Advertisement

Καταγγελία για απόπειρα βιασμού στα βενετοκρατούμενα Κύθηρα (1702)

"Me too" στα βενετοκρατούμενα Κύθηρα. Από την κυρία Χρύσα Μαλτέζου ομ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

661

Γιὰ τὴ μελέτη τῆς ἱστορίας τοῦ βενετοκρατούμενου ἑλληνικοῦ κόσμου, οἱ δικογραφίες ποὺ ἐντοπίζονται στὰ διάφορα ἀρχεῖα ἀποτελοῦν πολύτιμο ἐργαλεῖο ἔρευνας, γιατὶ μέσα ἀπὸ τὸ πληροφοριακὸ ὑλικὸ ποὺ προσφέρουν ὄχι μόνον ἀναδεικνύουν πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ κυρίως προβάλλουν τὶς νοοτροπίες τῶν καιρῶν. 1Στὴν ἐργασία μου θὰ ἀσχοληθῶ μὲ μία δικογραφία τοῦ 1702 ποὺ ἀπόκειται στὸ τοπικὸ ἀρχεῖο Κυθήρων, ἡ ὁποία ἔχει ὡς θέμα τὴν ἀπόπειρα βιασμοῦ γυναίκας.2

Γιὰ τὴν ποινικὴ δικαιοσύνη εἰδικότερα στὴν Κρήτη βλ. Ρομίνα Τσακίρη, Ποινὲς καὶ κοινωνία στὴ βενετοκρατούμενη Κρήτη (16ος αἰώνας), Ἀθήνα 2008 (διδακτορικὴ διατριβὴ ἀναρτημένη στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχεῖο Διδακτορικῶν Διατριβῶν), ἡ ἴδια, «Consistency and rupture in punishments in Crete under the Venetian rule (13th-17th century), Πρακτικὰ τοῦ 5ου Εὐρωπαϊκοῦ Συνεδρίου Νεοελληνικῶν Σπουδῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑταιρείας Νεοελληνικῶν Σπουδῶν (Θεσσαλονίκη, 2-5 Ὀκτωβρίου 2014): Συνέχειες, ἀσυνέχειες, ρήξεις στὸν ἑλληνικὸ κόσμο (1204-2014): Οἰκονομία, κοινωνία, ἱστορία, λογοτεχνία, τ. 5, ἐπιμ. Κ. Δημάδης, Ἀθήνα 2015, σ. 185-205, ἡ ἴδια, «Μία σπουδὴ γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ βενετικοῦ δικαίου στὴν περιφέρεια τοῦ κράτους, μὲ ἔμφαση στὴν ποινικὴ διαδικασία.Ἡ περίπτωση τῆς Κρήτης (13ος-17ος αἰ.)», Κρητικὰ Χρονικὰ 38 (2018), 85-108. Γιὰ περιπτώσεις κακοποίησης γυναικῶν στὴν Κρήτη κατὰ τὸν 14ο αἰώνα βλ. Elisabeth Santschi, Régestes des Arrêts Civils et des Mémoriaux (1363- 1399) des Archives du Duc de Crète, Venise 1976, σ. 43 ἀρ. 184, σ. 52 ἀρ. 222.

Ἡ λατινοκρατία ἐγκαθιδρύθηκε στὰ Κύθηρα κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 13ου αἰώνα, ὅταν τό «λιμῶδες, πετρῶδες καὶ διψῶδες» νησὶ3 ἀποσπά- στηκε ἀπὸ τὴ σφαίρα τῆς βυζαντινῆς ἐπιρροῆς καὶ μετατράπηκε σὲ φέουδο τῆς βενετικῆς οἰκογένειας τῶν Βενιέρ. Μετὰ τὴν ἀνάμιξη, τὸ 1363, τῶν Βε- νιὲρ στὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τῶν φεουδαρχῶν τῆς Κρήτης ἐναντίον τῆς Βενετίας, τὰ Κύθηρα περιῆλθαν κάτω ἀπὸ τὸν ἄμεσο ἔλεγχο τῶν Βενετῶν καὶ προσκολλήθηκαν στὴν τροχιὰ τῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Μάρκου, κτισμέ- νης στὰ τενάγη τῆς Ἀδριατικῆς. Τὸ νησὶ ποὺ ἡ παράδοση θέλει νὰ εἶναι ἡ γενέτειρα τῆς Ἀφροδίτης παρέμεινε, μὲ ἐξαίρεση βραχὺ χρονικὸ διάστημα τουρκικῆς κατοχῆς (1715-1718), βενετικὴ κτήση ὣς τὸ 1797, ἔτος κατάλυ- σης τῆς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τῆς Βενετίας ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα.4

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα οἱ Βενετοὶ χρησιμοποιοῦσαν τὰ Κύθηρα ὡς παρατηρητήριο τῶν κινήσεων τοῦ τουρκικοῦ στόλου στὸ Αἰγαῖο. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τῆς Κρήτης ποὺ εἶχε καταρρακώσει τὸ γόητρο τῶν Βενε- τῶν, τὰ Κύθηρα, λόγω τῆς γεωγραφικῆς τους θέσης σὲ κομβικὸ θαλάσσιο ἐμπορικὸ δρόμο, ἐξυπηρετοῦσαν τὶς ἀνάγκες τῶν μητροπολιτικῶν κυβερνη- τικῶν ὀργάνων ποὺ πάσχιζαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν τουρκικὸ κίνδυνο, ὁ ὁποῖος ἀπειλοῦσε ὅσες περιοχὲς τοῦ λεγόμενου Κράτους τῆς Θάλασσας (Stato da Mar) παρέμεναν κάτω ἀπὸ τὴ σημαία τῆς Γαληνοτάτης. Ἡ κυθηραϊκὴ κοινωνία εἶχε γνωρίσει τοὺς κραδασμοὺς τοῦ κρητικοῦ πολέμου καὶ εἶχε δεχθεῖ στοὺς κόλπους της, μετὰ τὴν τουρκικὴ κατάκτηση τῆς μεγαλονή- σου, πρόσφυγες ποὺ εἶχαν ἔρθει εἴτε γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ εἴτε γιὰ νὰ προωθηθοῦν σὲ ἄλλες βενετικὲς κτήσεις.5 Σὲ προγενέστερους ἐπίσης χρό- νους εἶχαν ζητήσει ἄσυλο στὰ Κύθηρα πρόσφυγες ἀπὸ βενετοκρατούμενα ἐδάφη τοῦ Μοριᾶ (Κορώνη, Μονεμβασία), ἐνῶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἕκτου βενετοτουρκικοῦ πολέμου κάτοικοι διαφόρων πελοποννησιακῶν περιοχῶν, γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς ἐμπόλεμης βενετοτουρκικῆς σύγκρου- σης, μετανάστευσαν στὰ γειτονικὰ Κύθηρα. 6 Ἡ ἀναστάτωση ποὺ προκλήθη- κε στὸν κυθηραϊκὸ νησιωτικὸ χῶρο ἀπὸ τὶς μεταναστευτικὲς κινήσεις συνέ- βαλε στὴ διαμόρφωση νέων ἰδεῶν καὶ συμπεριφορῶν. Παρατηρεῖται συγ- χρόνως καὶ ἕνα ἐπιπλέον φαινόμενο, ἐκεῖνο τῆς ἔκφρασης καχυποψίας ἀπέ- ναντι στοὺς πρόσφυγες ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ντόπιου πληθυσμοῦ ποὺ στὴν πλειονότητά του ταλανιζόταν ἀπὸ τὴν ἔνδεια. Τὴν κοινωνικὴ αὐτὴ πραγμα- τικότητα εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχει ὑπόψη του ὁ ἐρευνητής, γιὰ νὰ πλησιάσει ἀσφαλέστερα τὰ πρόσωπα ποὺ ἀναφέρονται στὴ δικογραφία τοῦ 1702 καὶ νὰ ἀνιχνεύσει καλύτερα τὶς ἀντιλήψεις τους.

Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ δικογραφία, ἕνα χειμωνιάτικο πρωϊνὸ τοῦ ἔτους 1702 παρουσιάστηκε ἐνώπιον τοῦ προνοητῆ τῶν Κυθήρων Marco da Riva ἡ Ἀννέζα, γυναίκα τοῦ Τζώρτζη Χριστοφόρου, κάτοικος Βούργου, κρατώντας στὴν ἀγκαλιά της ἕνα μωρό. Ὅπως ἀνέφερε ἡ ἴδια, εἶχε ἔρθει μὲ τὸν ἄντρα της νὰ κατοικήσουν στὸν Βοῦργο, ἀπὸ τὸ Λιβάδι, ὅπου εἶχαν ἕνα ἀκίνητο χωρὶς ἀξία, μὲ τὴν ἐλπίδα μιᾶς καλύτερης ζωῆς. Τὴ νύκτα τῆς 12ης πρὸς τὴ 13η Ἰανουαρίου, συνέχισε, μόνη της καθὼς ἦταν στὸ σπίτι, γιατὶ ὁ ἄντρας της ἦταν στὸ Λιβάδι, εἶχε πέσει νὰ κοιμηθεῖ ἀπὸ νωρίς. Ἦταν μία ἡ ὥρα (= 5-6 π.μ.), 7ὅταν, ἐνῶ ἐκείνη κοιμόταν, κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ὁ Μα- νέας Τζάνες ποὺ τῆς εἶπε, στὴν ἐρώτησή της τὶ ἤθελε, πὼς ἤθελε νὰ μιλήσει στὸν ἄντρα της. Ὅταν τὸν πληροφόρησε ὅτι ὁ τελευταῖος ἔλειπε, ὁ Τζάνες ἔφυγε, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει τὰ μεσάνυκτα. Φτάνοντας στὸ σπίτι, τράβηξε ἀπὸ τὴν πόρτα τὸ ξύλο ποὺ ἀσφάλιζε ἀπὸ μέσα τὴν εἴσοδο, πλησίασε στὸ κρεβ- βάτι, ὅπου ἡ γυναίκα κοιμόταν, τῆς ἔκλεισε μὲ τὸ χέρι του τὸ στόμα καὶ ἀπο- πειράθηκε νὰ τὴ βιάσει. Ἡ Ἀννέζα ἀμύνθηκε καὶ φωνάζοντας προσπάθησε νὰ ἀντισταθεῖ στὶς σεξουαλικές του ὀρέξεις. Τελικά, μπροστὰ στὴν ἀντίδρα- σή της, ὁ Τζάνες ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπό τὸ σπίτι της, χωρὶς νὰ προφτά- σει νὰ ἐκπληρώσει τὶς ἐπιθυμίες του.Ἡ γυναίκα ὑπέβαλε μήνυση κατὰ τοῦ φερόμενου ὡς δράστη στὴ δικαστικὴ καγκελλαρία καὶ ζήτησε νὰ τιμωρηθεῖ γιὰ τὴν ἄνομη πράξη του.

Advertisement

Στὶς ἐρωτήσεις τῶν ὀργάνων τῆς δικαιοσύνης ἂν τὸ μωρὸ ποὺ κρατοῦσε ἦταν δικό της καὶ τὶ γνώριζε γιὰ τὸν Τζάνε, ἡ Ἀννέζα ἀπάντησε ὅτι τὸ βρέ- φος, ἕνα δεκαπέντε ἡμερῶν ἀγόρι, ἦταν δικό της καὶ ὅτι ἤξερε μόνο πὼς ὁ Τζάνες ἦταν νέος καὶ ἄγαμος καὶ ὅτι ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἀντώνιος καὶ ἦταν μαγαζάτορας (fa bottega). Ἀκόμη στὴν ἐρώτηση ἂν εἶχε δεῖ κανεὶς τὸν Τζάνε νὰ μπαίνει στὸ σπίτι της ἢ ἂν τὴν εἶχε ἀκούσει κανεὶς νὰ φωνάζει, ἀπάντησε α) ὅτι δὲν ἤξερε ἂν εἶχε δεῖ κανεὶς τὸν δράστη νὰ εἰσβάλλει στὸ σπίτι της, γιατὶ κοιμόταν, καὶ β) ὅτι δὲν πρέπει νὰ εἶχαν ἀκουστεῖ οἱ φωνές της, γιατὶ τὸ σπίτι της βρισκόταν μακριὰ ἀπὸ ἄλλα. Πρόσθεσε ὅτι ὅσοι ἐκ τῶν ὑστέρων εἶχαν πληροφορηθεῖ ἀπὸ ἐκείνην τὸ περιστατικό, τῆς ἔλεγαν ὅτι δὲν θὰ εὔρισκε τὸ δίκιο της, ἐπειδὴ χωρὶς μάρτυρες ἦταν ἀδύνατο νὰ τι- μωρηθεῖ ὁ ὑπαίτιος. Ὅμως, ἐκείνη τοὺς εἶχε ἀνταπαντήσει πὼς εἶχε ἐμπιστο- σύνη στὴ δικαιοσύνη καὶ πὼς ἦταν βέβαιη ὅτι θὰ ἐπιβαλλόταν στὸν Τζάνε ἡ ποινὴ ποὺ τοῦ ἄξιζε. Ὡς μάρτυρες, γιὰ νὰ καταθέσουν ὅτι τὴ γνώριζαν, ζήτη- σε νὰ κληθοῦν ὁ Νικολάκης Ντόρια, ἁρχηγὸς τῶν πυροβολητῶν στὴν Φορ- τέτσα, ὁ Δημήτρης Στάης τοῦ Θοδωρῆ, κάτοικος Βούργου, μάγειρας στὸ δικαστικὸ μέγαρο (palazzo pretorio), ὁ Ἰούλιος Μόρμορης,8 ὁ Μανόλης Κακα- λάκης τοῦ ποτὲ Νικολό, κάτοικος Βούργου, ὁ Παῦλος Τούρτας τοῦ Γιάννη, ἀπὸ τὶς Καρβουνάδες, κάτοικος Βούργου, καὶ ὁ Γιώργης Γρυπάρης, ἐπικα- λούμενος Μηλιώτης, γιὸς τοῦ μαστρο-Γιάννη, κτίστης.9

Ὅταν τελείωσε ἡ ἀκρόαση, ὁ προνοητὴς διέταξε τὸν δικαστικὸ καγκελ- λάριο νὰ μεταβεῖ στὸ σπίτι τῆς Ἀννέζας καὶ νὰ ἐλέγξει ἂν ἡ πόρτα εἶχε παρα- βιαστεῖ. Ἐκτελώντας τὸν ὁρισμὸ τοῦ προνοητῆ, ὁ ὑπάλληλος πῆγε στὸν ἔξω Βοῦργο (Βorgo aperto), ὅπου βρισκόταν τὸ σπίτι, καὶ διαπίστωσε ὅτι ἦταν εὔκολο νὰ παραβιαστεῖ ἡ πόρτα, γιατὶ μία σχισμὴ ἀνάμεσα στὸν τοῖχο καὶ στὸ ξύλο ποὺ τὴν ἀμπάρωνε ἐπέτρεπε τὸ ἄνοιγμα ἀπὸ ἔξω. Ἀνέφερε, ἐπίσης, ὅτι τὸ σπίτι ἦταν κτισμένο ἀπόμερα, ὅτι ἦταν φτωχικὸ καὶ μονόχωρο καὶ ὅτι στὸ δωμάτιο δὲν ὑπῆρχε παρὰ ἕνα μόνο κρεββάτι μὲ ὑγρὰ σκεπάσματα. Μετὰ τὴν αὐτοψία ποὺ πραγματοποίησε ὁ καγκελλάριος, ὁ προνοητὴς διέ- ταξε νὰ κληθοῦν νὰ καταθέσουν τὰ ἄτομα ποὺ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ἀννέζα. Ὁ Νικολάκης Ντόρια κατέθεσε ὅτι τὴ γνώριζε, γιατὶ ὁ ἄντρας της ἦταν μαθη- τευόμενος πυροβολητής, ὅτι θεωροῦσε πὼς ἦταν dona da bene, modesta et honorata καὶ ὅτι δὲν ἤξερε ἂν τὴν κακολογοῦσε ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε κατὰ τὴ γνώμη του ἔλεγε πάντα κακὸ γιὰ ὅλους. Ὁ Γιώργης Μηλιώτης κατέ- θεσε ὅτι τὴ γνώριζε, γιατὶ ἡ γυναίκα κατοικοῦσε κοντὰ στὸ σπίτι του, ὅτι ἦταν dona maritata, honorata et da bene καὶ στὴν ἐρώτηση ἃν τὴν εἶχε ἀκού- σει νὰ φωνάζει τὴ συγκεκριμένη νύκτα ἀπάντησε ἀρνητικά. Ὁ Παῦλος Τούρ- τας καὶ ὁ Μανόλης Κακαλάκης κατέθεσαν ὅτι γνώριζαν τὴν Ἀννέζα (ὁ πρῶτος ἀπὸ παλιά, προτοῦ ἔρθει νὰ κατοικήσει στὸν Βοῦργο καὶ ὁ δεύτερος ἐδῶ καὶ ἕναν χρόνο, ἀπὸ τὸν περασμένο Αὔγουστο, ὅταν εἶχε ἔρθει να μείνει στὸν Βοῦργο) καὶ ὅτι ἦταν dona honorata, maritata et da bene. Ὁ Ἰούλιος Μόρμορης τοῦ Τζώρτζη κατέθεσε ὅτι δὲν ἤξερε τίποτα ἀπὸ ὅσα εἶχε καταγ- γείλει ἡ Ἀννέζα, ἐκτὸς ἀπὸ ὅτι κατοικοῦσε στὸν ἔξω Βοῦργο, ὅτι δὲν εἶχε ἀκούσει νὰ μιλοῦν εἰς βάρος της, ὅτι πίστευε πὼς ἦταν ἔντιμη, χωρὶς ὅμως νὰ τὴ γνωρίζει. Τελευταῖος κατέθεσε ὁ Δημήτρης Στάης, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι γνώριζε τὴ γυναίκα, ὅτι ἦταν dona honorata, ὅτι ἦταν παντρεμένη μία δεκα- ετία περίπου μὲ τὸν Χριστόφορο, ὅτι πρὶν παντρευτεῖ ἐργαζόταν ὡς ὑπηρέ- τρια στὸ σπίτι κάποιου Μανόλη Βενιὲρ καὶ ὅτι εἶχε, ὅπως λεγόταν, ἀποκτή- σει ἀπὸ τὸν ἀδελφό του, Φραγγιά, ἕνα παιδί.

Ὁ προνοητὴς στὴ συνέχεια διέταξε νὰ προσαχθεῖ σὲ δίκη ὁ Τζάνες, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι εἶχε ἐπιδιώξει νὰ βιάσει καὶ νὰ ἐκπορνεύσει (per violarla e prostituirla a tuoi capriciosi e libidinosi penssieri) τὴν ἐνάρετη καὶ παντρεμέ- νη Ἀννέζα (dona di bona vita, femina maritata) καὶ ὅτι σπάζοντας τὴν πόρτα καὶ μπαίνοντας στὸ σπίτι της, εἶχε ἐνεργήσει ἐναντίον τῶν νόμων τῆς Γαλη- νοτάτης ποὺ ἐξασφάλιζαν τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν εἰρήνη τῶν ὑπηκόων της (sturbare la quiete dei sudditi contro la libertà permessa dalle leggi del Principe). Ὁ Τζάνες ἐμφανίστηκε στὸ δικαστήριο καὶ ἀνέφερε ὅτι ἀδυνατώ- ντας, λόγω ἄγνοιας τῆς ἰταλικῆς γλώσσας νὰ διαβάσει τὸ ἔγγραφο ποὺ εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὸν προνοητή, δὲν ἤξερε τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε κληθεῖ νὰ παρουσιαστεῖ στὸ δικαστήριο. Ὅταν τοῦ ζητήθηκε νὰ ἀντικρούσει τὶς κατη- γορίες, ἀπάντησε ὅτι ἦταν ὅλες ἀνυπόστατες καὶ ὅτι δὲν γνώριζε οὔτε τὴν Ἀννέζα ποὺ τὸν εἶχε καταγγείλει γιὰ ἀπόπειρα βιασμοῦ οὔτε τὸν ἄντρα της. Ἰσχυρίστηκε ὅτι τὴ νύκτα κατὰ τὴν ὁποία εἶχε δῆθεν διαπράξει τὸ ἀδίκημα ποὺ τοῦ ἀποδιδόταν, βρισκόταν στὸ σπίτι τοῦ Τζώρτζη Μαρία Ντουρέντε, ὅπου ἀφοῦ δείπνησε συντροφιὰ μὲ τὸν Ματτίο Βενιέρ, τὸν παπα -Φραντσέ- σκο Ντουρέντε καὶ τὸν Μανόλη Στάη, κοιμήθηκε μαζί τους στὸ ἴδιο σπίτι.Ὁ προνοητὴς διέταξε τὴν προφυλάκισή του, ἀλλὰ μετὰ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο μὲ ἐγγύηση 100 ρεαλίων, ὕστερα ἀπὸ σχετικὸ αἴτημα τοῦ δικηγόρου του Ἀντω- νίου Δαρμάρου. Ὡς ἐγγυητὴς παρουσιάστηκε ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν ὁ Τζώρ- τζης Σκορδίλης, κάτοικος Βούργου, ὁ ὁποῖος δήλωσε, ὑπογράφοντας στὰ ἑλληνικά, πὼς εἶχε ὑποθηκεύσει τὰ ἀγαθά του ἔναντι τοῦ χρηματικοῦ ποσοῦ ποὺ εἶχε ὁρίσει ὁ προνοητὴς ὡς ἐγγύηση. Μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Σκορδίλη, λίγες ἡμέρες ἀργότερα, οἱ βενετικὲς ἀρχὲς χορήγησαν μηνιαία ἄδεια στὸν Τζάνε, προκειμένου νὰ ταξιδεύσει γιὰ ἐπείγουσες ὑποθέσεις του στὴ Μάνη. Ἐντωμεταξὺ ἡ Ἁννέζα διατάχθηκε νὰ προσέλθει ἀκόμη μία φορὰ στὸ δικα- στήριο, γιὰ νὰ ἀνασκευάσει ὅσα εἶχε ἰσχυριστεῖ ὁ Τζάνες. Ἡ γυναίκα παρα- κάλεσε τὶς ἀρχὲς νὰ διαφυλάξουν τὴν ὑπόληψή της, γιατὶ ἀδυνατοῦσε, φτω- χὴ καθὼς ἦταν, νὰ προσλάβει δικηγόρο, γιὰ νὰ τὴν ὐπερασπιστεῖ.

Μετὰ τὴν παρέλευση τῆς προθεσμίας ποὺ εἶχε δοθεῖ στὸν Τζάνε γιὰ νὰ λείψει στὴ Μάνη καὶ ἐπειδὴ ὁ κατηγορούμενος δὲν εἶχε ἐμφανιστεῖ, ὅπως ὅφειλε, ὁ προνοητὴς τὸν διέταξε νὰ παρουσιαστεῖ ἑνώπιον τοῦ δικαστηρίου καὶ νὰ ἀπολογηθεῖ. Ὁ Τζάνες κατέθεσε τότε μέσω τοῦ δικηγόρου του γρα- πτῶς τὴν ἀπολογία του, στὴν ὁποία ἔκανε λόγο γιὰ ψευτιὲς καὶ συκοφαντίες ποὺ εἶχε ἐξαπολύσει ἐναντίον του ἡ Ἀννέζα. Τέσσερα ἦταν τὰ ἀποδεικτικὰ κατὰ τὴ γνώμη του ἄρθρα (capitoli), στὰ ὁποῖα εἶχε ἑστιάσει τὴν ὑπερασπι- στικὴ γραμμή του: α) ὑποστήριξε ὅτι ἂν εἶχε πράγματι φωνάξει ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἡ Ἀννέζα, ζητώντας βοήθεια, οἱ φωνές της θὰ εἶχαν ἀκουστεῖ ἀπὸ τὰ γειτονικὰ σπίτια· β) στὴν προσπάθεια προφανῶς νὰ δείξει ὅτι ἡ γυναίκα ἦταν ἀνήθικη, ἀνέφερε ὅτι ἡ τελευταία εἶχε πρὶν ἀπὸ χρόνια συκοφαντήσει ἕναν παπα-Μπούκη, κατηγορώντας τον ὅτι ἐπιζητοῦσε νὰ συνάψει ἐρωτικὴ σχέση μαζί της· γ) τὴ νύκτα κατὰ τὴν ὁποία εἶχε γίνει ἡ ὑποτιθέμενη ἀπόπει- ρα βιασμοῦ, ἐκεῖνος εἶχε δειπνήσει καὶ εἶχε κοιμηθεῖ στὸ σπίτι τοῦ Ντουρέ- ντε· δ) ὁ ἴδιος ζοῦσε τίμια ζωὴ καὶ δὲν εἶχε δώσει σὲ κανέναν ἀφορμὴ νὰ ἰσχυριστεῖ γιὰ τὸ ἀντίθετο.

Στοὺς μάρτυρες ποὺ κλητεύτηκαν, μετὰ ἀπὸ τὸν ὁρισμό τους ἀπὸ τὸν Τζάνε, γιὰ νὰ βεβαιώσουν τὶς θέσεις του, ἀναγνώστηκαν λέξη πρὸς λέξη, μεταφρασμένα στὶς περισσότερες περιπτώσεις στὰ ἑλληνικά (in idioma greco de parola a parola), τὰ ἄρθρα τῆς ἀπολογίας. Ὡς πρὸς τὸ πρῶτο ἄρθρο, δύο γείτονες τῆς Ἀννέζας, ὁ Γιάννης Καλιανέσης τοῦ ποτὲ Θοδωρῆ, ἀπὸ τὸ Λι- βάδι, ἔμπορος στὸ Βοῦργο καὶ ὁ Ἀνδρέας Καραβουσάνος τοῦ ποτὲ Νικολό, ἀπὸ τὸ Λιβάδι, κάτοικος Βούργου, κατέθεσαν ὁ πρῶτος ὅτι οἱ θόρυβοι ἀπὸ τὸ ἕνα σπίτι στὸ ἄλλο ἀκούγονταν, ἐνῶ ὁ δεύτερος ὅτι μόνον ἂν μιλοῦσε κάποιος ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μποροῦσε νὰ ἀκουστεῖ ἀπὸ τοὺς γείτονες. Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο ἄρθρο, ὡς μάρτυρες κατέθεσαν ὁ Θοδωρὴς Στάης τοῦ ποτὲ Μα- νόλη, ἀπὸ τὸ Λιβάδι, ὁ Μανόλης Στάης τοῦ ποτὲ Δράκου, ἀπὸ τὸ Λιβάδι, καὶ ὁ Μιχάλης Χριστόφορος, ἐπικαλούμενος Γέρος, οἱ ὁποῖοι ὅμως δὲν διαφώτι- σαν τὰ πράγματα (ἕνας εἶπε ὅτι δὲν ἤξερε τίποτα γιὰ τὴν ὑπόθεση τοῦ παπα- Μπούκη, ἄλλος ὅτι δὲν γνώριζε ἂν ὅσα εἶχαν ἀκουστεῖ ἀνταποκρίνονταν στὴν ἀλήθεια καὶ ἄλλος ὅτι ἁπλῶς ἤξερε τὸν παπα-Μπούκη, γιατὶ τοῦ εἶχε βαφτίσει ἕνα παιδί του). Ὥς πρὸς τὸ τρίτο ἄρθρο, μὲ τὶς καταθέσεις τους οἱ μάρτυρες Μανόλης Στάης τοῦ Γιάννη Κονίδη καὶ Τζώρτζης Μαρία Ντουρέ- ντε τοῦ ποτὲ Φραντσέσκου, ἔδωσαν ἄλλοθι στὸν Τζάνε, βεβαιώνοντας ὅτι βρισκόταν σὲ ἄλλο μέρος, ὅταν διαπράχθηκε τὸ ἀδίκημα ποὺ τοῦ ἀποδιδό- ταν. Ὁ Στάης κατέθεσε ὅτι θυμόταν πὼς τὴν Πέμπτη 1η Ἰανουαρίου, στὴ μία καὶ μισὴ ὥρα περίπου, εἶχαν πάει μὲ τὸν Τζάνε στὸ σπίτι τοῦ Ντουρέντε, στὸν μέσα Βοῦργο, ὅπου βρισκόταν καὶ ὁ παπα-Φραντσέσκος Ντουρέντε (ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν παρουσιάστηκε ἀργότερα νὰ καταθέσει ὡς μάρτυρας). Δείπνησαν ἐκεῖ, τρώγοντας γαλοποῦλες ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος φέρει. Θυμόταν πὼς εἶχε πάει στὸ σπίτι τοῦ Τζάνε νὰ φέρει ψωμὶ ποὺ τοῦ τὸ εἶχε δώσει ἡ ἀδελφή του. Ἀφοῦ ἔφαγαν, στὶς 2 ἡ ὥρα (= 6-7 π.μ.), οἱ τρεῖς ἑτοιμάστηκαν νὰ κοι- μηθοῦν στὸ ἴδιο δωμάτιο, ὅπου ὑπῆρχε κρεββάτι, ἐνῶ ἐκεῖνος ἔφυγε νὰ κοι- μηθεῖ στὸ σπίτι του. Ὁ Ντουρέντε κατέθεσε μὲ τὴ σειρά του ὅτι ἐκείνη τὴν Πέμπτη, μετὰ τὸν ἑσπερινό (vesperο) τοῦ Ἁγίου Βασιλείου (= 3-5 μ.μ.),10 βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ὅπου εἶχαν ψάλει, πῆγαν νὰ δειπνήσουν στὸ σπίτι του ὁ Τζάνες ποὺ ἦταν μισομεθυσμένος, ὁ Ματτίο Βενιέρ, ἐπικαλούμε- νος Μανέας, ὁ Στάης, ὁ ὁποῖος εἶχε φέρει γαλοποῦλες καὶ λίγο ἀργότερα ὁ παπα-Φραντσέσκος. Μετὰ τὸ δεῖπνο, στὶς 2 περίπου ἡ ὥρα, ὁ Στάης ἔφυγε καὶ οἱ ὑπόλοιποι κοιμήθηκαν. Ὁ Τζάνες, ὁ Ντουρέντε καὶ ὁ παπὰς ξάπλωσαν ὅλοι μαζὶ σὲ ἕνα κρεββάτι, ἐνῶ ὁ Βενιὲρ κοιμήθηκε πάνω σὲ ἕνα σκαμνὶ στὸ ἴδιο δωμάτιο. Τέλος, ὡς πρὸς τὸ τέταρτο ἄρθρο, κατέθεσαν ὁ Νικολὸ Στάης τοῦ Τζουάννε, sergente maggiore di questa piazza, ὁ ὁποῖος ἀνέφερε πὼς ὁ Τζάνες, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὴν πολιτοφυλακὴ στὴ θέση τοῦ ἁδελφοῦ του ποὺ ἀπουσίαζε στὴ Βενετία, ἦταν συνεπὴς στὶς ὑποχρεώσεις του, καὶ ὁ καπιτά- νος Τζουάννε Βενιέρ, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι ὁ Τζάνες ἦταν ὑπαξιωματικός του καὶ ὅτι ἦταν νέος da bene.

Μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀνακριτικῆς διαδικασίας, ἀκολούθησαν οἱ δευτερο- λογίες τῶν ἀντιδίκων, οἱ ὁποῖοι ἐπανέλαβαν τὶς θέσεις τους: ἡ Ἀννέζα ἐπέ- μεινε ὅτι ὁ Τζάνες τὴν εἶχε παρενοχλήσει σεξουαλικά, ὅτι ἦταν πλούσιος (opulente) καὶ ὅτι εἶχε τὸν τρόπο νὰ ἐμφανίζει τὶς θέσεις του πρὸς τὸ δικό του συμφέρον· ὁ Τζάνες μὲ τὴ σειρά του ὑποστήριξε ὅτι ἡ Ἀννέζα ἦταν κακό- γλωσση καὶ ἀναξιόπιστη, ὅτι γιὰ νὰ προκαλέσει τὴ συμπόνια τοῦ δικαστηρί- ου ἔλεγε ψέματα πὼς ἀδυνατοῦσε νὰ προσλάβει δικηγόρο, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ζητήσει ἀπὸ τὶς ἀρχὲς νὰ τῆς ὁρίσουν δημόσιο δικηγόρο καὶ ὅτι στὴν Πελο- πόννησο, ὅπου εἶχε μεταβεῖ μετὰ τὴν ἀνάκτηση τοῦ «Βασιλείου τοῦ Μο- ρέως» ἀπὸ τοὺς Βενετούς, εἶχε ἀποκτήσει ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὴ συνήθεια νὰ ἐξαπατᾶ μὲ εὐκολία τὸν κόσμο. Τὸ ταξίδι τοῦ Τζάνε στὴν κοντινὴ Μάνη, γιὰ νὰ τακτοποιήσει, σύμφωνα μὲ τὸν ἰσχυρισμό του, διάφορες ὑποθέσεις του, ὑποδηλώνει ὅτι πιθανότατα ἡ Ἀννέζα εἶχε ζήσει γιὰ κάποιο χρονικὸ δι- άστημα στὴ Λακωνία καὶ εἶχε ἐπανέλθει ἀργότερα στὰ Κύθηρα. Ἐὰν πράγμα- τι ἡ γυναίκα εἶχε μείνει γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα στὴ Μάνη, τότε ἡ ἀπουσία τοῦ Τζάνε ἐκεῖ, ἐνῶ ἡ δίκη βρισκόταν σὲ ἐξέλιξη, δὲν πρέπει νὰ ἦταν τυχαία. Τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι εἶχε σπεύσει νὰ μεταβεῖ στὴν περιοχή, μὲ σκοπὸ νὰ συλλέξει ἀποδείξεις γιὰ ἀνάρμοστη συμπεριφορὰ τῆς Ἀννέζας, βασισμένες κυρίως στή «δημόσια φήμη» (publica fama).

Στὶς ἀρχὲς Ἰουλίου, μὲ ἐντολὴ τῶν δικαστικῶν ἀρχῶν ὁ Τζάνες, ὁδηγή- θηκε στὴ φυλακὴ καὶ λίγες ἑβδομάδες ἀργότερα, τὴν τελευταία ἡμέρα τοῦ ἴδιου μήνα, μετὰ παρέλευση δηλαδὴ ἕξι περίπου μηνῶν ἀπὸ τὴν καταγγελία τῆς Ἀννέζας, ὁ δικαστής-προνοητὴς ἄφησε ἐλεύθερο τὸν κατηγορούμενο, ἀπαλλάσσοντάς τον ἀπὸ τὶς κατηγορίες.Ἡ ἔκβαση τῆς δίκης δείχνει ὅτι τὸ δικαστήριο δὲν εἶχε πειστεῖ ἀπὸ τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς Ἀννέζας, πιθανότατα ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχαν μάρτυρες νὰ βεβαιώσουν ὅτι ὁ κατηγορούμενος τὴν εἶχε πράγματι παρενοχλήσει σεξουαλικά. Ὁπωσδήποτε, ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου τῆς δικογραφίας δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ξεχωρίσει τὴν ὑποκρισία καὶ τὸ ψεῦδος ἀπὸ τὰ πραγματικὰ γεγονότα. Δὲν ξέρουμε γιὰ παράδειγμα ἂν ὁ Τζάνες εἶχε πεῖ τὴν ἀλήθεια ὅτι δὲν γνώριζε νὰ διαβάζει ἰταλικά. Δὲν ἀπο- κλείεται νὰ ψευδόταν, μὲ σκοπὸ νὰ πείσει τὶς ἀρχὲς ὅτι ἀγνοοῦσε τοὺς λό- γους, γιὰ τοὺς ὁποίους τὸν εἶχαν καλέσει ἐνώπιον τῆς δικαιοσύνης. Οὔτε ἐξηγεῖται γιατὶ ὁ Τζάνες ἐκείνη τὴ νύκτα εἶχε κοιμηθεῖ μὲ τοὺς φίλους του, παρόλο ποὺ τὸ δικό του σπίτι βρισκόταν σὲ κοντινὴ ἀπόσταση, ὅπως μαρτυ- ρεῖ ἡ κατάθεση τοῦ Στάη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία εἶχε πάει νὰ φέρει ψωμὶ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ κατηγορουμένου. Ἀνεξάρτητα ὡστόσο ἀπὸ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ Τζάνε, ἡ δικογραφία μὲ τὶς ποικίλες πληροφορίες ποὺ περιέχει φωτίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ νησιωτικὴ κοινωνία ἀντιλαμβανόταν τὶς παραβατικὲς πράξεις ποὺ ἀφοροῦσαν συμπεριφορὲς ἠθικῆς παρέκκλισης.Ὁ βιασμὸς ἀπο- τελοῦσε σὲ συλλογικὸ ἐπίπεδο κολάσιμη πράξη καὶ ἡ ποινὴ ποὺ ἐπέβαλλαν οἱ ἀρχὲς τῆς μητρόπολης Βενετίας στὸν δράστη ἦταν συνήθως ἡ ἐξορία καὶ ἡ φυλάκιση 18 μηνῶν ἕως 15 χρόνων.11 Ἑπομένως, καθὼς ἡ ἀπώλεια τῆς οἰκογενειακῆς τιμῆς στιγμάτιζε διὰ βίου τὸ θύμα, ἡ Ἀννέζα εἶχε ἠθικὸ δικαί- ωμα νὰ ἀπαιτήσει ἀπόδοση δικαιοσύνης γιὰ τὴν εἰς βάρος της προσβολὴ ποὺ εἶχε συντελεστεῖ μὲ τὴν ἀπόπειρα βιασμοῦ. Ἐὰν τὸ θύμα τῆς σεξουαλι- κῆς βίας ἦταν ἀνύπαντρη γυναίκα, ὁ δράστης ἐξαναγκαζόταν νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ γάμο, διαφορετικὰ ἡ μήνυση κατέληγε σὲ οἰκονομικὸ διακανονισμό. Στὴν ἀπόσπαση χρηματικοῦ ποσοῦ ὡς ἀποζημίωση ἀπέβλεπε προφανῶς ἡ Ἀννέζα, μηνύοντας τὸν Τζάνε. Σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλες περιπτώσεις βιασμοῦ, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ σύζυγος τοῦ θύματος ἦταν ἐκεῖνος ποὺ προσέφευγε ἐνώπιον τῆς δικαιοσύνης, 12στὴν περίπτωση τῆς Ἀννέζας ἦταν ἐκείνη ποὺ μὲ τόλμη εἶχε καταγγείλει τὸν δράστη τὴν ἑπόμενη κιόλας ἡμέρα ἀπὸ τὴν ἀπόπειρα, χωρὶς τὴ μεσολάβηση τοῦ ἄντρα της, ὁ ὁποῖος ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν ὅλη δικαστικὴ διαδικασία. Εἶναι πιθανὸ πάντως τὸ ζευγάρι νὰ εἶχε συναποφασίσει νὰ ὑπο- βάλει ἡ γυναίκα τὴ μήνυση ἐναντίον τοῦ Τζάνε, ἐλπίζοντας νὰ ἐπιτύχει οἰκο- νομικὴ ἀποζημίωση.

Ἀναδύεται ἐπιπλέον ἀπὸ τὴ δικογραφία μία εὐδιάκριτη κοινωνικὴ ὁμάδα ποὺ ἀπαρτιζόταν ἀπὸ ἐπαγγελματίες, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν στὸν Βοῦργο καὶ στὸ Λιβάδι (τὸν νοτάριο Ἰούλιο Μόρμορη, τὸν κτίστη μαστρο-Γιώργη Μηλιώτη, τὸν δικηγόρο Ἀντώνιο Δαρμάρο, τὸν καταστηματάρχη Ἀντώνιο Τζάνε, τὸν ἔμπορο Γιάννη Καλιανέση) καὶ ἀπὸ ὑπαλλήλους τοῦ βενετικοῦ διοικητικοῦ ὀργανισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦσαν στὴ Φορτέτσα (τὸν sargente maggiore della piazza Νικολὸ Στάη, τὸν καπιτάνο Τζουάννε Βενιέρ, τὸν ἀρ- χηγὸ τῶν πυροβολητῶν Νικολάκη Ντόρια, τὸν μάγειρα στὸ δικαστικὸ μέγα- ρο Δημήτρη Στάη, τὸν πολιτοφύλακα Τζάνε, τοὺς δικαστικοὺς κλητῆρες Κο- σμὰ Πρινέα, Νικολὸ Ἀμάραντο καὶ Γιώργη Νοταρά). Εἰκονογραφεῖται συγ- χρόνως ἡ διάρθρωση τῆς δικαστικῆς ἐξουσίας μὲ τὸν προνοητὴ ὡς ἀνώτατο δικαστικὸ λειτουργό, τὸν δικαστικὸ καγκελλάριο (cancellier pretorio), τοὺς δικαστικοὺς ὑπαλλήλους (officiali di corte) καὶ τὸν διαλαλητή (tamburro di guardia).13Ἀξιοπρόσεκτες εἶναι ἀκόμη στὶς μαρτυρικὲς καταθέσεις οἱ ἀνα- φορὲς σὲ συνθῆκες διαβίωσης τῶν νησιωτῶν, συγκεκριμένα οἱ μνεῖες μονό- χωρων οἰκιῶν (ὅπου στὸ ἴδιο δωμάτιο ἔτρωγαν καὶ κοιμόνταν ἀκόμη καὶ τρεῖς ἄντρες μαζὶ σὲ ἕνα κρεββάτι) καὶ φαγητῶν (γαλοποῦλες καὶ ψωμὶ ποὺ ἔφαγαν στὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ὁ Τζάνες καὶ ἡ συντροφιά του, χω- ρὶς περιέργως μνεία κρασιοῦ, μολονότι ἕνας ἀπὸ τοὺς μάρτυρες εἶχε καταθέ- σει ὅτι ὁ Τζάνες ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἦταν μεθυσμένος). Ἐνδιαφέρουσα, τέλος, εἶναι ἡ ἀναφορὰ στοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι στὴ συλλογικὴ θεώρηση παρου- σιάζονται μὲ χαρακτηριστικὰ ἀπατεώνων καὶ συκοφαντῶν.

Ἡ δικογραφία τοῦ 1702 ἀνοίγει στὸν ἐρευνητὴ ἕνα παράθυρο ποὺ ἐπι- τρέπει τὴ θέαση μιᾶς πτυχῆς τῆς κυθηραϊκῆς κοινωνίας στὴν αὐγὴ τοῦ 18ου αἰώνα. Παρὰ τὴ στεγνὴ γραφειοκρατικὴ γλώσσα στὴν ὁποία εἶναι γραμμένα, τὰ πρακτικὰ τῆς δίκης προβάλλουν μὲ ἐπάρκεια τὸν κώδικα ἀξιῶν ποὺ καθο- δηγοῦσε τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὴ δραστηριότητα τῶν κατοίκων τοῦ φτωχοῦ νησιοῦ τῶν Κυθήρων, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀπτικὴ μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ κοινωνία ἀντιμετώπιζε μεταξὺ ἄλλων τὸν ρόλο τῆς γυναίκας καὶ τοῦ ἄνδρα, τὴν ἐλευ- θερία τοῦ ἀτόμου, τὴν προσβολὴ τῆς γενετήσιας ἀξιοπρέπειας, τὸ ἄσυλο τῆς κατοικίας, τὴν ἀσφάλεια τῶν πολιτῶν, τὴ χρήση σωματικῆς βίας, τὸν πλοῦτο, τὴ φτώχεια καὶ τὴ λειτουργία τῆς δικαιοσύνης. Ἡ σεξουαλικὴ παρενόχληση, ἀδίκημα γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε δικαίως ἢ ἀδίκως κατηγορηθεῖ πὼς διέπραξε ὁ νεαρὸς Μανέας Τζάνες εἰς βάρος τῆς φτωχιᾶς καὶ ἀνυπεράσπιστης Ἀννέζας, εἶναι διαχρονικὸ φαινόμενο. Ἁπλῶς σὲ κάθε ἐποχὴ ἀλλάζει ὁ τρόπος τῆς πρόσληψής του ἀπὸ τὸ ὀργανωμένο κοινωνικὸ σύνολο.


1. Βλ. ἐνδεικτικὰ τὶς πλούσιες σὲ εἰδήσεις δικογραφίες ποὺ ἔχουν μελετήσει ἡ Μαρία Γ.Πατραμάνη: «Ἕνας φάκελος δικογραφίας γιὰ τὴ δράση Σκλαβούνων πειρατῶν στὴ Σίφνο καὶ στὰ Κύθηρα (1770)», Σιφνιακὰ 4 (1994), 4-22, ἡ ἴδια, «Ἀνέκδοτη δικογραφία τοῦ ἔτους 1646 γιὰ τὴν παράδοση τοῦ φρουρίου τοῦ Ρεθύμνου. Πρόδρομη ἀνακοίνωση», Πεπραγμένα τοῦ Ζ ́ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ Συνεδρίου, τ. Β2, Ρέθυμνο 1995 = Νέα Χριστιανικὴ Κρήτη, ἔτη ΣΤ ́-Ζ ́ (1994-1995), τεύχη 11-14, σ. 635-646 καὶ ὁ Κ.Ε. Λαμπρινός, «Νοταριακὴ τέχνη καὶ βενετικὴ ἐξουσία. Ἡ δίκη δύο κρητικῶν συμβολαιογράφων στὰ τέλη τοῦ 16ου αἰώνα», Πεπραγμένα Θ ́ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ Συνεδρίου, τ. Β1, Ἡράκλειο 2004, σ. 286-296.

2. Tοπικὸ Ἀρχεῖο Κυθήρων, Κατάστιχο δικαστικῆς καγκελλαρίας (τέλη 17ου-ἀρχὲς18ου αἰώνα), φφ. 298r-321v. Γιὰ τὸ πηγαϊκὸ ὑλικὸ τῆς περιόδου τῆς βενετοκρατίας ποὺ σώζεται στὸ Ἀρχεῖο Κυθήρων βλ. γενικὰ τὶς μελέτες ποὺ ἔχουν συγκεντρωθεῖ στὸν τόμο: Χρύσα Α. Μαλτέζου, Βενετικὴ παρουσία στὰ Κύθηρα. Ἀρχειακὲς μαρτυρίες, Ἀθήνα 1991, καὶ Μαρία Πατραμάνη, «Ἀρχειακὸ ὑλικὸ τῆς περιόδου τῆς βενετοκρατίας τοῦ Ἀρχείου Κυθήρων», Βενετοκρατούμενη Ἑλλάδα. Προσεγγίζοντας τὴν ἱστορία της, ἐπιστ. διεύθ. Χρύσα Μαλτέζου, ἐπιμ. κειμ. Δέσποινα Βλάσση-Ἀγγελικὴ Τζαβάρα, τ. 2, Ἀθήνα-Βενετία 2010, σ. 935-938.

3. Ἔτσι χαρακτηρίζονται τὰ Κύθηρα στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ἀπὸ τὴν Κρήτη στοὺς συμπατριῶτες του ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μονεμβασίας, ὅταν ἡ πόλη τους παραδόθηκε τὸ 1540 στοὺς Τούρκους, παροτρύνοντας τοὺς Μονεμβασιῶτες νὰ μὴν ἐκπατριστοῦν στὰ Κύθηρα, γιατὶ ὁ τόπος δὲν ἦταν κατάλληλος νὰ τοὺς δεχθεῖ· βλ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, «Ἄγνωστοι εἰδήσεις (1539-1540) περὶ Μητροφάνους Μονεμβασίας ἐκ τοῦ ἀρχείου τοῦ Δούκα τῆς Κρήτης», Θησαυρίσματα 5 (1968), 43, καὶ ἡ ἴδια, «Μονεμβασία καὶ Κύθηρα», Βενετικὴ παρουσία στὰ Κύθηρα, ὅ.π., ἀρ. ΙΓ ́, σ. 8-9. Βλ. ἐπίσης Φάνη Μαυροειδή, «Κοινωνία καὶ διοίκηση στὰ Κύθηρα στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰώνα», Δωδώνη 7 (1978), 141-169 καὶ Ι.Δ. Ψαράς, «Πείνα στὰ Κύθηρα», Ἑλληνικὰ 38 (1987), 67-81, ὅπου ἐκδίδονται ἐκκλήσεις τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ πρὸς τοὺς βενετοὺς ἀξιωματούχους, τῶν ἐτῶν 1604-1605 καὶ 1671, στὶς ὁποῖες περιγράφεται ἡ τραγικὴ κατάσταση ποὺ βίωνε ὁ πληθυσμὸς λόγω τῆς πείνας.

4. Γιὰ τὴν ἱστορία τῶν Κυθήρων κατὰ τὴν περίοδο τῆς λατινοκρατίας βλ. Μαλτέζου Βενετικὴ παρουσία στὰ Κύθηρα, ὅ.π., ἀρ. Η ́, Θ ́, ΙΑ ́-ΙΓ ́ καὶ Venezia e Cerigo. Atti del Simposio Internazionale, Venezia, 6-7 dicembre 2002, a cura di Marina Koumanoudi- Chryssa Maltezou, Venezia 2003· ἑλλ. μετάφρ. Νόστος 2 (2003).

5. Χρύσα Μαλτέζου, «Πρόσφυγες ἀπὸ τὴν Κρήτη στὰ Κύθηρα. Ἄγνωστες πληροφορίες ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο τῶν Κυθήρων», Βενετικὴ παρουσία στὰ Κύθηρα, ὅ.π., ἀρ. Ε ́. Τὶς προσφυγικὲς ροὲς ἀπὸ τὴν Κρήτη στὰ Κύθηρα ἔχει μελετήσει συστηματικὰ μὲ βάση ἀνέκδοτο ἀρχειακὸ τεκμηριωτικὸ ὑλικὸ ἡ Μαρία Γ. Πατραμάνη, Κρητικοὶ πρόσφυγες στὰ Κύθηρα 1645-1797, 3τ., Ρέθυμνο 2005 (διδακτορικὴ διατριβὴ ἀναρτημένη στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχεῖο Διδακτορικῶν Διατριβῶν)· βλ. ἐπίσης ἡ ἴδια, «Οἱ Κρητικοὶ πρόσφυγες (1645-1669) καὶ οἱ τύχες τους στὶς νέες ἑστίες ἐγκατάστασής τους (πρόδρομη ἀνακοίνωση)», Πεπραγμένα Η ́ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ Συνεδρίου, Ἑταιρεία Κρητικῶν Ἱστορικῶν Μελετῶν, Ἡράκλειο 2000, σ. 187- 196, ἡ ἴδια, «Profughi Cretesi nell’isola di Cerigo (1645-1797)», Venezia e Cerigo, ὅ.π., σ. 145- 155. Γενικὰ για τὶς μεταναστευτικὲς κινήσεις στὸν ἑλληνικὸ χῶρο βλ. Ἀναστασία Παπαδία- Λάλα, «Ἐγκαταστάσεις πληθυσμῶν στὴν ἑλληνοβενετικὴ ἀνατολή (13ος-18ος αἰώνας).Μία ὄψη τοῦ μεταναστευτικοῦ φαινομένου», Γαληνοτάτη. Τιμὴ στὴ Χρύσα Μαλτέζου, ἐπιμ. Γωγὼ Κ. Βαρζελιώτη – Κ.Γ. Τσικνάκης, Ἀθήνα 2013, σ. 619-632.

6. Chryssa Μaltezou, «A Contribution to the Historical Geography of the Island of Kythira during the Venetian Occupation», Βενετικὴ παρουσία στὰ Κύθηρα, ὅ.π., ἀρ. Θ ́, σ. 155.

7. Οἱ Βενετοὶ μετροῦσαν τὶς ὧρες ἀπὸ τὴ δύση τοῦ ἡλίου (6 μ.μ. = ἡ 24η ὥρα). Βλ. Μ. Del Piazzo, Manuale di cronologia, Ρώμη 1969, σ. 18, 15-16 (πρβλ. Ἀσπασία Παπαδάκη, Θρησκευτικὲς καὶ κοσμικὲς τελετὲς στὴ βενετοκρατούμενη Κρήτη, Ρέθυμνο 1995, σ. 28 σημ. 13, σ. 29 σημ. 15).

8. Ὁ Ἰούλιος Μόρμορης ἦταν δημόσιος νοτάριος, πατέρας τοῦ ἰατροφιλοσόφου Γεωργίου, ποιητῆ τοῦ Ἀμύντα: βλ. Μαρία Γ. Πατραμάνη, «Ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀμύντα Γεώργιος Μόρμορης καὶ ὁ κόσμος του: ψηφίδες ἀπὸ τὴν ἀνθρωπογεωγραφία τῆς κρητικῆς διασπορᾶς (1645- 1669) καὶ τὴν πνευματικὴ παραγωγὴ στὰ Κύθηρα τοῦ 18ου αἰώνα», Νόστος 5 (2008), 236 κ.ἑ.

9. Γενικὰ γιὰ τὰ ἐπώνυμα ποὺ ἀπαντοῦν στὰΚύθηρα βλ.Ἐμμ.Π.Καλλίγερος, Κυθηραϊκὰ ἐπώνυμα. Ἱστορική, γεωγραφικὴ καὶ γλωσσικὴ προσέγγιση, Ἀθήνα 2006.

10. Σύμφωνα μὲ τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο, ἡ μνήμη τοῦ ἉγίουΒασιλείου ἑορτάζεται στὶς 14 Ἰανουαρίου.

11. Madile Gambier, «La donna e la giustizia penale nel XVIII secolo», Stato, società e giustizia nella Repubblica veneta (sec. XV- XVIII), a cura di G.Cozzi, τ. 1, Roma 1989, σ. 554. Ἡ ἴδια ποινὴ πρέπει νὰ ἴσχυε καὶ στὸν βενετοκρατούμενο ἑλληνικὸ χῶρο.

12. Βλ.ΜαρίαΓ.Πατραμάνη,«ὉἔρωταςἐνώπιοντοῦνόμουστὰΚύθηρατῆςβενετικῆς περιόδου (17ος-18ος αἰ.)», Νόστος 6 (2010), 177- 184.

13. Βλ. γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν δικαστηρίων στὰ Κύθηρα Μαυροειδή, «Κοινωνία καὶ διοίκηση», ὅ.π., 161-164. Γιὰ τὰ κατάστιχα τῆς δικαστικῆς καγκελλαρίας ποὺ σώζονται στὸ ἀρχεῖο Κυθήρων βλ. Πατραμάνη, «Ἀρχειακὸ ὑλικὸ τῆς περιόδου τῆς βενετοκρατίας», ὅ.π., σ. 937.

 

 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο