Το μάτι και το κούνημα

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη Σκίτσο: Γαβρίλης Ψάρρας

1.836

  -Ει, Ευγενικώ, τάμαθες τα καλά τση Ελενίτσας;

-Είντα πάλι;

Advertisement

-ʼΑστα, άστα. Εκειά που εκάρφωνε καλάμια στι φασολές, έσπασε ένα και τση μπήκε στο μάτι.

-Θέ μου ξελύτρωνε! Τση τόβγαλε;

-Μόνο είντα έκαμε; Μ’’ αλικόπτερο τηνε φευγατίσανε.

-Ωχω η κακότυχη, ωχω η μαύρη! Είντα την ηύρε Μερτιδιώτισσά μου! ʼΑκουσα κι εγώ τον άρβαλο, μα δεν εκακόβαλα. Εθάρρου ότι τίοτα στρατιωτικά πολεμούνε πάλι και γι’’ αυτό έκατσε το αλικόφτερο.

-Α, ναι. Την κακότυχη ήρθε κι επήρε. Νάχε κάμει ο Θεός να τσης το σώσουνε κειδιαμπάνω. Αστα, άστα που σου λέω. Αγιομαυρίτικη έχει γεννηθεί η κακοντέλα.

Το στριμάντερο η Βασιλικούλα, η γεροντοκόρη, άκουε το διάλογο των γειτονισσών της, κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα και αντίς να λυπηθεί, χαιρότανε.

-Που να τση βγει και τ’’ άλλο, έλεγε από μέσα της. Αυτή η κακούργα μου το χάλασε το προξενείο με τον Αστραλέζο. Το μάτι της. Μόλις άκουσε το καλό μου μ’’ έφαε με δαύτο. Θε μου συχώρα με, που να τση βγει και τ’’ άλλο.

Αλλά όπως ελέγανε κι οι λαλάδες, ο Θεός δεν ακούει των κοράκωνε, δεν ακούει βέβαια και τσοι κακούς αθρώπους. Και τη γεροντοκόρη τη Βασιλικούλα, ούτε που την αφουγκράστηκε διόλου. Η Ελενίτσα το γλύτωσε το μάτι της κι εγύρισε μία χάρα από την Αθήνα. Το μόνο που τση άφησε ήτανε ένα γούρλωμα, πεταγότανε δηλαδή το χτυπημένο μάτι λιγάκι πιο όξω από το καλό κι η αλήθεια είναι πως η θωρία της είχε γενεί κομμάτι απουκρουστική. Η Βασιλικώ μόλις την είδε εδιαολίστη.

-Εμάτιαζε που εμάτιαζε, τώρα με το γρυλωμένο θα μασε εξαποστείλει όλους στον άλλονε. Ωχω Παναγία μου είντα πάθαμε.

Εξύπνα αμπονώρα-αμπονώρα για να δει την ανατολή πριν από ο,τιδήποτε άλλο. Ετσά, από τη μία δεν εβγαίνανε αληθινά ένα σωρός κακά όνειρα που έβλεπε τσι νύχτες κι από την άλληνε θ’’ απόφευγε νάναι η Ελενίτσα το πρώτο πρωινό της συναπάντημα. Και νάτανε, ε, άμα είχε δει πιο πριν την ανατολή δεν θα την έπιανε η βασκανία. Την έτρεμε, που λέτε, την Ελενίτσα με το γρυλωμένο μάτι. Αυτό της είχε καρφωθεί στο κεφάλι της, άντε να της το αλλάξεις.Ούτε ο παπάς, που του το εξομολογήθηκε, μπόρεσε να την μεταπείσει.

-Η Ελενίτσα, Βασιλικώ μου, είναι άγιος άθρωπος και δεν πρέπει να τα λέεις αυτά για δαύτηνε.

-ʼΑγιος άθρωπος δέσποτα, αλλά μου τον έφαε τον Αστραλέζο με τη ματούρα της κι ας μην ήτανε ακόμα τότε πεταγμένη όξω. Φαντάσου είντα έχω να πάθω τώρα που τηνε γρυλώνει.

-Τον Αστραλέζο στον έφαε η Σπυριδωνιά με το κούνημά της κι όχι η Ελενίτσα με το μάτι της. Μπορεί να μην το λέει το Ευαγγέλιο, Βασιλικώ μου, αλλά αυτές οι δουλειές θέλουνε κούνημα τέκνο μου. Εμένα, αν δεν μου κουνιότανε η παπαδία, ιερομόναχος θάμουνα.

-Καλός είσαι κι ελόγου σου. Ανέ θέλεις φύλαε την παπαδοπούλα, διότι μπορεί να τονε κουνεί καλά τον πισινό της, αλλά ανέ τηνε κιαλάρει η άλλη με το γρύλο της, στο ράφι σαν κι εμένα θα μείνει. Α, πλέα, ούτε συ δε μου δίνεις δίκιο.

Επήρε δρόμο και παράτησε τον παπά να σκέφτεται ανέ πρέπει να φυλάει την κόρη του από τα μάτια των αρσενικών ή από το μάτι τση Ελενίτσας.

-Βρε το στριμάντερο, μου την εκάρφωσε είχε δεν είχε. Ας πάει στο έλεος του Θεού, μα ένα γομάρι κακία έχει μέσα της.

Κατά το τέλος τ’’ Αλωνάρη ένας άλλος Αστραλέζος επαρουσιάσθη στο χωρίο. Πρωτοξάδερφος τση Ελενίτσας, σαρανταπεντάρης περίπου.”Σαραντάρα είμαι’ ‘γω, ό,τι πρέπει είναι” σκεφτότανε η Βασιλικώ.”Να μην το καταλάβει μοναχά η γρυλομάτα. Αρχίνιξε από την πρώτη μέρα και τούκανε τα γλυκά μάτια και κατά τσι οδηγίες του παπά, του κουνήθηκε κιόλας, όσο ήξερε. Ο Αστραλέζος έδειξε να τσιμπά κι η Βασιλικώ πήρε τ’’ απάνω της.

-Μωρε θα σου κουνηθώ εγώ, που θα σε κάμω να λελέψεις. Όχι θα σ’’ αφήκω να γενείς  ιερομόναχος!

Αλλά η Ελενίτσα χωρίς να χρησιμοποιήσει το μάτι της και άθελά της βέβαια την έκαμε πάλι τη ζημία. Μίλησε στον Αστραλέζο για την κόρη του παπά κι αυτός έκανε την κορόιδα. Ούτε είπε κουβέντα πως τα πολεμά με τη Βασιλικούλα. Σου λέει τεφαρίκι εικοσιοχτάρικο, είναι καλλίτερο δα από την άλληνε τη ξεμουστισμένη. Στης Παναγίας τα σαράντα ανήμερα ντουμπλέδες επέσανε στου παπά το σπίτι.

Όταν η Βασιλικούλα έμαθε πως το προξενείο το είχε κάμει η Ελενίτσα δεν ετσατίστη, απορούσε μόνο πως δεν είχε φάει την παπαδοπούλα με το μάτι. Όταν ξαναπήγε και ξομολγήθηκε στον παπά εζήτησε συχώρεση.

-Είδες που στα έλεγα τέκνο μου, δεν σου έφταιγε το μάτι της.

-Ναι, αλλά τούτη τη φορά εκουνήθηκα όσο μπορούσα δέσποτα.

-Βλέπεις όμως κι η δική μου, όπως τόχες πει, τα κατάφερε καλλίτερα. Ας πάει στην ευκή μου.

-Και στη δική μου την ευκή δέσποτα. Ας είν’’ ευτυχισμένη.

Η Βασιλικώ που λέτε, απ’’ εκείνη τη φορά και μετά άλλος άθρωπος. Μαλάκωσε, εγλύκιανε, τάσιαξε με την Ελενίτσα και δεν εφοβότανε πλέα το γρύλο της. Εγίνη καλή με όλους. Και τ’’ άλλο καλοκαίρι, που ένας ακόμα Αστραλέζος εκουβαλήθηκε στο χωρίο, έπεσε απάνω στη Βασιλικώ. Του κουνήθηκε κακού λογού, τόσπρωξε και η Ελενίτσα το πράμα με το στόμα της και δεν το αμπόδηξε με το μάτι της κι ανήμερα δεκαπεντισμός, ετσά τ’’ απογεματάκι, σμπάρα απανωτά επέσανε στο σπίτι τση Βασιλικούλας.

Η Ελενίτσα μπήκε κουμπάρα κι η νύφη ομορφολόησε κι έπαψε να πιστεύει σε μάτια και βασκανίες. Ο Αστραλέζος δα, καλοπήγε. Εχόρτασε κουνήματα κι απ’’ όλα τ’ ’ άλλα κόλπα που δεν τα πολυλέει το ευαγγέλιο.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 91 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΜΑΡΤΙΟΣ 1996

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο