Οι αλαφροΐσκιωτοι

876

Το βράδυ εκείνο, στη βεγγέρα, τα μικρά παιδία και οι γυναίκες, αλλά εδώ που τα λέμε και πολλοί από τσοι άντρες, δεν επεράσανε καθόλου καλά. Είχανε σμίξει ο Μπαρμπαβρακάς με τη θεία την Αρετή και μας ελελέψανε. Ιστορίες ήτανε αυτές που αρχινίξανε; Που να τουνε δώσει γιότσα. Από την ώρα που μπήκαμε στο σπίτι του Μανώλακα-εκεί είχαμε μαζευτεί εκείνο το βράδυ-δεν εβάλανε γλώσσα μέσα. Με αφορμή τον πεθαμό του μπαρμπα-Νικόλα, που το μεσημέρι τον είχαμε φυλάξει, αρχινίξανε να λένε γι’’ ανάραχα. Φόβος και τρόμος σασε λέω! Αφού όταν ετέλειωσε την πρώτη της ιστορία η Αρετή, επέρασε το μικρό τση Ευγενίας από δίπλα μου κι εβρωμότιαζε. Και δεν ήτανε και πολύ μικρό, εξ-εφτά χρονώ.

Την αρχή την έκαμε η γραία Αρετή:

Advertisement

-Το είδα μπρε εγώ το ίσκιο του γέρου, από δω και δεκαπέντε μέρες. Αλλά είντα να κάμω; Να πάω να το πω, να συντροδιαστούνε οι δικοί του; Έκαμα μόκο, έτσι κι αλλοιώς, αφού ήρθε η ώρα του, κανένας δεν μπορεί να τονε γυρίσει πίσω…

-Τι λες, πετάχτηκε ο Μπαρμπαβρακάς, εγώ το παιδί τσι Βασιλικώς, το έσωσα τότες που τόπα.

-Είχες δει τ’’ ανάραχό του;

-Μόνο! Κι όμως, εντονέ, κοντζαμού λεβέντης εγίνει, γιατί μόλις τόπα, επήγε η μάνα του και του έκαμε σαρανταλείτουργα  κι εσώθη το τέκνο.

-Ε, δε λέω, καμία φορά γίνεται κι έτσι. Αλλά εγώ πάντως όσους έχω δει, πεθάνανε σε πέντεξε μέρες.

-Α, και γω, να σου πω την αλήθεια, όσους είδα, πάει καλλιά τουνε.Μοναχά ο γιός τση Βασιλικής έζησε.

-Μου λέεις εμένα! Μπορώ να ξεχάσω είντα έπαθα πρόπερσι με τ’’ ανάραχο του κακομοίρη του Φίλιππα!

Τα παιδία μαζευτήκανε γύρω-γύρω από τη θεία Αρετή κι ανοίξανε τα στόματα σα χάνοι. Ετρέμανε, αλλά τους άρεσε κιόλας.

-Είντα έπαθες θεία…είντα έπαθες;

-Βρε, με είχε πάρει η νύχτα κι όπως ερχόμουνα καβάλα στο γάιδαρο, από τα πίσω μέρη, μόλις επέρασα το Ξερουλάκι, ακούω κάτι σαν βογγητό. ʼΑγιε μου Κοσμά, λέω, είντα νάναι; Η γαϊδάρα ασήκωσε τ’’ αυτία και τα στήλωσε, ούτε μπτος επάαινε, ούτε πίςω. Παναγία μου, τίοτα δαιμόνοι θάναι, είπα μέσα μου και σταυροκοπήθηκα. Το λένε ότι τσοι ζάρει επαδά. Ο σκύλος μου όμως έβαλε ένα βαβλητό κι όρμηξε σε μία σκιναρέα. Μωρέ, λέω, για να βαβλίζει ο σκύλος δεν θάναι δαιμόνιοι, τίοτ’’ άλλο είναι. Ας κατεβώ να δω. Πάω προς το σκίνο και εκεί, μέσα στο σύθαμπο, είντα να δω! Ο Φίλιππας ήτανε πεσμένος μπρούμητα μέσα στη σκιναρέα. Βρε, λέω που βρέθηκε ο άνθρωπος επαδά; Κι είντα να έχει πάθει; Πάνω να τονε πιάσω από το μπράτσο και να τον ασηκώσω κι τότες τονε πιάνει μια τρεμούλα, σαν κόσκινο επάαινε το κορμί του. Πάω να πάρω από το σκαρβέλι το νερό, αλλά μόλις εγύρισα ούτε Φίλιππας υπήρχε στη σκιναρέα, ούτε σημάδι από κυλισταρέα. Το κατάλαβα ευτύς. Το ανάραχό του ήτανε. Τόδε κι ο σκύλος κι η γαϊδάρα μου, δεν μπορεί να το κάμανε τα μάτια του. Πραγματικά την άλλη το πρωί μάθαμε πως σκοτώθηκε το κακόμοιρο.

Τα παιδία είχανε χωθεί αποκάτω από τα φουστάνια των μανάδων κι εκείνες όμως κατακίτρινες είχανε γενεί .Ο Θεός να μην τα δίνει τέτοια πράγματα.

-Αυτό δεν είναι τίοτα. Εγώ να δεις είντα είδα μία βολά, είπε ο Μπαρμπαβρακάς. Ανέβαινα από τα Μερτίδια κι εκειά στην Παραθύρα, ακούω μονιτάρου κλάιματα μωρού. Ξανοίγω από δω, κοιτάζω από εκεί, τίοτα δεν βλέπω. Α, τ’’ αυτία μου το κάμανε είπα μέσα μου. Αλλά στου Δημητράκη τσι ελές, πάλι κλάιματα. Δεν έδωσα σημασία, παρά συνέχισα να τραβώ κατά τσοι Καλοκαιρνές .Ώσπου μόλις έσωσα στα πηγάδια του Κακλαμάνη, ακούω πάλι το κλάιμα και βλέπω ένα μωρό, τυλιγμένο στι φασκιές, να είναι παρατημένο στα χείλια του πηγαδιού. Βρε, τι πράμα είναι τούτο, είπα μέσα μου, αυτά δεν εγινόντουσαν στον τόπο μας. Έτρεξα να προκάμω να το πιάσω πριν πέσει στο πηγάδι. Αλλά μόλις το ασήκωσα, τα μάτια του ελάμψανε σα φλόγες και μέσα από τσι φασκιές επέταξε ένα χέρι μαλιαρό με μαύρες και θερίες νυχούρες και το ακούμπησε στο λαιμό μου. Την ίδια ώρα έβγαλε μια βραχνή φωνή και μου είπε:” ʼΑσε με χάμω παλιόγερε, πριν προκάμω και σε πνίξω. Τα έκαμα. Το αμόλυσα και όπου φύγει-φύγει. Την άλλη μέρα το πρωί απέθανε το μωρό τση Αλέκαινας.

Στη βεγγέρα είχε πέσει μουγγαμάρα. Μοναχά ο Φραντζέσκος με το Γιάννη τον κουρέα  κρυφογελούσε. Α, βρε παραμυθατζήδες, είπανε, θα σασε κάμομε να λερωθείτε στ’’ αλήθεια. Όλο ίσκια βλέπετε, αλλά αφού πεθάνει κανένας.

Τούχε ψοφήσει ο σκύλος του Φραντζέσκου εκείνη την ημέρα. Έφυγε λοιπόν νωρίτερα από τη βεγγέρα, επήγε κι επήρε το ψοφίμι και το έντυσε με το ρούχο που είχε απλωμένο η Αρετή στην αλιάστρα της, η ρόμπα της θαρρώ ήτανε, του έβαλε και την τζεμπέρα της στην κεφαλή. Το πήρε και το έστεσε όρθιο στα σκαλούνια της οξώπορτάς της και του έδεσε τα πίσω πόδια μ’’ ένα μακρύ σκοινί, που την άλλη άκρη του την εβάστα αυτός, κρυμμένος πίσω από ένα τοιχαλάκι.

Κατά τσοι δώδεκα εγύριζε η γραία στο σπίτι της.”Παναγία μου, ακούστηκε μονιτάρου η φωνή της, το ίσκιο μου! Το ίσκιο μου.

Ο Φραντζέσκος τράβηξε με δύναμη το σκοινί κι αναπάρωσε το ντυμένο ψοφίμι.Η Γραία είχε λιγωθεί εν τω μεταξύ.Δεν επεράσανε πέντε λεφτά κι άλλες φωνές ακουστήκανε από το σπίτι του Μπαρμπαβρακά.

-Χριστέ μου, σώσε με , βοηθάτε χωριανοί, είδα τ’ ανάραχό μου.

Οι άλλοι που γυρίζανε κι αυτοί εκείνη την ώρα στα σπίτια, τρέξανε οι μισοί από δω, οι άλλοι μισοί από κει.Στο σπίτι τση Αρετής, δεν μπορούσανε να καταλάβουνε είντα εγίενει. Τους έλεγε πως είδε τ’’ ανάραχό της και κάμποσοι την επιστέψανε κι αρχινίξανε να κακοβάνουνε. Στου Μπαρμπαβρακά όμως υπήρχε εξήγηση. Τρία μέτρα πιο πέρα από δαύτονε ήταν φρακαρισμένο σ’’ ένα πόρο το σκιάζαρο από τη μπαμπακία του Γιάννη, ντυμένο με βράκιες, ίδιες με του Μπαρμπαβρακά και με γιλέκο και με ζωνάρι στη μέση του. Τόχε τραβήξει κι αυτό με σκοινί ο Γιάννης ο κουρέας, αλλά του φρακάρησε και δεν επρόκαμε να το εξαφανίσει. Έτσι καταλάβανε όλοι είντα είχε γένει.

Καλά τους εκάμανε, ελέγανε, που μας είχανε στη βεγγέρα και κοντεύαμε να μη βλέπομε την πόρτα για να βγούμε.

Ανάραχα που λέτε. Εκείνη την εποχή πολλοί τα βλέπανε και τα διυγόντουσαν. Τώρα κανένας δεν βλέπει πλέα τίοτα. Να σταματήσανε άραγε να κυκλοφορούνε ή βολευόμαστε με τση ταινίες τρόμου, που είναι μπλόι κάθε βράδυ τα κανάλια μας από δαύτες; Αν εζιούσανε ο Μπαρμπαβρακάς κι η κερ-Αρετή πάντως, σκηνοθέτες σε κάτι τέτοιες θα ήντουσαν και, μα το Θεό, μέχρι και Όσκαρ μπορεί να είχανε πάρει.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 88 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1995

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο