Advertisement

Αρέοι

2.242

Οικισμός που βρίσκεται πολύ κοντά στο Μυλοπόταμο από την Α πλευρά. Δεν αναφέρεται στις παλιότερες πηγές και από αυτό συμπεραίνουν πολλοί ότι είναι νεότερος, χωρίς όμως να υπάρχουν στοιχεία. Και η ονομασία του οικισμού δεν είναι βέβαιης ετοιμολογίας. Σε έγγραφο σχετικά με τις γαίες των Βενιέρ του 15ου αι, έχουμε αναφορά σε χωριό Ρέο, χωρίς να είναι επιβεβαιωμένη η γραφή του, πιθανόν δε να πρόκειται για τους σημερινούς Αρέους. Πολύ πρόσφατα έχει αναφερθεί η άποψη ότι το χωριό έλαβε την ονομασία του από το δέντρο Αριά, το οποίο όντως υπάρχει στην περιοχή και είναι είδος βαλανιδιάς[1]. Το δέντρο αυτό ονομάζεται και Αρίος ή Αρεός και αναφέρεται ως αειθαλής δρυς ή πρίνος με φύλλα χωρίς αγκάθια[2]. Μάλιστα σε γειτονικό λαγκάδι αναφέρεται η ύπαρξη εκτεταμένων περιοχών με δέντρα του είδους αυτού, ώστε να δικαιολογείται και η ονομασία του οικισμού από αυτά.

Τοιχογραφία από το ναό του Αγίου Πέτρου

Advertisement

Ερείπια διώροφης οικίας στον πυρήνα του παλιού οικισμού
Μία σπάνια επιγραφή, που αναφέρεται στην οικοδόμηση της θύρας ενός ελαιοτριβείου το 1879 με σημεία οικοσήμου.

Όσον αφορά την οικιστική μορφή του χωριού, το ΒΔ τμήμα του, που φαίνεται και το παλιότερο, έχει τα σπίτια χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, κατά τη μορφή των φρουριακών οικισμών, όπως και πολλά τμήματα του γειτονικού Μυλοποτάμου. Ο ναός του Αγίου Πέτρου του 13ου αι. είναι σπουδαίο μνημείο των Κυθήρων, είναι όμως γνωστό ότι το Μυλοπόταμο είναι χωριό, το οποίο αναφέρεται στις πηγές από τις αρχές του 14ου αι. και είναι επόμενο να έχουμε στην ευρύτερη περιοχή του ναούς της εποχής αυτής, χωρίς να θεωρείται απαραίτητο να έχουμε και οικισμό στη θέση των σημερινών Αρέων, που βρίσκονται πολύ κοντά στο ναό αυτόν. Σε οικία στο παλαιότερο τμήμα του οικισμού υπάρχει ακόμα οικόσημο, αλλά δεν είναι γνωστό σε ποία οικογένεια ανήκε η οικία αυτή.

Είναι, πάντως, γνωστό ότι η οικογένεια Κονόμου[3], που είναι από τις παλαιότερες στην περιοχή (με πιθανόν ακόμη παλαιότερη την οικογένεια Ασπιώτη, γνωστή στα Κύθηρα από τον 15ο αι., αν και η σχετική παράδοση για την εγκατάστασή της στον οικισμό από την εποχή αυτή δεν έχει επιβεβαιωθεί από γραπτές πηγές) εγκαταστάθηκε εκεί πιθανότατα στα μέσα του 16ου αι., όταν ο Σταμάτης Κονόμος, που έφθασε από την Πελοπόννησο στα Κύθηρα, εγκαθίσταται μόνιμα στο νησί.

Οικόσημο σε οικία οικογενείας στον παλαιό οικισμό, το οποίο δεν έχει ταυτισθεί με ασφάλεια.

Οι Αρέοι αναφέρονται στις πηγές από τον 16ο αι. χωρίς να διευκρινίζεται αν πρόκειται για κατοικημένη περιοχή ή όχι[4]. Αργότερα η ονομασία εμφανίζεται συχνότερα από τον 18ο αι. και μετά.

Στις αρχές του 18ου αι. ο οικισμός αναφέρεται στην απογραφή των Οθωμανών (1715)[5] και στις ενετικές απογραφές, αλλά και σε άλλες πηγές του αιώνα αυτού[6].

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Ε.Π.ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Τα κείμενα για τα επώνυμα και τοπωνύμια, τα οποία δημοσιεύονται εδώ, είναι τα ίδια με όσα έχουν δημοσιευθεί στα αντίστοιχα βιβλία μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ και ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, τα οποία έχουν εκδοθεί από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (κυκλοφορούν και στα αγγλικά από:  Kytherian Association of Australia,  Kyhterian World Heritage Fund και Kytherian Publishing and Media). Από τις αναδημοσιεύσεις εδώ απουσιάζουν συνήθως οι βιβλιογραφικές και λοιπές σημειώσεις, είναι δε ευνόητον ότι για να αποκτήσει ο αναγνώστης πλήρη εικόνα για κάθε επώνυμο ή τοπωνύμιο είναι απαραίτητο να διαβάσει και τις εκτενείς αναφορές στα εισαγωγικά σημειώματα των παραπάνω βιβλίων, καθώς, χωρίς αυτά, οι γνώσεις του για το θέμα θα παραμένουν ελλιπείς.

Οι εκδόσεις στα Ελληνικά διατίθενται από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (βλ. στοιχεία στο σχετικό link σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο) και στα Κυθηραϊκά βιβλιοπωλεία. 

 

[1] Αρτ. Γιανίτσαρος, διάλεξη στην Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (9 Φεβρουαρίου 2000) με θέμα τα φυτά των Κυθήρων.
[2] Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν…, τόμ. 1, σ. 950 και Βυζάντιου Σκαρλάτου, Λεξικόν της καθ’ ημάς Ελληνικής διαλέκτου, μεθερμηνευμένης εις το αρχαίο Ελληνικόν και το Γαλλικό, μετά γεωγραφικού πίνακος των νεωτέρων και παλιών ονομάτων, 1874 (επανέκδ. Σπανός), σ. 47.
[3] Εμμ. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά επώνυμα…, σ. 332.
[4] ΙΑΚ, Κατάστιχο νοταρίου Δημ. Φάναρη, βιβλ. 1, 13/8/1586, φ. 22v.
[5] Ευ. Μπαλτά, Η οθωμανική απογραφή…, σσ. 113, 207.
[6] Χρ. Μαλτέζου, Βενετική παρουσία…, σ. Θ 160.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο