EMMANOYHΛ I. ZEPBOΣ – Ημερολόγιο από τον  Eλληνοϊταλικό πόλεμο

1.591

Δεν ήταν λίγοι όσοι Kυθήριοι πολέμησαν στα Aλβανικά βουνά στον Eλληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940. Πολλοί απ’ αυτούς δεν γύρισαν πίσω αφήνοντας εκεί τα κόκκαλά τους. Oι πιο πολλοί, πάντως πήραν το δρόμο του γυρισμού μετά την επέμβαση των Γερμανών και την κατάρρευση του μετώπου. Mε μύρια βάσανα γύρισαν πίσω στο νησί, όπoυ τους ακολούθησαν και μερικές χιλιάδες Kυθήριοι της πρωτεύουσας, που γύρισαν στο γενέθλιο τόπο για να επιβιώσουν. Oι περισσότεροι απ’ αυτή την ηρωική γενιά έχουν αφήσει τον κόσμο αυτό και τους συμπατριώτες τους που ζουν ακόμη με τις αναμνήσεις τους, μάλλον ξεχασμένοι απ’ όλους για όλα όσα έκαναν στα δύσκολα αυτά χρόνια. Ένας απ’ αυτούς που έφυγε πρόσφατα, ο Eμμανουήλ Zερβός (Mαρούσης) από το Mυλοπόταμο, είχε την πρόνοια να κρατάει σημειώσεις απ’ όλα όσα έζησε και θεώρησε σημαντικά στο μέτωπο και μετά μέχρι την επιστροφή στα πάτρια εδάφη και στη  στοργική γη των Kυθήρων. Aυτές οι σημειώσεις αποτελούν ένα πολύτιμο ημερολόγιο της εποχής, από την οποία μπορεί να έχουν υπάρξει αρκετά παρόμοια, όλα όμως έχουν την αξία τους ως ιστορικά μνημεία και ως τέτοια πρέπει να δημοσιεύονται για τον ιστορικό του μέλλοντος. Tα «K» είχαν κάνει την αρχή δημοσιεύοντας πριν αρκετά χρόνια αποσπάσματα από δύο ενδιαφέροντα ημερολόγια Kυθηραϊκού ενδιαφέροντος. Tο «Hμερολόγιο Kυνηγιού» του Tηλέκλειτου Pαπτάκη και το «Hμερολόγιο» του πρωτομάστορα Aντρίκου Bλαντή. Δυστυχώς, τα ημερολόγια αυτά δημοσιεύθηκαν αποσπασματικά λόγω χώρου και κόστους και έχασαν μεγάλο μέρος της αξίας τους, υπάρχουν όμως ακόμη, έγιναν γνωστά μ’ αυτό τον τρόπο και ίσως κάποια μέρα καταστεί δυνατή η έκδοσή τους. Tο ημερολόγιο του Eμμ. Zερβού, που μας έδωσαν τα παιδιά του λίγο μετά το θάνατό του, δημοσιεύεται αυτούσιο χάρις και στην ευαισθησία των παιδιών του για να παραμείνει στους νεότερους για το σκοπό που γράφτηκε. Nα τους θυμίζει τους αγώνες αυτών που αναγκάστηκαν να δουν αλλιώς τον κόσμο που ονειρεύονταν. Που έκαναν αναγκαστικές επιλογές, που τους επέβαλαν οι βάρβαροι δυνάστες της Eυρώπης. Σήμερα, λοιπόν, που χτίζεται η Eυρώπη των λαών, είναι υπέρποτε αναγκαία η διατήρηση της ιστορικής της «μνήμης». Tα «K» παρουσιάζουν το ημερολόγιο, όπως ακριβώς γράφτηκε από το συγγραφέα του με λίγες μόνον, τις αναγκαίες, ορθογραφικές  παρεμβάσεις.

M.Π.K.

Advertisement

Εύρισκόμεθα περί το τέλος του πρώτου έτους του Παγκοσμίου πολέμου, όστις ήρχισεν τον Σεπτέμβριον του 1939 εξ αιτίας της επιθέσεως της Γερμανίας εναντίον της Πολωνίας.

Η Γερμανία έχει καταλάβει την Πολωνίαν, Δανίαν, Νορβηγίαν, Λουξεμβούργον, Βέλγιον, Ολλανδίαν και Γαλλίαν, με σύμμαχόν της την Ιταλίαν, ήτις εκτύπησεν εκ των όπισθεν την Γαλλίαν.

Η μικρά Ελλάς υπό την Βασιλείαν του Γεωργίου του Β΄και διοίκησιν του Ιωάννου Μεταξά, προσπαθεί να τηρεί στάσιν αυστηροτάτης ουδετερότητος, παρ’ όλας τας προκλήσεις της Ιταλίας προσπαθούσης να την εξάγη εις τον πόλεμον.

Επειδή όμως ο Κυβερνήτης Μεταξάς γνωρίζει καλλίτερον παντός άλλου το «άν θέλης ειρήνην προετοιμάζου προς πόλεμον», εκάλη ανά μίαν κλάσιν εφέδρων κατά μήνα δι’εκπαίδευσιν ενός μηνός. Το θλιβερόν επεισόδιον του τορπιλισμού του καταδρομικού μας «Έλλη» εις τον λιμένα της Τήνου κατά την θρησκευτικήν εορτήν της 15ης Αυγούστου, επέσπευσεν την πρόσκλησιν διά τον αυτόν ως άνω σκοπόν της κλάσεώς μου 1932.

Αναχωρούμεν εκ Μυλοποτάμου τας πρωϊνάς ώρας της 26ης Αυγούστου μετά του συγχωριανού μου Κοσμά Ταμβάκη (Μαϊμάρη) και φθάσαντες εις Αθήνας την πρωίαν της 27ης Αυγούστου, κατατάσσομαι ως λοχίας εις τον 6ον Λόχον του Συντάγματος Ευζώνων Φρουράς Αθηνών και υπό Λοχαγόν τον υπολοχαγόν Βούρδαν Απόστολον.

Υπό τον αφόρητον καύσωνα του φθινοπώρου επαναλαμβάνομεν τας απαραιτήτους διά τον πόλεμον στρατιωτικάς ασκήσεις, μεταβαίνοντες καθ’ εκάστην εις το πεδίον ασκήσεων εις το Γουδί.

Την 8ην Σεπτεμβρίου μετέβην ως αρχιφύλαξ της φρουράς των φυλακών νοσηλευομένων του Αγίου Ανδρέου εις το Α΄ Στρατιωτικόν Νοσοκομείον και γενομένης εκτάκτου επιθεωρήσεως το εσπέρας της ημέρας αυτής υπό του Διευθυντού του Νοσοκομείου, απεδείχθη, ότι είχεν δραπετεύσει ο παραδοθείς εις εμέ υπό του προηγουμένου αρχιφύλακος νοσοκόμος, ενώ εις την πραγματικότητα ήτο κρατούμενος στρατιώτης. Επειδή εις την υπόθεσιν ηνήχοντο δύο ιατροί του Νοσοκομείου, τη υποδείξει των οποίων παρουσιάζετο ο κρατούμενος ούτος ως νοσοκόμος προσπάθησαν να με παρουσιάσουν ως ένοχον της δραπετεύσεως αυτής, πράγμα και το οποίον κατόρθωσαν προς στιγμήν, επιτυχόντες την προφυλάκισίν μου έως ότου περατωθούν αι ανακρίσεις. Γενομένης της τελικής ανακρίσεως, απεδείχθη η πλήρης αθωότης μου εις την υπόθεσιν ταύτην και απεφυλακίσθην απαλλαγείς της εν λόγω κατηγορίας, αφού παρέμεινον εν αδίκω προφυλακίσει εις τας Στρατιωτικάς φυλακάς Αθηνών επί ένα μήνα.

Η κατάστασις ως φαίνεται βαίνει προς το κρισιμότερον και η κλάσις μου, αν και παρήλθεν δίμηνον από της κατατάξεώς μου, εξακολουθεί να παραμένη υπό τα όπλα.

Την 28ην του μηνός Οκτωβρίου και περί ώραν 5ην πρωϊνήν, στρατιώται του Συντάγματός μας ήλθον εσπευσμένως ζητούντες τας διευθύνσεις των κ.κ Αξιωματικών. Αμέσως εσκέφθην, ότι κάτι το σοβαρόν συμβαίνει. Μετά 2ωρον ήλθον εκ της πόλεως συνάδελφοί μου μετ’εφημερίδων και εν αυταίς είδομεν, ότι η Ιταλία μάς εκήρυξε τον πόλεμον την 6ην πρωϊνήν της ημέρας αυτής. Μετ’ ολίγον αι σειρήναι εσύριζον συναγερμόν, αι σάλπιγγαι του Συν/τος επίσης (διά να ειδοποιηθεί ο Λαός και οι Στρατιώται διά τα συμβησόμενα), οι αξιωματικοί εις κίνησιν συνεχή, φάκελλοι επιστρατεύσεως κλπ.

Περί ώραν 10ην αι σειρήναι ανήγγειλον την εμφάνισιν αεροπλάνων και είδομεν αυτά υπεράνω μας, ενώ τα αντιαεροπορικά έβαλον κατ’ αυτών και είδομεν να καταπίπτει φλεγόμενον έν. Ήτο η πρώτη επιτυχία μας κατά του ανάνδρου επιδρομέως, όπου αντελήφθημεν την αδεξιότητα και την δηλίαν των εχθρικών μας αεροπόρων. Ολόκληρον την ημέραν αι Αθήναι εσείοντο εκ ζητωκραυγών, συλλαλητηρίων κατά της Ιταλίας και μετάβασις των επιστρατευθέντων προς κατάταξιν. Την εσπέραν έγινε μεταφορά του Συν/τός μας εις τα δασήλια ΒΔ της Ν. Κοκκινιάς, προς αποφυγήν αεροπορικών επιδρομών. Ενώ εγώ μετά 78 άλλων την επομένην πρωΐαν μετέβημεν εις Σφενδάλην δι’ επίταξιν κτηνών διά τας ανάγκας του Συν/τός μας το οποίον αμέσως μετονομάσθη εις 20ον Σύνταγμα Πεζικού.

Μετά από εις Σφενδάλην παραμονήν μας 2-3 ημερών επιτάξαντες 595 κτήνη επανήλθομεν εις Ν. Κοκκινιάν, όπου το Σύνταγμα πυρετωδώς προετοιμάζετο δι’ αναχώρησιν προς το μέτωπον. Το απόγευμα της 4ης Νοεμβρίου μέσω Ταμπουρίων μετέβημεν εις τον προλιμένα του Πειραιώς, όπου μετά του 1ου Συν/τος και Ουλαμού Πυρ/κού επέβημεν των πλοίων προς άγνωστην κατεύθυνσιν. Η αυγή μας εύρεν εις άγνωστον μέρος ταξιδεύοντες με άκραν ησυχίαν της θαλάσσης. Μόλις έφεξεν είδομεν το πανόραμα της νηοπομπής μας αποτελουμένης από 17 οπληταγωγά και 7 πολεμικά σκάφη άτινα μας συνόδευον δι’ ασφάλειαν. Προχωρούσης της ημέρας αντελήφθημεν ότι ευρισκόμεθα εντός του Ευβοϊκού κόλπου κατευθυνόμενοι προς Χαλκίδαν. Αφάνταστον το μεγαλείον της φύσεως και ότε διερχόμεθα διά του Ισθμού της Χαλκίδος ενώ ολόκληρος ο λαός της πόλεως ευρισκόμενος επί της προκυμαίας εζητωκραύγαζεν την διέλευσίν μας από εκεί. Κατ’ εκείνην την στιγμήν αι σειρήναι της πόλεως εσύριζον την εμφάνισιν αεροπλάνων και ενώ εμείς διετάχθημεν να βάλωμεν τα σωσίβια, αντελήφθημεν μακρόθεν την διέλευσιν 7-8 εχθρικών αεροπλάνων, χωρίς όμως ταύτα να επιχειρήσουν τι εναντίον μας.

Την επομένην εμάθομεν, ότι ο ραδ. σταθμός Ρώμης ανήγγειλε την επίθεσιν εναντίον της νηοπομπής μας και την καταστροφήν 12 σκαφών. Τι αφάνταστο ψεύδος! Ιδιαιτέραν εντύπωσιν μάς έκαμε η φυσική καλονή μιάς νησίδος ευρισκομένης εν μέσω του Ευβοϊκού Κόλπου κατά την στροφήν προς την κατέυθυνσιν του Βόλου. Μόλις ελάβομεν κατεύθυνσιν προς τον Βόλον τότε αντελήφθημεν, ότι προοριζόμεθα προς τα εκεί. Εις την αποβάθραν εφθάσαμεν περί ώραν 7ην εσπερινήν της 5ης του μηνός. Μετέβημεν προς κατασκήνωσιν έξωθι της πόλεως, όπου εύρομεν άφθονα φρούτα (σταφύλια, μήλα, κυδώνια κλπ). Περί ώραν 10ην της επομένης αντελήφθημεν την εμφάνισιν 5 εχθρικών αεροπλάνων, ενώ το αντιαεροπορικόν πυρ/κόν του τόπου έβαλεν εναντίον των. Μας έρριψον μίαν βόμβαν πέσασα πλησίον μας χωρίς όμως αύτη να εκραγή. Διά πρώτην φοράν τότε ηκούσαμεν τον δαιμονιώδη θόρυβον όν έκανε αύτη πίπτουσα. Αργότερον έρριψον κατά του 1ου Συν/τος ετέρας βόμβας αίτινες όμως ηστόχησαν και έπεσον κατά της πόλεως προξενήσασαι ελαχίστας ζημίας. Μετά την ανακάλυψίν μας υπό των αεροπλάνων διετάχθημεν και αναχωρήσαμεν εσπευσμένως το απόγευμα προς την κατεύθυνσιν της Λαρίσης. Μετά νυκτερινήν πορείαν 7 περίπου ωρών, 26 χιλιομέτρων εφθάσαμεν εις χωρίον Στεφανοβίκιον, όπου και κατασκηνώσαμε. Η πρώτη αύτη πορεία μάς εκούρασεν, ιδίως δε τους ασυνηθίστους ναυτικούς και αγύμναστους. Το εσπέρας της 7ης του μηνός αναχωρήσαμεν και μετά πορείαν 28 χιλιομέτρων εφθάσαμε εις χωρίον Πλατύκαμπο, όπου κατασκηνώσαμε και αφού παραμείναμεν επί 2 ημέρας προς ανάπαυσιν,αναχωρήσαμεν την μεσημβρίαν της 9ης του μηνός προς Λάρισαν. Kαθ’ όλην την πορείαν έβρεχε συνεχώς, διελθώντες δε εκ Λαρίσης εφθάσαμεν έξωθι της πόλεως και μετά πορείας 13 χιλιομέτρων εφθάσαμεν επί της δεξιάς όχθης του ποταμού Πηνειού, όπου κατεσκηνώσαμεν, κοιμηθέντες βρεγμένοι,εντός λασπώδους εδάφους. Εν τούτοις η κούρασις και ο Θεός μάς εφύλαξε, και εκοιμηθήκαμεν σχετικώς καλά,χωρίς να πάθωμεν τι.Μετά εκεί παραμονήν μας 3 ημερών αναχωρήσαμεν το εσπέρας της 12ης του μηνός διελθόντες διά του χωρίου Κουτσόχερον, διά της μεγάλης γέφυρας του Παγκάλου επί του Πηνειού, εφθάσαμεν εις χωρίον Ζαρκουμάρι και κατασκηνώσαμεν μετά πορείαν 22 χιλιομέτρων.Τι ωραίος ο κάμπος της Θεσσαλίας, τον οποίον διήλθομεν απ’ άκρου εις άκρον πορευομένοι.Το εσπέρας της 13ης του μηνός αναχωρήσαμεν και μετά πορείαν εφθάσαμεν εις την κωμόπολη Τσιότη και κατασκηνώσαμεν έξωθι αυτής εις το χωρίον Παναγίτσα. Εκεί παραμείναμεν επί 5-6 ημέρας υπό τα αντίσκηνα, αλλά υπό καλάς σχετικώς καιρικάς συνθήκας. Το απόγευμα της 19ης του ιδίου μηνός αναχωρήσαμεν εκείθεν και εφθάσαμεν εις χωρίον Μεγαλοχώρι 7 χιλ. πρό των Τρικάλλων. Εκεί περί ώραν 9ην πρωϊνήν αντελήφθημεν εχθρικά αεροπλάνα και ηκούσαμεν τον θόρυβον των κατερχομένων βομβών. Καθώς είδομεν αυταί έπεσον επί της κατασκηνώσεως του 1ου Τάγματος του Συν/τός μας, φονεύσασαι 5 συναδέλφους μας, γνωστούς μας και τραυματίσαντες ετέρους 3. Αι πρώται απώλειαι εκ του Συν/τός μας και να ευρισκόμεθα ακόμη τόσον μακράν του μετώπου! Τούτο δεν ήτο κατόρθωμα των Ιταλών, αλλά απροσεξία των παθόντων, οίτινες έβλεπον τα αεροπλάνα, χωρίς να λάβωσι μέτρα ασφαλείας.

Το εσπέρας της 20ης του μηνός αναχωρήσαμεν, περί δε ώραν 7ην εσπερινήν διήλθομεν διά μέσου της πόλεως των Τρικάλλων, όπου και εκάμαμεν ωριαίαν στάσιν, αποθεώσαντες Άγγλους αεροπόρους, ερχομένους εξ αεροδρομίου του μετώπου. Συνεχίσαντες την πορείαν μας εφθάσαμεν περί ώραν 4ην πρωϊνήν της 21ης του μηνός, μετά πορείαν 22 χιλ. εις Καλαμπάκαν, όπου και κατασκηνώσαμεν. Οποίον το μεγαλειώδες πανόραμα των Μετεώρων, ότε την πρωίαν εγερθέντες είδομεν τους απόκρυμνους βράχους, τα Μοναστήρια επ αυτών και την πόλιν εις τους πρόποδας των βράχων!

Το εσπέρας της ιδίας ημέρας αναχωρήσαμεν και πάλιν και διελθόντες διά μέσου χαραδρών και δασών κάτω από πελώρια δένδρα κατασκηνώσαμεν και πάλιν περί ώραν 3ην πρωϊνήν εις τινα χαράδραν προς Γρεβενά και παρά τας εκβολάς του ποταμού Πηνειού εις θέσιν Μουργκάνης κάτωθι πελωρίων πλατάνων. Πόσον μου ενεθύμισαν τα δένδρα ταύτα το αγαπημένο μου χωριό, το ωραίο μας Μυλοπόταμον !

Αργά το απόγευμα της ιδίας ημέρας 22ας του μηνός αναχωρήσαμεν βαδίζοντες και πάλιν διά ρυακίων, ποταμών, χαραδρών, πελωρίων δένδρων και υψωμάτων, με απόλυτον σκότος εφθάσαμεν και διήλθομεν το χωρίον Γριά και κατασκηνώσαμεν εις απόστασιν 7 χιλιομέτρων απ’ αυτού εις τι δάσος εκ δρυών. Την νύκτα και την ημέρα έβρεχε συνεχώς, ημείς δε ηνάπτομεν πυράς διά να θερμανθώμεν και να στεγνώσωμε. Η πορεία αύτη ήτο λίαν επίπονος ένεκεν του ανωμάλου εδάφους και του υπερβολικού σκότους ο επικρατούσε κατ΄αυτήν. Δεν θέλω να καυχηθώ, αλλά κατ΄αυτήν όπως και καθ΄όλας τας προηγουμένας είχον ακμαιοτάτας τας δυνάμεις και το ηθικόν. Ο Θεός ίσως και ο ενθουσιασμός μου να μεταβώμεν κατά του δολίου εχθρού μας μάς εβοήθουν και μας εδυνάμωνον πάντοτε. Περί την 10ην πρωϊνήν της 25ης του μηνός αναχωρήσαμεν και μέσω μιάς θαυμασίας ημέρας πορευόμενοι διήλθομεν εξ ύψους 1200 περίπου μέτρων εκ του οποίου εφαίνοντο τα απέραντα δάση εκ δρυών και αι καλοναί της Ηπείρου. Διήλθομεν τον ποταμόν Αλιάκμονα και εφθάσαμεν ακμαιότατοι εις απόστασιν 2 χιλμ. Μετά το χωρίον Ελευθεροχώριον, όπου και κατασκηνώσαμεν συμπληρώσαντες ούτω 60 χιλμ. πορείαν από της Καλαμπάκας. Αναχωρήσαντες το απόγευμα της 26ης του μηνός, βρεχόμενοι καθ΄όλην την πορείαν, διελθόντες διά της πόλεως των Γρεβενών (η ωραιοτέρα μετά την Λάρισαν πόλις), εφθάσαμεν εις χωρίον Μερσίνην μετά πορείαν 19 χιλμ. όπου και κατασκηνώσαμεν, βρεγμένοι επί εξαιρετικώς λασπώδους εδάφους. Ο Θεός όμως και ο ενθουσιασμός μάς εβοήθησε και τότε, όπως πάντοτε και ουδέν επάθομεν, ενώ απεναντίας εκοιμήθημεν καλά. Το απόγευμα της ιδίας ημέρας αναχωρήσαμεν και εσταθμεύσαμεν εις το 39ον χιλιόμετρον προς Καστοριάν, διανύσαντες 14 χιλμ. Κατασκηνώσαμεν εις ένα σχετικώς καλύτερον έδαφος του προηγουμένου. Πλήν όμως την επομένην νύχτα της εκεί αφίξεώς μας ήρχισε να βρέχη συνεχώς, το ύδωρ διήρχετο κάτωθι των αντισκήνων και άλλο διεπέρα αυτά και μας κατέβρεχεν. Την επομένην έρριπτε επί δύο ημέρας χιόνας, αίτινες μας κατέκλεισαν και ήτο προβληματική η έξοδός μας εκ των αντισκήνων, η δε παραμονή μας εντός αυτών χειροτέρα. Το ψύχος ήτο επί ημέρας πολλούς βαθμούς κάτω του μηδενός, τα αντίσκηνα έτρεχον, το ύδωρ ανέβλιζεν κάτωθι αυτών, αι κουβέρται διάβροχαι εκ του ύδατος, το δε άναμμα φωτιάς δύσκολον διά τον κίνδυνον αεροπορικών επιδρομών. Προετοιμασία ούτως ειπείν διά να συνηθίσει ο οργανισμός μας εις τας επακολουθησάσας τρομεράς κακουχίας της Σιβηρίας αυτής των Βαλκανίων, της λεγομένης Αλβανίας. Πόσον αφόρητος η κακουχία αύτη υπό διαφορετικάς συνθήκας. Πλήν όμως η ιερότης του αγώνος, ο ενθουσιασμός και το μίσος μας εναντίον του βεβήλου εχθρού μάς ενεθάρρυνον. Οποίαν δύναμιν λαμβάνει τις, οποίαν αντοχήν, οποίαν υπομονήν εις τας κακουχίας, όταν πρόκειται να υπερασπίση την ελευθερίαν και την τιμήν της Πατρίδος και της οικογενειάς του, όταν δε μάλιστα η Πατρίς του αύτη είναι η αιωνία Ελλάς το ίνδαλμα του κόσμου, η πηγή του πολιτισμού και των φώτων της ανθρωπότητος! Διά την ανεξαρτησίαν της οποίας τόσον αίμα επί αιώνας έχυσον οι αθάνατοι πρόγονοί μας.

Αργά το απόγευμα της 3ης Δεκεμβρίου 1940 διετάχθημεν και αναχωρήσαμεν προς την κατεύθυνσιν της Κοζάνης. Διαβαίνοντες μέσω των χιονισμένων βουνών του Βουράνου, διέβημεν τον ποταμόν Αλιάκμωνα, ανέβημεν υψώματα, διερχόμεθα διά χαραδρών, το δε ψύχος ήτο αφάνταστον. Μετά πορείαν 28 χλμ. εφθάσαμεν εις το χωρίον Ξερολίμνη, όπου και κατευλίσθημεν εντός οικιών. Ήτο η πρώτη φορά, που εκοιμώμεθα εντός οικιών από της κηρύξεως του πολέμου. Και οι αχυρώνες μάς εφαίνοντο ως τα καλύτερα ξενοδοχεία. Ανεπαύθημεν συνεπώς πολύ καλά. Την επομένην 5ην του μηνός αναχωρήσαμεν και πάλιν, διέβημεν μέσω της Κοζάνης και μετά πορείαν 16 χλμ. εφθάσαμεν εις το χωρίον Κοίλα, όπου κατευλίσθημεν. Αξιοσημείωτος ήτο η μεγάλη φιλοξενία ης ετύχομεν παρά των κατοίκων του χωρίου τούτου. Μετά από μηνός εκοιμήθην επί κλίνης. Οποία ανακούφισις. Την επομένην 6ην του μηνός, του Αγίου Νικολάου, μετέβημεν εις την εκκλησίαν. Πόσον τραβάει η θρησκεία τα παιδιά της, όταν ταύτα ευρίσκονται μακράν της οικογενείας των !

Τα απόγευμα της 7ης του μηνός αναχωρήσαμεν και μετά πορείαν 24 χιλμ. εφθάσαμεν εις την πόλιν Πτολεμαΐδα , κατοικουμένην από πρόσφυγας Θράκης και Μ. Ασίας. Τι φιλόξενοι άνθρωποι όλοι τους και δη ο κ. Απ. Πολυζάκης εις ου την οικίαν κατελύσαμεν επί μίαν νύκτα. Εις την Πτελεμαΐδα αναζεί ο πολιτισμός και το εμπορικόν πνεύμα των Αθηνών κλπ. μεγαλουπόλεων. Περί την 3ην απογευματινήν της 8ης του μηνός αναχωρήσαμεν και πάλιν και μετά πορείαν 16 χιλμ. εφθάσαμεν εις το χωρίον Λακιά παρά τας όχθας της λίμνης Βεγορίτιδος (Οστρόβου) όπου και κατευλίσθημεν. Εκεί παρεμείναμεν επί 7ήμερον είς τινα οικίαν. Καθημερινοί παγετώνες κατεβίβαζον την θερμοκρασίαν, επάγωνον την λάσπην και το λιμνάζον ύδωρ, ψύχος δε αφόρητον επικρατούσε εκεί καθημερινώς. Ότε το απόγευμα της 15ης του μηνός όλως εσπευσμένως εδόθη η διαταγή και αναχωρήσαμεν υπό σφοδράν χιονοθύελλαν, διήλθομεν εξ Αμυνταίου (Σόροβιτς) και υπό συνεχή πάντοτε άνεμον και μεγάλης χιονοθυέλης εφθάσαμεν εις Βεύην, όπου κατευλίσθημεν είς τινα οικίαν, ενώ η χιών έφθανεν εις πάχος άνω του μέτρου. Εκεί μας έφερον προς θέρμανσιν μαγκάλι με κάρβουνα, κατά δε τας πρωϊνάς ώρας ο θεός ίσως με αφύπνησεν και αντελήφθην ότι όλοι ευρισκόμεθα εις τας αρχάς δηλητηριάσεως εξ αιτίας του μαγκαλίου. Παραπαίων ηγέρθην και εξαγαγών τα κάρβουνα ήνοιξα τας θύρας και ούτω ως εκ θαύματος έσωσα τον εαυτόν μου και 12 άλλους άνδρας εκ βεβαίου θανάτου εκ του ανθρακικού οξέως. Την μεσημβρίαν δε της επομένης 16ης του μηνός αναχωρήσαμεν και πάλιν, ενώ η χιονοθύελα εσυνεχίζετο μεγαλυτέρα της προηγουμένης και το πάχος της χιόνος ηύξανε συνεχώς και μετά πορείαν 18 χλμ. εφθάσαμεν εις το χωρίον Αμοχώριον, όπου και κατευλίσθημεν. Μέχρις ώρας ευρισκόμεθα εκεί, όπου και πιστεύω θα κάμωμεν Χριστούγεννα. Ημέραν και νύκταν πίπτει χιών ήτις έχει καλύψει ως λευκόν πέπλον ολόκληρον την περιφέρειαν το δε ψύχος είναι συνεχώς πολλούς βαθμούς κάτω του μηδενός. Η χιών συνεχίζεται, το ψύχος πάντοτε μεγάλο, εις το χωρίον δε τούτο μάς ευρίσκουν αι άγιαι ημέραι των Χριστουγέννων. Την πρωΐαν της μεγάλης εορτής της γεννήσεως του θεανθρώπου, νύκτα μας αφύπνισαν αι καμπάναι της εκκλησίας του χωριού. Ηγέρθην και μετά τινων συναδέλφων μου μετέβημεν εις αυτήν, όπου παρακολουθήσαμεν την θείαν λειτουργίαν. Πόσον συνεκινήθην σκεπτόμενος ότι κατά την μεγάλην ταύτην ημέραν θα μετέβαινον πάντοτε εις την εκκλησίαν μετά των δικών μου. Πόσον ανεζήτησα την παρέαν της οικογενείας μου και την ωραίαν εκκλησίαν του χωριού μου ! Περί το τέλος της θείας λειτουργίας μεταλάβομεν των Αχράντων μυστηρίων. Οποία αγαλίασις ! Πόσον μετενόησα επειδή λόγω αμελείας μου είχον να λάβω τοιαύτην από του 1926. Μετά το τέλος της λειτουργίας μετέβημεν εις την οικίαν του κ. Νικ. Ιωαννίδου, όπου και συνεορτάσαμεν μετά των συναδέλφων μου την Αγίαν ταύτην ημέραν προσπαθούντες όλοι μαζί να λησμονήσωμεν την έλλειψιν των δικών μας. Η πρωτοχρονιά του 1941 μάς ευρίσκει εγκατεστημένους ακόμη εις το ίδιο χωριό. Ο καιρός αρχίζει να καλλιτερεύη, το χιόνι αρχίζει να λιώνη και τα αγαπημένα μας φανταράκια αρχίζουν να αναγεννιούνται από την 15νθήμερον συνεχή χιονοθύελλα και το δριμύτατον ψύχος.

Πρωί – πρωί της 1ης του έτους πηγαίνομεν εις την εκκλησίαν του χωριού. Εγώ ήμουν εκείνος, όστις κατά την εποχήν της ειρήνης μετέβαινον εις την εκκλησίαν 2-3 φοράς το έτος; Ο πόλεμος ούτος ουχί μόνον συνήνωσεν όλους τους Έλληνας ως έναν άνθρωπον εναντίον του άτιμου τούτου επιδρομέως, αλλά επλησίασεν μέχρι αφαντάστου βαθμού και όλους μας προς την θρησκείαν και την εκκλησίαν. Πού να ακούση κανείς βλασφημίαν κατά των θείων ! Και αλοίμονον εις όποιον εξ οιασδήποτε αιτίας παραφερθεί και βλασφημίσει. Όλοι οι συνάδελφοί του διά λόγων επιτίθενται εναντίον του και προσπαθούν να τον πείσουν, ότι κάκιστα καταφέρεται και αμαρτάνει προς τα θεία.

Την 10ην του μηνός ήρχισε και πάλιν να πίπτη χιών, το ψύχος ήρχισε δριμύτατον. Όλως απροόπτως την πρωίαν της 14ης του μηνός ήλθε διαταγή να αναχωρήσωμεν άγνωστον διά πού, την 2αν απογευματινήν της ιδίας ημέρας. Κατά την αναχώρησίν μας εχαιρετίσαμεν τους ιδιοκτήτας της οικίας, όπου διεμέναμεν οικογενείας κ. Ν. Ιωαννίδου, οίτινες κλαίγοντες διά την αναχώρησίν μας, μάς απέπεμψαν από εκεί. Αλησμόνητος θα παραμείνη εις ημάς η άνετος επί ένα μήνα παραμονή μας εις το χωρίον αυτό. Την 3ην απογευματινήν λοιπόν διήλθομεν εκ Φλωρίνης και ενώ συνεχώς έπιπτε χιών, κατευθυνόμεθα προς τα βουνά της Αλβανίας. Μετά πορείαν 19 χλμ. εφθάσαμεν εις το χωρίον Άλωνα, όπου και κατευλίσθημεν εντός οικιών, ενώ το χιόνι ήτο πολλά εκατοστά πάχους. Όλην την νύκτα έπιπτε χιών την δε πρωίαν της επομένης ήτο άνω των 50 εκ. Η διαταγή της αναχωρήσεώς μας ανεβλήθη λόγω ίσως, των χιώνων διά την επομένην. Την επομένην νύκτα, 4ην πρωϊνήν της 16ης του μηνός μάς αφυπνίζουν δι’ αναχώρησιν και αναχωρήσαντες εν σχετικώς καλή ημέρα διήλθομεν από την Βίγλαν, όπου η χιών ήτο 1-1,50 μέτρων. Διήλθομεν διά των χωρίων Πισοδέρι, και Αντάρτικο και εφθάσαμεν εις χωρίον Τρίγωνον, όπου και μετά πορείαν 22 χλμ. κατευλίσθημεν.

Ενωρίς πάλιν την επομένην 17ην του μηνός αναχωρήσαμεν και εν σφοδρά χιονοθυέλλη καθ’ όλην την πορείαν διήλθομεν διά των χωρίων Κώτα, Βατοχώρι και κατόπιν πορείας 20 χλμ. εφθάσαμεν εις το χωρίον Κρυσταλοπηγή, όπου διανυκτερεύσαμεν ενώ συνεχώς έπιπτεν άφθονος η χιών. Εις την περιφέρειαν του άνω χωρίου βλέπομεν τα μόνιμα πολυβολεία, συρματοπλέγματα, αντιαρματικάς τάφρους κλπ. οχυρωματικά έργα, άτινα είχον κατασκευασθεί υπό της Πατρίδος μας δια να παρεμποδίσουν την εισβολήν του επιδρομέως. Η Κρυσταλοπηγή είναι το τελευταίο Ελληνικό χωριό προς τα Αλβανικά σύνορα, προς τα οποία κατευθυνόμεθα την επομένην πρωίαν, ότε ανεχωρήσαμεν και μετά πορείαν 2 χλμ. διήλθομεν αυτά και εισήλθομεν εις το Αλβανικόν έδαφος. Το πρώτο χωριό που συνηντήσαμεν επί της Αλβανίας ήτο το Καπέτισια, οι δε Αλβανοί και Έλληνες κάτοικοί του εχαιρέτων την διέλευσίν μας από εκεί. Καθ’ οδόν εβλέπομεν τα δείγματα του πολέμου, ως κάλυκες φυσιγγίων, διάφορα λάφυρα εγκαταλειφθέντα υπό των Ιταλών, αεροπλάνα Ιταλικά καταρριφθέντα υπό των ημετέρων, αυτοκίνητα κατεστραμμένα κλπ.

Διήλθομεν διά της κωμοπόλεως Βιγλίτσης κατεστραμμένης εκ των πυρών του πολέμου και εν μέσω χιονοθυέλλης εφθάσαμεν εις το χωρίον Ετσμενίκ παρά τας ανατολικάς πρόποδας του Μορόβα, όπου και εσταθμεύσαμεν μετά πορείαν 25 χλμ. Εξαιρετική υπήρξεν η φιλοξενία μας υπό των Αλβανών κατοίκων του χωρίου τούτου. Ότε δε την μεθεπομένην 20ην του μηνός διετάχθημεν να αναχωρήσωμεν και πάλιν, ολόκληρος η οικογένεια του Αλβανού Εκεμέρ Ντεμίρ έκλαιγε, λυπηθείσα διά την αναχώρησίν μας. Αναχωρήσαντες λοιπόν περί την 2αν απογευματινήν της ημέρας αυτής καθ΄οδόν εβλέπομεν διάφορα σημεία των συναφθεισών εκεί μαχών, ως λάκκοι βομβών και οβίδων, χαρακώματα, συρματοπλέγματα, μνημεία φονευθέντων ηρώων μας και Ιταλών, αμπρί, μόνιμα πολυβολεία και Ιταλικά αμυντικά έργα, ιδίως εις τους προς την δημοσίαν οδόν κλιτείς του Ιβάν και Μορόβα. Διελθόντες εκ διαφόρων χωρίων εφθάσαμεν περί ώραν 7ην εσπερινήν εις την Γκορυτσάν. Την επομένην με σχετικώς καλήν ημέραν εξήλθομεν και ολόκληρον την ημέραν επεριοδεύομεν την Ελληνικοτάτην ταύτην πόλιν, ήτις είναι μία από τας ωραιοτέρας πόλεις της Βορείου Ελλάδος. Το εσπέρας δε της επομένης 21ης του μηνός αναχωρήσαμεν κατευθυνόμενοι προς τον κεντρικό τομέα του μετώπου. Διήλθομεν διά του χωρίου Μαλίκι, ελάβομεν την άγουσαν προς Ελβασάν – Τύραννα. Ο δρόμος ήτο παγωμένος, οι άνθρωποι και τα κτήνη συνεχώς ολίσθενον και έπιπτον. Διερχόμενοι συνεχώς μεταξύ αποτόμων χιονισμένων βουνών, περί το τέλος της πορείας ανήλθομεν όλως απότομον ανηφορικήν ατραπόν 7 χλμ. και μετά συνεχή πορείαν 15 ωρών, 40 χλμ. εφθάσαμεν περί την 8ην πρωϊνήν της 22ας του μηνός εις το χωρίον Ντολάν, ευρισκόμενον επί της κορυφής αποτόμων βουνών.

Ουδέποτε μέχρι σήμερον είχομεν κάμει μεγαλυτέραν πορείαν και υπό τοιαύτας μάλιστα καιρικάς και εδαφικάς συνθήκας. Εν τούτοις όλοι σχεδόν εφθάσαμεν εις τον προορισμόν ακμαίοι.

Σήμερον 26ην του μηνός ευρισκόμενοι ακόμη εις το ίδιον χωρίον Ντολάν, ανήλθομεν εις την κορυφήν των γύρω βουνών, όπου και ανακαλύψαμεν τα θραύσματα καταρριφθέντος αεροπλάνου. Μετά μεγάλης μας λύπης αναγνωρίσαμεν, ότι τούτο ήτο της Βασιλικής μας αεροπορίας. Διάτρητον εκ των σφαιρών της αερομαχίας κατέπεσεν επί του εδάφους και ως φαίνεται ανεφλέγη, διότι τα πάντα ήσαν κατεστραμμένα εκ του πυρός. Τίποτε δεν απέμεινεν εκ του πιλότου, ειμί μόνον μετά κόπου ανεκαλύψαμεν 2-3 μικρά τεμάχια οστών, τεμάχια καέντος υφάσματος και υπόλειμμα υποδήματος. Τιμή και δόξα εις τον μεγάλον αυτόν ήρωα του αέρος, τον υπερασπιστήν της τιμής και της ελευθερίας της Ελλάδος μας. Μετά πάσης συγκινήσεως και ευλαβίας ανοίξαμεν έναν λάκκον και εθάψαμεν τα τεμάχια των οστών του αθανάτου τούτου αγνώστου αδελφού μας, θέσαντες επ’ αυτού ένα είδος σταυρού, το σημείον της θρησκείας του ήρωός μας αυτού! Οι συνάδελφοί σου της ξηράς, ώ αθάνατε, κλαίγοντες λέγουσι το «αιωνία σου η μνήμη».

Την πρωίαν της 28ης του μηνός εδόθη η διαταγή και αναχωρήσαμεν κατευθυνόμενοι προς Ελβασάν, ακολουθούντες τον ρουν του ποταμού Δεβόλη. Η ταλαιπωρία μας λόγω του λασπώδους εδάφους ήτο μεγάλη και διά τούτο διά να καλύψωμεν την απόστασιν των 23 χιλμ. εβαδίζομεν επί 9 συνεχώς ώρας. Καθ’ οδόν αι αεροπορικαί επιδρομαί παρημπόδιζον την πορείαν μας χωρίς όμως να δυνηθώσι να βάλουσι εναντίον μας, λόγω των ευστόχων πυρών του αντιαεροπορικού μας πυροβολικού. Περί ώραν 5ην απογευματινήν κατασκηνώσαμεν επί της δεξιάς όχθης του ποταμού Δεβόλη. Ήτο η πρώτη φορά μετά από 2 μήνες που κοιμώμεθα εντός αντισκήνων. Εν τούτοις εκοιμήθημεν σχετικώς καλά. Ενωρίς την επομένην 29ην του μηνός αναχωρήσαμεν και πάλιν και επί ημιονικής οδού και εξαιρετικώς λασπώδους εδάφους, βαδίζοντες, ακολουθούντες εξαιρετικώς ανώμαλον έδαφος. Η ταλαιπωρία μας ήτο μεγίστη και ως να μην έφθανον τα άλλα, ήρχισεν να πίπτη και άφθονος η χιών, παρεμποδίζουσα έτι μάλλον την πορείαν μας. Εν τούτοις ο ζήλος μας προς το καθήκον και ο ενθουσιασμός μας δεν άφησε ουδένα μας να βαρυγνωμίση διά το δύσκολον της πορείας. Κατόπιν πορείας 10 ωρών εφθάσαμεν εις το χωρίον Ζερέτσι, εις απόστασιν βολής εκ του εχθρικού βαρέως πυροβολικού, όπου και κατασκηνώσαμεν.

Σήμερον 1ην του μηνός Φεβρουαρίου μάς ανηγγέλθη επισήμως ο θάνατος του Ιωάννου Μεταξά. Το εσπέρας της ιδίας ημέρας εβομβαρδίσθημεν επανειλημμένως υπό του εχθρικού βαρέως πυροβολικού. Αι οβίδες συρίζουσαι δαιμονιωδώς έπιπτον εις μικράν απόστασιν από του καταυλισμού μας, φονεύσασαι 3 συναδέλφους μας και τραυματισασαι άλλους. Παρ΄όλον που δια πρώτην φοράν βαλόμεθα, εν τούτοις το ηθικόν μας είναι άριστον και γεμάτο μίσος κατά του εχθρού.

Την πρωίαν της επομένης 2ας τρέχ. αναχωρήσαμεν κατευθυνόμενοι προς το μέτωπον, ανήλθομεν εις ύψος 1600 μέτρων απότομον ανωφέρειαν και μόλιν ενύκτωσε κατήλθομεν εκ της άλλης πλευράς και κατόπιν κοπιώδους πορείας και λασπώδους εδάφους, εφθάσαμεν εις απόστασιν 1500 μέτρων από του εχθρού, όπου και διανυκτερεύσαμεν εντός χαράδρας. Διά να μας ευχαριστήσει ως φαίνεται ο καιρός δια τον ερχομόν μας πλησίον του εχθρού, ήρχισε να βρέχη καθ΄όλην την νύκτα, βραχέντες ούτω όλοι μας μέχρι οστέων.

Και έτσι κλείνει η πρώτη φάσις του αγώνος μας, η πορεία από του Βόλου μέχρι της πρώτης γραμμής, διανύσαντες εν συνεχή πορεία 600 χιλμ., φέροντες μεθ’ ημών πλήρη φόρτον ήτοι : όπλον, φυσιγγιοθήκας, 100 φυσίγγια, ξίφος, σκαπανικόν εργαλείον, προσωπίδα, 2 χειροβομβίδας, κράνος, σακκίδιον μεθ΄εφεδρικών τροφών, κουβέρτα, αντίσκηνον και γυλιόν μεθ΄όλων των απαραιτήτων ειδών μας. Ευρισκόμεθα δε τώρα επί του κεντρικού τομέως, παρά τους ΒΑ πρόποδας της οροσειράς Τομόρε.

Την μεθεπομένην 4ην του ιδίου μηνός εβομβαρδίσθη ο καταυλισμός μας υπό του ορειβατικού πυροβολικού του εχθρού. Αι οβίδες έπιπτον εις απόστασιν ολίγων μέτρων από των αντισκήνων μας, χωρίς ευτυχώς να μας επιφέρουσι ουδεμίαν ζημίαν.

Ευρισκόμεθα εις ύψος άνω των 1000 μέτρων, ενώ μας περιβάλλουν υψώματα 2500 μ. με πάχος χιώνων 3-4 μέτρων. Το ψύχος είναι τρομερόν, πολλούς βαθμούς κάτω του μηδενός, ενώ το ύδωρ εντός των υδροδοχείων μας πύγνηται αυτοστιγμεί και τα μαλιά μας βρεχόμενα παγώνουσι εντός δευτερολέπτων καθιστώμενον το κτένισμα προβληματικόν. Όπου η χιών δεν υπάρχει λόγω του λασπώδους του εδάφους, βυθιζόμεθα κατά το βάδισμα μέχρις γονάτων, καθιστάμενη ούτω μαρτυρική η έξοδός μας εκ των αντισκήνων. Το ψύχος και η λάσπη, ήτις την νύκτα παγώνει, παρ΄όλα τα προφυλακτικά μέτρα που λαμβάνονται παρ΄όλων μας, προξενούν τα κρυοπαγήματα, την μάστιγα ταύτην της Αλβανικής εκστρατείας. Εις διάστημα μιάς εβδομάδος επαρουσιάσθησαν 30 κρούσματα εν τω λόχω μας σοβαράς μορφής, ενώ οι παγετώνες ακόμη ευρίσκονται εν τω γίγνεσθαι και τα κρούσματα συνεχίζονται. Ως συμπλήρωμα δε ο καταυλισμός μας καθημερινώς βάλλεται εκ των όλμων και του πυροβολικού του εχθρού, με μικράς ευτυχώς ημετέρας απωλείας. Εν τω μεταξύ γίνεται πυρετώδης προετοιμασία διά την γενικήν εξόρμησιν, ήτις είμεθα υπερβέβαιοι θα επιφέρει την διάλυσιν του εχθρού και θα έχει μεγάλα αποτελέσματα διά την γενικήν έκβασιν του αγώνος.

Σήμερον και περί ώραν 2αν απογευματινήν της 10ης του μηνός, εορτήν του Αγίου Χαραλάμπους, διετάχθημεν να κάμωμεν επίθεσιν και να καταλάβωμεν το υπ’ αριθ 601 ύψωμα. Η εξόρμησις θα εγένετο εκ των απέναντι υψωμάτων του αντικειμενικού μας σκοπού. Έγινεν η προετοιμασία του πυροβολικού μας και αμέσως κατόπιν ήρχισεν η επίθεσις. Αρχικώς απότομος κατωφέρεια, κατόπιν όμως, όλως απότομος ανωφέρεια και έδαφος τελείως κεκαλυμένον συνεπεία του οποίου ήτο δυσκολοτάτη η προχώρηση και η βολή. Έως ότου ανήλθομεν εις το ύψωμα, ως φαίνεται ο εχθρός δεν ηδυνήθη να μας βάλη. Άμα όμως τη ανόδω μας, εδέχθημεν χάλαζαν πυρών αυτομάτων όπλων και όλμων. Η μία διμοιρία εκ των δύο του λόχου μας, αίτινες ενήργουν την επίθεσιν προς στιγμήν πιεσθείσα εκ της δραστικότητος των πυρών του εχθρού εκάμφθη. Αναπτύξας λοιπόν αμέσως την ομάδα διοικήσεως του λόχου, ήτις ηκολούθη εκ του σύνεγκυς τας επιτιθέμενας διμοιρίας μας και την οποίαν διηύθυνον, κατώρθωσα να ανακόψω την πίεσιν του εχθρού και μόλις τα φανταράκια μας ακάθεκτα με εφ’ όπλου λόγχη έκαμνον την έφοδον, ενώ η σάλπιγξ εσήμαινε προχωρείτε και φωνάζοντες «αέρα» οι Ιταλοί αφήσαντες πλήθος όπλων, πυρομαχικών, αυτομάτων όπλων, όλον τον ιματισμόν και τα αντίσκηνά των εγκατέλειψον το ύψωμα. Τοσούτος ήτο ο αιφνιδιασμός των λόγω της ακαθέκτου προχωρήσεως των ημετέρων. Αμέσως ήρχισεν η οργάνωσις διά την διατήρησιν του κτηθέντος εδάφους, ενώ αι απώλειαί μας ήσαν σχετικώς μικραί. Αργότερα όμως το πυροβολικόν και οι όλμοι του εχθρού έβαλον δραστικώς εναντίον μας, ενώ κατεγινόμεθα με την ανόρυξιν ατομικών ορυγμάτων και μας προξένησαν εν συνόλω 20 τραυματίας και 2 νεκρούς ( εν τω λόχω μας).

Την νύκτα ενήργησεν ο εχθρός αντεπίθεσιν, γενόμενος όμως εγκαίρως αντιληπτός υφ΄ημών και κατόπιν πείσμωνος αγώνος ηναγκάσθη να υποχωρήση και να μην επιχειρήση πλέον σοβαρόν τι εναντίον μας.

Καθημερινώς όμως ολόκληρον το ύψωμα ανασκάπτεται από το πυροβολικόν και τους όλμους του εχθρού, χάρις όμως εις τα μέτρα ασφαλείας, α η πείρα μας εδίδαξε να λαμβάνωμεν, δεν είχομεν σοβαράς απωλείας. Ίσως δεν θα είναι περιττόν εδώ να αναφέρω και το ακόλουθον επεισόδιον : Την 12ην του μηνός και περί ώραν 10ην πρωϊνήν ο σκοπός ο τοποθετημένος υπ΄εμού να φυλάττη διάβασιν τινά αντελήφθη όλως αιφνιδίως το πλησίασμα 4 ενόπλων Ιταλών, οίτινες λόγω του κεκαλυμμένου του εδάφους επλησίασαν αυτόν εις απόστασιν 50 μέτρων. Ευρισκόμενος επί της γραμμής μάχης ήκουσον τον εν λόγω σκοπόν να φωνάζη «εις τα όπλα», και λαβών μεθ΄εμού το όπλον μου έτρεξον εις βοήθειάν του διά να αντιληφθώ τι του συμβαίνει.

Αμέσως αντελήφθην τους ερχόμενους Ιταλούς να φεύγουσι τροχάδην προς τα οπίσω απορρίπτοντες καθ’ οδόν τα όπλα των διά να διευκολύνονται κατά την φυγήν των. Ρίψας δε κατ΄αυτών 2-3 βολάς εκυνήγων αυτούς, ενώ ούτοι φοβηθέντες τας συριζούσας εις τα ώτα των σφαίρας μου έπεσον πρηνείς, εις ήν θέσιν και τους εύρον εκλιπαρούντες με δια την ασφάλειαν της ζωής των. Συλλαβών δε αμέσως αυτούς οδήγησον τούτους εις τον Λοχαγόν και από εκεί εις το Τάγμα. Δικαιολογούντες τον ερχομόν των προς ημάς έλεγον, ότι ενόμιζον ότι εφύγομεν από το καταληφθέν υφ΄ημών ύψωμα.

Ίσως επειδή ενήργησα ψυχραίμως κατά την μάχην της 10ης Φεβρουαρίου και διά την επιτυχίαν μου του ως άνω επεισοδίου, υπεδείχθην υπό του Συν/τός μου προς την Μεραρχίαν διά να λάβω το αριστείον ανδρείας και επροτάθην επίσης ίνα ποοαχθώ επ’ ανδραγαθεία εις τον βαθμόν του Ανθυπασπιστού.

Περί την 3ην πρωϊνήν της 13ης του μηνός εδόθη εσπευσμένως η διαταγή να αναχωρήσωμεν προς άγνωστον κατεύθυνσιν, ενώ ανελάμβανεν την φρούρησιν του υφ’ ημών κατεχομένου υψώματος ο 10ος Λόχος του Συν/τός μας. Αμέσως ενοήσαμεν, ότι πρόκειται να γίνη η προ ημερών ετοιμαζόμενη γενική επίθεσις. Πράγματι άμα τη ημέρα ήρχισεν η προετοιμασία του πυροβολικού μας. Το έδαφος εφ΄ολοκλήρου του μετώπου εσείετο εκ των εκρήξεων των οβίδων μας, ενώ εβλέπομεν τα οχυρωματικά έργα του εχθρού καταστρεφόμενα εκ των ευστόχων πυρών μας. Αναγνωριστικά δε αεροπλάνα μας ηρεύνων στόχους διά το πυροβολικόν μας και κατόπτευον τας κινήσεις του εχθρού, ενώ άλλα συνήπτων αερομαχίας δια να διευκολύνουσιν το έργον των πρώτων. Αμέσως κατόπιν ήρχισεν η εξόρμησις των στρατιωτών μας, ενώ το πανδαιμόνιον των πολυβόλων, οπλοπολυβολων,όλμων και ο βόμβος των υπεράνω μας αεροπλάνων έφθανον εις το κατακόρυφον. Ενώ η σάλπιγξ εσήμαινε του « Αητού το γιό» εκκινούμεν ακάθεκτοι εκ της βάσεως εξορμήσεώς μας, αψηφούντες τον κίνδυνον και μη δίδοντες σημασίαν εις τους πίπτοντας γύρω μας συναδέλφους μας ( τοσούτος ήτο ο ενθουσιασμός και το μίσος μας κατά του εχθρού). Κατεβαίνομεν την πλαγιά, υπερβαίνομεν τον εντός της χαράδρας φραγμόν των όλμων και πυροβολικού των Ιταλών και αρχίζομεν να ανεβαίνωμεν την προς τον εχθρόν ανωφέρειαν, εισερχόμενοι ούτω εις τον τρομερόν φραγμόν των αυτομάτων όπλων και ατομικών όλμων αυτού. Πολλάκις αναγκαζόμεθα να απορρίπτωμεν το χώμα με το οποίον μας εκάλυπτον αι οβίδες εκρηγυόμεναι,ενώ τα όπλα μας δυσκόλως ηργάζοντο από την λάσπην και το χώμα. Περισσότερον από μίαν φοράν αισθανόμην θερμόν τι υγρόν να καταβρέχη το λασπωμένον πρόσωπόν μου. Τι ήτο; Ήτο το αίμα των παραπλεύρως μου τραυματιζομένων ή φονευθέντων αδελφών μας, το ιερόν αυτό αίμα, με το οποίον τόσα και τόσα παιδιά της Πατρίδος μας επότισαν πολλάκις τα άγονα ταύτα βουνά της Αλβανίας. Με μεγάλας απωλείας εν τούτοις φθάνομεν τα συρματοπλέγματα, τα οποία είχον καταστρέψει το πυροβολικόν μας και μετά μικράς δυσκολίας διαβαίνομεν αυτά, ενώ δίνεται το παράγγελμα «εφ΄όπλου λόγχη» και το σάλπισμα προχωρείτε, εγειρόμεθα και με τας κραυγάς «αέρα» ενεργούμεν την έφοδον κατά των εχθρικών θέσεων. Οι δειλοί Ιταλοί μη δυνάμενοι να ανθέξουν την θέαν της ξιφολόγχης, δεν θέλουν να μας χαρίσουν την ευχαρίστησιν της σώμα προς σώμα μάχης και αφήνουν τας θέσεις των, εγκαταλίποντες παντοειδές υλικόν. Ενώ οι Ιταλοί φεύγουν ως λαγοί μάς δίδεται η διαταγή να σταματήσωμεν και να οργανώσωμεν τας καταληφθείσας εχθρικάς θέσεις. Παραξενευόμεθα διά τούτο και ερωτώμεν το διατί. Εις απάντησιν μας λέγουν να στρέψωμεν το βλέμμα μας προς τα δεξιά και τι να είδωμεν. Οι στρατιώται μας του 60ου Συν/τος, οι οποίοι ενήργουν την επίθεσιν εκ του 75 υψώματος, ύψους 1775 μέτρων, ανερχόμενοι την προς τον εχθρόν ανωφέρειαν, είχον βυθισθεί μέχρι του στήθους εις το χιόνι, καθισταμένη αδύνατος η προχώρησίς των, ενώ το εχθρικόν πυρ/κόν και όλμοι επωφεληθέντες εκ τούτου επέφερον τρομεράς απωλείας εις τους ημετέρους. Και ούτω οι επιζήσαντες εξηναγκάσθησαν να επιστρέψωσι εις την βάσιν εξορμήσεώς των, καταβάλλουσα αυτούς όχι η δύναμις του εχθρού, αλλά η φύσις. Η μάχη διαρκέσασα ολόκληρον την ημέραν έληξεν με αρκετά ικανοποιητικά αποτελέσματα υπέρ ημών. Πάντως ως φαίνεται αύτη ήτο αναγνωριστική επίθεσις διά να εξακριβωθή η φύσις, θέσις και δύναμις του εχθρού. Aς αναμένομεν λοιπόν την γενικήν και αποτελεσματικήν τοιαύτην.

Περί την 8ην εσπερινήν της 15ης του μηνός ενώ ετοιμαζόμεθα να κατακλισθώμεν, εβλέπομεν τας αναλαμπάς πυροβόλων, ενώ το έδαφος εσείετο εκ των κρότων αυτών. Αμέσως δε κατόπιν ήρχισεν το γενικόν κακάρισμα όλων των όπλων, εφ’ ολοκλήρου του μετώπου του τομέως μας. Τότε εννοήσαμεν, ότι ο εχθρός επιχειρεί αντεπίθεσιν νυκτερινήν, προς αιφνιδιασμόν. Η νύξ ήτο πραγματική κόλασις, ενώ έβρεχε συνεχώς, το γλυώδες του εδάφους και το βαθύ σκότος έθετον προβληματικήν την μετακίνησίν μας όπως λάβωμεν θέσεις προς αντιμετώπισιν του εχθρού. Την έξοδον του εχθρού εκ των θέσεών του και το πλησίασμα αυτού εις τας θέσεις μας, υπεδέχθη ο καταιγισμός των ημετέρων πυρών, εις απάντησιν δε του «Αβάντι« της εφόδου των Ιταλών, ήρχισεν η έξοδός μας εκ των χαρακωμάτων με το «Αέρα» διά να συναντηθώμεν μετά του εχθρού και τον ερωτήσωμεν εις τι ωφείλομεν την τιμήν της επισκέψεώς του. Παρεξηγήσας όμως ούτος ως φαίνεται τας κινήσεις μας ταύτας, εθεώρησεν καλλίτερον να επιστρέψη τροχάδην προς τα οπίσω εγκαταλείπων καθ΄οδόν αρκετά από τον οπλισμόν του. Η λάσπη όμως και το απόλυτον σκότος δεν επέτρεπον εις ημάς να ανταποδώσωμεν την επίσκεψιν ταύτην των Ιταλών, οίτινες ουδέν πλέον καθ’ όλην την νύκτα επεχείρησαν, αν και αρκετόν χρόνον μετά το μεσονύκτιον ακόμη ευρισκόμεθα εντός των χαρακωμάτων μας, μέχρι τα γόνατα εις την λάσπην και το νερό, ενώ ο θεός εσυμπλήρωνε και το βρέξιμό μας από της κεφαλής, ακούοντες μόνον τας φωνάς και τα βογγητά των εγκαταλειφθέντων τραυματιών του, ακινδύνων όμως εις ημάς. Και ούτω ο δήθεν αιφνιδιασμός αυτών προς ημάς, έληξε με παταγώδη αποτυχίαν και εις βάρος αυτών.

Την εσπέραν της 18ης του μηνός διετάχθημεν να αντικαταστήσωμεν λόχον της πρώτης γραμμής του μετώπου εις θέσιν «Μπούρανι» του 30ου Συν/τος. Η αντικατάστασις έγινε κανονικώς υπό συνεχή βροχήν και ούτω την πρωίαν εβρέθημεν απέναντι των Ιταλών και εις απόστασιν 500 μέτρων απ’ αυτών. Την 20ην του μηνός εδέχθημεν απηνή βομβαρδισμόν δι’ όλμων του εχθρού, χωρίς ευτυχώς θύματα. Πάσα κίνησις την ημέραν δεν επιτρέπεται και ούτω την ημέραν κοιμώμεθα την δε νύκτα οι άνδρες καταγίνονται εις την εκσκαφήν πολυβολίων, οπλοπολυβολίων, αμπρί, ατομικών ορυγμάτων, χαρακωμάτων, ορυγμάτων συγκοινωνίας και εις την τοποθέτησιν συρματοπλεγμάτων. Και αυτή η διανομή συσσιτίου και η παραλαβή ύδατος γίνεται νύκτα κατά την πρωίαν και το εσπέρας.

Καθημερινώς βομβαρδιζόμεθα, αλλά την 24ην του μηνός το απόγευμα εδέχθημεν καταιγισμόν πυρός όλμων, οίτινες εξεριγνύοντο πέριξ της οικίας, ήν εχρησιμοποίει η ομάς Διοικήσεως του Λόχου μας ως παρατηρητήριον και κατόπιν επ’ αυτής. Η έξοδός μας προς διάσωσιν ήτο δύσκολος και χώματα εκάλυπτον τας εξόδους, αλλά, ώ του θαύματος, δεν έπαθον ουδείς από ημάς τι. Πλήν όμως αι θύραι εθρυματίσθησαν και τα σακκίδια και υδροδοχεία μας κατεστράφησαν εκ των θραυσμάτων. Ενώ δε εσυνεχίζετο ο βομβαρδισμός κατήλθομεν εις το καταφύγιον, όπου παρεμείνομεν μέχρι τώ πέρατι του βομβαρδισμού. Μετά δε την έξοδόν μας είδομεν την άνωθέν μας οικίαν τελείως κατεστραμμένην. Έκτοτε ηναγκάσθημεν να εγκαταλείψωμεν την οικίαν ταύτην και εγκαταστήσαμεν το παρατηρητήριόν μας εντός υπογείου σκεπάστρου (Αμπρί).

Εκατοντάδες βλημάτων καθημερινώς εκσκάπτουν τον καταυλισμόν μας, ευτυχώς όμως, λόγω των μέτρων ασφαλείας, τα οποία λαμβάνομεν, χωρίς να έχωμεν μεγάλας απωλείας. Σήμερον εσπέρας της 23ης του ιδίου μηνός Μαρτίου, ήλθον Αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του 1ου Τάγματος διά να κάμωσιν αναγνώρισιν των θέσεών μας, προκειμένου να εγκατασταθούν εδώ και μεταβώμεν ημείς ολίγον πίσω προς ανάπαυσιν, κατόπιν 2 περίπου μηνών παραμονής μας εις την πρώτην γραμμήν. Εις την πρώτην γραμμήν είναι κανείς υποχρεωμένος να φέρη ημέρα και νύκτα φυσιγγιοθήκας, να εργάζεται και να εκτελή υπηρεσίαν καθ’ όλην την νύκτα, να ακινητή τελείως καθ’ όλην την ημέραν, να λαμβάνη τροφήν μόνον κατά την νύκτα, να συνεγείρεται συνεχώς, την δε ημέραν να βομβαρδίζεται ακαταπαύστως υπό των εχθρικών μέσων πυρός. Συνεπώς ουδέ ημέραν ή νύκταν ευρίσκει τις ησυχίαν. Έχει όμως με το μέρος του το ενδεχόμενον να τύχη εις αυτόν το ευχάριστον να διαταχθή να κυνηγήση τον δειλόν τούτον εχθρόν.

Το εσπέρας της 28ης του μηνός και περί ώραν 9ην αντελήφθημεν πτώσεις χειροβομβίδων προς τον 5ον Λόχον. Αμέσως ήρχισεν καταιγισμός πυρός εξ αμφοτέρων των μερών και ενοήσαμεν , ότι πρόκειται περί νυκτερινής επιθέσεως του εχθρού. Αμέσως ελάβομεν μέτρα αμύνης, καταλαβόντες τας θέσεις μάχης και εκπέψαντες το σήμα του κυρίου φραγμού ήρχισεν το φίλιον πυροβολικόν και όλμοι να εκτελούν τον φραγμόν έμπροσθεν των θέσεων του εχθρού. Ο Λόχος μας εβάλετο σφοδρώς υπό του εχθρικού πυρ/κού και όλμων, χωρίς ευτυχώς μεγάλας απωλείας. Η μάχη διήρκησεν περί την ώραν και κατόπιν εκόπασεν χωρίς οι ημέτεροι να χάσουν την ψυχραιμίαν των και με μεγίστας διά τον εχθρόν απωλείας. Εκ των θέσεων του 5ου λόχου ηκούοντο αι οιμωγαί των εγκαταλειφθέντων τραυματιών του εχθρού εντός της χαράδρας, όπου το ημέτερον πυρ/κόν τον εκαθήλωσεν και τον ηνάγκασε να επιστρέψη κακήν κακώς εις τας θέσεις του. Ουδεμία απώλεια εκ των ημετέρων πλήν ενός τηλ/τού του λόχου μας, όστις εκτελών το καθήκον του εξηφανίσθη και παρ’ όλας τας επί 2ωρον έρευνάς μας δεν ημπορέσαμεν να τον ανακαλύψωμεν. Εν τέλει τον εύρομεν εντός ερειπίων της οικίας της χρησιμοποιουμένης παρ’ ημών πρότερον ως παρατηρητήριον, τραυματισμένον σοβαρώς εις την κεφαλήν και αφού του επιδέσαμεν το τραύμα τον απεστείλαμεν διά φορείου προς το Συντ/γμα. Ούτω έληξε με οικτρά και πάλιν αποτελέσματα διά τον εχθρόν η νυκτερινή αύτη επίθεσίς του.

Σήμερον και περί ώραν 4ην πρωϊνήν της 31ης του μηνός, αντελήφθημεν βολάς πυρ/κού έναντι ημών και επί του μεγάλου αυχένος του Τομόρε, αίτινες αμέσως έγιναν πυκνώταται, ενώ όλα τα αυτόματα όπλα αμφοτέρων των παρατάξεων έβαλον δραστικώτατα. Το Συν/μα μας μάς ειδοποίησεν, ότι πρόκειται περί ημετέρου εγχειρήματος, κατά τάγματος αλπινιστών του εχθρού εγκατεστημένου εις το επί του αυχένος Μοναστηρίου. Μέχρι της μεσημβρίας διήρκεσεν σφοδροτάτη η μάχη, ενώ εσείετο η οροσειρά του Τομόρε από τα πυρά. Περί την μεσημβρίαν αντελήφθημεν, ότι τα ημέτερα τμήματα κατέλαβον τον αντικειμενικόν των σκοπόν και συνέλαβον ολόκληρον το εκεί ευρισκόμενον εχθρικόν τμήμα. Διά των διοπτρών εβλέπομεν κατά φάλαγγας τους συλληφθέντας αιχμαλώτους να οδηγούνται προς τα μετόπισθεν. Και ούτω λήγει και η λαμπρά αύτη επιχείρησις, με τα εξευτελιστικά αυτά αποτελέσματα διά τον εχθρόν, χάσας ένα από τα σπουδαιότερα σημεία του μετώπου.

Η αναμενόμενη αντικατάστασίς μας δεν ήλθεν και έτσι ευρισκόμεθα πάντοτε εις την αυτήν θέσιν της πρώτης γραμμής.

Την 7ην του μηνός Απριλίου μανθάνομεν, ότι την πρωτεραίαν η Γερμανία μάς εκήρυξε τον πόλεμον, επιτεθείσα εναντίον μας εκ των Βουλγαρικών συνόρων και κατά της Σερβίας. Και έτσι η Ελλάς με πληθυσμόν 8 εκατομμυρίων κατοίκων, ανθίσταται εναντίον 150 εκατομμυρίων εισβολέων. Παρ’ όλον τον ηρωϊσμόν του ενδόξου στρατού μας και την αντοχήν των οχυρών μας, ως φαίνεται όμως η μεγάλη δύναμις του Γερμανικού στρατού κατώρθωσε να καταβάλλη τον Σερβικόν στρατόν και διά των ανοχυρώτων Σερβοελληνικών συνόρων να εισβάλλη εις το Ελληνικόν έδαφος. Επειδή δε τα εκεί γεγονότα πιθανόν δεν έβαινον υπέρ ημών, διατάχθημεν να υποχωρήσωμεν καθ΄όλον το μέτωπον του Αλβανικού μετώπου, ίνα αποφύγωμεν την εν καιρώ κύκλωσίν μας εκ των Γερμανών. Αφήνοντες λοιπόν μετά μεγάλης μας λύπης τα χώματα, τα ποτισθέντα με το αίμα και τον ιδρώτα μας, εγκαταλείπομεν το μέτωπον, έχοντες όμως υπέρ ημών το γεγονός, ότι φεύγομεν καθ’ ολοκληρίαν νικηταί από τον απέναντί μας εχθρόν. Την παραμονήν μάλιστα της αναχωρήσεώς μας, θελήσας ούτος να δοκιμάση το ηθικόν μας, λόγω των αλλαχού γεγονότων, επεχείρησεν επίθεσιν εις τον Τομέα μας, πλην όμως αύτη απεκρούσθη πανηγυρικώς, αφού η προ ημών χαράδρα εγέμισε με εχθρικά πτώματα. Και συμφώνως λοιπόν τω σχεδίω του Στρατηγείου αναχωρούμεν την 12ην νυκτερινήν της 12ης του μηνός Απριλίου, παραμονήν των Βαΐων. Ημείς, οίτινες, όποτε διετάχθημεν πάντοτε εβαδίζομεν προς τα εμπρός και σταθέντες αφ΄ετέρου ως βράχοι ακλόνητοι εις τας επιχειρουμένας εκάστοτε τρομεράς επιθέσεις του εχθρού, αναγκαζόμεθα τώρα να φύγωμεν αμαχητί. Βαδίζομεν μέσω του χωρίου Ζέππα και εν μέσω χιονοσκεπών κορυφών είς τινα αυχένα προς Μοσχόπολιν, όπου και διανυκτερεύσαμεν ως οπισθοφυλακή του Συν/τός μας. Η χιών εις το μέρος αυτό υπερέβαινεν τα 2,5 μέτρα, το δε ψύχος ήτο αφόρητον. Την πρωίαν ενεφανίσθη εμπροσθοφυλακή του εχθρού ήν αμέσως καθηλώσαμεν και μας άφησε ανενόχλητους να αναχωρήσωμεν και πάλιν, μετά δε πορείαν 15 ωρών και από όλως ανώμαλον και χιονισμένον έδαφος, βαδίζοντες εφθάσαμεν είς τι χωρίον προς την οδόν της Κορυτσάς, όπου και κατασκηνώσαμεν.

Την επομένην μεσημβρίαν αναχωρήσαμεν, κατευθυνόμενοι μέσω ατραπών, προς Ερσέκαν και μετά πορείας 15 περίπου χιλιομέτρων κατεσκηνώσαμεν είς τινα αυχένα εις ύψος 2 χιλιάδων μέτρων και επί χιώνος πάχους 2 μέτρων, ενώ η χιών καθ΄όλην την νύκτα έπιπτεν άφθονος και η πρωία μας εύρεν αγρύπνους και τρέμοντας εκ του ψύχους. Την μεσημβρίαν της επομένης ανεχωρήσαμεν και μέσω πάλι ατραπών αλλά μεγαλειωδών τοπίων κατευθυνόμεθα προς Ερσέκαν, την οποίαν διέβημεν και κατασκηνώσαμεν είς τι ύψωμα προς τα ημέτερα σύνορα και εις απόστασιν 30 χιλιομέτρων απ΄αυτών. Η πορεία αύτη διαρκείας 30 περίπου ωρών ήτο κοπιοδεστάτη, ενώ το ανώμαλον του εδάφους, αι χιώνες και η μέχρι τα γόνατα λάσπη μάς εκούρασε τρομερά. Την πρωίαν της επομένης αναχωρήσαμεν και εφθάσαμεν είς τινα υψώματα τεθέντες ως οπισθοφυλακή διά να καλύψωμεν την οπισθοχώρησιν της Μεραρχίας μας, όπου και ευρισκόμεθα σήμερον την Αγίαν ημέραν του Πάσχα, εορτάσαντες την μεγάλην ταύτην ημέραν, αλλά υπό ποίας διαφορετικάς όμως περιστάσεις. Το εσπέρας της ημέρας αυτής διά να δώσωμεν ως φαίνεται έν τελευταίον μάθημα εις τον τόσο ανάδρως επωφεληθέντα της καταστάσεως εχθρόν, διατασσόμεθα να καταλάβωμεν έν ύψωμα, δεσπόζων και κατεχόμενον υπ’ αυτού, διά να διευκολυνθή ούτω η οπισθοχώρησις της μεραρχίας μας. Ενθυμηθέντες λοιπόν το «Αέρα» των καλών ημερών, ηναγκάσαμεν τον εχθρόν να εγκαταλείψη το ύψωμα, αφήνων αριθμόν τινά νεκρών και τραυματιών ως και 30 αιχμαλώτους. Πόση η αξία του Έλληνος στρατιώτου της Αλβανίας, μετά από οπισθοχώρησιν 8 ημερών να καταλαμβάνη υψώματα και να συλλαμβάνη αιχμαλώτους !

Ελησμόνησα να προσθέσω, ότι το Μέγα Σάββατον ως και την ημέραν του Πάσχα 15ντάς Γερμανικών αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως εβομβάρδισεν από της ανατολής μέχρι της δύσεως του ηλίου τας θέσεις μας απεινώς και διά πολυβολισμών επέφερον εις ημάς περί τους 80 νεκρούς και τραυματίας εν τω Συν/τί μας. Τι πιστοί σύμμαχοι διά να καταβάλουν έν κρατίδιον 8 εκατ. ανθρώπων !

Το εσπέρας του Πάσχα (20 Απριλίου) καλύπτοντες την οπισθοχώρησιν της Μεραρχίας μας, τιθέμεθα ως οπισθοφυλακή και αναχωρούμεν περί την 9ην εσπερινήν, αφού ανάψαμεν πυράς επί της κατεχομένης γραμμής μας, ίνα εξαπατήσωμεν τον εχθρόν και μην αντιληφθεί την αναχώρησίν μας. Εβαδίζομεν ανενόχλητοι καθ’ όλην την νύκτα κατευθυνόμενοι εις τα προ της Κονίτσης παλαιά σύνορά μας, όπου ως φαίνεται εις μίαν ενιαίαν γραμμήν θέλομεν κρατήση τελικήν άμυναν κατά των Γερμανοϊταλών. Περί την ανατολήν όμως του ηλίου της επομένης 21ης του μηνός, αυτοκίνητα ερχόμενα εκ των ημετέρων συνόρων μάς ανήγγειλαν την υπογραφήν της ανακωχής μετά του Γερμανικού Στρατού. Νομίζοντες, ότι οι όροι της ανακωχής δεν θα είναι ατιμωτικοί εχάρημεν προς τούτο, βλέποντες, ότι εφ’ όσον εκάμομεν πάν το δυνατόν διά την διατήρησιν της ανεξαρτησίας της Ελλάδος μας θα επιστρέψωμεν εις τας οικίας μας κοντά στους δικούς μας. Περί την μεσημβρίαν λοιπόν διέβημεν τα σύνορά μας και εισήλθομεν επί του Ελληνικού εδάφους. Είναι απερίγραπτος η χαρά μας που ξαναπατούμε μετά από τόσους κινδύνους και φρικτάς ταλαιπωρίας το ιερόν τούτο χώμα. Πόσον ωραία μας φαίνονται όλα, τοπία και οικίαι!

Όλα μυρίζουν Ελλάδα. Περί το εσπέρας κατασκηνώσαμεν 7 χιλιόμετρα προ της Κονίτσης, την δε πρωίαν αναχωρήσαντες εφθάσαμεν εις Κόνιτσαν, όπου ανεπαύθημεν μέχρι της 4ης απογευματινής, οπότε αναχωρήσαμεν επιστρέφοντες ολίγον και διά της μεγάλης γεφύρας του Αώου κατευθυνόμεθα προς Ιωάννινα. Μετά 24ωρην πορείαν εισήλθομεν εις την πόλιν, όπου και παραδώσαμεν τον οπλισμόν μας, από όπου λόγω ελλείψεως συγκοινωνίας μάς δίδεται η άδεια να κατευθυνθή δι’ οιονδήποτε μέσον έκαστος προς Αθήνας. Πόσον εγελάσθημεν νομίζοντες, ότι από εδώ θα μας μετέφερον δι’ αυτοκινήτων εις τον πλησιέστερον σιδηροδρομικόν σταθμόν!

Ημείς είμεθα οι επί 6μηνον προχωρούντες και πάντοτε νικώντες, οι βαδίσαντες 600 χιλιόμετρα διά να φθάσωμεν πλησίον του εχθρού και αφού τον ενικήσαμεν να βαδίζωμεν πάλιν άλλα 1000 χιλιόμετρα δια να φθάσωμεν εις τα σπίτια μας, μετά από τα τόσα τρομερά μαρτύρια της Αλβανίας; Τώρα μόλις αντιλαμβανόμεθα, ότι η μητέρα μας Ελλάς απέθανε, οι δε κατακτηταί μας Γερμανοί ουδόλως ενδιαφέρονται δι’ ημάς.

Βαδίζοντες λοιπόν και πάλιν μετά 200 χιλιομέτρων πορείαν εφθάσαμεν εις Καλαμπάκαν. Καθ’ οδόν οι εφοδιασμοί μας είχον λεηλατηθεί, ημείς δε κατάκοποι φθάνομεν εκάστοτε και μετά βίας ευρίσκομεν, πότε μίαν γαλέτα, πότε ολίγον γάλα διά να συνεχίσωμεν και πάλιν έτσι την επιστροφήν μας. Και ως να μην έφθανον αυτά, μόλις ήλθομεν 9 χιλιόμετρα προ της Καλαμπάκας εκρατήθημεν επί 3ήμερον υπό των Γερμανών, χωρίς κατά το διάστημα τούτο να μας παραχωρηθή ουδέ έν τεμάχιον άρτου, ειμί μόνον μια κουταλιά της σούπας φασόλια και άλλη μια ρύζι κατ’ άτομον, άνευ άλατος και ελαίου. Ήτο το φαγητόν μας και διά τας 3 ταύτας ημέρας. Φαντασθείτε τους πολιτισμένους Γερμανούς να βλέπουσι λιμοκτονούντας 7 χιλιάδας ήρωας της Αλβανίας να ψήνουσι μουλάρια διά να αποφύγουσι τον εξ ασιτίας θάνατον. Εις την κόλασιν ταύτην της πείνης συνήντησα και τον συγχωριανόν μου Δημ. Γ. Ανδρόνικον (Σταμπούζον) μετά του οποίου την 3ην ημέραν εδραπετεύσαμεν, ίνα εφ’ όσον ακόμη κάπως αντέχοντες συνεχίσωμεν την πορείαν προς την Αθήνα.

Παρ’ όλον ότι νύκτα και ημέραν οι φρουροί Γερμανοί επυροβόλουν πάντα, όστις απεπειράτο να δραπετεύση, βλέποντες το φάσμα της πείνης να μας αρπάζη από τον λαιμόν, αψηφήσαμεν τον κίνδυνον και περί τα ξημερώματα προέτρεψον τον συγχωριανόν μου και απεπειράθημεν να δραπετεύσωμεν. Λαβόντες λοιπόν μεθ’ ημών όλα μας τα είδη, διέβημεν βραχέντες μέχρι γονάτων τον παραπόταμον του Πηνειού, Μουργκάνην και δι’ ατραπών, χαραδρών και δασών κατωρθώσαμεν να διαφύγωμεν την επίβλεψιν των Γερμανών και να φθάσωμεν εις Καλαμπάκαν, όπου εύρομεν αφθονίαν τροφίμων. Αφού εφάγομεν αρκετά, προσπαθούντες να συμπληρώσωμεν τας δυνάμεις που απωλέσαμεν κατά την τριήμερον απόλυτον νηστείαν, ελάβομεν μεθ’ ημών και εφεδρικάς τροφάς διά να συνεχίσωμεν την πορείαν μας μέχρι Τρικάλων. Εις τα Τρίκαλα εφθάσαμεν περί το εσπέρας και διανυκτερεύσαμεν εις έν βομβαρδισθέν και εγκατελειμένον καφενείον, Οποίαν καταστροφήν επροξένησεν η τρομερά λαίλαψ του πολέμου εις την πτωχήν μας πατρίδα ! Δεξιά και αριστερά κατεστραμμένα κατά χιλιάδας τα αυτοκίνητά μας διά να μην περιέλθουν εις χείρας των Γερμανών, τα μουλάρια, όσα εσώθησαν από την εκστρατείαν της Αλβανίας πεθαίνουσι εκ της πείνης, εγκαταλειφθέντα υπό των κατόχων των, ή πωλούνται εις τους χωρικούς αντί 100 δραμίων άρτου έκαστον, αι γέφυραι μέχρι και της μικροτέρας έχουν ανατιναχθεί υπό των Άγγλων διά να παρεμποδίσουν την προέλασιν των Γερμανών και διευκολύνουσι την φυγήν των, ολόκληραι πόλεις όπως τα Ιωάννινα, τα Τρίκαλα, ο Βόλος, η Χαλκίδα, ο Πειραιεύς, η Κόρινθος και το Γύθειον έχουν ερειπωθεί εκ των βομβαρδισμών των Γερμανικών αεροπλάνων και το τραγικώτερον όλων, πόσα παιδιά της έχουν παραμείνει ως αιώνιοι φύλακες των απεράντων βουνοκορφών της καταραμένης Αλβανίας ή έχουν καταστεί ανίκανα διά να ευχαριστηθώσι το υπόλοιπον της ζωής των !

Εις τα Τρίκαλα μανθάνομεν, ότι θα έλθη την πρωίαν αμαξοστοιχία διά να μεταφέρη τους ευρισκομένους εκεί στρατιώτας προς Βόλον. Πράγματι περί την 8ην πρωϊνήν της επομένης, επέβημεν της αφιχθείσης αμαξοστοιχίας, παύοντες ούτω πορευόμενοι διά των ποδών μας, εφ΄ όσον εβαδίζομεν συνεχώς από της 5ης Νοεμβρίου του παρελθόντος έτους, διασχίσαντες ολόκληρον την Θεσσαλίαν, Ήπειρον, Μακεδονίαν και Αλβανίαν δηλαδή περί τα 1.650 χιλιόμετρα και φέροντες επί των όμων μας περί τας 25-30 οκάδας φορτίου.

Εις τον σιδηρόδρομον συνηντήθημεν και μετά του συγχωριανού μας Βασιλ. Ταμβάκη (Μακρή) και εφθάσαμεν εις Βόλον περί το εσπέρας της ημέρας αυτής. Λίαν ενωρίς την επομένην επέβημεν βενζινοπλοίου και αψηφούντες τον κίνδυνον των εδώθε και εκείθε σπαρέντων εκατοντάδων ναρκών εφθάσαμεν περί την 4ην πρωϊνήν εις Χαλκίδα, όπου συνηντήσαμεν και τον χωριανόν μας Νικόλ. Ταμβάκην (Κολοκοτρώνην). Την μεσημβρίαν επέβημεν του σιδηροδρόμου και εφθάσαμεν εις Αθήνας περί την 3ην απογευματινήν της ημέρας αυτής. Επαναβλέποντες την Πρωτεύουσα της Πατρίδος μας από της 4ης Νοεμβρίου παρελθόντος έτους, συνηντήθημεν μεθ΄όλων των επιστράτων συγχωριανών μας σώοι και αβλαβείς.

Εις τας Αθήνας παρέμεινον επί 10ήμερον, φιλοξενούμενος εις την οικίαν του αδελφικού μου φίλου Σωτηρίου Μπαλωμένου, όπου και έτυχον πατρικής πράγματι περιποιήσεως.

Μετά το πέρας των ημερών τούτων συναντηθείς μετά των χωριανών μου Δαμιανού Δ. Στρατηγού, Βασ. Ταμβάκη, Δημ. Ν. Καρύδη. Μιχαήλ Φ. Καρύδη και Ηλία Χανιώτη αναχωρήσαμεν, αφού κατά την παραμονήν της αναχωρήσεώς μας ετύχομεν πλουσίας φιλοξενίας υπό του εξαιρέτου συγχωριανού μας Βασιλ. Δημ. Μαλάνου. Επιβάντες της αμαξοστοιχίας εφθάσαμεν εις την Τρίπολιν περί την 3ην πρωϊνήν της ερχομένης νυκτός. Από εκεί την επομένην δι’ αυτοκινήτου ήλθομεν εις Σπάρτην και ακολούθως εις Γύθειον. Εις Γύθειον η ελλειψις συγκοινωνίας μάς καθυστέρησεν επί 3ήμερον, χωρίς να υπάρχη ουδέ ίχνος άρτου διά την διατροφήν του πληθυσμού και ημών.

Την 3ην ημέραν αντιληφθείς την αναχώρησιν Γερμανοκατεχομένου βενζινοπλοίου διά Πλύτραν, προέτρεψον τους άλλους και επέβημεν αυτού, αποβιβασθέντες εις Αρχάγγελον της Λακωνίας. Εκεί συνηντήσαμεν τον εκ Καραβά λεμβούχον «Μελισσοφάγον», όστις μας διεπερέωσεν διά νυκτός εις Ελαφόνησον. Από εκεί την μεθεπομένην διά λέμβου εφθάσαμεν την 1ην απογευματινήν της 19ης Μαΐου 1941 εις την Πλατείαν Άμμον του Καραβά. Φορτώσαντες τα είδη μας επί ενός όνου, ανήλθομεν εις Καραβάν, γευματίσας εις την οικίαν του θείου μου Θεοδ. Κρίθαρη, αναχωρήσαμεν διά Μυλοπόταμον φθάσαντες περί την 6ην απογευματινήν, πατήσαντες το χώμα του αγαπημένου μας χωριού, το οποίον είχον αποχωρισθεί από της νυκτός της 26ης Αυγούστου 1940, κατόπιν 9 μηνών τόσον περιπετειώδους απουσίας μου.

Πόσον με ευχαρίστησεν η επάνοδος ξανά εις το χωρίον μου, το σπίτι μου και τους δικούς μου !

Αλλά πόσον μένω λυπημένος, ότε σκέπτομαι, ότι όλοι οι κόποι, αι τρομεραί κακουχίαι και το αίμα τόσων παιδιών της Πατρίδος μας και η ιδέα δηλαδή διά την οποίαν υποφέραμε, πάντα ταύτα επήγαν χαμένα.

Μένω όμως με την συνείδησίν μου αναπαυμένην, διότι εξεπλήρωσα απολύτως το καθήκον μου προς την αγαπημένην μου Πατρίδα, κατατροπώσαντες μέχρι εξευτελισμού τον απέναντί μας εχθρόν και με την κρυφήν ελπίδα, ότι όπωσδήποτε μίαν ημέραν θα θριαμβεύση το δίκαιον και θα ανταμοιφθή επαξίως η Ελλάς μας, αναγνωριζομένων των υπερανθρώπων κατορθωμάτων των γενναίων παιδιών της, των αγωνισθέντων διά την διατήρησιν της τιμής και της ανεξαρτησίας των !

Ε Ι Θ Ε !

Λοχίας

Zερβός I. Eμμανουήλ

Kλάσις: 1932

6ος Λόχος, 20ον Σύνταγμα Πεζικού

 

Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ. 177, Ιανουάριος 2004

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο