Advertisement

Πολυμορφική και μακρόσυρτη η πορεία των Κυθήρων προς τον εκσυγχρονισμό

Νικόλαος Π. Γλυτσός Ph.D.(USA) | Ερευνητής Οικονομολόγος

607

Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να εξετάσει τις  αλληλεπιδράσεις και τις αλληλεξαρτήσεις, την συμπόρευση και την συνέργεια μεταξύ της δραστηριότητας του κράτους και των ιδιωτών, καθώς και μεταξύ των επί μέρους κρατικών έργων και μεταξύ των επί μέρους ιδιωτικών τομέων,  για την διερεύνηση της διαδρομής  των Κυθήρων προς την νεωτερικότητα και την σύγχρονη εποχή. Η αναφορά είναι κυρίως στον 20ο αιώνα, γιατί αυτή είναι η μακρά περίοδος με τις «επαναστατικές» εξελίξεις, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές, που άλλαξαν «τον ρου της σύγχρονης ιστορικής πορείας των Κυθήρων».

Κρατικές υποδομές και ιδιωτική οικονομία: Ο σύνδεσμος των δύο αυτών ευρέων και έντονα διακριτών τομέων μιας κοινωνίας είναι καταλυτικός για την πρόοδο και την ανάπτυξη ενός τόπου. Στα Κύθηρα, η δημιουργία κρατικών υποδομών και κοινωνικών υπηρεσιών, άλλοτε προπορεύεται, άλλοτε ακολουθεί και άλλοτε συμπορεύεται με τις δραστηριότητες των ιδιωτών, προσδιορίζοντας ανάλογα  τις εξελίξεις σε όλους τους τομείς και τα στρώματα της οικονομίας και της κοινωνίας του νησιού.

Advertisement

Όταν η κατασκευή μεμονωμένων  δημοσίων έργων συμπαρακολουθεί ή προβλέπει την εξέλιξη της ιδιωτικής δραστηριότητας, αντιλαμβανόμενη τις ανάγκες της, διευκολύνει την ομαλή λειτουργία της οικονομίας και επιταχύνει την πρόοδο, ενώ όταν αυτό δεν συμβαίνει, δημιουργούνται δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις. Είναι όμως πιο σημαντικό και περισσότερο αποδοτικό, όταν υπάρχει παράλληλη κατασκευή μεγάλων δημοσίων έργων, όπου το καθένα προχωρεί με τον δικό του ρυθμό και έχει τις δικές του επιπτώσεις,  και όλα μαζί,  κατά την αποπεράτωσή τους, συνιστούν ένα στρατηγικό πλέγμα υποδομών.  Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται το τρίπτυχο δρόμοι-λιμάνια-αεροδρόμιο, έργα μακράς πνοής, τα οποία  αλληλοσυμπληρούμενα προωθούν την ταχύτερη και αρτιότερη πρόοδο του νησιού.

Ανάμεσα στις κρατικές υποδομές, πρωτεύουσα είναι, φυσικά, η σημασία του οδικού δικτύου, το οποίο αποτελεί βασική προϋπόθεση για την λειτουργία άλλων δημοσίων υποδομών, όπως των λιμανιών και του αεροδρομίου, αλλά και του ιδιωτικού τομέα. Tα παλαιότερα χρόνια, η ύπαρξη δρόμου αποτελούσε καίριο κριτήριο της επιλογής λιμανιού για την ακτοπλοΐα. Μαρτυρία τούτου είναι  ότι μόνο όταν κατασκευάστηκε ο δρόμος Ποταμού-Αγίας Πελαγίας, επιλέχτηκε (1895) η Αγία Πελαγία, παρά τις υπάρχουσες εγγενείς ανεπάρκειες, να λειτουργήσει ως λιμάνι για την ακτοπλοΐα, ενώ το 1952 κρίθηκε το Διακόφτι ως κατάλληλο λιμάνι και άρχισαν έργα, με βασικό επιχείρημα ότι δεν υπήρχε πια η ένσταση της έλλειψης δρόμου.

Αναφορικά με την λειτουργική σχέση μεταξύ δημοσίων υποδομών και ιδιωτικών δραστηριοτήτων, μπορούμε να διαπιστώσουμε μια ετερόχρονη αρνητική εξέλιξη,  στο τέλος της δεκαετίας του 1920, η οποία είχε να κάνει με την  υστέρηση κατασκευής ή επισκευής δρόμων, παρά την προηγηθείσα έλευση του αυτοκινήτου. Κυκλοφορούσαν τότε στο νησί 20 επιβατικά και φορτηγά αυτοκίνητα σε ένα οδικό δίκτυο 105 χιλιομέτρων, ανεπαρκούς από πλευράς διασύνδεσης χωριών και οικισμών και από πλευράς ποιότητας  (στενοί και δύσβατοι δρόμοι με χαλίκια, λάσπες  και άλλα ελαττώματα). Σε αντίθεση, η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όπου  κυκλοφορούσαν στα Κύθηρα πάνω από 120 αυτοκίνητα σε ένα βελτιωμένο και ευρύ, αλλά όχι πάντα ποιοτικό οδικό δίκτυο.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω παρενθετικά, ότι δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας,  η κινητοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όταν το κράτος αδυνατεί ή καθυστερεί να αναλάβει την κατασκευή έργων, απαραιτήτων για λειτουργία της οικονομίας ή την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Από τις πολλές τέτοιες παρεμβάσεις, αναφέρω εδώ τρεις μεγάλης σημασίας, που αναφέρονται στο οδικό δίκτυο, και  είναι οι δρόμοι: Αρωνιαδίκων-Διακοφτιού, Φρατσίων-Αβλέμονα και Φριλιγκιανίκων-Παλαιόπολης. Οι δύο πρώτοι κατασκευάστηκαν κατά το  πρώτο τρίτο του 20ου αιώνα, και ο τρίτος στις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Αν στη φαρέτρα του παραπάνω τρίπτυχου των μεγάλων έργων, προσθέσουμε και τις άλλες νεωτεριστικές υποδομές, όπως εγκαταστάσεις ύδρευσης, ΧΥΤΥ, βιολογικός καθαρισμός, βιολογικές καλλιέργειες, το πρόσφατο πρόγραμμα αποχέτευσης, μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο στόχος του εκσυγχρονισμού του νησιού, από πλευράς συνέργειας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα  έχει φτάσει σε υψηλό επίπεδο, αλλά η προσπάθεια οφείλει να συνεχίζεται, γιατί δεν υπάρχει ανώτατο όριο. Το παράδοξο είναι ότι στα Κύθηρα έγιναν μικρά πράγματα όταν ο πληθυσμός ήταν μεγάλος και έγιναν και γίνονται μεγάλα πράγματα όταν ο πληθυσμός είναι μικρός. Έτσι όμως διαγράφεται η πρόοδος σε μικρούς και με έντονα δημογραφικά προβλήματα τόπους.

Παιδεία και κοινωνία: Σημαντική ασύμμετρη και μακρόσυρτη πορεία των Κυθήρων προς τον εκσυγχρονισμό, αποτελούσε η υστέρηση της εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα, σε σχέση με την ταχύτερη πρόοδο της οικονομίας και των υλικών υποδομών, με αρνητικές επιπτώσεις στην εξέλιξη της κοινωνίας του νησιού, ιδιαίτερα στην χειραφέτηση των γυναικών  και την ισότητα των δύο φύλων. Αρχικά,  η στοιχειώδης εκπαίδευση της Αγγλοκρατίας απευθυνόταν μόνο στα αγόρια (κατ’ εξαίρεση υπήρχε μόνο ένα σχολείο στην Χώρα για κορίτσια), θέτοντας έτσι ένα θεσμικό εμπόδιο στην μόρφωση των κοριτσιών, παρότι οι γονείς της εποχής είχαν δισταγμό να στείλουν ακόμη και αγόρια τους στο σχολείο.

Μετά όμως το τέλος της Αγγλικής κατοχής και την ίδρυση των νέων δημοτικών σχολείων και του Γυμνασίου, στην δεκαετία του 1920, η εκπαίδευση ήταν ελεύθερη για όλους, και κατά συνέπεια, η υστέρηση της παιδείας των Κυθηρίων οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό,   στην αργοπορία της κοινωνίας να κατανοήσει την αξία της μόρφωσης για τον άνθρωπο, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, κινούμενη, εκτός των άλλων και από  διάφορες αναχρονιστικές  αντιλήψεις. Ως αποτέλεσμα, η ισότητα των δύο φύλων στην Γυμνασιακή εκπαίδευση πήρε πολλά χρόνια για να παγιωθεί. Μόλις   στο τέλος της δεκαετίας του 1970 επήλθε πλήρης ισότητα.

Δεδομένου ότι η εκπαίδευση και η μόρφωση αλλάζει   νοοτροπίες και συμπεριφορές, η στέρηση αυτού του αγαθού στις γυναίκες, για μακρό χρονικό διάστημα,  μεταφράζεται σε καθυστέρηση της κοινωνικής τους ωρίμανσης. Αυτό εμπόδισε την έγκαιρη κατανόηση των κοινωνικών τους δικαιωμάτων στην σύγχρονη εποχή και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, με απώτερο αποτέλεσμα την πολιτισμική καθυστέρηση του εκσυγχρονισμού ολόκληρης της Κυθηραϊκής κοινωνίας, η οποία εξελίσσεται αντάμα  με την άνοδο του επιπέδου μόρφωσης των μελών της.

Τράπεζες και οικονομία: Παρότι ο βασικός σκοπός των τραπεζών είναι να χρηματοδοτούν την οικονομία και τις ανάγκες των νοικοκυριών, η πρώτη τράπεζα που άνοιξε στα Κύθηρα-η Εθνική το 1905-λειτουργούσε περισσότερο ως ίδρυμα καταθέσεων παρά ως πιστωτικό ίδρυμα. Όπως αναφέρουν μαρτυρίες, «σήμερον δεν υπάρχει Κυθήριος είτε εν τη γενετείρα διαμένων είτε εν Αμερική ή Αυστραλία, όστις να μη έχει κεφάλαια μικρά ή μεγάλα κατατεθειμένα [στην τράπεζα]». Από την άλλη μεριά, έμποροι και επαγγελματίες, έχοντας δικά τους κεφάλαια δεν είχαν ανάγκη να  καταφύγουν σε τραπεζικό δανεισμό, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται μεγάλες καταθέσεις, οι οποίες, όπως υποστηριζόταν, ήταν «αρκούντος παραστατικές της οικονομικής ευρωστίας της Νήσου και της πληθώρας του υπάρχοντος χρήματος».

Όπως όμως εξελίχτηκαν τα πράγματα, η Αγγλοαμερικανική Τράπεζα που λειτουργούσε στον Ποταμό, πτώχευσε στο τέλος της δεκαετίας του 1920, με έντονες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία του νησιού. Εκτός από την απώλεια των καταθέσεων πολλών κατοίκων, δημιουργήθηκε μεγάλη δυσπιστία προς όλες τις τράπεζες των Κυθήρων. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα απόνερα από αυτή την χρεοκοπία έβλαψαν την οικονομία, με οδυνηρά αποτελέσματα για τα εισοδήματα των κατοίκων.

Αντίθετα, αρκετά χρόνια αργότερα, η Αγροτική Τράπεζα (ιδρύθηκε το 1950) στήριξε έντονα την κυριαρχούσα ακόμα αγροτική οικονομία του νησιού, με φτηνά δάνεια και εφόδια, και την μετάλλαξε από ένα πρωτόγονο κλάδο παραγωγής σε ένα εκμηχανισμένο  υψηλής παραγωγικότητας τομέα.

Ενδοτομεακές διασυνδέσεις στην ιδιωτική οικονομία: Στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν διασυνδέσεις και αλληλεπιδράσεις, οι οποίες προάγουν ή καθυστερούν την πορεία του νησιού προς την σύγχρονη εποχή. Στο τέλος του 19ου αιώνα, η ιδιωτική οικονομία, την οποία κυρίως αποτελούσε μια πρωτόγονη γεωργία, λειτουργούσε εν κενώ,  ακολουθώντας τον μοναχικό της δρόμο,  χωρίς κρατικές υποδομές ή άλλη φροντίδα. Περιγράφεται π.χ.  ότι η εσωτερική σύνδεση του νησιού γίνεται, σε πολλές περιπτώσεις, μόνο μέσω «φυσικών ατραπών» ή σε ορισμένα χωριά «άγει ατραπός μορφωθείσα από τους πόδας των κατοίκων». Παρά ταύτα, ο ανταποκριτής της εφημερίδας Κύθηρα (27.2.1893) διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει «ουδέ σπιθαμή γης ακαλλιέργητος», ενώ σε 8 χωριά (Λειβάδι, Καρβουνάδες, Δρυμώνας, Φατσάδικα, Πιτσινιάνικα, Μυλοπόταμος, Κατσουλολογοθετιάνικα και Καραβάς), βλέπει «επαύλεις ανθοσκεπείς και μαρμαιρούσας, κτηματίας και εργάτας ευγενείς, φιλόξενους και φιλόπονους, οικίας διωρόφους και ισογείους, ευρωπαϊκώτατα επιμελημένας».

Μία ετερόχρονη εξέλιξη εντός της ιδιωτικής οικονομίας, παρουσιάζεται όταν, στις δεκαετίες του 1920 και 1930, προηγείται η εκμηχάνιση της επεξεργασίας των αγροτικών προϊόντων, με τα μηχανοκίνητα ελαιοτριβεία και αλευροποιία (στην δεκαετία του 1930 υπήρχαν 20 μηχανοκίνητα ελαιοτριβεία στο νησί), αλλά μένει για πολλά χρόνια πίσω, η εκμηχάνιση της παραγωγής και συγκομιδής των προϊόντων προς επεξεργασία, η οποία εξακολουθεί να γίνεται  με το αλέτρι του Ησιόδου, το δρεπάνι και άλλα πρωτόγονα μέσα. Μόλις το 1954 ήρθε στο νησί η πρώτη αλωνιστική μηχανή και το 1962 η πρώτη θεριστική μηχανή.

Συνέπεια της ασύμμετρης αυτής ανάπτυξης μεταξύ δύο βασικών τομέων, της πρωτογενούς παραγωγής και της μεταποίησης, ήταν η ανάγκη μεγάλου μέρους του πληθυσμού να ασχολείται χειρωνακτικά σε μια χαμηλής παραγωγικότητας γεωργία, ενώ είχε απέναντί της ένα μηχανισμό μεταποίησης αγροτικών προϊόντων πολύ υψηλών αποδόσεων, με αποτέλεσμα την σπατάλη οικονομικών πόρων.

Αντίθετα, την ίδια εποχή (δεκαετία του 1930), η οικογένεια Μεγαλοκονόμου λειτουργεί ένα «καθετοποιημένο» σύστημα παραγωγικής αλληλεξάρτησης μεταποιητικών μονάδων, μέσω ενός πρωτοποριακού κυκλώματος παραγωγής, εν σειρά, αξιοποιώντας τα υποπροϊόντα της ελαιουργίας. Ξεκινώντας από την έκθλιψη των ελιών και την παραγωγή ελαιόλαδου, προχωρεί στην παραγωγή πυρηνέλαιου, την παραγωγή σαπουνιού και την κεραμοποιία, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη σε κάθε επόμενο στάδιο τα   υπολείμματα της επεξεργασίας του προηγούμενου σταδίου.

Τουρισμός και οικοδομική δραστηριότητα: Μια ξεχωριστή περίπτωση εξαιρετικής σημασίας αμφίδρομη τομεακή αλληλεξάρτηση συνδέει τον τουρισμό με την οικοδομική δραστηριότητα. Η πίεση του αυξανόμενου τουριστικού ρεύματος για υποδομές διαμονής, σίτισης και ποικίλων υπηρεσιών εξυπηρέτησης των επισκεπτών, οδηγεί σε ανάπτυξη του οικοδομικού κλάδου, ενώ η ποσότητα και η ποιότητα αυτών των υποδομών προσελκύει, με την σειρά της, περισσότερους επισκέπτες, κ.ο.κ. Το δίδυμο αυτό επηρέασε, σε μεγάλο βαθμό, την οικοδομική δραστηριότητα του νησιού από το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα και μετά.

Η επικέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας των Κυθήρων στον κερδοφόρο τουριστικό κλάδο, θεωρείται ως μια μονοδιάστατη οικονομική επιδίωξη («μονοκαλλιέργεια»), που έχει ως συνέπεια την παραμέληση της ανάπτυξης των κλάδων της γεωργίας και της μεταποίησης. Παρά το γεγονός ότι η επισήμανση αυτή έχει νόημα, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, ότι ο πλουραλισμός του τουρισμού διακλαδώνεται σε όλο το φάσμα των παραγωγικών δυνατοτήτων και ασκεί πολλαπλασιαστικές ευεργετικές επιδράσεις, πολλές από τις οποίες μένουν εντός των ορίων του νησιού. Μέσω της υποστήριξης της οικοδομής και μέσω των καταναλωτικών δαπανών των τουριστών, επηρεάζονται οι μεταφορές και το χονδρικό και λιανικό εμπόριο που αποτελούν μέρος της οικονομίας των Κυθήρων.

Καταλήγοντας, μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι στην μονοσήμαντη αγροτική οικονομία του τέλους του 19ου αιώνα υπήρχαν όρια στην εκμετάλλευση της γεωργικής γης, τα οποία ορίζονταν από την ποσότητα και την ποιότητα των καλλιεργουμένων εκτάσεων, ενώ η έλλειψη επιχειρηματικότητας και η απουσία κρατικής φροντίδας δεν επέτρεπε την ανάπτυξη άλλων κλάδων παραγωγής. Αντίθετα σήμερα, η «μονοσήμαντη» οικονομία του τουρισμού προσφέρει πολλές δυνατότητες, οι οποίες, με την ανάληψη ορισμένων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και ρίσκων, και με την κατάλληλη  οικονομική πολιτική, μπορεί να ανοίξει και να εμπλουτίσει την οικονομία των Κυθήρων και σε άλλους κλάδους παραγωγής.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο