Φωτιά και πνιγμός

ΤΟΥ Γ.Π.ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ, ΣΚΙΤΣΟ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

847

Το Πούρκο δεν ξέρω ανέ το ξέρετε, δεν είναι ένα χωρίο. Είναι τρία μαζί, τα Γερακιάνικα, τα Κομινιάνικα και τα Κλαράδικα. Σήμερα ούτε ο χάρτης δεν τα δείχνει πλέα, γιατί Πουρκιώτες πεντέξε απομείνανε. Όλοι σρην Αυστραλία πήγανε. Τα παλαιά χρόνια όμως ήτανε γεμάτα ζωή και πιο παλαιά μάλιστα, λένε, πως εκεί ήτανε μεγάλη πολιτεία. Το δείχνει κι ο Αγιοδημήτρης που είναι από τις πιο παλαιές εκκλησίες μας και το Καταφυγάδι που είναι η μοναδική κατακόμβη που υπάρχει στο νησί μας. Αλλά αυτά τ’’ αφήνω να σας τα πούνε άλλοι. Εγώ θα σας διηγηθώ δυο-τρεις κουριόζικες ιστορίες με Πουρκιώτες κι ανέ θέλετε να μάθετε κι άλλες να πάτε στο Λιγκαντώνη, στη Χώρα. Αυτός μπορεί να σας διηγιέται για δαύτους μέρες ολόκληρες.

Στα Γερακιάνικα, που λέτε, είχε πάει ένας σώγαμπρος, από άλλο χωρίο, Λεβέντης και νοικοκύρης ήτανε, μα η πεθερά, σαν όλες δα, ούτε που ήθελε να τονε βλέπει. Όλο έκανε απανωβαλσίες στην κόρη της, πως είναι ντεμπέλης, πως τάχαμου ξανοίγει άλλες κι ένα σωρό κακά κι η κόρη, με το δίκιο της, τούχε ψήσει του αλλουνού ολόκληρο ξιφία στα χείλια.

Advertisement

Μία μέρα, την ώρα που εγύρνα από το άρμεγμα ο Μανώλης, τσι άκουσε που είχανε κουβέντα οι γυναίκες. Έκατσε και κρυφάκουε.

-Να τονε διώξεις τον προκομένο σου, σου λέω, έλεγε η πεθερά. Μου το είπανε εμένα πως κάνει αργολαβίες κειδιά όξω στα όξω χωρία, που κάνει πως πάει και πουλεί ασβέστη. Είντα περιμένεις. Να σου γενεί το κέρατο πιο μεγάλο από του τράγου μας; Να του δώσεις δρόμο σου λέω.

-Μα μωρέ μάνα, εμένα μου φέρνεται καλά. Να στραβωθώ και του Μεγάλου Κανόνα ανήμερα κι ούτε καθημερνή έχει, ούτε σκόλη.

Μα η γραία επέμενε:

-Αυτοδά που σούπα.

Ο Μανώλακας εγίνηκε άγριο θερίο.Όρμηξε μάσε στο σπίτι, εβρόντηξε κάτω τον αρμεγμό και πως τηνε γλήτωσε η γραία ένας Θεός ξέρει.

-Δυναμίτη θα βάλω να μάθεις να απανωβάλνεις τη γυναίκα.

Σίγα όμως μην πάει και  φοβήθηκε η γραία. Διορθώνονται ποτέ οι πεθερές; Συνέχισε τη δουλειά της. Κι ο Μανώλης, κάθε φορά που τσακωνότανε μαζί της, τηνε φοβέριζε, πως θα της βάλει δυναμίτη.

Όταν ήρθε το καλοκαίρι, που λέτε, η γραία έβαλε μία μέρα μπροστά να κάμει σάλτσα του μπουκαλιού. Εγιόμισε λοιπόν καμία εικοσαρέα μπουκάλια, τα βούλωσε καλά-καλά με φελλό και με κερί από πάνω, τάβαλε στο ράφι και πήγε και κοιμήθηκε.

Εκειά που έπλιενε η κόρη, ακούει κάτι μπουμπουνητά μέσα στο σπίτι της μάνας της.

-Παναγία μου σώσε, λέει, τση έβαλε το δυναμίτη ο τρικέρης.

Όπως ήτανε με τσι σαπουνάδες πετάχτηκε και όρμηξε μέσα στο σπίτι τση γραίας. Τι νε δει! Οι τοίχοι ήτανε γιομάτοι από αίματα, τα τζάμια είχανε σπάσει και η γραία, απάνω στο κρεββάτι, ακούνητη και γιομάτη στα αίματα κι αυτή.

-Τόπε και τόκαμε ο άτιμος, τον έβαλε το δυναμίτη ο κερατάς. Μανούλα μου, σε έχασα μανούλα μου…

Πάνω στην ώρα ακούστηκε ένα δυνατό μπούμ κι εγιόμισε κι ελόγου της από σάλτσες. Θέλεις από τη ζέστη, θέλεις επειδή δεν είχε βράσει καλά τση ντομάτες η γραία, ο χυμός είχε πάρει βράση μέσα στα μπουκάλια κι όπως ήτανε καλοβουλωμένα, ίδια με δυναμίτη είχανε γενεί. Ξεραθήκανε μάνα και κόρη, μα και ο ίδιος ο Μανώλης, όταν τσι ηύρε χάμω, τα έκαμε λοπώς, γιατί ενόμισε στην αρχή πως βάλανε μοναχές τουνε δυναμίτη και αυτοχτονήσανε. Τέτοια καταστροφή είχε γενεί. Και να ησύχαζε αμάγκο μετ’’ απ’’ αυτά η γραία καλά θα ήτανε. Μα μέχρι που πέθανε το ίδιο βιολί συνεχίστηκε κι ο Μανώλης όλο φοβέριζε πως θα τση βάλει δυναμίτη, αλλά δεν τον έβανε. Επροτίμα να τονε κράτα για τα ψάρια,που ήτανε σωρός τότες, στη Φελωτή.

Ο άλλος Πουρκιώτης που μούρχεται στο μυαλό ήταν Κλάρος. Είχε ένα φυσέα, μπροστογιομή και το μισό χρόνο εκυνήγα, τον άλλο μίσο ή ψάρευε ή ήτανε στο καφενείο.

Μια μέρα είχε βρει μία μπεκάστα μέσα στη λαγκαδία κι όλο του χωστόφευγε. Πεταγότανε και πάαινε παρά πέρα και καθότανε, μα μόλις πλησίαζε ο Κλάρος τσουπ, αυτή ξανά τα ίδια. Τούχε βγει η γλώσσα να τηνε κυνηγά, μα να τηνε τουφεκίσει δεν είχε καταφέρει. Σαν είδε κι απόειδε εγύρισε κατά την Αγία Ελέσσα κι αρχίνιξε τα παρακαλετά:

-Αγία μου Ελέσσα μου και κατσεμού τηνε και να σ’’ ανάψω δυο λαμπάδες. Μίανε όση είν’’ η μύτη τση και μίανε όσ’’ είναι η ορά τση. Και καλά είσαι μ’’ αυτεσδά. Μη μου γυρεύεις μεγαλύτερες, γιατί θάναι πιο ακριβές από τη μπεκάτσα και δε συμφέρει. Η Αγία Ελέσσα βέβαια, που δεν ήθελε διάφορο, τον εβοήθησε αμέσως. Είχε να το λέει το βράδυ στο καφενείο.

-Μόλις παρακαλέστηκα μου την έκατσε ευτύς.

Από γράμματα δεν είχε ιδέα, ούτε το όνομά του, που λένε. Του έπαιρνε την εφημερίδα του καφετζή και έκανε πως εδιάβαζε. Μία μέρα την είχε πιάσει ανάποδα, τα πάνω-κάτω δηλαδή και είχε πέσει με τα μούτρα στην ανάγνωση, τάχατες. Είχε φωτογραφία μες στη μέση ένα παπόρι με τριπλά φουγάρα που κάπνιζε, μα έτσι που την εκράτιε το έβλεπε ντουμπαρισμένο και τούκανε μεγάλη εντύπωση. Ο Δικηγόρος, που καθότανε δίπλα του, πήγε να τονε πειράξει.

-Λέγε μας Μήτσο, είντα νέα λέει η εφημερίδα.

-ʼΑστα καϋμέχελο. πολύ κακά τα νέα. Φωτία και πνιγμό. Ενταέ παδά ένα παπόρι πάει στον πάτο σύμψυχο.

Φωτία και πνιγμός, μα και η ζωή μπόλικη εκείνα τα χρόνια στα χωρία μας. Τώρα περιμένομε να ρθει κανένας ξενομπασάρης το καλοκαίρι για να πούμε πως είδαμε άθρωπο. Και δα άθρωποι είναι αυτοιδά; Ο Μανώλακας και ο Μήτσος ήτανε αθρώποι, αλλά ένας-ένας μας τελειώνουνε.

Είντα να κάμωμε; Ετσά το θέλει ο Θεός, ως φαίνεται. Αλλά δεν ξέρεις καμία φορά…Μπορεί να του αλλάξει μονιτάρου του Θεού η όρεξη και να το δεις δια μίας το Πούρκο και τα χωρία μας όλα να ξαναγιομίσουνε Μήτσους και Μανώλακες και πεθερές ανάποδες.

…Καλά, λέει, που θάτανε!

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟΦΥΛΛΟ 67 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1994

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο