Λαμπούδα και καπνέα

ΤΟΥ Γ.Π.ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ    ΣΚΙΤΣΟ: ΓΑΒΡΙΛΗΣ ΨΑΡΡΑΣ

782

Η κλεψιά βέβαια είναι από τις αρχαιότερες των τεχνών. Το ξέρομε όλοι. Ξέρομε και τη μία από τσι δέκα εντολές, που λέει να μην κλέβομε, αλλά ποίος ακούει πλέα σ’’ εντολές. Δεν πάει να το λέει.Είναι συφέρουσα και ξεκούραστη δουλειά κι αν ήτανε πιο έξυπνος ο Μωησής, σαν τσοι δικούς μας δηλαδής, ούτε θα τόλεγε, ούτε θα τόγραφε πότα. Θάκανε τη δουλειά του και θ’’ άφηνε και τσοι άλλους να πολεμά ό,τι μπορεί καθένας.

Ο μπαρμπ’’ Αλέξης στα ογδόντα δύο του δεν είχε κλέψει ποτέ του ούτ’’ αμύγδαλο. Ήτανε καλός, αλλά είχε και τσι αναποδίες του .Όπως δεν επείραζε κανένανε, έτσι δεν ήθελε και να τονε πειράζει κανένας. Αν όμως και του έκανες διαολία, ήτανε ικανός να σε κάμει να τηνε πλερώσεις ακριβά. Εκδικητικός και αυστηρός πολύ δεν εχάριζε κάστανα. Αν και αργάμματος, είχε τέτοια νοημοσύνη, που κατάφερνε ακόμα και την εκδίκηση να τηνε κάνει με τον καλλίτερο τρόπο. Την κλεψία, όπως είπα, τηνε σιχαινότανε και τον κλέφτη, άμα τονε έπιανε, στην αχλάδα θα τον εκρέμα. Σα το σκύλο του, που τον ηύρε ένα βράδυ στην αποθήκη κι επελέκα το παστό, που εφύλαε μέσα στο πήλινο τσικάλι. Την άλλη μέρα από την αχλάδα εκρεμότανε ο δόλιος κι η γλωσσάρα του εσβάρνιζε το χώμα. Όταν η γραία του τον αποπήρε για το έγκλημα, ο γέρος τση αγρίεψε:

Advertisement

-Ας μου εζήτα να του δώκω. Να κλέβει απαγορεύεται.

Τον Περικλή το χασάπη, τον είχε στο βασιλικό του άντερο. Ήξερε πως εκτός από τα ζύγια, που πάντα τα είχε σκάρσα, κι όπου αλλού εμπόρειε έκλεβε ο αντίχρηστος. Ακόμα και σε λέστεκα έμπαινε τσι νύχτες κι εβούτα αρνόριφα και κότες. Αλλά ποίος ετόλμα να τονε κυνηγήσει, που ήτανε ολόκληρο θερίο, είχε και τη χατζάρα στο ζωνάρι κι ήτανε πιο άγριος κι από λύκο. Θε μου φύλαε..

Του γέρο-Αλέξη πάντως δεν του επείραζε τίοτα γιατί φοβότανε την εκδικητικότητά του. Παρόλ’’ αυτά ο γέρος ποτέ δεν του έλεγε καλημέρα.

Είχε καλομάθει, που λέτε, ο χασάπακας και δεν αγόραζε τίοτα. Ούτε πολέμα δύσκολες δουλειές. Το φθινόπωρο, που όλοι πααίνανε για ξύλα, για να τάχουνε το χειμώνα και να μη μποντιάσουνε, ο Περικλής είχε ένα ναργιλέ και τονε ρούφα κι εγέλα με τσοι άλλους, που τσοι έβλεπε καταδρωμένους. Όταν του εγρίνιαζε η κερά του, πως δεν υπήρχε ούτε φλούδα στην αυλή τους, εκείνος εφύσα τον καπνό του ναργιλέ στη μούρη της  και τηνε καθησύχαζε:

-Μη στενοχωριέσαι κωλόντερο, δεν έχει η αυλή μας ξύλα, αλλά έχουνε οι αυλές των αλλωνώνε. Ουστ’ από δω…μωρή ντόγα.

Πραγματικά, μόλις πλακώσανε τα κρύα, έπεφτε κι ο Περικλής τσι νύχτες στοι σωρούς τα ξύλα. Διάλεγε τα πιο ξερά και τα πιο χοντρά και το τζάκι του δεν έσβηνε ποτές.

Ο μπαρμπ-Αλέξης, νοικοκύρης όπως ήτανε, είχε πάντα τα καλλίτερα κούτσουρα. Εκείνη τη χρονέα μάλιστα, είχε κάτι κορμούς από ελαία, που του Περικλή του ανοίξανε πολύ την όρεξη.

-Ξύλα είναι, δε μπιστεύω να του πολυκακοφανεί του γέρου.

Μπουκάριζε κάθε νύχτα κι εβούτα από δυο-τρεις κουτσούρες. Ο γέρος βέβαια τα εμέτρα και δεν άργησε να πάρει χαμπάρι πως του λείπουνε και βέβαια δεν είχε καμία αμφιβολία για το ποίος του τα χερικώνει. Επήγε στο καφενείο, που ανάμεσα σ’’ όλους ήτανε κι ο χασάπης κι εφουμάριζε, στάθηκε στη μέση και με άγρια φώνη εφώναξε:

-Ένας απ’’ όλους σας μου αρπά κουτσούρες. Όποιος είναι να το πει και να μου φέρει άλλες αύριο, για να μην το μετανοιώσει.

Γελάσανε όλοι. Ο καφετζής τόνε κογιονάρισε κιόλας.

-Κάτσε στο πόστο μπάρμπα με τη διμούτσουνη κι άμα ξαναφανεί γιόμισε του τον πισινό κουμπότρυπες.

Ξαναγελάσανε όλοι, εκτός από τον χασάπη, που έκανε πως δεν άκουε.

Την άλλη τ’’ απόγεμα ο γέρος έκαμε τα ίδια και για τρείς μέρες ακόμα τα ίδια έλεγε στημένος στη μέση του καφενέ. Ξάνοιγε πάντα το χασάπη. Την έκτη μέρα μπήκε μέσα στο καφενείο, παράγγειλε ένα καφέ δικό του κι ένα κέρασμα στον Περικλή και δεν εμίλησε. Οι σιφούνοι τονε πήρανε στο μεζέ:

-Τονε βούτηξες ως φαίνεται τον κλέφτη, μπάρμπα.

-Όχι, αλλά όπου νάναι θ’’ ακουστεί, τους απαντούσε με πονηρό ύφος.

Ο χασάπης του είπε σ’’ υγεία κι εγέλα κάτω από τσι μουστάκες του.” ʼΑμα τολμάς γέρο, έλα να με τσακώσεις”εσκεφτότανε.

Αλλά ο παμπόνηρος γέρος δεν ήτανε από τσοι συνηθισμένους αθρώπους. Δεν ήθελε να τονε τσακώσει. Ήθελε να τονε πομπέψει.

Παραμονή Χριστουγέννων εχιόνιζε, τσικνοβόρι και κρύο πολύ, τα τζάκια καπνοβολούσανε ολημερίς. Του Περικλή πιο πολύ απ’’ ολονώνε. Εκεί κατά τσι έντεκα τη νύχτα, ένα μπουμπουνητό σαν από φουρνέλο ετράνταξε όλο το χωρίο. Πεταχτήκενα όξω από τα σπίτια τουνε οι αθρώποι και τι να δούνε! Το σπιτικό του χασάπη είχε ρημάξει. Καμινάδα κι όλος ο τοίχος δίπλα της είχανε ξαπλώσει στο διπλανό αγγιναρόκηπο. Ο χασάπης ήτανε ολωστά καψαλισμένος κι η χασάπαινα εσκούιζε σα λελή. Ένας τεράστιος μάνιτας από μαύρο καπνό, φαινότανε σα γίγαντας τιμωρός, όρθιος πάνω από το σακατεμένο σπίτι, κατάμαυρος στον ολόλευκο φόντο του χιονιού. Σταυροκοπιόντουσαν όλοι και δεν μπορούσανε να εξηγήσουνε τα φαινόμενα. Μόνο ο γέρο-Αλέξης δεν το είχε κουνήσει από την καρέγκλα του κι ούτε ερώτα  κανένανε τι συμβαίνει. Διότι αυτός είχε πιάσει οπροχτές κι έβγαλε τη φλούδα από μια κουτσούρα, ύστερα την έσκαψε βαθιά με το σκαρπέλο, μία θερία τρύπα, που την εγιόμισε με μαύρη μπαρούτι, τρεις λάτες ολόκληρες. Τηνε τάπωσε ύστερα με στουπί και κόλλησε πάλι από πάνω τη φλούδα με ψαρόκολλα μαστορικά-μαστορικά. Τίοτα δεν εφαινότανε. Έβαλε την κουτσούρα απάνω-απάνω στο σωρό κι επερίμενε.

Πού του την εφύλαξε η τύχη του χασάπακα! Παραμονή Χριστουγέννων! Εντονέ τώρα, καταξευτιλισμένος ερίγα σαν σπούργητας ανάμεσα σε λαμπάδα και καπνέα κι εμάσιε αμήχανα τα νύχια του.

Στο καφενείο μαθεύτηκε ευτύς, πως τη φάμπρικα την είχε σκαρώσει ο γέρος. Μόλις μπήκε μέσα, ανήμερα Χριστουγέννων, σηκωθήκανε όλοι και του υποκλιθήκανε.

-Μπράβο μπαρμπ’’ Αλέξη, τονε τουλούμιασες τον κλέφτη.

-Σας τόλεγα. Δεν τόλεγα ότι όπου νάναι θ’’ ακουστεί;

-Μωρέ μας εξεκούφανε! Γειά στα χέρια σου μπάρμπα.

Μία σταλιά ήτανε ο μπαρμπ’’ Αλέξης. Αλλά όπως το απόδειξε ήτανε πολύ πιο δυνατός από το χασάπακα, το θερίο. Πιο δυνατός απ’’ όλους. Γιατί ο άθρωπος είχε μυαλό, πολύ μυαλό.

“Παιδάκι μου, μούλεγε μία μέρα η γραία του, σε τούτη τη ζωή κάλλιο να νογάς παρά να φελάς. Για την άλληνε μη σε πολυγνοιάζει, γιατί εκεί ήμαστε όλοι ίσιοι.

Αχ, θεία, για την άλληνε δε με γνοιάζει διόλου, αλλά σε τούτηνε, πως να τα βγάλω πέρα με τσοι κλεφταράδες; Θαρρείς ότι νογώ; Όπως λέει κι ο φίλος μου ο Μανώλης, για να κρεμώ τον κούκο τόχω. Τώρα μάλιστα που πέρασε κι η μόδα των κούκων, άχρηστο ολουσδιόλου είναι. Γι’’ αυτό βασιλεύουν οι χασάπακες. Γι’’ αυτό…

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 90 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1996

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο