Οι τρεις αρβύλες

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη Σκίτσο: Γαβρίλης Ψαρράς

1.938

Ήτανε τρεις αρβύλες ξεχασμένες στην αυλή της Σπύραινας εδώ και κάμποσο καιρό. Τις είχε ξεχάσει κειδά ο Σπύρος από τότες που πέθανε. Ούτε που τσι ξαναθυμήθηκε, ούτε που τσι ξαναχρειάστηκε. Η Σπύραινα όμως εθυμότανε το συχωρεμένο και τον αναζήτα. Επίτηδες δεν είχε συμμαζώξει τσι τρεις αρβύλες του, τσι ξεχασμένες δίπλα στην οξώπορτα. Για να της τονε θυμίζουνε, να της θυμίζουνε πως αυτός που τις εφόρειε μπαινόβγαινε στο σπίτι της. Αχ, πόσα δεν είχε περάσει μαζί του! Και καλά κι ανάποδα. Οχτώ παιδιά της είχε αραδιάσει τότες που μπορούσανε, αλλά και μέχρι που επέθανε ο ευλοημένος, εβδομήντα εφτά χρονώ, κάτι εμπόρειε ακόμα. Της ετράβα βέβαια και κανέναν σκιάφο κατά την ώρα, αλλά η Σπύραινα ήτανε παλαιών αρχών. Ποτές δεν είχε σηκώσει το χέρι να του τις ανταποδώσει τσι ραβδές του.’Εκλαιγε ένα τέταρτο και μετά το εγύρνα στο γέλιο και πιο μετά εγινόντουσαν παλι φιλί-γκλειδί και να κι άλλα παιδιά! Οκτώ του Θεού, συν τέσσερα ξερογεννήματα.

Να σασε πω τώρα για είντα ήτανε τρεις οι αρβύλες κι όχι δύο ή τέσσερες, όπως θα έπρεπε. Δεν είχε βέβαια τρία πόδια ο Σπύρος, ούτε κουλούκι είχε να του φέρει μίανε και να του μείνουνε τρεις. Μονό λοιπόν; Εινταλώς βρεθήκανε μονές;

Advertisement

Ο Σπύρος που λέτε είχε να θρέψει δέκα χαραμπούς, που χάσκανε συνέχεια. Τα έφερνε δύσκολα βόλτα. Απαράτα το λοιπόν την άνοιξη το Κεραμουτό κι έσωνε στην Κρήτη. Αραδιαζότανε μαζί με καμμία τριανταρέα ακόμα Τσιριγώτες στ’’ αμπέλια κι εσκάβανε ολημερίς. Αλβανοί της εποχής εκείνης. Έπαιρνε καλούτσικο μερόκαμα, αλλά μη θαρρείτε πως έσωνε να θρέψει τσι δέκα χαραμπούς. Πολύ περισσότερο δεν έσωνε για να κάμει καινιούργιες αρβύλες. Ελόγου του όμως ήτανε δαιμόνιος. Κατάφερε κι έκαμε τρεις ολοκαίνουργιες και θάχε κάμει τέσσερες, αν δεν του εχάλα τελευταία στιγμή το σκέδιο. Η ιδέα τούρθε ένα βράδυ, εκειά που πάαινε ο ύπνος να του χαϊδέψει τα τσίνουρα. Το άλλο πρωί επήγε ντουγρού στον τσαγκάρη του χωρίου.

-Εϊ, σύντεκνε, του λέει, θα μου φκιάξεις μία δεξιά αρβύλα που την έχω ανάγκη;

-Κουμπάρε, τσι φκιάχνω δύο-δύο συνήθως, αλλά αν δεν ευκολύνεσαι να σου κάμω τη δεξιά και τα βρέσκομε.

-Νάχεις την υγεία σου σύντεκνε. Κάμε μου τηνε γλήγορα και θα πλερωθείς καλά.

Ύστερα πήγε σ’’ ένα διπλανό χωρίο και με τον ίδιο τρόπο παράγγειλε σ’’ έναν άλλο τσαγκάρη μία αριστερή. Κι αφού είδε πως έπιανε το κόλπο, πήγε σ’’ άλλα δύο κοντινά χωριά και παράαγγειλε άλλη μία δεξιά και μία αριστερή αρβύλα σε διαφορετικούς βέβαια τσαγκάρηδες.

Αφού εσκάψανε τη μισή Κρήτη, ήρθε’ ο καιρός να γυρίσουνε στα σπίτια τουνε οι Τσιριγώτες. Μέχρις τότες ο Σπύρος δεν είχε παρουσιαστεί στους τσαγκάρηδες να ζητήξει τσι αρβύλες. Την παραμονή της αναχώρησης όμως επέρασε απ’’ όλους.

-Εϊ σύντεκνε, ήρθα να πάρω την αρβύλα που σου είχα παραγγείλει.

-Εδώ είναι κουμπάρε. Ένα πενηντάρι κάνει.

Ο Σπύρος τηνε δοκίμαζε κι έμενε πολύ ευχαριστημένος, ύστερα έκανε πως εψαχνότανε και ξαφνικά τον έπιανε το κακομοίρικό του.

-Ωχω είντα έπαθα! Δεν επήρα μαζί μου το μπεζαχτά μου. Αλλά κύττα σύντεκνε, βάλε μπροστά και κάμε μου και την άλληνε και θα στις πλερώσω και τσι δύο μαζί.

Ο τσαγκάρης παίρνοντας την παραγγελία για την δεύτερη, έμενε κι αυτός ικανοποιημένος κι ούτε που πρόσεχε πως ο Σπύρος φεύγοντας είχε βάλει παραμάσχαλα την έτοιμη αρβύλα. Αυτό έγινε με τους τρεις τσαγκάρηδες. Ο τέταρτος όμως ήτανε τσαγκός και προσεχτικός κι όντες είδε το Σπύρο να παραμασχαλίζει την καμωμένη τούβαλε τσι φωνές.

-Εϊ  κουμπάρε, άστηνε χάμω, εχτός αν πέσει το πενηντάρι.

-Αφού σούπα πως ξέχασα το μπεζαχτά μου, ο κακοντέλης.

-Ξέχνα και την αρβύλα τότες. Πρώτα το πενηντάρι κι ύστερα παραλαβαίνεις.

Έτσι την άλλη το πρωί, στο παπόρι, ο Σπύρος εκουβάλησε τρεις αντί τέσσερες αρβύλες. Αλλά πάλι χαρούμενος ήτανε. Οι τρεις πρώτοι τσαγκάρηδες ακόμα τονε περιμένουνε να τους δώσει το κατοστάρι και να πάρει τη δεύτερη αρβύλα του κι άδικα βέβαια τονε περιμένουνε αφού, όπως σας είπα τα κουβάλησε από καιρό ο κακομοίρης.

Οι τρεις αρβύλες πάντως τονε κρατήξανε χρόνια. Ειδικά οι δύο που είναι δεξιές και τσι άλλαζε, σαν αφόρειες είναι. Τσι ξέχασε όμως στην αυλή την ημέρα που πέθανε κι εμείνανε εκειά απαρατημένες να τσοι ξανοίγει η Σπύραινα φορτωμένες σκόνη και να τσι θυμίζουνε πότε τσοι μπλούφους του Σπύρου και πότε την αγκαλέα του, που άχνιζε σαν το τσικάλι τση φάβας, μέχρι τα τελευταία του.

-Ανάθεμά σε Χάροντα, έλεγε, μου τον επήρες γλήγορα κι εξέχασε τσι αρβύλες του κι εξέχασε κι εμένα.

-Ε, μη κλαίεις μπρε, πεταγόταν η γειτόνισσα, όσο έζειε δεν σε άφηκε ούτε μέρα παραπονεμένη. Είντα να πω εγώ που χήρεψα στα τριάντα μου.

-Για τσι αρβύλες κλαίω, που τσι έκαμε με τόσο κόπο ο έρμος και δεν επρόκαμε να τσι λοιώσει.

Επέθανε τσι προάλλες κι η Σπύραινα, χωρίς να μάθει ποτές, γιατί οι αρβύλες ήτανε τρεις κι όχι τέσσερες ή δύο. Δεν είχε ξανατολμήσει να τονε ρωτήξει όσο ζούσανε κι ας την έτρωε βαθειά περιέργεια. Φοβότανε πως αν εξαναρώτα, θα ξανάτρωε κι άλλον ξεμπάχαλο. Ο Σπύρος βλέπετε ήτανε κι αυτός παλαιών αρχών, ο συχωρεμένος. παρόλο που το μυαλό του επάαινε μπροστά.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 93 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΜΑΪΟΣ 1996

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο