Advertisement

Αναμνήσεις από την Κατοχή – «…Το θυμάσαι παπά-Μόρμορη τα τουφέκια εσύ τα βλόησες…»

Γράφει ο δικηγόρος Κώστας Καλλίγερος

1.001

Ήταν αλκυονίδες ημέρες και δεν θυμάμαι για ποιον λόγο, βρισκόμουν στον Αυλαίμωνα. Το μεσημεράκι βγήκα από το σπίτι μου και περπατούσα με αργά βήματα στο κυμοθάλασσο στην ονειρεμένη ακτογραμμή του χωριού. Η θάλασσα, τέλεια γαληνεμένη, έγλειφε το μώλο και οι βαρκούλες ναζιάρικα ζούσαν και αυτές την πανέμορφη ηρεμία της φύσης.

Φυσικά ακόμη και με αυτήν την γαλήνια λιακάδα δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Μόνο ο μπάρμπα-Σταύρος ο Χαραλαμπόπουλος καθόταν στην πεζούλα κάτω από το ηλιακό ρολόι του αρχοντικού του Καβαλίνη. Τον πλησίασα, του ευχήθηκα καλή χρονιά και κάθισα δίπλα του. Γυρίζοντας νωχελικά το κεφάλι του προς εμένα, μισοαποκοιμισμένος και με την βαριά σιγανή φωνή του μου είπε: «Βλέπεις, μαζεύω ήλιο. Αύριο θα γυρίσει βοριάς ξύδι και ο Θεός ξέρει πότε θα ξαναβγεί ο ήλιος». Και εκεί που ετοιμαζόταν να συνεχίσει να απολαμβάνει το απόκτημά του, ξάφνου, σπινθήρισαν τα μάτια του, έσκασε ένα καλοσυνάτο χαμόγελο, στήλωσε τα μάτια του στο πέλαγο και μου λέει με μια παράξενη ντοπιολαλιά: «Κάτσε αν έχεις καιρό να σου αποκαλύψω ένα μυστικό που για χρόνια πολλά το κρατώ μέσα μου. Το κρατώ γιατί ορκίστηκα να το κρατήσω αλλά και γιατί οι χρόνοι ήταν δύσκολοι. Τώρα όμως, μετά από τόσα χρόνια, μπορώ να το πω και ο Θεός πρέπει να με συγχωρέσει που πατώ τον όρκο μου. Πρέπει όμως εσείς οι νεότεροι να γνωρίζετε ποιοι και πως κράτησαν τούτους τους τόπους για να τους έχομε εμείς λεύτερους». Δεν ανταποκρίθηκα καθόλου στα λεγόμενά του. Ήταν τόσο απορροφημένο το βλέμμα του σε αυτό που με την ψυχή του ξανάβλεπε, που ανυπομονούσα να τον ακούσω. Άλλωστε στη συνείδησή μου ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν τόσο ψηλά που ασυναίσθητα γνώριζα ότι λέει μόνο αλήθειες.

Advertisement

Ο Στ. Χαραλαμπόπουλος

«Ήταν λοιπόν μια τέτοια μέρα λιακάδα το ’42 στην κατοχή που μαζί με τους άλλους χωριανούς πήγαμε στην Αγκωνή να ρίξωμε την τράτα. Είμαστε αν θυμάμαι καλά καμιά δεκαριά νοματαίοι, εγώ, ο Σβούρος, ο Παντολαίος, ο Τσαλδάρης, ο Γιαννάκης του Χαράλαμπου θαρρώ και οι άλλοι. Η μέρα ήταν καλοκαιριάτικη αλλά δυστυχώς κατέβηκαν λίγοι από τα χωριά και τα νομάδια και κινδύνευε να μην την ρίξωμε. Τελικά τη ρίξαμε και όταν την λεβάραμε, ο Θεός λες και μας είχε ευλογήσει, ήταν γεμάτη ψάρια. Τί θες και δεν είχε! Φαγκρόπουλα, στείρες, γόπες, μαρίδες. Πήρε ο καθένας το μερτικό του αλλά εκείνα δεν είχανε τελειωμό. Πρότεινα λοιπόν στους άλλους χωριανούς να πάρωμε τα ψάρια και δυο πεντάρες κρασί, να τα φορτώσωμε στους γαϊδάρους και να πάμε στην Αγία Μόνη να βρούμε τον παπά-Μόρμορη. Δεν χρειαζόμαστε πρόσκληση. Ξέραμε, ότι ο παπάς θα μας περίμενε με ανοιχτή την αγκαλιά του και ξέραμε επίσης ότι ο άγιος εκείνος άνθρωπος δεν ήταν μόνο Άγιος αλλά και Άνθρωπος και ήξερε στη ζωή και στη φτώχεια μας να δίνει αξία. Δύσκολα χρόνια αλλά γεμάτα αγάπη!!!

Το απογευματάκι ανηφορίζοντας τον παλιό δρόμο του Μοναστηριού, όταν πιάσαμε το καλτερίμι, ο καιρός είχε αγριέψει και ένα ανελέητο τσικνοβόρι μας τρυπούσε τα κόκκαλα.

Βρήκαμε τον παπά να σπερινιάζει, μονάχος του, με ένα τρεμάμενο κερί στο χέρι να ψάλλει το «φως ιλαρόν» σ’ ένα κατάμαυρο φόντο από την καταχνιά του καιρού κι από την καταχνιά … των καιρών. Αφού απολειτούργησε, βγήκε στην Ωραία Πύλη, μας βλόγησε και με χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του μας λέει: «Και τώρα πάμε στο κελί μου, όλο και κάτι θα βρεθεί να φάμε και να πιούμε». Προφανώς και δεν γνώριζε τα φορτώματα που φέρναμε!!!

Πήγαμε στο κελάκι του, το πρώτο αριστερά, μετά τη φόσα, που κατεβαίνει 3-4 σκαλάκια κάτω και από πάνω είχε ένα ξύλινο πατάρι, που το είχε κλείσει με σανίδες και πόρτα. Είχε και μια ξύλινη σκαλίτσα που οδηγούσε σ’ αυτή την αυτοσχέδια καμαρούλα του. Με πρωτομάγειρα τον Τσαλδάρη, άλλοι καθάριζαν, άλλοι έψηναν, άλλοι τηγάνιζαν, πίναμε και τις ρακές μας και το κέφι όλων μας ήταν προ των πυλών.

Ο παπά (Προκόπιος) Μόρμορης

Εκείνη την ώρα αντιληφθήκαμε ότι δυο-τρία αυτοκίνητα είχαν έρθει στην έξω πλατεία και σε κλάσμα δευτερολέπτου το Μοναστήρι γέμισε Γερμανούς, οπλισμένους μέχρι τα δόντια. Παγώσαμε κυριολεκτικά. Χωρίς να το καταλάβωμε μπήκε στο κελάκι ένας Αξιωματικός με δυο στρατιώτες και με λίγα σπαστά ελληνικά και περίσσειες απειλές και βρισιές στη γλώσσα τους μας έβγαλαν έξω και μας αράδιασαν μπροστά από την Εκκλησία. Τρέμαμε κι από το κρύο αλλά πιο πολύ από τον φόβο. Με κλωτσιές και βρισιές άνοιγαν τις πόρτες των κελιών και ό,τι υπήρχε το αναποδογύριζαν.

Θυμάμαι δίπλα μου στεκόταν τρεμάμενος ο Τσαλδάρης και κάποια στιγμή σκύβοντας το κεφάλι του μου λέει ψιθυριστά: «Έχω και το τηγάνι στη φωτία και θ’ αρπάξει το λάδι. Έχεις να δεις λαμπούδες!!!». Ούτε γέλασα ούτε έκλαψα, παρά μόνο σκέφτηκα φευγάτα: «Χαράς το κουράγιο σου ρε Παναγιώτη!».

Αφού έκαμαν όλο το Μοναστήρι ανάστατο και με μας κολλημένους στον τοίχο, μαζεύτηκαν, μπήκαν στα αυτοκίνητα και έφυγαν. Φεύγοντας, πετάχτηκα στην πόρτα του Μοναστηριού και είδα ότι το τελευταίο αμάξι ήταν ραδιογωνιόμετρο γιατί από πάνω του είχε ένα καπέλο και γύριζε.

Μαζευτήκαμε στη φόσα και εκείνη τη στιγμή διαπιστώσαμε ότι ο παπάς δεν ήταν μαζί μας. Αλλά δεν τον θυμόμασταν να ήταν ούτε όταν μας έστησαν στον τοίχο. Σκεφτήκαμε προς στιγμή ότι κάπου είχε κρυφτεί. Πήγαμε στους σταύλους, στους βράχους προς το Διακόφτι, φάγαμε τον κόσμο. Άφαντος ο παπάς.

Τότε σκέφτηκα να τον ψάξω στην καμαρούλα του και με δυο δρασκελιές ανέβηκα την ξύλινη σκάλα της και άνοιξα τη σανιδένια πόρτα της. Εκείνη την ώρα πήρε φωτιά το λάδι του τηγανιού και φώτισε όλο το μικρό κελάκι. Στη φλόγα του λαδιού αντικρύζω απέναντί μου έναν «αναμμένο» παπά, με δυο μάτια σαν του αγριμιού, να κρατάει ένα αυτόματο στο χέρι, έτοιμο να με γαζώσει. Στη θέα αυτή πάγωσα ακόμη μια φορά και έτσι παγωμένος όπως ήμουν τον άκουσα να μου λέει με αργόσυρτη φωνή γεννημένου πολεμιστή:

«Σταύρο, να ‘ ναι καλά το τηγανόλαδο. Τώρα θα ήσουν μακαρίτης.» και κατεβάζοντας το όπλο του με μετρημένες και σταθερές κουβέντες μου είπε:

« Ό,τι σου πω ορκίσου ότι θα το πάρεις μαζί σου κακομοίρη μου. Είμαι σύνδεσμος των Άγγλων και μ’ αυτόν εδώ τον ασύρματο παίρνω μηνύματα από το Κάϊρο και τα στέλνω στο Λονδίνο. Την ίδια δουλειά κάνει και ο Μενέλαος ο Κορωναίος. Εμένα κι αυτόν θα κρεμάσουν πρώτους οι Γερμανοί αν μας πιάσουν.»

Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Ένιωθα πόσο μικρός ήμουν μπροστά σ’ έναν γίγαντα!!! Σαν αστραπή φαντάστηκα ότι … έτσι θα ήταν κι ο Παπαφλέσσας !!!

Συνεχίσαμε το φαγοπότι μας κι ο παπάς αφού έφαγε, ήπιε και γλέντησε μαζί μας, μας κατευόδωσε πρωϊνές ώρες μ’ ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση και γαλήνη που δεν ξέρω τί του την υπαγόρευε. Η αγιοσύνη του ή ο ηρωισμός του!!!

Εδώ ο μπάρμπα-Σταύρος σώπασε. Σώπασε για πολλή ώρα, σκεφτικός με καρφωμένο το βλέμμα του στο απέραντο του πελάγους. Σώπασα και ΄γω μαζί του και το μόνο που μου ‘ρθε στο μυαλό ήταν οι στίχοι του Πάνου του Φύλλη μας:

 

«…Μόνο μια φορά σ’ αντίκρυσα

Πλάι στον Πόνο και στον Άνθρωπο

Τον καιρό που μ’ αρματώσανε

Μ’ αγριάδα και με θάνατο

Και με πέμψανε στον πόλεμο…

Το θυμάσαι παπά-Μόρμορη;

Τα τουφέκια εσύ τα βλόησες…»

 .

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ “ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ” ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο