Advertisement

Απόφαση «σκούπα» του Α.Π. για Εγχώριο

462

Η απόφαση του Αρείου Πάγου για το Λοιμοκαθαρτήριο, που εκδόθηκε πρόσφατα απαντά και σε σημαντικά ερωτήματα για το καθεστώς της Εγχωρίου.

Για το θέμα του Λοιμοκαθαρτηρίου στο Καψάλι (Λαζαρέτα), το κτήριο του οποίου είχε περιέλθει στον  Εμμ. Βαρυπάτη το 1932 από το Ελληνικό Δημόσιο, η Εγχώριος (ΕΕΠΚΑ) είχε προσφύγει για διεκδίκηση του ακινήτου στην τελική κρίση του Α.Π., που εξέδωσε απόφαση τον περασμένο Δεκέμβριο βάσει της οποίας κατακυρώνει οριστικά το ακίνητο στον  κ. Άιφελ, οποίος το είχε αγοράσει από τους απογόνους-δικαιοπαρόχους του Εμμ. Βαρυπάτη. Επειδή με την απόφαση δίδονται απαντήσεις σε κρίσιμα θέματα που αφορούν την Εγχώριο, ζητήσαμε από γνωστό νομικό να δώσει μία επεξηγηματική απάντηση κατά το δυνατόν αντιληπτή από έναν αναγνώστη, που γνωρίζει σχετικά τα του θεσμού και όσων άπτονται των ερωτημάτων, τα οποία είχαν τεθεί. Παρακάτω παρατίθενται εν συντομία τα ερωτήματα και οι απαντήσεις επ΄αυτών σύμφωνα με την απόφαση.

Advertisement

 

  1. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη κ. Μαρουλιώ Δαβίου, προκειμένου να αποφανθεί, περί της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, κλήθηκε να κρίνει επί σειράς βασικών νομικών ζητημάτων, όπως,

(α)  αν το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε ή είχε ακίνητη περιουσία στα Κύθηρα, ως διάδοχο του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων,

(β) αν η Εγχώρια Περιουσία Κυθήρων συνιστά αυτοτελές και αυθύπαρκτο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με ίδια περιουσία,

(γ) αν η προστασία της ακίνητης περιουσίας της Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων εξομοιώνεται με την προστασία της ακίνητης περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, ώστε από το έτος 1915 και εφεξής μέχρι σήμερα να απαγορεύεται η κτήση ακινήτων της με χρησικτησία,

(δ) αν ήταν δυνατό το Ελληνικό Δημόσιο να αποκτήσει πρωτοτύπως ακίνητο της Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων, δια κτητικής παραγραφής ή δια χρησικτησίας ή ως αδέσποτο και,

(ε) αν οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 3127/2003 (ειδική περίπτωση χρησικτησίας) εφαρμόζονται επί ακινήτων της Εγχώριας Περιουσίας ή αν επηρεάζουν το ιδιοκτησιακό της καθεστώς, ζητήματα, τα οποία, συνέχονται με τον πρότυπο και μοναδικό στην Ελλάδα θεσμό της Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων και Αντικυθήρων και τα οποία απασχολούν τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα εδώ και δύο αιώνες.

  1. Η τελική κρίση του Αρείου πάγου, εν σχέση με την διαχρονική θέση και άποψη της Επιτροπής Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων και Αντικυθήρων (ΕΕΚΠΑ), επί των παραπάνω ζητημάτων, είναι συνοπτικά η ακόλουθη:

ΠΡΩΤΟΝ: Ενώ κατά την άποψη της ΕΕΠΚΑ το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε ή είχε ακίνητη περιουσία στα Κύθηρα, ως διάδοχο του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, το οποίο δεν διέθετε ακίνητη περιουσία στα Κύθηρα, συνεπώς δεν του ανήκε η κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, εντούτοις η απόφαση του ΑΠ έκρινε το αντίθετο, δεχόμενη ότι το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε το επίδικο ακίνητο, ως διάδοχο της περιουσίας του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων (σ.σ. της Κεντρικής Διοίκησης), στην οποία ανήκε το επίδικο ακίνητο.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ: Ενώ κατά την άποψη της ΕΕΠΚΑ η Εγχώρια Περιουσία Κυθήρων συνιστά αυτοτελές και αυθύπαρκτο ΝΠΔΔ που διαθέτει ίδια περιουσία, η οποία πρέπει να προστατεύεται με το ίδιο νομοθετικό πλαίσιο που προστατεύεται το Ελληνικό Δημόσιο, εντούτοις η απόφαση του ΑΠ έκρινε αντίθετα, ότι η Εγχώρια Περιουσία Κυθήρων δεν συνιστά νομικό πρόσωπο, η δε περιουσία της, η οποία θεωρεί πως ανήκει κατά κυριότητα στο Δήμο Κυθήρων, πρέπει να προστατεύεται με το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των ΟΤΑ.

ΤΡΙΤΟΝ: Ενώ κατά την άποψη της ΕΕΠΚΑ η προστασία της ακίνητης περιουσίας της Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων (ανεξάρτητα μάλιστα αν συνιστά αυτοτελές και αυθύπαρκτο ΝΠΔΔ), νομοθετικά εξομοιώνεται (και από έποψη των χρονικών ορίων προστασίας) με την προστασία των δημοσίων κτημάτων, ώστε από το έτος 1915 και εφεξής μέχρι σήμερα να απαγορεύεται η κτήση ακινήτων της, συνεπώς και του επιδίκου ακινήτου, είτε δια κτητικής παραγραφής, είτε δια χρησικτησίας, εντούτοις η απόφαση του ΑΠ έκρινε αντίθετα, ότι η προστασία της ακίνητης περιουσίας της Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων, νομοθετικά εξομοιώνεται με την προστασία της ακίνητης περιουσίας των ΟΤΑ, ώστε η απαγόρευση της κτήσης των ακινήτων της, συνεπώς και του επιδίκου ακινήτου, δια κτητικής παραγραφής (έκτακτης χρησικτησίας), πριν την εισαγωγή του ΑΚ ή δια τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας μετά την εισαγωγή του ΑΚ, να ισχύει από τις 2/12/1968, ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ν.δ. 31/1968.

ΤΕΤΑΡΤΟΝ: Ενώ κατά την άποψη της ΕΕΠΚΑ, το Ελληνικό Δημόσιο δεν ήταν δυνατό να αποκτήσει οποιοδήποτε ακίνητο, συνεπώς και το επίδικο ακίνητο της Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων, με κτητική παραγραφή ή με χρησικτησία ή με άλλον νόμιμο τρόπο κτήσης κυριότητας (δεν ήταν μάλιστα ούτε νομικά δυνατό, ούτε και νοητό να αποκτήσει ακίνητο της Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων, ως αδέσποτο), ερμηνευτική παραδοχή που ισχύει κατά μείζονα λόγο και για οποιονδήποτε ιδιώτη, εντούτοις η απόφαση του ΑΠ έκρινε αντίθετα, ότι το επίδικο ακίνητο (ΛΑΖΑΡΕΤΟ) ουδέποτε ανήκε στην Εγχώρια Περιουσία Κυθήρων, αλλά πάντοτε ανήκε στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου. Επίσης και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί, πως το επίδικο ακίνητο αρχήθεν ανήκε στην Εγχώρια Περιουσία Κυθήρων, τότε, (α) περιήλθε στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου ως αδέσποτο [= με εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 15 ν. της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων], το οποίο εν συνεχεία (1932) το μεταβίβασε στον απώτερο δικαιοπάροχο του αναιρεσιβλήτου, (β) ο τελικός αγοραστής, εν τέλει, απέκτησε το επίδικο ακίνητο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας στο πρόσωπό του το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων του και:

ΠΕΜΠΤΟΝ: Κατ΄ εκτίμηση του περιεχομένου της απόφασης του Αρείου Πάγου, οι απόψεις της ΕΕΠΚΑ και του Αρείου Πάγου, συνάγεται πως συμπίπτουν στο ζήτημα, ότι οι διατάξεις του άρθρου 4. Ν. 3127/2003 (σ.σ. η ειδική χρησικτησία) δεν εφαρμόζονται επί ακινήτων της Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων, ούτε καθ΄οιονδήποτε τρόπο επηρεάζουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς που την διέπει.

Συμπερασματικά:

  1. Η αναγνώριση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου στον τελευταίο αγοραστή (σημερινό ιδιοκτήτη) και από τον Άρειο Πάγο, θέτει τέρμα στη διεκδίκηση ενός εμβληματικού ιστορικού κτηρίου, αφού δεν αναγνωρίστηκε οιοδήποτε δικαίωμα της Εγχωρίου σε αυτό.
  2. Η προαναφερόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου, έκρινε (περίπου) δεσμευτικά επί των παραπάνω πέντε βασικών ζητημάτων του θεσμού της Εγχωρίου Περιουσίας, τα οποία τέθηκαν ενώπιόν του και τα οποία επισημαίνονται και υπογραμμίζονται παραπάνω. [σ.σ.  «περίπου δεσμευτικά» σημαίνει, ότι, αν κάποιο δικαστήριο στο μέλλον κληθεί να αποφασίσει επί των ίδιων ζητημάτων (κατά πάγια πρακτική) θα ακολουθήσει την θέση του Αρείου Πάγου, χωρίς πάντως τυπικά να δεσμεύεται να το πράξει. Στο μόνο ζήτημα που η απόφαση του Αρείου Πάγου είναι απολύτως δεσμευτική είναι στην αναγνώριση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου στον σημερινό του ιδιοκτήτη].
  3. Πέραν αυτών ο Άρειος Πάγος εξέφρασε, εκ του περισσού, τη (μη δεσμευτική) γενική θέση του, ότι τα καθιστάμενα αδέσποτα κτήματα, καθώς και τα κτήματα των αποθανόντων ακλήρων ή και τα εγκαταλελειμμένα από τους κληρονόμους, ανήκουν στο δημόσιο.
  4. Η εν θέματι απόφαση ουδόλως ασχολήθηκε και συνεπώς ουδόλως επηρεάζει τα ζητήματα, σε ποιον (θα) ανήκουν όσα ακίνητα στα Κύθηρα και Αντικύθηρα δεν δηλωθούν νόμιμα και εμπρόθεσμα στο κτηματολόγιο και βεβαίως στα ζητήματα που αφορούν με τα Ιερά Προσκυνήματα των Κυθήρων, για τα οποία θα αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας.

 

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024

 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο