Advertisement

Η Γιαγιά, ο δεσμός με τις παραδόσεις

Γράφει  ο Καθηγητής Βασίλης Λευθέρης

1.011

Το ξεσκάλισμα της μνήμης μου για να βρω κομμάτια της παιδικής μου ζωής, ξεσκέπασε τα μικρά χρόνια κοντά στη γιαγιά, τη Βασιλική Κασιμάτη. Το πρώτο πράγμα που ξετυλίχθηκε μπροστά μου ήταν οι Κυριακάτικες απογευματινές επισκέψεις στο χωριό Τσικαλαρία. Ήταν κάτι το καθιερωμένο μιας και για τη μητέρα μου το να διατηρεί τους δεσμούς της με το σπίτι που μεγάλωσε ήταν όχι μόνο φυσικό, αλλά και απαραίτητο. Εικόνα έντονη το πώς καθόμουνα στην ‘καπούλα’ στη γαϊδούρα μας, την Κριτσού, και κρατούσα σφιχτά το σαμάρι καθώς ανηφορίζαμε το δρόμο προς τα Φατσάδικα.

Τα Κυριακάτικα απογεύματα στη Χέρα ήταν (και είναι) κάτι το καθιερωμένο στο πάνω Λειβάδι. Στον κεντρικό δρόμο υπήρχαν πεζούλες όπου με τον καλό καιρό κάθονταν παρέες και συζητούσαν και έκαναν νταλαβέρια για γαϊδάρους και χωράφια. Έτσι βρίσκαμε και εμείς την ευκαιρία, στο γυρισμό από τα Τσικαλαρία να σταματήσουμε, για να ψωνίσουμε και να πάρουμε μέτρα για παπούτσια.

Advertisement

Στον Αλβανικό πόλεμο οι δυο μου θείοι πήγαν στρατιώτες κι έμεινε η γιαγιά μόνη. Μ’ έστειλαν τότε να μείνω κοντά της για συντροφιά και βοήθεια. Βρήκα λοιπόν την ευκαιρία  να την γνωρίσω καλύτερα και να μάθω περισσότερα γι’ αυτήν.

Η καταγωγή της ήταν από τα Αρωνιάδικα, του Μανουλέσου κόρη*. Οι ρίζες της ήταν από τον ‘έξω δήμο’, ίσως Μονεμβασιάνικες, και διαφορετικές από τις δικές μας , ‘στο μέσα δήμο’ που ίσως ήταν Κρητικές.

Λεπτή, ντυμένη με τον παραδοσιακό ‘μπούστο’, τις μακριές φούστες, την ποδιά και τη τσεμπέρα. Μακροπρόσωπη, με μικρά γυαλιά σε μεταλλικούς σκελετούς, σιγομιλούσε και ορμήνευε. Προνόμιο που το απέκτησε  από τη δική της φαμίλια αφού ανέθρεψε έξι παιδιά.

Το σπίτι της είχε κάτι βενετσιάνικο. Ήταν διώροφο με μαγαζί και αποθήκες από κάτω  και κατοικία από πάνω. Από  αρχιτεκτονική είχε κάτι από το σπίτι του προπάππου μου στα Σκουλιάνικα. Από το πίσω μέρος το μάτι έπεφτε πάντα στο ιστορικό κτίριο Μηλαπιδέα, που δέσποζε στην περιοχή πάνω στο θρόνο της. Στα πόδια του λόφου της Μηλαπιδέας  ήταν η πλούσια γη με ελιές, περβόλια και άφθονο νερό που λεγόταν Μπουρνάζου. Παρέα σε κάθε σπίτι ήταν η κατσίκα, τα πρόβατα και ο γάιδαρος. Έτσι περνούσαν οι μέρες με την περιποίηση των ζώων και τις αγγαρείες του σπιτιού. Τα βράδια άκουγα ιστορίες από τη γιαγιά. Κάθε λιόφυτο είχε τη δική του ιστορία: του Μπουρναζου, του Αφράτη, της Βαγγελάδας και άλλα νομάδια.

Κάθε σπίτι είχε μια παράδοση και κάθε κακομοίρης την τύχη του. Πόσοι γέροι και γριές ζούσαν στην αθλιότητα  χωρίς έγνοια, χωρίς περιποίηση! Και τα κορίτσια που πήραν τον κακό δρόμο!

Επειδή τα χέρια μου είχαν μυρμηγκιές, η γιαγιά μού είπε μια μέρα πως ήξερε το γιατρικό για να εξαφανιστούν. Για μια εβδομάδα έτρωγα ραδίκια και όπως έμαθα αργότερα, μέσα είχαν ένα ειδικό χόρτο ή κάμπια ως γιατρικό. Πράγματι, οι μυρμηγκιές ξεφλούδισαν και καθάρισαν τα χέρια μου. Αξέχαστη παραμένει μέχρι σήμερα η σιγουριά της σε κάθε ορμήνια, το μητρικό καθήκον της να μεταδώσει γνώσεις με το παράδειγμα. Η εμπειρία της ζωής της ήταν πηγή αστείρευτη για καθετί που απαιτούσε η επιβίωση της οικογένειας.

Μια μέρα βρήκαμε το γάιδαρο κατάχαμα να ψυχομαχεί. Η γιαγιά αμέσως φώναξε μια γριά γυναίκα που ήξερε να ξορκίζει το κακό μάτι. Όταν ήλθε, πήρε ένα ποτήρι νερό (αγιασμό;) και έριξε λίγες σταγόνες λάδι από ένα μπουκαλάκι. Οι σταγόνες αντί να επιστρέψουν στην επιφάνεια, αργά, βυθίστηκαν στο νερό, απόδειξη ότι ο γάιδαρος ήταν ….ματιασμένος. Αμέσως έριξε το νερό στο γάιδαρο και πρόφερε ακαταλαβίστικα λόγια, ενώ έφτυνε προς το μέρος του. Σε δυο μέρες ο γάιδαρος ήταν καλά.

Άκουσα πολλά για τη ζωή της γιαγιάς όταν κορίτσι ακόμη την έστειλαν στη Σμύρνη να μάθει νοικοκυριό.

Η τελευταία εικόνα από τα πρώτα εκείνα χρόνια με τη γιαγιά ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα: όλοι τρέχαμε από την πλατεία του Αγίου Ανδρέα προς το μονοπάτι απ’ έξω από Τσικαλά το σπίτι προς το χωριό που έμενε η οικογένεια Αγριμάνη.  Εκεί στο πρόβαλμα, προς την Αγία Μόνη, βλέπαμε μια αλυσίδα από αεροπλάνα Γερμανικά που πετούσαν προς την Κρήτη.

Τα σύννεφα  της κατοχής μαζευόντουσαν στον καθαρό ουρανό του Τσιρίγου.

 

*Σημ. σύνταξης. Αν ήταν από τα Αρωνιάδικα όπου το κύριο επώνυμο ήταν Αρώνης, τότε η καταγωγή της ήταν από το Βυζάντιο και στα Κύθηρα έφθασε μέσω Κρήτης. Μανωλέσσοι έχουν καταγραφεί στα Λογοθετιάνικα, χωρίς να είναι γνωστή η απώτερη καταγωγή τους, εικάζεται όμως ότι το αρχικό τους επώνυμο ήταν Λογοθέτης και το Μανωλέσσος παρωνύμιο. Είχαμε επίσης και Μανωλέσσους με το επώνυμο Ζαντιώτης, αλλά σίγουρα η περίπτωση αυτή δεν αναφέρεται σε αυτούς.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο