Advertisement

Διαολίες εν εκκλησίαις

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη, Σκίτσο: Γαβρίλης Ψαρράς

896

Επααίνανε, που λέτε, οι χωριανοί μου εκείνα τα χρόνια γαϊδουροκαβελαρία από την παραμονή στα πανηγύρια, όλοι μαζί, σαράντα γαϊδάροι στη σειρά (μη το παρεξηγήσετε, σαράντα αυτοκίνητα θα λέγαμε σήμερα), καραβάνι όνων, όπως έλεγε ο δάσκαλος. Τους εστολίζανε τα σομάρια με πουλάτα στρωσίδια και τα καπίστρια με κλαδιά από ανθισμένες σπάκες, κρεμούσανε και στα σκαρβέλια τα πιο καλά στράιστρα, τα πανηγυριώτικα, γιομάτα με κάθε είδους φαγώσιμη αποιλογία, στολιζόντουσαν και οι ίδιοι με τα καλύτερά τους και σαν τους έβλεπες απ’’ αλλάργου να οδοιπορούν, σαράντα γαϊδάροι στη σειρά σας λέω, ήτανε θέαμα θεσπέσιο, που στη δική μου, την παιδική μου μνήμη, έχει μείνει σαν όνειρο μοναδικό, όνειρο, που επειδή ξύπνησα δεν πρόκειται να το ξαναντικρίσω.

Δεν ήτανε μονάχα η ευλάβεια που τους ετράβα στα ξωκλήσια και στα μοναστήρια. Ήτανε τ’’ αναγκαία, τ’’ ανθρώπινα. Η επαφή, η κοινωνικότητα, το ξεφάντωμα τελικά, αυτά που τους λείπανε τις άλλες μέρες του χρόνου.

Advertisement

Στο πανηγύρι της Αγίας Πελαγίας, στη Φελωτή, τέσσερες του Μάη κάθε χρόνο, κουβαλιότανε όλο το χωρίο. Τι όμορφο εκκλησάκι ήταν εκείνο! Χτισμένο μέσα σε σπηλαία, δίπλα στη θάλασσα, με σταλαχτίτες να στάζουνε αγίασμα σε σκαλισμένη στην πέτρα κολυμπήθρα, με σεμπερβίβες να στεφανώνουν αυτόβουλα τ’’ ανώφλι της οξώπορτας κι ολάνθιστες φασκομηλιές ν’’ αντικαθιστούν το λιβάνι, με κοτσυφούς στολισμένους στους βράχους να υποκαθιστούν τους ψάλτες και μ’’ ανθρώπους χορτάτους από την προηγηθείσα Λαμπρή, να προσκυνούν τον Θεό και τον άγνωστο εαυτό τους .Κομμάτι παραδείσου επί της γής! Ήταν και Μάης βλέπεις.

Μάης είπα. Χμ… όλα καλά, το γαϊδουροκαραβάνι όμως; Ήταν εποχή να βάλεις σαράντα γαϊδάρους, αρσενικούς και θηλυκούς, τον ένα δίπλα στον άλλονε; Από την παραμονή, στο δρόμο που πααίνανε, είχανε προβλήματα με δαύτους. Λελάδες συνέχεια. Του Μήτσαρη ασήκωσε τα μπροστινά του πόδια στον αέρα μια δόση κι ο γιος του ο Μανώλης που καθότανε στην καπούλα εγλύστρισε κι έπεσε στο δρόμο. Και της Θοδωρούς η γαϊδαρα αρχίνιξε μία κοπανέα τσοι κλώτσους, καλά που δεν ήτανε κανένα παιδί από πίσω της.

Τη νύχτα τους είχανε δέσει μακριά τον έναν από τον άλλονε προληπτικά κι είχανε ριχτεί τ’’ αφεντικά στο γλέντι και στην κρασοκατάνυξη. Βιολιά και μαντολίνα και μαντινάδες όξω από την εκκλησία και πιο πάνω, στο βουνό, χορωδία τ’’ αγγανιτό των γαϊδάρων.

-Πάαινε μωρέ Βασίλη να τους αγριέψεις, θα τα σπάσουνε και θα τσοι χάσομε.

-Απαράτα τους, τη δουλειά τους κάνουνε.

Σαν ήρθε η ώρα να πέσουνε να κοιμηθούνε, όξω στο ύπαιθρο , οι πιο πιωμένοι, οι νέοι δηλαδή, αρχινίξανε τσοι διαολίες.

-Να βάλομε φωτία στα δάχτυλα του Νικολή. Εινταλώς διάολο μπορεί και ρουχαλίζει εκειά χάμω;

Του περάσανε ένα χαρτί ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού κι ύστερα του βάλανε φωτία κι ο Νικολής εξύπνησε απότομα κλωτσοβολώντας στον αέρα.

Του Βασίλη, που είχε πάει πιο πέρα και τον είχε πάρει, πήγανε και του βάλανε μια σκοτωμένη σκουλοπετρίδα στη φούχτα του κι απέ τονε σκουντήξανε και ξύπνησε. Σαν είδε είντα βαστά, εκατουρήθη απάνω του.

Του Βαγγέλη, που την είχε πέσει στην άμμο, πήγανε και του δέσανε τα δύο πόδια μ’’ ένα σκοινί σφιχτά-σφιχτά κι ύστερα πήγανε από αλλάργου και του πετάξανε τρία πετραδάκια. Ξύπνησ’’ αυτός και πήγε να σηκωθεί, αλλά όπως σηκωνότανε, πάρτονε με την μούρη στην άμμο. Δώστου και δώστου, μα που να σταθεί όρθιος, όπως ήτανε μπουζιασμένος. Γέλια οι άλλοι να σκάσουνε.

Ούτε τον παπά δεν τον αφήκανε ήσυχο. Είχε ξαπλώσει σε μία βελέντζα που την είχε στρώσει στην πεζούλα δίπλα στην εκκλησία, κι η παπαδία τον είχε μ’’ ένα χιράμι και βρισκότανε στον δεύτερο. Πήγανε οι σιφούνοι το λοιπό, σηκώσανε το χιράμι και του χώσανε από κάτω ένα βρώμιο ψάρι που το είχε ξεβράσει η θάλασσα στην άμμο. Όπως κρύωνε ο παπάς κι έβαζε το κεφάλι κάτω από το χιράμι, τον πήρε η μπόχα κι ονειρευότανε φαίνεται πως είχε πάει στην κόλαση.

Τον έπιασε στον ύπνο του ένα κλάμα και παραμιλητό μαζί.”Ήμαρτον Κύριε”, έλεγε και ξανάλεγε και και μουτς-μουτς-μουτς, μυξόκλαιγε, ώσπου τα κατάλαβε η παπαδία και πήγε και τον έβγαλε από τον εφιάλτη.

Σαν εξωφλήσανε τα ζιζάνια με τσοι ανθρώπους, τα βάλανε με τσοι γαϊδάρους. Επήγανε οι πιο μεθυσμένοι και ξεκαρφώσανε όλα τα καρφιά κι αφήκανε όλο το γαϊδουρομάνι λίμπερο. Εκεί να δεις. Αρχίνιξε γλέντι καλύτερο από τ’’ άλλο, τ’’ ανθρώπινο. Πετάξανε τα σομάρια, σηκώσανε τσι ορές κααι δώστου χορό κι αγγανιτό. Τσι παπαδίας τη γαϊδάρα την είχανε στριμώξει πεντέξι αρσενικοί, χαμός σας λέω .Σαν καταλάβανε πως είναι λίμπεροι,-ξημέρωσε πλέα,-πήρανε των ομματιώνε τους, απαρατήσανε τα σομάρια κεια χάμω ξέστρωτοι και ξεφόρτωτοι πίσω στο χωρίο. Οι πανηγυριστάδες βέβαια δεν είχανε πάρει χαμπάρι τίοτα.

Την άλλη το πρωί, σαν απολειτούργησε, μαζευτήκανε όλοι κι ετοιμαστήκανε να γυρίσουνε στο χωρίο. Αλλά σαν επλαΐσανε στο βουνό προς αναζήτηση των αβασταγών, ηύρανε μόνο σομάρια πεσμένα ανάσκελα στο χώμα, σπάσανε τα πιο πολλά και κυλισταρές στο κοκκικόχωμα.

-Βρε πού πήγαν οι γαϊδάροι; Όλοι τα καταφέρανε και τα σπάσανε;

Οι σιφούνοι που τους είχανε ξεκαρφώσει τα στενοδιαστήκανε.

-Ανέ μας πάρουνε μυρωδία, να δεις που θα μας φορτώσουνε τα σομάρια. Εινταλώς θα τα κουβαλήσομε μέχρι το χωρίο;

Δεν επέσανε όξω. Τους εστριμώξανε οι γεροντότεροι κι ομολογήσανε. Φορτωθήκανε από δύο σομάρια ο κάθε σίφουνας κι εγελούσανε οι άλλοι τώρα με δαύτους. Γελούσανε κι οι γυναίκες και τους τραγουδούσανε όλο το δρόμο:  “

Γαϊδαρος χωρίς σομάρι

χίλια γλάκια έχει πάρει.

Γαϊδαρος αντριτσινά

κι ανεβαίνει τα βουνά.

‘’Αδεια τ’’ αναματερά,

φύγαν τα καματερά

και τη θέση τους ας πάρει

όποιος τα’ ‘χει λιμπεράρει.

Γίνηκ’’ ο Πετρής γομάρι

και φορεί διπλό σομάρι.

Γαϊδαρος γαϊδουρινός

κι ο Μπομπός κι ο Δαμιανός

κι ο Αντώνης κι ο Βρεττός,

γάϊδαρος καμαρωτός.

Ιχι, γίνηκε γομάρι

όποιος τσ’’ έχει λιμπεράρει”.

Οι σιφούνοι δεν κακοκαρδίσανε. Αγγανίζανε που και που, σαν αληθινοί γαϊδάροι και κλωστούσανε όποιονε τσοι επλησίαζε. Γελούσανε και οι ίδιοι με το πάθημά τους κι ας είχε κρεμαστεί η γλώσσα τουνε.

Περάσανε τριάντα χρόνια από τότε κι εμένα στη μνήμη μου, μου έχουνε μείνει δαν το πιο όμορφο όνειρο. Ναι, τα καραβάνια, αλλά κι οι διαολίες που κάναμε στα πανηγύρια.

Αγία Πελαγία μου, είντα με άφηκες να ξυπνήσω! Κάλλιο δεν θα’ τανε να’ μουνα κι οφέτος στο πανηγύρι σου κι ας μας φορτώνανε πάλι με τρία σομάρια; Να μου πεις, αφού μέχρι κι οι σταλαχτίτες σταματήσανε πλέα να στάζουνε στη σκαλισμένη στην πέτρα  κολυμπήθρα, εγώ είντα δουλειά έχω πλέα στα πανηγύρια; Ετσά που τα κάμαμε με τον πολιτισμό μας, καλά να πάθομε που δεν έχομε πλέα γούστο.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ  ΦΥΛΛΟ 77 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1994

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο