Advertisement

«Μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα»

Τρία «πορτρέτα» μοναξιάς σε τρεις συνοικίες της Αθήνας. Ανθρωποι που περνούν τις μέρες τους συντροφιά με τα βιβλία τους, την τηλεόραση ή τις παλιές φωτογραφίες, αφηγούνται στην «Κ» τις μοναχικές ιστορίες τους | Βίκυ Κατεχάκη

498

H πόρτα ανοίγει και η Σοφία Ζαχαριάδου με υποδέχεται στο διαμέρισμά της, στο Μεταξουργείο. Παρά τα 101 της χρόνια, στέκεται ακόμη στα πόδια της, βλέπει καλά, ακούει με λίγη παραπάνω προσπάθεια. Καθόμαστε στο σαλονάκι που χρησιμεύει και ως κρεβατοκάμαρα. Τριγύρω υπάρχουν βιβλία, κάποιες εικόνες, φάρμακα και ένα παλιό ραδιόφωνο. Από τον χώρο λείπει μόνο η τηλεόραση.

«Δεν μου έλειψε ποτέ. Οταν στεναχωριέμαι, παίρνω τα βιβλία μου και μόλις διαβάσω λίγο, μου περνάει η στεναχώρια», λέει στην «Κ». «Από τότε που κλειδώθηκα εδώ μέσα, παρέδωσα πια. Να μη μένει κανείς έτσι μόνος του. Η ζωή μου ήταν γεμάτη δυσκολίες, αλλά η μοναξιά είναι χειρότερη από οτιδήποτε άλλο έχω ζήσει. “Μοναξιά είσαι η πιο σκληρή παρέα”, λέει το τραγούδι».

Advertisement

«Μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα»-1
Φωτογραφίες και γράμματα από τα παλιά, της κρατούν συντροφιά στο μικρό της διαμέρισμα στο Μεταξουργείο.

Να μη μένει κανείς έτσι μόνος του. Η ζωή μου ήταν γεμάτη δυσκολίες, αλλά η μοναξιά είναι χειρότερη από οτιδήποτε άλλο έχω ζήσει.

Η Σοφία Ζαχαριάδου έζησε πολύ δύσκολα χρόνια. Γεννήθηκε το 1922 στην Αδριανούπολη. Ηταν μόλις δύο μηνών όταν εξαιτίας των συνθηκών αναγκάστηκαν με τη μητέρα της και τη μεγαλύτερη αδερφή της να έρθουν στην Ελλάδα. Ο πατέρας της είχε ήδη χαθεί στον πόλεμο.

«Μας έδιωξαν και ο καθένας πήγε εκεί που ήταν να πάει. Η μητέρα μου με κρατούσε στην αγκαλιά της και με έφερε στη Δράμα. Περιμέναμε να μας φτιάξουν ένα σπίτι εκεί για να μείνουμε. Τελικά μας έκαναν μόνο ένα δωμάτιο, τα υπόλοιπα έμειναν άφτιαχτα. Μείναμε εκεί, εγώ, η μητέρα μου και η μεγαλύτερη αδερφή μου», αφηγείται.

Την αδερφή της τη θυμάται ελάχιστα. Μετά τον πατέρα της, ήταν η δεύτερη μεγάλη απώλεια στη ζωή της. «Ξενοδούλευε και την ανέβαζαν πάνω στο γαϊδουράκι. Επεσε μια μέρα και έσπασε το χέρι της. Εκείνα τα χρόνια δεν μπόρεσε να θεραπευτεί, πέθανε από αιμορραγία. Εννιά χρονών κοριτσάκι ήταν. Τασούλα την έλεγαν».

«Μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα»-2
Στο δυάρι που ζει τα βιβλία και το ραδιόφωνο είναι αυτά που τη βοηθούν να «διώχνει» τη στεναχώρια. 

Τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ σκληρά. Η Σαπφώ –που για λόγους ευκολίας μετονομάστηκε σε Σοφία– αρρώσταινε συχνά, ενώ η μητέρα της έπρεπε να δουλεύει στα σπίτια για να μπορεί να φέρνει λίγο φαγητό στο σπίτι. Πριν γίνει επτά, την έγραψε στην πρώτη δημοτικού. Το σχολείο της άρεσε.

Πέρασα μια ζωή που θα αναρωτιέται κανείς, “μα πώς μπορεί να ζει ακόμη μετά από όλα αυτά;”

«Πήγα στο σχολείο, αλλά πριν τελειώσω την τρίτη τάξη η μητέρα μου με τράβηξε και μου είπε: “Παιδί μου, ψωμί δεν έχουμε να φάμε, δεν θα μπορέσεις να τελειώσεις την τάξη”. Κι εγώ τι να έκανα, το άφησα. Πήγαινα και έκανα θελήματα. Οταν μεγάλωσα λίγο ακόμη, άρχισα να πηγαίνω υπηρεσία στα σπίτια. Τι να σας πω, πέρασα μια ζωή που θα αναρωτιέται κανείς, μα πώς μπορεί να ζει ακόμη μετά από όλα αυτά;»

«Μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα»-3
Η Σοφία Ζαχαριάδου γεννήθηκε στην Αδριανούπολη το 1922 και ήρθε στην Ελλάδα μωρό με τη μητέρα και τη μεγαλύτερη αδερφή της. Πέρασε πολύ δύσκολα χρόνια, όμως όπως λέει στην «Κ» η μοναξιά που ζει είναι πιο δύσκολη. 

Η πείνα και οι δυσκολίες συνεχίστηκαν στη διάρκεια της κατοχής. Οταν τελείωσε ο πόλεμος, έπιασε δουλειά σε κάποια εργοστάσια. Πρώτα σε ένα που έφτιαχνε χαρτοσακούλες και ύστερα σε ένα εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής.

«Πήγα εκεί, παρακάλεσα και με πήραν να τυλίγω καραμέλες. Τότε τις τυλίγαμε με τα χέρια. Ημασταν 45 κορίτσια που δουλεύαμε. Θυμάμαι ότι παίρναμε 70 δραχμές κάθε Σάββατο, ούτε για τα βασικά δεν έφταναν».

«Μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα»-4
Η Σοφία Ζαχαριάδου, 2η από αριστερά, μαζί με τις συναδέλφους της την ώρα που τυλίγουν καραμέλες.

Οσο η μητέρα της μεγάλωνε, ανησυχούσε για το τι θα απογίνει η κόρη της. «Η μητέρα μου ήθελε πολύ να με παντρέψει. Μου έλεγε η καημένη “να παντρευτείς παιδάκι μου. Εγώ θα πεθάνω, τι θα κάνεις μόνη σου;” Εγώ δεν ήθελα, δεν παντρεύτηκα ποτέ. Με ζητούσαν νεαροί, αλλά δεν το έπαιρνα απόφαση».

«Μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα»-5
Η καλύτερη περίοδος της ζωής της ήταν στην ηλικία των 80 όταν κατάφερε να πάρει τη σύνταξή της και να κάνει ταξίδια αναψυχής με τις φίλες της.

Μετά τον θάνατο της μητέρας της, η θεία της που ζούσε στην Αθήνα την κατέβασε στην πρωτεύουσα. Τα πρώτα χρόνια δούλεψε εσωτερική σε ένα σπίτι και έπειτα σε ένα μαγαζί με ξηρούς καρπούς, στη Βερανζέρου. Νιώθει όπως λέει, ευγνωμοσύνη για τους ιδιοκτήτες, που την κράτησαν όσα χρόνια χρειάστηκε, ώστε να μπορέσει να βγάλει τη σύνταξη. Είχε φτάσει τα 80 και είχε δουλέψει σκληρά στη ζωή της. Η πιο ωραία περίοδος, όμως, ήρθε αμέσως μετά. Οταν μπορούσε πια να κάνει ταξίδια.

Καμία φορά με επισκέπτεται μια νεαρή γειτόνισσα. Κάθεται μόνο 10-15 λεπτά, με ρωτάει αν θέλω κάτι να μου ψωνίσει από το μπακάλικο, τα λέμε και φεύγει. Είναι κι αυτή μόνη. Της λέω “πρόσεξε καλά, κοίτα εμένα πώς είμαι, μη μείνεις και εσύ έτσι”.

Μέχρι τα 85 ταξίδευε κυρίως με φίλες με τις οποίες είχαν δουλέψει μαζί. Σιγά σιγά όμως οι αντοχές της έπεφταν, και οι φίλες της, η μία μετά την άλλη, έφευγαν από τη ζωή. Τα τελευταία 16 χρόνια μένει πια κλεισμένη στο σπίτι της και δέχεται καμιά φορά τις επισκέψεις μιας νεαρής γειτόνισσας που περνά να τη δει.

«Κάθεται μόνο 10-15 λεπτά, με ρωτάει αν θέλω κάτι να μου ψωνίσει από το μπακάλικο, τα λέμε και φεύγει. Είναι κι αυτή μόνη. Της λέω “πρόσεξε καλά, κοίτα εμένα πώς είμαι, μη μείνεις και εσύ έτσι. Να βρεις κάποιον να μείνετε μαζί”».

Πριν φύγω, θέλει να μου δείξει κάποιες παλιές φωτογραφίες, από τις δουλειές και τα ταξίδια της. Τις χαζεύει συχνά για να περνάει η ώρα. Αναμνήσεις μιας ζωής, από εκείνες που θέλει να θυμάται.

«Σήμερα δεν με είχε πάρει κανείς τηλέφωνο, ύστερα ήρθατε εσείς και μου δώσατε πολλή χαρά», λέει καθώς με ξεπροβοδίζει. Της υπενθυμίζω ότι η ιστορία της θα δημοσιευθεί στην «Κ». «Μακάρι να ζούσαν οι φίλες μου να με διαβάσουν!», είναι η τελευταία της κουβέντα πριν πούμε αντίο.

«Η μοναξιά είναι δύσκολη, αν την πάρεις και βαριά, είναι αβάσταχτη, μέρα και νύχτα»

Η Κατερίνα Τασοπούλου ζει εδώ και πενήντα χρόνια στο ίδιο διαμέρισμα, στον Βοτανικό. Σε αυτό το σπίτι έζησε με τον άντρα της, μεγάλωσε τους δύο της γιους, αργότερα υποδέχθηκε και τις νύφες της. Αναμνήσεις από ένα σπίτι, γεμάτο ζωή.

«Θυμάμαι ακόμη τα τραπέζια που έκανα, τις γιορτές, τις παρέες μας, τους γάμους των παιδιών μου. Ολα εδώ έγιναν ή από εδώ ξεκινούσαν», περιγράφει στην «Κ».

Το 2014, στα 71 της χρόνια, έχασε τον άντρα της. Οι παρέες λιγόστεψαν, τα παιδιά είχαν ήδη βρει τον δρόμο τους. Ξαφνικά το σπίτι «γέμισε» σιωπή.

Συγυρίζω όλη τη μέρα για να περάσει η ώρα. Κάνω τις ίδιες και τις ίδιες δουλειές. Η μοναξιά είναι δύσκολη.

«Ηταν μεγάλη απώλεια. Είχαμε ζήσει μια ζωή μαζί. Παντρευτήκαμε στο χωριό μου κοντά στο Μέτσοβο και έπειτα κατεβήκαμε στην Αθήνα. Εκείνος δούλευε στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά κι εγώ τα πρώτα χρόνια έμεινα σπίτι για να φροντίζω τα παιδιά. Οταν εκείνα μεγάλωσαν και έφυγαν, μείναμε πια οι δυο μας».

Τα τελευταία εννέα χρόνια η καθημερινότητα για την ηλικιωμένη γυναίκα είναι πολύ διαφορετική. Ο χρόνος κυλάει αργά.

«Συγυρίζω όλη τη μέρα για να περάσει η ώρα. Κάνω τις ίδιες και τις ίδιες δουλειές. Η μοναξιά είναι δύσκολη. Αν την πάρεις και βαριά, είναι αβάσταχτη, μέρα και νύχτα», μας λέει.

«Μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα»-6
«Θυμάμαι ακόμη τα τραπέζια που έκανα, τις γιορτές, τις παρέες μας, τους γάμους των παιδιών μου. Ολα σε αυτό σπίτι έγιναν ή από εδώ ξεκινούσαν», λέει στην «Κ» η Κατερίνα Τασοπούλου, που εδώ και χρόνια ζει μόνη της στο διαμέρισμά της στον Βοτανικό.

Από το διπλανό δωμάτιο, όση ώρα βρισκόμαστε μαζί, ακούγεται ο ήχος της τηλεόρασης. Δίνει την εντύπωση ότι το σπίτι δεν είναι τόσο άδειο.

«Βλέπω και ξαναβλέπω παλιές ελληνικές ταινίες. Αλλά ακόμη κι αν δεν είμαι μπροστά στην οθόνη, αφήνω την τηλεόραση να παίζει, ίσα ίσα για να ακούγεται κάτι. Μου αρκεί που ακούω μια φωνή να μου κρατάει συντροφιά», λέει.

Το τηλέφωνο που χτυπάει, διακόπτει την κουβέντα μας. Στην άλλη γραμμή είναι ο μικρός της γιος, ο Νίκος.

«Συνήθως μου τηλεφωνεί τα βράδια μετά τη δουλειά. Το ίδιο και το άλλο μου παιδί. “Μαμά, πώς είσαι; Θέλεις κάτι;” Με νοιάζονται πολύ και οι δύο», μου λέει καθώς κλείνει τη γραμμή.

«Μένουμε μακριά, έχουν τις δουλειές τους, τις υποχρεώσεις τους. Τους βλέπω μόνο κάποια Σαββατοκύριακα που έρχονται για επίσκεψη με τα εγγόνια μου. Θέλω να τους έχω κοντά μου, αλλά ξέρω ότι πρέπει να φροντίσουν το δικό τους σπιτικό. Αυτή είναι και η μόνη σκέψη που με κάνει να αντέχω τη μοναξιά».

«Να σας πω ότι αφού πέθανε η γυναίκα μου, κατάλαβα πόσο την αγαπούσα;»

Μια φορά κάθε 10 ή 15 ημέρες, η Ηλιάνα Τσούτσα, εργαζόμενη στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι» του δήμου Αθηναίων, χτυπά το κουδούνι του Στέλιου Καλαντζάκη, στα Πετράλωνα. Τα τελευταία τρία χρόνια, τον συνοδεύει στις ιατρικές εξετάσεις, τού κάνει τις ενέσεις που χρειάζεται, τού κρατά λίγη συντροφιά, κουβεντιάζοντας μαζί του ιστορίες από τα παλιά. Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο πολύτιμο.

«Η Ηλιάνα είναι μια παρηγοριά για μένα. Την αγαπούσε πολύ και η γυναίκα μου, την αναζητούσε όταν έκανε μέρες να τη δει. Τα τελευταία χρόνια ήταν άρρωστη, βρισκόταν συνέχεια σε ένα κρεβάτι και μόνος μου δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω», λέει στην «Κ» ο 84χρονος Στέλιος Καλαντζάκης που σχεδόν δυόμισι χρόνια μετά την απώλεια της γυναίκας του εξακολουθεί να αναζητά τη συντροφιά της.

«Για να περάσει η ώρα διαβάζω βιβλία, κυρίως λογοτεχνικά. Μου κάνει συντροφιά ο Καζαντζάκης, ο Ξενόπουλος, ο Καρυωτάκης. Τον τελευταίο καιρό δυσκολεύομαι περισσότερο, τα μάτια μου με κουράζουν, αλλά δεν τα παρατάω».

«Οταν πάω να ξαπλώσω, νομίζω ότι ακόμη είναι δίπλα μου. Ζήσαμε 53 χρόνια μαζί, ήταν ο άνθρωπός μου. Μού λείπει η ίδια, μου λείπει η παρέα μας. Και η γκρίνια μας μού λείπει, ακόμη και οι τσακωμοί μας. Τα πάντα μού λείπουν από εκείνη», λέει.

«Μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα»-7
Τα παιδιά μου έχουν τις δουλειές τους, την οικογένειά τους. Κάνουν τη ζωή τους. Εμένα πρέπει να κοιτάνε;

Η μονοκατοικία που νοικιάζει κοντά στις γραμμές του τρένου είναι περιποιημένη και καθαρή. Μέσα στο σαλόνι έχει κρεμασμένες παλιές φωτογραφίες, σε μια βιτρίνα κάποια αντικείμενα που είχε φέρει από τα χρόνια στη Ζιμπάμπουε. Στο χολ, η βιβλιοθήκη του είναι γεμάτη από βιβλία και κάποιες παλιές εκδόσεις εφημερίδων.

«Για να περάσει η ώρα διαβάζω βιβλία, κυρίως λογοτεχνικά. Μου κάνει συντροφιά ο Καζαντζάκης, ο Ξενόπουλος, ο Καρυωτάκης. Τον τελευταίο καιρό δυσκολεύομαι περισσότερο, τα μάτια μου με κουράζουν, αλλά δεν τα παρατάω. Τις υπόλοιπες ώρες μαγειρεύω, λύνω κανένα σταυρόλεξο, βλέπω τηλεόραση. Οταν μπορώ, κάνω μία βόλτα εδώ κοντά στο σπίτι για να κινώ λίγο τα πόδια μου».

Ο Στέλιος Καλαντζάκης έχει δυο γιους. Ο ένας ζει στην Αθήνα, ο άλλος στη Λέσβο. Μαζί τους, όμως, σμίγει μόνο σε κάποιες γιορτές. «Τα παιδιά μού λένε να πηγαίνω να τους βλέπω, αλλά δεν θέλω να τους επιβαρύνω. Εχουν τις δουλειές τους, την οικογένειά τους. Κάνουν τη ζωή τους. Εμένα πρέπει να κοιτάνε;»

Τον τελευταίο καιρό αναζητά ανθρώπους με τους οποίους είχε χάσει επαφή εδώ και χρόνια. Είναι ένας τρόπος να ξεγελά τη μοναξιά του.

«Ανακάλυψα πριν από μήνες μια πρώτη μου ξαδέρφη που είναι και αυτή μόνη της. Είχαμε χαθεί για χρόνια. Είναι πολύ ευχάριστος άνθρωπος και κάπου κάπου κάνουμε παρέα. Πίνουμε ένα κρασάκι και τα λέμε».

«Μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα»-8
Ο Στέλιος Καλαντζάκης αναζητά ανθρώπους με τους οποίους είχε χάσει επαφή εδώ και χρόνια.

Ανακάλυψα πριν από μήνες μια πρώτη μου ξαδέρφη που είναι και αυτή μόνη της. Είχαμε χαθεί για χρόνια. Είναι πολύ ευχάριστος άνθρωπος και κάπου κάπου κάνουμε παρέα. Πίνουμε ένα κρασάκι και τα λέμε».

Τα βράδια πριν ξαπλώσει, θυμάται στιγμές που συνθέτουν το παζλ της ζωής του: Τα σχολικά χρόνια στη Σητεία της Κρήτης, αργότερα τη ζωή στην Αθήνα όταν φοιτούσε στη σχολή των ηλεκτρολόγων εμπορικού ναυτικού, τα χρόνια στο δωμάτιο που νοίκιαζε στην Ιερά Οδό σε μια αυλή με άλλες τέσσερις οικογένειες, τη ζωή στη Ζιμπάμπουε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του που ήρθαν πιο μετά, την επιστροφή στην Αθήνα, τα χρόνια στον ΗΣΑΠ μέχρι τη σύνταξη.

«Μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα»-9
Τα βράδια ο Στέλιος Καλαντζάκης αναπολεί στιγμές που συνθέτουν το παζλ της ζωής του.

«Εζησα μια ζωή με δυσκολίες, αλλά και μια ζωή που ήταν ωραία, γεμάτη περιπέτειες. Ημουν “μποέμ”, αλλά ποτέ δεν έδωσα δικαιώματα, το σπίτι μου το είχα πάνω από όλα. Και τώρα μόνος μου πια, να σας πω ότι αφού πέθανε η γυναίκα μου, κατάλαβα πόσο την αγαπούσα;»

 

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο