Advertisement

Τρούλιτοι εν Αθήναις

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη, Σκίτσο: Γιάννης Γρηγορίου

1.496

Το να μείνεις γνήσιος τρούλιτας ανάμεσα στου κόσμου τα θερία που κυκλοφορούνε στην Αθήνα, είναι μεγάλη υπόθεση .Κι εδώ που τα λέμε, οι πολλοί μπασταρδεύομε λιγάκι. Είναι όμως καμπόσοι που εγώ πολύ τσοι χαίρομαι. Τόσα χρόνια ποδιαπάνω κι όμως έχουνε μείνει τρουλίτοι γνήσιοι. Και στα σκέρτσα και στις συνήθειες και πιο πολύ απ’ όλα στη μιλιά τους.Θα σας διηγηθώ λοιπό μερικές ιστορίες με τέτοιους γνήσιους Τσιριγώτες των Αθηνών, που τις ξέρω από πρώτο χέρι. Ετσά, για να γελάσομε πάλι λιγάκι.

Ταξίδευα, που λέτε, μια δόση με το “ΜΥΤΡΙΔΙΩΤΙΣΣΑ, δεκαπέντε ώρες ταξίδι, εσώσαμε καμμία φορά, πέντε το πρωί στον Πειραιά. Πού να βρείς ταξί τέτοια ώρα; Αλλά εκειά που έψαχνα, να’ σου μπροστά μου ένας δικός μας. Αυτός ήξερε και παραφύλαγε πάντα. Ότι ώρα και να’ τανε, κατέβαινε στο παπόρι με το ταξί του για να ξυπηρετήσει τσοι συμπατριώτες του.

Advertisement

-Γιώργη, θα με πάρεις; του λέω.

-Ναι, μονό. Έμπα μέσα.

Έκατσα στο μπροστινό κάθισμα .Στο πίσω είχε κάτσει από πιο πριν μια μοσότριβη κυρία, καθώς πρέπει φαινότανε, δεν έμοιαζε για Τσιριγώτισσα. Έκατσε κι ο Γιώργης στο τιμόνι κι έβαλε μπροστά.

-Να πάω ένα μομέντο ετούτο το καματερό στο σπίτι του, (μου τα’ λεγε φωναχτά κιόλας), και μετά σε πάω στο δικό σου.

-Όπως σε βολεύει, Γιώργη.

-Ετσά που σούπα.Θα πάμε πρώτα το καματερό.

Η κυρία από πίσω έσκυψε προς τα μπροστά.

-Όχι στο Καματερό, στα Πετράλωνα σας είπα κύριε.

-Έγνοια σου, έγνοια σου, κατάλαβε  ετούτος  είντα τούπα.

Μόλις τηνε ξεφόρτωσε πήρα ανάσα.

-Μπρε συ, του λέω, ανέ καταλάβαινε; Αν είχε μάθει είντα λέμε καματερά στο Τσιρίγο; Δεν θα στην έσπα την κεφάλα;

-Μη φοβάσαι καημένε, την είχα κόψει εγώ πως είναι βούιδι.

Για το Γιώργη πας μη Κυθήριος ήτανε βούιδι.

Μια άλλη δόση είχα πάρει τον Ηλεκτρικό προς Κηφισιά.

Κατακαλόκαιρο ήτανε, ζέστη πολύ, ιδρωτίλες ανακαταμένες με πέρφιουμ, έψαχνα να βρώ παραθύρι. Πάνω’ κει  κάποιος με φώναξε με το παρατσούκλι μου. Ήταν ένας κοντοχωριανός μου, Γιώργης κι αυτός.

-Μωρέ καλώστονε. Έλα πιο δω, μου φώναζε σαν να’’ τανε στο χωρίο του.

Στεκότανε στη μέση του βαγονιού, μες στο στριμωξίδι, δεν μου καλάρεσε η θέση του.

-ʼΑσε να κατεβούνε καμπόσοι, επαδά που είμαι παίρνω λιγάκι αέρα.

-Έλα δω που σου λέω..

ʼΑπλωσε το χέρι και με τράβηξε με δύναμη κι αφού τσαλαπάτησα πεντέξι έφτασα κοντά του.Στεκότανε δίπλα σε μία νεαρή κυρία, νταρντάνα, με πλούσιο ντεκολτέ και με φαρδιά ανοίγματα στα πλάγια. Ο Γιώργης ήτανε δεξιά της κι όπως αυτή είχε σηκωμένο το χέρι και κρατιότανε από τη χειρολαβή, ο δικός μας, που της ερχότανε ίσαμε τον  ώμο, είχε στηθεί κάτω από τη μασχάλη της και κυαλάριζε εκ του πλαγίου. Με σκούντησε πονηρά με τον αγκώνα του.

-Ξάνοιξε!

Εγώ έκανα πως δεν καταλάβαινα γιατί όλοι οι επιβάτες τον είχανε πάρει χαμπάρι και κοιτάζανε προς το μέρος του. Κάθε τόσο μ’’ εσκούντα και με ρωτούσε μελαλοφώνως:

-Ξανοίγεις μωρέ; Βλέπεις από ετά που είσαι;

Έκαμα να τραβηχτώ πιο πίσω, ανέ πέσει καμμία τσαντιά να την αποφύγω, αλλά όσο εγώ απομακρυνόμουνα, τόσο αυτός πλησίαζε προς την κυρία. Είχε χωθεί ολόκληρος πλέα κάτω από τη μασχάλη της. Οπότε κάποια στιγμή η κυρία που είχε ενοχληθεί, θα την έκαιγε η ανάσα του ως φαίνεται, γύρισε και τονε κοίταξε αυστηρά και ήτανε έτοιμη να του επιτεθεί. Ο Γιώργης παρέμεινε ψύχραιμος και πέρασε πρώτος στην αντεπίθεση.

-Είντα με ξανοίγεις μπατικά-μπατικά; Για πάρε κυρά μου την αμασκάλη σου από του, που την έφερες μες στη μύτη μου και δεν μπορώ να πάρω αναπνοηηηηή…

Η κυρία τραβήχτηκε πιο πέρα και δεν έβγαλε άχνα. Όλοι οι επιβάτες εσκάσανε στα γέλια κι εγώ καμάρωνα. Να μου ζήσεις Τσιρίγο με τα τσακάλια που βγάνεις, έλεγα από μέσα μου.

Κατεβήκαμε στην ίδια στάση.

-Φχαριστήθηκε το μάτι μου. Είδες εσύ τίοτα; Ναι δα..Εσύ με το που με στραβοξάνοιξε έγινεις αγριόβροντος. Κακομοίρη…

Με κορόιδευε κιόλας ο μπαγάσας. Αλλά εμένα η πονηριά του πολύ μου άρεσε μα δεν τηνε ξεχνώ.

Όπως δεν ξεχνώ άλλη μια φορά, πάλι μέσα στο τρένο, που συνάντησα ένα γέρο Τσιριγώτη, ογδόντα χρονώ. Καθότανε σ’ ένα κάθισμα κι απέναντι του καθότανε μια καλοστεκούμενη κυρία, πεντακάθαρη και καταφορτωμένη με πατσουλιές. Του δικού μας κάποια στιγμή του’ ρθε να φταρμιστεί. Όπως ήτανε μαθημένος από τότε που επολέμα τα χωράφια του στο Τσιρίγο, άφησε τον εαυτό του τελείως  ελεύθερο, ούτε την απαλάμη του δεν έβαλε μπροστά, παρά τράβηξε ένα φτάρνισμα ξεγυρισμένο. Αλλά ήτανε τόσο δυνατό που του πετάχτηκε προς τα πέρα η μασέλα κι επήγε κι έπεσε στο μπράτσο της κυρίας.(Θα μου αναγουλιαστούνε πάλι τίοτα φιλενάδες, αλλά είντα να κάμω, ετσά εγίνηκε. Το είδα.).

-Ξιούσμι κυρία που σας εδάγκασα, αλλά δεν το έκαμα ξαπόστα.

Τι κατάλαβε τώρα η κυρία, ο Θεός κι η ψυχή της. Πάντως χαμογέλασε, του είπε παρακαλώ και ο ίδιος την έβγαλε καθαρή. Αν ήτανε κανένας βλάχος στη θέση του, άσχημα θα καθάριζε. Που να τηνε βρούνε οι βλάχοι τέτοια διπλωματία.Ωραίοι που λέτε οι τρουλίτοι μας. Ακόμα και μέσα στη ζούγκλα της Αθήνας. Φτάνει να παραμένουνε τρουλίτοι και να μην εκφυλίζονται σε τίοτα  παπαγάλους. Και δεν λέω, τα στραβά μας τα’ χομε και εμείς και πρέπει να τα διορθώσουμε. Αλλά από την άλλη μεριά πάλι δεν πρέπει δα να πάρομε όλα τα στραβά των αλλωνώνε. Κι όμως, όπως βλέπω, οι περισσότεροι μπασταρδέψαμε, Κακοχράχομε, παπαγαλάκια έχομε γενεί.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 79 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1995

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο