Κατακλυσμός στου Μόδη

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη Σκίτσο: Γαβρίλης Ψαρράς

1.781

Εσχεδιάζανε να πάνε την άλλη μέρα για ζοβγάρι στα λιόφυτα του Μόδη. Αλλά τα σημάδια του καιρού δεν ήτανε καλά. Ο ουρανός είχε γιομίσει περδικούλια και στον Πονέντε είχε μεγάλο φόρτωμα. Κολυμπώντας επάαινε ο ήλιος να κρυφτεί. Όλα σημάδια τση βροχής. Αλλά και αέρα μπρέπει πως θα είχαμε γιατί όσο επάαινε η ώρα τα περδικούλια στον ουρανό γινήκανε οξείες, εβγήκε κι αντήλιος την ώρα που βασίλευε και οι λελοκάνες είχανε ανοίξει τρομερή αερομαχία με τσοι κοράκους από πάνω από τον Τσικνόμυλο.

-Θ’’ ασηκώνει πέτρες αύριο μπρε κι από βροχή, ως φαίνεται, μπρέπει πως θάχομε κατακλυσμό, μονέ, λέω να μη πάμε αύριο στου Μόδη.

Advertisement

-Εσύ να κάνεις κουμάντο στι μπουγάδες  σου. Δαδά που ηύρα τον Αστραλέζο κι έχει όροξη να βοηθήξει, δεν χάνω ούτε μέρα κι ας βρέχει όσο θέλει.

Ο Κώστας ήτανε ζόρικος στι δουλειές. Έπρεπε νάναι μεγάλη αποκλειστή για να μην πάει για ζοβγάρι. Οι μέρες, διάολε, είναι λίγες κι ανέ βρέχει τσι μισές, θα μείνουνε χέρισα τα χωράφια. Παρόλο λοιπόν που πραγματικά την άλλη το πρωί εμπουμπούνιζε αγρίως και την είχε κρεμάσει τη βροχή, αυτός εφώναξε τον Αστραλέζο, επήρε τα ζα και την κερά του και τραβήξανε γαϊδουροκαβελλαρία κατά Μόδη μερέα.Εκοντοσώνανε πλέα, όταν πλακώσανε κάτι χοντρές ψιχάλες.

-Ω, γιες, τονε βλέπω άσκημο τον κερατά τον καιρό, έλεγε ο Αυστραλέζος.

-Είντα φοβάσαι, ʼΑμα δυναμώσει η βροχή, θα τρυπώξωμε στη σπηλαία. Την έχω κάμει εγώ αυτηνά χίλιες φορές.

-Ω, γιες, αλλά χωρούμε όλοι μέσα στο σπηλαδάκι;

-Χωρούμε και καλοχωρούμε. Μία βολά είχαμε μπει εγώ και η κερά και τα δύο βούιδα μας κι εχώρειε κι άλλο ένα.

-Ολ ράιτ, θα χωρέσω τότενες κι εγώ στην ανάγκη.

-Αφού σου είπα πως έπαιρνε άλλο ένα, ελόγου σου δε θα χωρέσεις, που δεν είσαι ούτε μισό; Κοντζάμου σπηλαία σου λέω είναι.

Να μην τα πολυλογώ, όσο επέρνα η ώρα η βροχή δυνάμωνε κι ο Κώτσος επήγε στο σώχωρο που είχε κλειστές τσι ζουλοπροβάτες του μπας και προκάμει να τσι αρμέξει. ʼΑνοιξε τα πορόκλια κι έδωσε εντολή στον Αστραλέζο να τονε περιμένει στον πόρο. Αλλά τα χτήματα βλέπανε την τραβάγια κι είχανε ξιπαστεί, ήταν αγριεμένα  και μόλις τα πλησίασε ο Κώτσος πήρανε όλα δρόμο κατά τον πόρο να βγούνε όξω από το σώχωρο και να πάνε να κρυφτούνε στη σπηλαία. Ο Κώτσος έβαλε τσι φωνές.

-Απάντα, Πήττα, απάντα…….

-Ω, γιες….

-Απάντα μωρέ, να χία να, που νε σασε μπει, απάντα μωρέ Πήττα!

-Ω γιες Κώτσο.

Εχάβριζε ο Αστραλέζος κι εξάνοιγε τον ουρανό που ετοιμαζότανε να κάτσει στην κεφάλα του και χαμπάρι δεν έπαιρνε είντα του έλεγε ο Κώτσος. Τόσα χρόνια στην Αυστραλία, τα λησμόνησε ο έρημος τα Τσιριγώτικα. Εντωμεταξύ οι προβατόζουλες εβγαίνανε μία-μία όξω, ανενόχλητες, σαν τσοι φυλακισμένους από τον Κορυδαλλό. Ο Κώτσος εδιαολίστη.

-Απάντα μωρέ Πήττα, που να με πάρει ο διάολος.

-Αρώτα να σου απαντήσω Κώτσο, ολράιτ, είντα θέλεις να μ’’ αρωτήσεις;

-Κλείσε μωρέ τον πόρο πριχού βγούνε όλα όξω, όπου να σε σηκώσει.

-Να μ’’ ασηκώσει;

Τότες θυμήθηκε ο Πήτ τι σημαίνει “απάντα” κι εμπήκε στη μέση να’ μποδίσει την τελευταία ζούλα, αλλ’’ αυτή του τράβηξε μίανε με τα κούτσουπα, τον έκαμε άκρη κι ετράβηξε να χωθεί στο βάθος τση σπηλαίας μαζί με τα’’ άλλα ζωντανά. Εκεί είχε τρυπώξει και η Κώσταινα και τα δύο βούιδα κι ο Κώτσος πιό γλήγορος από τον Πήττα είχε χωθεί κι αυτός, διότι μανιτάρου επλάκωσε ο κατακλυσμός. Αστράγαλος, που λένε. Ο Αστραλέζος ολοδράμουντος ακλούθα, αλλά όταν έσωσε δεν εχώρειε να μπεί, αφού η σπηλαία ήταν ήδη τίγκα.

-Ω γιες, κάμετε λίγο παραμέσα να χωθώ κι εγώ γιατί μούχει σώσει το νερό στο σώβρακο.

-Όταν σου έλεγα απάντα, εσύ εξάνοιγες. Αμ, σου πήρανε οι ζούλες τη θέση. Μαλάκωνε ετά τώρα. Πού να πάμε;

-Μα εσύ μούλεγες  Κώτσο πως χωρούνε τρία βούιδα.

-Ε, τόλεγα, είντα να σου πω καϋμένε.

-Τον είχε πιάσει ριγία τον Πήττα. Εκουκούρισε στην πόρτα τση σπηλαίας και τα δόντια του χτυπούσανε κι η Κώσταινα τονε λυπήθηκε. Έσπρωξε δύο-τρεις προβάτες προς τα όξω και τούκαμε θέση να μπεί. Τα κατάφερε κι ετρύπωξε κι εχώθη δίπλα στη μία  αγελάδα. Εσυνήλθε προς στιγμήν.

Αλλά φαίνεται πως είχε δει γρουσούζη πρωί-πρωί. Διότι δεν επεράσανε δέκα λεφτά, ο κατακλυσμός συνεχιζότανε, κι η αγελάδα εκένωσε δίπλα στα πόδια του μία βουτσέα, μεγάλη σαν την Πελοπόννησο.

-Δαστόλ, δαστόλ, κάμετε άκρη να βγω λιγάκι όξω.

-Που θα πάεις μπρε, που ρίχνει τα’’ άντερά του;

-Δατσόλ, τα’’ άντερο τση αγελάδας είναι χειρότερο, κάμετε άκρη να βγώ όξω. Είντα με ηύρε σήμερο!!!

Το άλλο βράδυ επήγε στο σπίτι του Πήττα ο Κώτσος και τον έτριψε με πετρέλαιο, μπας και γλύτωνε την πνευμονία. Τον πλευρίτη τον είχε σίγουρο. Δεν τον έσωνε η αρρώστια, είχε και τον Κώτσο να τονε πολεμά με το πετρέλαιο και να του λέει, ότι πολύ καλά έκαμε που πήγε στην Αστραλία, διότι ούτε ν’’ απαντά τσι ζούλες δεν είναι άξιος.

Δύσκολη μπρε παιδί μου η ζωή στου Μόδη και σ’’ όλα τα νομάδια μας, δύσκολο το στρίμωγμα μέσα στη σπηλαία ανάμεσα σε δύο-τρία βούιδα. Αλλά σάμπως είναι καλλίτερα να είσαι στριμωγμένος ανάμεσα σε πεντακόσια άλλα βούιδα στην υπόγα φάμπρικας τση Αθήνας, που έτσι και πλημμυρίσει, στη Φαλκονέρα θα σε σώσει, τούμπανο βέβαια. Α, μα το Θεό, μακάρι και να επολέμου ζοβγάρι στου Μόδη. Μακάρι.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ  ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 95 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ  ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1996

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο