Advertisement

Το βιβλίο «ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ» του Μανώλη Καλλίγερου – Παρουσίαση από τον καθηγητή Νίκο Πετρόχειλο, Πρόεδρο της Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών

2.084

Η παρουσίαση ενός βιβλίου του Μανώλη Καλλίγερου είναι, όπως νομί­ζω θα έχετε διαπιστώσει κι εσείς, ακό­μη και φυλλομετρώντας το, μια αρκετά δύσκολη υπόθεση, και τούτο γιατί είναι πολύ πολύ εύκολο να διαφύγουν λε­πτομέρειες σημαντικές, που θα αδικού­σαν καίρια την ποιότητα του έργου – και, ας τονίσω εδώ εκ προοιμίου, ότι όλες οι εργασίες του συγκεκριμένου συμπατριώτη μας, μικρές ή μεγάλες, έ­χουν ποιότητα, γιατί, αντίθετα με το πλήθος των δημοσιευομένων εργασιών στον τόπο μας, ο Μανώλης έχει μια κα­ταπληκτική για το εύρος της κυκλοφορούσας προχειρολογίας ιδιότητα, να μην γράφει ποτέ τίποτε που δεν το έχει επισταμένως ερευνήσει, λεπτομερεια­κά ελέγξει και ευσυνείδητα διασταυρώ­σει, έχει δηλαδή όλες εκείνες τις αρε­τές που αποτελούν την επιστημονική στόφα κάθε γνήσιου ερευνητή.

Αλλά, πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση του έργου, ας δούμε ελά­χιστα πράγματα για τον συγγραφέα του. Αν κάποιος από εμάς ισχυριστεί ό­τι δεν ξέρει τον Μανώλη Καλλίγερο ούτε έχει ακούσει τίποτε γι’ αυτόν, φο­βούμαι ότι ο άνθρωπος αυτός θα πρέ­πει να ελέγξει και πάλι το minimum των στοιχειωδών γνώσεων που συνθέτουν το οπλοστάσιό του. Και τούτο γιατί τον Μανώλη τον ξέρουν ως και οι πέτρες, και ίσως μάλιστα αυτές οι τελευταίες τον ξέρουν ακόμη πιο καλά από τις συ­χνές επισκέψεις του στους τόπους που συνθέτουν την ιστορία του τόπου μας και για τη διατήρηση της ιστορίας των οποίων χρόνια τώρα αγωνίζεται τον έ­ντιμο αγώνα του ερευνητή, χωρίς τίτ­λους, χωρίς αξιώματα, χωρίς ιδιαίτερη προβολή. Δεν ξέρω αν φαίνεται πιο με­γάλος από εμένα (εγώ θα ήθελα να το πιστεύω αυτό), αλλά στην πραγματικό­τητα είναι 13 χρόνια μικρότερός μου, αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Κυθήρων (όπως όλοι μας), σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και εργάστηκε πολλά χρό­νια ως σημαίνον στέλεχος ελληνικών και ξένων τραπεζών. Η εφημερίδα του «Κυθηραϊκά», ο ιστορικός και τουριστι­κός οδηγός του «Κύθηρα» και η «Συνο­πτική ιστορία των Κυθήρων», γνώρισαν πολλές εκδόσεις (αναφέρομαι βέβαια στα δύο τελευταία), κάποια μεταφρά­στηκαν και σε ξένες γλώσσες, και κέρ­δισαν τη γενική επιδοκιμασία. Αλλά ε­κείνο το έργο του που έτυχε πραγματι­κά εξαιρετικής υποδοχής και μεταφρά­στηκε και στην αγγλική γλώσσα (ας μην ξεχνούμε ότι τα βιβλία που εκδίδονται από την Ε.Κ.Μ. έχουν τεράστια α­πήχηση στο εξωτερικό, και ιδιαίτερα στην Αυστραλία με το μέγα πλήθος των Κυθηρίων) είναι το πολυσέλιδο βι­βλίο του «Κυθηραϊκά Επώνυμα», ιστο­ρική, γεωγραφική και γλωσσική προ­σέγγιση, ένα έργο που έχει αντιμετωπισθεί ευνοϊκότατα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπου υπάρχουν Κυθήριοι, και όχι μόνον. Η συμβολή του εξάλ­λου στο εκδοτικό έργο της Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών, της οποίας, ως Αντιπρόεδρος, είναι επι πολλά έτη ση­μαντικότατο και «εκ των ων ουκ άνευ» μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου, είναι ανυπολόγιστης σημασίας για την ευόδωση του έργου της Εταιρείας μας.

Advertisement

Με τα «Κυθηραϊκά Επώνυμά» του ο Μανώλης Καλίγερος έπεσε οικειοθελώς και ευσυνειδήτως σε βαθιά νερά και, μια και συνήθισε να κολυμπά με ε­πιτυχία σ’ αυτά, προχώρησε στο επόμε­νο έργο του, ανάλογου μεγέθους, ποιότητος και συνακόλουθων δυσκολιών και προβλημάτων, αυτό ακριβώς που παρουσιάζουμε σήμερα, τα «Κυθηραϊκά Τοπωνύμια», με τον υπότιτλο «Ιστορική Γεωγραφία των Κυθήρων», Αθήνα 2011, σσ. 374, αριθμ. 22 στη σειρά εκ­δόσεων της Εταιρείας Κυθηραϊκών Με­λετών.

Ενα πρώτο πράγμα που καλείται να επισημάνει ο μελετητής του βιβλίου εί­ναι η άκρα ταπεινότητα και σωφροσύνη του συγγραφέα, ο οποίος δεν φείδεται, σε πλείστα όσα σημεία να δηλώνει με­τά παρρησίας ότι πρόκειται για μια «τα­πεινή συμβολή στην έρευνα και κατα­γραφή των κυθηραϊκών τοπωνυμίων και επωνύμων», να εύχεται η έρευνα αυτή να βρει γρήγορα συνέχεια, και, πολύ περισσότερο, να υπογραμμίζει α­περίφραστα πως «είναι μάλλον απίθα­νο ότι θα είχε ξεκινήσει ποτέ την εργα­σία αυτή αν δεν είχε προηγηθεί το ι­σχυρό ερέθισμα, προηγούμενης έρευ­νας και παρότρυνσης», και συγκεκριμέ­να αναφέρεται ειδικά στην επίδραση που άσκησε πάνω του η ακαδημαϊκός καθηγήτρια Χρύσα Μαλτέζου, η οποία με «το ιεραποστολικό της πάθος για την ιστορική έρευνα», όπως χαρακτηρι­στικά γράφει ο Μανώλης Καλλίγερος, οδήγησε την ιστορική αυτή έρευνα για το νησί στο επίπεδο που αυτή βρίσκε­ται σήμερα, προσθέτει δε ότι στη συνέ­χεια υπήρξαν «πολλοί ακόμα ιστορικοί και ερευνητές που συμπλήρωσαν το έργο που εκείνη είχε ξεκινήσει».

Στην εισαγωγή του ο συγγραφέας ασχολείται με πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές του όλου θέματος, εξετάζοντας το παράλληλο των τοπωνυμίων οικι­σμών Κρήτης και Κυθήρων. Στη συνέ­χεια αντιμετωπίζει με κριτικό μάτι τις γραπτές και προφορικές πηγές των το­πωνυμίων, τα προβλήματα ανάγνωσης και ορθογραφίας, μια και με άλλο τρό­πο έγραφαν το ίδιο τοπωνύμιο σε μια ε­ποχή, με διαφορετικό σε άλλη, διαφο­ρά που απλώς δίνει μια ιδέα του μεγέ­θους του προβλήματος, καθώς τα συμ­βόλαια παρουσιάζουν διαφορετικούς τρόπους γραφής λόγω της αγραμματο­σύνης των συντακτών τους ή του τρό­που που τα μετέφεραν προφορικά οι συμβαλλόμενοι. Ο συγγραφέας ακο­λουθεί έναν γενικό κανόνα προτιμώ­ντας να έχει δύο τρόπους γραφής ή με­ρικές διπλές αναφορές από το να πα­ραλείψει ένα τοπωνύμιο μιας περιοχής ή να θεωρήσει περιττή την αναφορά του λόγω του γεγονότος ότι αυτό ανα­φέρεται και σε άλλες περιοχές. Αμέ­σως μετά ασχολείται -στην εισαγωγή του πάντοτε- με την τύχη των οικι­σμών, δεδομένου ότι κάποιοι από αυ­τούς εξαφανίστηκαν και ο εντοπισμός τους απαιτεί την απαραίτητη πάντοτε αρχαιολογική έρευνα. Διευκρινίζεται πάντως ότι, πέρα από τις καταστροφές ευρείας έκτασης, όπως ήταν αυτή του Βαρβαρόσσα του 16ου αιώνα, στην ε­ξαφάνιση χωριών ολόκληρων σημαντι­κό ρόλο φαίνεται να έπαιξε και η χρησι­μοποίηση στις νέες οικοδομές υλικού από ερειπωμένα κτήρια παλαιότερων χρόνων. Και, φυσικά, δεν θα πρέπει να αγνοούνται και οι λοιμοί, οι οποίοι ήταν συχνοί στα Κύθηρα, καθώς και οι επι­δρομές πειρατών, που οδηγούσαν σε εξανδραποδισμό των κατοίκων και σε ερήμωση των τόπων όπου κατοικού­σαν. Ολοι αυτοί οι λόγοι μνημονεύο­νται με πολύ παραστατικό και γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο. Η σωφροσύνη του συγγραφέα τον οδηγεί στη διαπίστωση ότι «η αναζήτηση της ιστορίας των κυ­θηραϊκών οικισμών είναι σίγουρα ένα ενδιαφέρον και μακρύ ταξίδι, το οποίο έχει ακόμα έναν αρκετά δύσκολο δρό­μο να διανύσει».

Στη συνέχεια ο κ. Καλλίγερος προχωρεί, πάντοτε στην εισαγωγή του, σε ένα σημαντικότατο κεφάλαιο, που ανα­φέρεται στις ονομασίες των οικισμών. Επισημαίνει εδώ ότι πολλοί από τους οικισμούς δημιουργήθηκαν μετά την καταστροφή του Βαρβαρόσσα (1537) και την επιστροφή πολλών από τους κατοίκους του νησιού, οι οποίοι δημι­ούργησαν νέους οικισμούς, που έλα­βαν τα ονόματα των οικιστών τους. Υπογραμμίζεται εδώ ότι οικισμοί με την κατάληξη -ιάνικα (Σκουλιάνικα, Τραβασαριάνικα, Κοντολιάνικα, Λογοθετιάνικα) είναι σχετικά νεότεροι και αρχίζουν να εμφανίζονται στο τέλος του 17ου αιώνα. Πιθανότατα προήλθαν από πελοποννησιακή επίδραση, αν λάβει κα­νείς υπόψη του τους εποίκους που έφθασαν στο νησί μετά την καταστροφή του Βαρβαρόσσα. Στην εξέταση όλων αυτών ο συγγραφέας θέτει ενδιαφέρο­ντα και ουσιώδη ερωτήματα, όπως π.χ. γιατί χάθηκαν προηγούμενα ονόματα ορισμένων χωριών και αντικαταστάθη­καν από νέα; Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η δημιουργία μεγαλύτερων οικισμών με τις ονομασίες των οικιστών που ήταν η πλειονότητα σ’ αυτούς, κάποτε και οι μοναδικοί κάτοικοί τους, οδήγησαν, με την πάροδο του χρόνου, στο να ξεχαστούν οι παλιές ονομασίες, όπου αυτές υπήρχαν. Ετσι φθάνουμε στο παρά­δειγμα των Φριλιγκιανίκων και των Κυπριωτιανίκων, που, ενώ ο πρώτος οικι­σμός ονομαζόταν Κυπέρι και ο δεύτε­ρος Δρυμωνάρι, όταν, περί το τέλος του 17ου αιώνα, επικράτησαν οικογέ­νειες με την ονομασία Φριλίγκος και Κυπριώτης, έλαβαν την ονομασία με την οποία είναι σήμερα γνωστά.

Προχωρώντας μεθοδικά και πάντο­τε αποδεικτικά στα θέματα που επιδέ­χονται σχολιασμό ή επιζητούν την επί­λυση κάποιου προβλήματος, ο κ. Καλλί­γερος κατηγοριοποιεί τα τοπωνύμια, α­νάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, ονομάζοντάς τα φυτωνυμικά (π.χ. Αχλάδα, Πλάτανος, Συκαμινέα), τοπωνύμια εδαφολογικών χαρακτηρι­στικών (π.χ. Αμμουδερή, Δρυμώνας, Λαγκάδια, Ποταμός), τοπωνύμια από βαφτιστικά (Γαβριλιανά, Λαζαριάνικα, Μανωλιάδες), από επώνυμα (Λεβουνιάνικα, Μαρκεσάκια, Γεωργάδικα), από παρωνύμια (Βαλεντιάνικα, Βρανάδικα, Φουριαράδικα), από ζώα (Ζουριδότρυπα, Μελισσόκηπος, Χοιροβοσκάδες), α­πό ψάρια (Οχελες, Μουγγρότρυπα, Πα­λαμίδα), από πτηνά (Γερακοβούνι, Κορακοφωλέα, Περιστεριώνας), τοπωνύ­μια με αριθμητικά (Δώδεκα Γεφύρια, Τρία Αλώνια, Τρίστρατο), τοπωνύμια α­πό επαγγέλματα και αξιώματα (Βαρε­λάς, Κροντηράς, Τσικαλαρία), από μέ­ταλλα και ορυκτά (Καρβουνάδες, που ί­σως είναι και από επώνυμο ή παρωνύ­μιο Καρβουνάς, Πηλορύχια, Χαλκός), από σωματικά χαρακτηριστικά (Κουφονήσια, Κουφογιαλός, Φρύδια), από ερ­γαλεία, όπλα ή σκεύη (Κλαδευτήρια, Σπαθί, Τηγάνια), τοπωνύμια με τους αναφερόμενους επιθετικούς προσδιορι­σμούς (Φυρή, Ξερό, Πλατύ), τοπωνύμια πατριδωνυμικά ή με εθνικό πρώτο συν­θετικό (Γερμανικά, Βενετσιάνα, και όλα εκείνα που έχουν πρώτο συνθετικό τη λέξη τουρκο-, όπως Τουρκαύλακο, Τουρκοβούνι, Τουρκοστάσι), τοπωνύ­μια με χρώματα (Άσπρη Πέτρα, Μαύ­ρος Βράχος, Οχρα), αλλά και αρχαία τοπωνύμια (Σκάνδεια, Φοινικούς, Θόλος). Αυτά, βέβαια, είναι μερικά μόνον ενδεικτικά παραδείγματα, αλλά ο καθέ­νας αντιλαμβάνεται πίσω από την εύ­ρεση, τον έλεγχο και την κατάταξη ποιο πέλαγος μόχθου και συνεχούς έ­ρευνας απαιτείται για να συγκεντρω­θούν και να καταταγούν κριτικά όλα αυτά.

Μέχρι το σημείο αυτό ο συγγραφέ­ας καταλήγει σε κάποια εξαιρετικά εν­διαφέροντα συμπεράσματα. Γράφει χα­ρακτηριστικά: «Ο τόπος μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο χώρος και οι άν­θρωποι. Ενα νησί απομονωμένο για μακρά σειρά αιώνων, το οποίο ζούσε κά­τω από ένα ιδιότυπο για την ευρύτερη περιοχή φεουδαλικό σύστημα, ήταν ε­πόμενο να διατηρήσει και τα ιδιαίτερα ονοματολογικά χαρακτηριστικά των κα­τοίκων του. Ισως μάλιστα να είναι και ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα για α­νάλογη μελέτη σημεία του ελλαδικού χώρου». Και καταλήγει με τη σώφρονα και μετρημένη παρατήρηση, που τον διακρίνει σε ολόκληρη τη μεγάλη και α­φάνταστα κοπιώδη μελέτη του: «Η συλλογή αυτή μπορεί να αποτελέσει μια βάση υλικού για μια τέτοια μελέ­τη». Και καταλήγει το επιμέρους αυτό κεφάλαιο των συμπερασμάτων στο ε­ξής ενδιαφέρον καταστάλαγμα: «Ο ση­μερινός πυρήνας των οικογενειών που ζουν στο νησί δεν έχει αλλάξει σε βα­σικές γραμμές από τον 14ο αιώνα».

Δυο πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια ακολουθούν στην Εισαγωγή, ο Πέτρος Καστροφύλακας και τα μυστήρια της απογραφής του, καθώς και η διανομή των Βενιέρων τον 14ο αιώνα. Ως προς το πρώτο, θα λέγαμε – το γράφει ήδη ο συγγραφέας-  ότι πολύτιμη του ήταν η εμπεριστατωμένη μελέτη της Κας Χρύσας Μαλτέζου, σύμφωνα με την οποία ο Πέτρος Καστροφύλακας, ως λογιστής των ενετών συνδίκων και επιθεω­ρητών της Ανατολής Gritti και Gartsoni, ίσως να είχε επισκεφθεί τα Κύθηρα συ­νοδεύοντας τους δύο αξιωματούχους και να είχε συντάξει την πολύτιμη απογραφή του 1583 κατ’ εντολήν της Ενετικής Συγκλήτου. Η απογραφή παρου­σιάζει αρκετά προβλήματα, τα οποία ο κ. Καλλίγερος μελετά προσεκτικά και δίνει τις λογικά πιθανότερες λύσεις, ό­πως π.χ. το θέμα ότι γνωστά χωριά του νησιού απουσιάζουν από την απογρα­φή του Καστροφύλακα, ενώ αντίθετα υπάρχουν άλλα, τα οποία είναι άγνω­στα. Δεν θα αναφέρω εδώ πώς ο ερευ­νητής επιλύει ή προσπαθεί να επιλύσει τα ανακύπτοντα προβλήματα για δύο πολύ σημαντικούς λόγους : ο πρώτος είναι ο περιορισμένος χρόνος που θα ήταν ανεκτό να έχει αυτή η παρουσία­ση και ο δεύτερος -ο πιθανόν σπουδαι­ότερος- είναι για να σας δώσω την ευ­καιρία, που είμαι βέβαιος ότι την επιζη­τείτε, να αγοράσετε το βιβλίο και να απο­λαύσετε μόνοι σας τον τρόπο που ο Μανώλης χειρίζεται τα εξαιρετικά εν­διαφέροντα αυτά θέματα. Αρκεί μόνον να αναφέρω εδώ το τελικό συμπέρα­σμα του συγγραφέα σχετικά με την α­πογραφή του Καστροφύλακα : «Με τα μέχρι στιγμής στοιχεία που αναλύσα­με, μπορούμε να υποστηρίξουμε την προχειρότητα αυτής της απογραφής, η οποία μπορεί να οφείλεται είτε στον λί­γο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους οι υπάλληλοι της ενετικής διοίκησης Κρήτης είτε στο ότι έλαβαν εσφαλμέ­νες ή ελλιπείς πληροφορίες, είτε, εν­δεχομένως, και στην απουσία του ίδιου του Καστροφύλακα από κάποια χρονι­κή φάση ή και από το σύνολο της εργα­σίας, πιθανόν δε και σε όλα τα παραπά­νω».

Ενα άλλο θέμα του βιβλίου, το ο­ποίο ο συγγραφέας αναπτύσσει διεξο­δικά στην πολυσέλιδη εισαγωγή του, είναι η διανομή των Βενιέρων κατά τον 14ο αιώνα. Οπως υπογραμμίζει ο συγ­γραφέας ήδη από την έναρξη αυτού του κεφαλαίου, «είναι γνωστό από την ιστορική έρευνα ότι στις αρχές του 14ου αιώνα η οικογένεια των Βενιέρ, που είχε εκδιωχθεί από το νησί μετά την πρόσκαιρη ανακατάληψή του από τους Βυζαντινούς, επανέκαμψε με το γάμο του Βαρθολομαίου Βενιέρ με την κόρη του άρχοντα των Κυθήρων Νικο­λάου Ευδαιμονογιάννη, με τον οποίο έ­λαβε προίκα και τα Κύθηρα. Μετά όμως την αποκάλυψη ότι αυτός ήταν ήδη πα­ντρεμένος και την εκδίωξή του από το νησί, αυτό αναγνωρίστηκε από τη βενε­τική κυβέρνηση το 1308 ότι ανήκε στον γιο του Βαρθολομαίου, Μάρκο, και μό­λις αυτός απέθανε, λίγα χρόνια αργό­τερα, το νησί διαχωρίστηκε σε 24 κα­ράτια (τιμάρια, κλήρους), από τα οποία έλαβαν από έξι τα τέσσερα παιδιά του Μάρκου, οι Νικόλαος, Βαρθολομαίος, Πέτρος και Γαβριήλ. Τότε χωρίστηκαν επίσης και οι άνθρωποι που κατοικού­σαν στα Κύθηρα σε τέσσερα μέρη, δια­μοιράστηκαν στους προαναφερθέντες φεουδάρχες, εξέπεσαν στην τάξη των παροίκων και παρέμειναν άμεσα εξαρ­τημένοι από τους γαιοκτήμονες Βενιέρ, οι οποίοι ζούσαν στην Κρήτη. Η διανο­μή των 24 τμημάτων των Κυθήρων ανά­μεσα στους τέσσερις εγγονούς του Βαρθολομαίου Βενιέρ», παρατηρεί πά­ντοτε ο συγγραφέας, «δεν θα είχε ιδι­αίτερη σημασία για την παρούσα έρευ­να αν δεν είχαν οριοθετηθεί τα σύνορα του κάθε κλήρου από τους 24 που διαι­ρέθηκε τότε το νησί. Ετσι, σύμφωνα με σχετική μελέτη της Κας Μαλτέζου, την οποίαν επικαλείται εδώ ο Μανώλης, ”οι αρχειακές αυτές καταγραφές αυτών των συνόρων με την πληθώρα των μικροτοπωνυμίων που διασώζουν, είναι πολύτιμες για την ιστορική γεωγραφία του νησιού”». Δεν θα πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι οι διάφορες κυθηραϊκές οικογένειες κατά την πορεία των αιώνων αλλάζουν τόπο κατοικίας, ό­πως π.χ, η οικογένεια Βαμβακάρη τον 14ο αιώνα κατοικεί στον Δρυμώνα, αλ­λά τον 18ο αιώνα στην περιοχή Αρωνιαδίκων, που σήμερα είναι γνωστή ως Βαμβακαράδικα, ενώ η οικογένεια Φατσέα τον 14ο αιώνα εντοπίζεται στο Παλιόκαστρο ενώ τον 18ο αιώνα στα Φατσάδικα και αλλού. Εν συνεχεία, εξαιτίας της εξαιρετικής σημασίας των καταστίχων με την αναγραφή ορίων των κλήρων της διανομής των Βενιέ­ρων, έχει ενδιαφέρον η δημοσίευση μερικών από αυτά με λίγα σχόλια, πράγμα ακριβώς στο οποίο επιδίδεται ο συγγραφέας διαφωτίζοντας με σαφή παραδείγματα σημαντικότατα τμήματα της τοπικής ιστορίας.

Μετά την εξαιρετικά διαφωτιστική εισαγωγή του, ο κ. Καλλίγερος προχω­ρεί στο πρώτο μέρος του έργου του, που τιτλοφορείται «Τα Κύθηρα και οι οικισμοί τους στην πορεία των αιώ­νων». Εκεί, εξονυχιστικά θα έλεγα, πα­ρά τις συνεχείς μετριόφρονες παρατη­ρήσεις του συγγραφέα, εξετάζονται αλφαβητικά, με σεβασμό πάντοτε προς τα ιστορικά δεδομένα και τα γραπτά κείμενα, σε παραδείγματα αλλά και με πλήθος ιδιαίτερα ενδιαφερόντων στοι­χείων οι διάφοροι κυθηραϊκοί οικισμοί, αρχίζοντας από την Αγία Αναστασία και καταλήγοντας στη Χώρα. Μελέτη­σα αυτό το τμήμα με προσοχή, και μπο­ρώ να πω ότι, και μόνο αυτό αν είχε γραφεί, θα αποτελούσε σημαντικότατη προσφορά στην ιστορία του τόπου μας.

Το δεύτερο και τελικό μέρος του βιβλίου απαριθμεί σε 125 σελίδες, κατ’ αλφαβητική πάντοτε σειρά, τους απα­ραίτητους καταλόγους τοπωνυμίων, μικροτοπωνυμίων και ναών των Κυθή­ρων. Στον κατάλογο των τοπωνυμίων δημοσιεύεται πρώτα το τοπωνύμιο, αν δε η γραφή του είναι αμφίβολη, ακο­λουθεί ένα ερωτηματικό. Στη συνέχεια δημοσιεύεται η θέση του στο νησί (χω­ριό, οικισμός, ευρύτερη περιοχή). Αν η περιοχή όπου βρίσκεται το τοπωνύμιο είναι άγνωστη, ακολουθεί ένα ερωτη­ματικό εντός παρενθέσεων. Το ίδιο α­κριβώς γίνεται, αλλά μετά την περιοχή που βρίσκεται το τοπωνύμιο, αν υπάρ­χει αμφιβολία κατά πόσον αυτό βρίσκε­ται στη συγκεκριμένη περιοχή. Σε πολ­λά τοπωνύμια ακολουθεί αναφορά στην εποχή, συνήθως αναφέρεται ο αι­ώνας, κατά τον οποίον πρωτοεμφανίζεται το τοπωνύμιο στις πηγές. Όταν έ­να τοπωνύμιο προέρχεται από παρωνύ­μιο ή επώνυμο, αυτό καταγράφεται. Καταγράφονται ακόμη ειδικές περιπτώ­σεις τοπωνυμίων, όπως νερόμυλοι,
βουνά, βρύσες, πηγές, αλυκές, παρα­λίες, ρέματα. Ακόμη αναφέρονται όλες οι περιπτώσεις όπου υπάρχει βεβαιότη­τα ότι πρόκειται για μικροτοπωνύμιο (π.χ. Χωριδάκια, διασταύρωση δρόμου Διακοφτιού με Αγίας Μόνης). Ο συγ­γραφέας θεώρησε σκόπιμο – και όντως είναι – να καταχωριστούν σε ξεχωριστό κατάλογο οι ονομασίες των ναών, στον οποίο προσετέθησαν και υποσημειώ­σεις με μερικές αναγκαίες παραπομπές και περιορισμένη βιβλιογραφική ανα­φορά, ενώ αναφέρθηκαν επίσης οι πε­ριπτώσεις εκείνες στις οποίες υπάρ­χουν επαρκή στοιχεία για την πρώτη εμφάνιση του ναού στις πηγές πριν α­πό τον 18ο αιώνα. Τέλος, καταγράφο­νται ο αιώνας ή ο χρόνος της αναφο­ράς σε κτητορικές επιγραφές που βρέ­θηκαν στο ναό.

Πριν πω τον τελευταίο μου λόγο για το σημαντικότατο αυτό έργο του συμπατριώτη μας, θα ήθελα να μου επι­τρέψετε να συγκεντρώσω όλα εκείνα τα σημεία για τα οποία δικαιολογημένα μπορεί ο αναγνώστης να ισχυριστεί ότι το έργο είναι πράγματι εξαιρετικό: Εί­ναι αδύνατον να μην σημειώσει κανείς ότι για πρώτη φορά επιχειρείται ιστορι­κή καταγραφή της κυθηραϊκής χωροθεσίας, πλήρης κατάλογος των σημαντι­κότερων οικισμών των Κυθήρων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, με βι­βλιογραφικές παραπομπές για κάθε α­ναφορά, διασωστική καταγραφή τοπω­νυμίων και μικροτοπωνυμίων, καταγρά­φονται δε πάνω από 4.000 τοπωνύμια, τα οποία καλύπτουν πλέον του 60% των πιθανών τοπωνυμίων στο νησί δια­χρονικά, επιχειρείται ακόμη ένας πλή­ρης κατάλογος των 350 ναών (ακόμη και αυτών που απλώς αναφέρονται στις πηγές χωρίς να έχουν εντοπισθεί), τίθενται οι βάσεις για καταγραφή και μελέτη της ετυμολογίας των ονομάτων των κυθηραϊκών οικισμών, και, πέραν αυτών, είναι το πρώτο βιβλίο του συ­γκεκριμένου είδους στα Κύθηρα, το ο­ποίο συγκεντρώνει διάσπαρτα στοιχεία από τις πηγές και τα παρουσιάζει στους ειδικούς θέτοντας έτσι τις βά­σεις μιας περαιτέρω έρευνας. Επίσης καταγράφονται, για πρώτη φορά, οι γνωστές ονομασίες των Κυθήρων δια­χρονικά και σε σχέση με γειτονικούς λαούς και γλώσσες, και συνδέεται η μελέτη με τρεις σημαντικούς σταθμούς της κυθηραϊκής ιστορίας, που έχουν ά­μεση σχέση με τη χωροθεσία των οικι­σμών, δηλαδή με την Επιδρομή των Καταλανών, την Απογραφή του Κα­στροφύλακα και τη Διανομή των Βε­νιέρων. Ακόμη, χαρτογραφείται ο κυθηραϊκός χώρος και αποσυνδέεται η ι­στορία από τις απλές λαογραφικές α­ναφορές και παραδόσεις, οι οποίες ή­ταν και οι μοναδικές σχεδόν αναφορές μέχρι σήμερα στον τομέα αυτόν, αλλά και τοποθετούνται χρονικά οικισμοί και μεγάλος αριθμός τοπωνυμίων, και δίδε­ται επίσης η απώτερη χρονολογία ε­ντοπισμού τους στις πηγές. Επιπλέον, επισημαίνονται όσα ερωτήματα προκύ­πτουν από την ανάλυση των στοιχείων για τους οικισμούς και τοποθετούνται στέρεες βάσεις για μία περαιτέρω έ­ρευνα, ενώ παράλληλα συνδέονται ο­νομασίες οικισμών με αντίστοιχους στην Κρήτη, με την οποία είναι γνωστό ότι υπάρχουν στενές σχέσεις και στην ονοματολογία. Θα πρέπει, τέλος, κατα­λήγοντας, να παρατηρήσουμε ότι το βι­βλίο αυτό αποτελεί το συνδετικό κρίκο της έρευνας των επωνύμων (που είναι το άλλο μεγάλο έργο του συγγραφέα) με την έρευνα των τοπωνυμίων και συνδέει τα πρώτα με τα δεύτερα, κατα­γράφοντας την προέλευση των τοπω­νυμίων από τα επώνυμα, όπου παρατη­ρείται αυτό. Σημαντική αρετή του έρ­γου -πρέπει αυτό να τονισθεί- είναι το ότι κάθε πρόταση τεκμηριώνεται βι­βλιογραφικά και οι υποθέσεις καταγρά­φονται με σαφήνεια και εδράζονται στα υπάρχοντα στοιχεία. Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο στη σημασία σ’ αυτήν εδώ την παρουσίαση, είναι το σχόλιο ό­τι τα τοπωνύμια χάνονται από τις μνή­μες των ανθρώπων, καθώς φεύγουν οι παλαιότερες γενιές των ποιμένων, των αγροτών και των κυνηγών, που ήταν καθημερινά στην ύπαιθρο και γνώριζαν την ονομασία κάθε σπιθαμής κυθηραϊκής γης. Θλιβερή αλλά ρεαλιστική είναι η διαπίστωση ότι οι νεώτερες γενιές δεν γνωρίζουν παρά ελάχιστες από τις ονομασίες των τοπωνυμίων και μικροτοπωνυμίων.

Ο Μανώλης Καλλίγερος έγραψε με γλαφυρό ύφος και αποδεικτική επιχει­ρηματολογία ένα χρησιμότατο και ση­μαντικότατο έργο για τα κυθηραϊκά το­πωνύμια, έργο που, κατά τη θουκυδίδεια ρήση, θα μείνει για τα Κύθηρα, αλ­λά όχι μόνο γι’ αυτά, «κτήμα ες αεί». Προσπάθησα, στο λίγο χρόνο που είχα στη διάθεσή μου, να σας δώσω μια σα­φή, αλλά ασφαλώς σύντομη, εικόνα του περιεχομένου του βιβλίου και της σπουδαιότητάς του για όλους μας. Η διαπίστωση αυτή έχει και ένα παρεπό­μενο, που είναι ότι θα ήταν ασυγχώρη­τη έλλειψη να του εκφράσουμε μόνο τα συγχαρητήριά μας, αν αυτά δεν συ­νοδεύονται από την έκφραση της βα­θιάς ευγνωμοσύνης μας, ως Κυθηρίων, για την αγάπη του για το νησί όλων μας, για τον ακάματο μόχθο του και για την ικανότητά του να αποτυπώνει και να εκφράζει στις σελίδες ενός βιβλίου ό,τι αποτελεί το εφόδιό του στη ζωή : εργατικότητα, ευστροφία, δημιουργική σκέψη, ικανότητα γραφής.

Δημοσιεύθηκε στο φ. 289, Μάρτιος 2014

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο