Η αρπαγή των προβάτων

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη - Σκίτσο: Γαβρίλης Ψαρράς

735

Οπροχτές που έγραφα την ιστορία με το Γιώργη, τον Αμερικάνο, θυμάστε ποίονε…, αυτόνε που ήθελε καλά και σώνει να γενεί μασώνος, μου ήρθε στο μυαλό μία άλλη, παρόμοια. Ακούτε τηνε α δε βαριόστε.

Η Ελενίτσα λοιπόν, επαδά που τα λέμε, δεν ήτανε του πεταμού, ούτε από κορμί, ούτε από μυαλό. Εφέλα το κακόμοιρο και καλή χριστιανή ήτανε, αλλά ούτε ελόγου της εκούνιε τα πόδια της, ούτε ο Θεός τηνε βοήθηξε, με αποτέλεσμα να ξυλοστέκει στα σαράντα της σαν το γουδί στο ράφι. Αυτό ηύρε πάτημα ο Δεσπότης των “μασώνων” του Τσιρίγου και της την έπεσε για προσηλυτισμό. Της έταξε πως αν άλλαζε θρησκεία, ο δικός του Θεός θα της εύρεσκε ευτύς άντρα, χωρίς να χρειάζεται να κουνήσει καθόλου ελόγου της τα πόδια.

Advertisement

Αλλά ναι δα…, γίνονται αυτές οι δουλειές ετσά; Μάλλον την αποβλάκωσε ο καινούργιος της Θεός και το μόνο που τηνε φώτισε ήτανε το να πάρει δρόμο, να παρατήσει το χωρίο της και να κουβαληθεί στην Αθήνα. Εκεί βέβαια, η πρώτη της δουλειά ήτανε να συνδεθεί με τσοι ομόθρησκούς της και να πααίνει ταχτικά στην εκκλησία τους, εκεί κάπου στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Κάθε Τετάρτη απόγεμα ειδικά, που είχανε κήρυγμα ήτανε πρώτη και καλλίτερη. Τους ελέγανε λοιπόν πως ο Θεός έχει χωρίσει τσοι αθρώπους, ανάλογα με τα έργα τουνε, σε πρόβατα και σε ερίφια και πως τα πρόβατα μαθές, οι καλοί δηλαδής, θα τον ακολουθήσουνε μία μέρα, που θα κατεβεί με τη μορφή σύγνεφου και θα κάμει την αρπαγή τση εκκλησίας. Θα τσοι αρπάξει και θα τσοι πάρει μαζί του τσοι καλούς και θα τσοι κουβαλήσει στην έδρα του, που είναι ο ουρανός. Ενώ τα ρίφια και τσοι παλιόζουλες, τσοι κακούς, τσοι τζαναμπέτηδες και τα στριμάντερα κι όλους τσοι τοιούτους, θα τσοι παρατήσει προσωρινά στη γη, μέχρι που να’ ρθει ο Εωσφόρος να τσοι ρημάξει.

Τ’ άκουε με τρόμο όλα τούτα η Ελενίτσα κι επολέμα νάναι παραπάνω από καλή για να την έχει σίγουρη την αρπαγή, που, όπως της ελέγανε, ώρα την ώρα τηνε περιμένανε. Είχε κάμει και σχέδια στο μυαλό της και χαρές μεγάλες έκανε τα βράδια πριν αποκοιμηθεί, που σκεβότανε τον εαυτό της καβάλα στο σύγνεφο να πααίνει καταπάνω.

Μία Τετάρτη απόγεμα, μεγάλη τραβάγια ήτανε εκείνη την ημέρα, το λεωφορείο καθυστέρησε κι η Ελενίτσα πήγε μ’’ ένα τέταρτο καθυστέρηση στην εκκλησία. Είχε ένα κακό προαίσθημα κι ως είδε κι ένα μαύρο χαμηλό σύγνεφο ν’ αναβαίνει από το Κουκάκι προς την Ακρόπολη, έτοιμο να σκεπάσει και την εκκλησία της, την έπιασε συντροδία. Να δεις, εσκεβότανε που σήμερα θα γενεί η αρπαγή. Όταν έσωσε στην πόρτα τση εκκλησίας το σύγνεφο είχε προσπεράσει, είχε κάμει στροφή κι ετράβα κατά την τρούλα του Υμηττού. Η Ελενίτσα εκακόβαλε. -Λέεις να μην επρόκαμα; Κι η πόρτα κλειστή…Συχώρεσέ μου κύριε τσοι αμαρτίες και περίμενέ με. Επήγε κι εβρόντα στην πόρτα, αλλά τίοτα. Κανένας δεν τση άνοιγε. Θεοσκότεινη φαινότανε από το παράθυρο η εκκλησία. Την έπιασε κρύος ιδρώτας κι ας ήτανε μεσοχείμωνο. Έβαλε τα κλάιματα. -Θεέ μου, την έκαμες την αρπαγή σου; Για είντα μου τόκαμες αυτοδά; Για είντα που ήμουνα αρνάδα και παρθένα; Για είντα μ’’ έβαλες στα ερίφια, που κακό ψόφο νάχω…

Απάνω στην ώρα νάσου και μία άλλη, της ίδιας θρησκείας εγνωριζόντουσαν μάλιστα, εβρόντα κι ελόγου της την πόρτα. Σαν της εδιηγήθηκε η Ελενίτσα τα καθέκαστα, εβάλανε κι οι δύο μαζί το κλάιμα κι ήτανε σίγουρες πως είχε γενεί η αρπαγή και πως αυτές τελικά καταταχήκανε στα ρίφια και θα τσοι κανονίσει ο Εωσφόρος άμα’ ‘ρθει. -Κι είντα να κάμομε τώρα; -Πάμε παδά δίπλα, που είναι ένας πατριώτης μου δικηγόρος, είπε η Ελενίτσα, να μας ειπεί είντα να κάμομε. Πραγματικά ανεβήκανε στο γραφείο του δικηγόρου, αλλά δεν ηύρανε τον ίδιονε. Ηύρανε το βοηθό του, έναν άλλο λελοτσιριγώτη, που μόλις του διηγηθήκανε τα περί αρπαγής, επήρε ομπρός αμέσως. -Ακούτε να δείτε, μην κλαίτε, εγώ απ’’ ό,τι διαβάζω στα βιβλία, ο Κύριός σας τώρα τελευταία, εκτός από πρόβατα και ερίφια έχει κάμει κι άλλη μια κατηγορία και θα την αρπάξει κι αυτήνε. -Κι άλλη κατηγορία; Και δεν μας το είπανε στο κήρυγμα; -Α, αυτήνε την έχουνε κρυφή. -Και ποίοι είναι μαθές σ’’ αυτήνε; -Τα μουσκάρια. -Λέεις κυρ-Βασίλη μου, να μας έχει βάλει στα μουσκάρια ; -Είμαι σίγουρος. Μόνο πααίνετε τώρα, γιατί σήμερα που είναι Τρίτη, θέλω να προκάμω τα μαγαζιά ανοικτά, να πάω να ψουνίσω. -Τρίτη είναι! Δεν είναι Τετάρτη; Να σε φιλήσω κυρ-Βασίλη. Λάθος εκάμαμε κι οι δύο μας. Δεν εγίνει η αρπαγή. Την Τρίτη δεν έχομε εκκλησία. Αγκαλιαστήκανε με τη φιλενάδα της και χοροπηδούσανε, πραγματικά σα ρίφια. -Στα πρόβατα Ευγενικούλα μου είμαστε, δόξα νάχει ο Κύριος. -Στα πρόβατα Ελενίτσα μου, στα πρόβατα…θάμαστε στην αρπαγή Του μέσα.

Ο κυρ-Βασίλης από δίπλα είχε ξελιγωθεί. -Μωρέ στα μουσκάρια που σασε λέω είσαστε, μόνο πααίνετε από δω, να κάμω κι εγώ τη δουλειά μου. -Έστω και στα μουσκάρια κυρ-Βασίλη, αφού θα τ’’ αρπάξει όπως μας είπες κι αυτά…καλά είναι και τα μουσκάρια. Στο γραφείο του δίπλα είχε μία φωτογραφία της Αγίας Μόνης με τον παπά Μόρμορη στην οξώπορτα. Εγύρισε ο Βασίλης και τον εξάνοιξε και παραμίλιε ξερός στα γέλια: -Έχει κι ακόμα γίνονται, συχωρεμένε μου παπα-Μόρμορη,…έχει σωρός από δαύτα.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ Φ. 87 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1995

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο