηλαδή σε έναν Σοφιανό. Δεν έχουμε την παραμικρή ένδειξη του τι μπορούσε να σημαίνει και βέβαια πώς δόθηκε το παρωνύμιο αυτό.

ΦΕΓΓΑΡΟΚΑΫΜΕΝΗ ή ΦΕΓΓΑΡΟΚΑΜΜΕΝΗ: Μικροτοπωνύμιο στο Λειβάδι, το οποίο είναι από τα πλέον παράδοξα τοπωνύμια σε όλο το νησί. Βρίσκεται Α του λόφου Κορσόρα, Δ του οικισμού του Άνω Λειβαδίου και δεν είναι γνωστό από πού έλαβε αυτή την παράξενη και συνάμα ποιητική ονομασία. Αν σωστή γραφή είναι η δεύτερη (η πρώτη εκδοχή πάντως έχει παραδοθεί σε μας, αλλά η προφορική αναφορά δεν δίνει ασφάλεια για την προφορά, καίτοι δεν αποκλείεται να πρόκειται για την ίδια λέξη με την ίδια με τη δεύτερη γραφή έννοια) ίσως να έχει σχέση με το γεγονός ότι σε αυτήν την πλευρά του λόφου πέφτει ο φωτισμός από το γεμάτο φεγγάρι σε κάποιες εποχές. Η πρώτη και κύρια εκδοχή ίσως έχει σχέση με αναφορά σε θηλυκό παρωνύμιο, που χάθηκε, αν και δεν προτάσσεται το προσδιοριστικό «στης», όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις.

ΧΛΑΠΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Λουράντου από τα Καλησπεριάνικα, το οποίο σχηματίστηκε τον περασμένο αιώνα και ανιχνεύεται και στο γειτονικό Δρυμώνα, αλλά ανήκει στην ίδια αρχική οικογένεια. Δεν είναι γνωστός ο λόγος που δόθηκε το παρωνύμιο αυτό, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα παρωνύμια. Ετυμολογικά φαίνεται να έχει σχέση με τη λέξη λάπα (=το μαλακό μέρος του σώματος) και το γράμμα Χ να προσετέθη για λόγους ευφωνίας, φαινόμενο συχνό στο νησί. (Πρβλ. Λαμπέας-Χλαμπέας). Δεν είναι βέβαιο πάντως ότι το παρωνύμιο έχει ακολουθήσει αυτήν την ετυμολογική πορεία, δεν έχουμε ανιχνεύσει πάντως κάποια άλλη πιθανή εξήγηση.

(Περισσότερα στοιχεία στο βιβλίο Κυθηραϊκά Τοπωνύμια, Ιστορική Γεωγραφία των Κυθήρων του Εμμ. Καλλίγερου, που έχει εκδοθεί από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών)

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο