Advertisement

Η κλήση ήταν μαϊμού!

979

Τα ‘μαθες Τσιριγώτη μου τα θλιβερά μαντάτα,
γράψανε τον Ανδρόνικο στου Ποταμού τη στράτα!

Θα πείτε ποιόν Ανδρόνικο,  που’ χει σωρό ‘πο δαύτους;

Advertisement

ΕΝΑΣ τους είν’ ο πονηρός, όλους τους άλλους κλαύτους!

Πρόκειται για τον Παναγή! Ένα παιδί διαμάντι,

τσακάλι ανέ τον πεις, θα του πηγαίνει γάντι!

Αυγούστου μέρα ήτανε με κόσμο, όχι αστεία,
που άφησε τ’ αμάξι του στο δρόμο, στην πλατεία!
Στο καφενείο έκατσε με τ’ άλλα φιλαράκια

και πήγαιναν κι ερχόντουσαν.. μεζέδες και ουζάκια!

Ωραία επερνούσανε με γέλια και μ’ αστεία,

κι ήτανε ότι λέγανε,  σκέτη… φιλοσοφία!

Είπανε για πολιτικά, για τουρισμό και άλλα,

και λύσαν το Κυπριακό και θέματα μεγάλα!

Όμως τα γέλια κόπηκαν σαν ήρθε το μαντάτο,

κι έκαμε τον Ανδρόνικο να πάρει μέγα τράτο!

-Ανδρόνικε σε γράψανε! Για άκουσε λιγάκι,

στο τζάμι σου το μπροστινό είν’ ένα ροζ χαρτάκι!

Σηκώθηκε ο δύστυχος, τρέχει να “καθαρίσει,”

μα ως που να φτάσει, τ’ “όργανο” είχε αποχωρήσει!

Τρέχει αμέσως στο παρμπρίζ να πάει να δει την κλήση,

και πόσο πάει το μαλλί πριν να του έρθει κρίση.

Και κει που παρακάλαγε, Θε μου βοήθησέ με,

πετιέται ο Τζαγκονικολής..και λέει, άκουσέ με,

-«την κλήση ετούτη που κρατάς εγώ θα σου τη σβήσω!

Το φίλο μου τον Παναγή έτσι θα τον αφήσω;»

Την κλήση αμέσως την αρπά, στη τσέπη του τη βάνει,

-πες πως δεν έγινε ποτέ….Αθώο τον εβγάνει!

-Νικόλα μου σ’ ευχαριστώ, χίλια καλά να έχεις,

χρόνια πολλά να’ σαι καλά όλους να μας προσέχεις!

-Κοίταξε Παναγιώτη μου, για να ‘μαστε εντάξει,

έπρεπε ένα κέρασμα σε όλους να ΄χεις τάξει!

– Ότι μου πει ο φίλος μου! Νίκο μου Νικολάκη

φτάνει που με εγλύτωσες ‘πό τ’ ογδονταρικάκι!

Έτσι όλους τους κέρασε κι ήταν ευτυχισμένος,

σου λέει: όσο και να πιούν, πάλ’ είμαι κερδισμένος!

Πού να ‘ξερε ο δύστυχος με ποίον έχει μπλέξει,

κάλτσα διαόλου ο Νικολής…. μπάλα τον είχε παίξει!

Η κλήση ήτανε “μαϊμού”, και το χαρτί….. “υγείας”,

ο ίδιος του το έβαλε χάριν περιεργείας!

Να δει αν θα ετσίμπαγε το θύμα στην παρέα,

κι όλοι μαζί θα πίνανε τσάμπα από μερέα!

Ανδρόνικε τι να σου πω; Πονάει μα κρατήσου,

φυλάου ‘πο τους φίλους σου, τα λόγια μου θυμίσου!

 

Ανδρέας Λουράντος – Κονταράτος.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο