Ο Πέτρος Καστροφύλακας και τα μυστήρια της απογραφής του.

Γράφει ο Ε.Π.Καλλίγερος*

798

Η λεγόμενη Απογραφή του Καστροφύλακα υπήρξε για χρόνια ένα από τα αινίγματα της κυθηραϊκής ιστορίας, καθώς αναφέρονταν σε αυτήν τοποθεσίες στο νησί εντελώς άγνωστες σήμερα. Μάλιστα, μερικές από αυτές, δεν είχαν αναφερθεί ποτέ σε έγγραφα και απουσίαζαν επιδεικτικά από τις πηγές που έχουν μελετηθεί επιτείνοντας το μυστήριο και δίνοντας λαβή σε διάφορες εικασίες. Πριν, όμως, δούμε αναλυτικά τα στοιχεία του… μυστηρίου πρέπει να ξεκαθαρίσουμε σε ποιο κείμενο αναφερόμαστε, καθώς στα βιβλία που ασχολούνται με την κυθηραϊκή ιστορία αναφέρονται δύο διαφορετικές σειρές τοπωνυμίων που παραπέμπουν στην απογραφή αυτή. Είναι δε κρίσιμο αυτό το θέμα, καθώς δεν είχαν δημοσιευθεί μέχρι πριν λίγο καιρό τα πρωτότυπα κείμενα της απογραφής αυτής, έτσι ώστε ο καθένας προσπαθούσε να εξάγει συμπεράσματα από το κείμενο που είχε στη διάθεσή του, συνήθως από δευτερογενείς πηγές.

Advertisement

Ουσιαστικά τα αναφερόμενα στην απογραφή, που έχουν απασχολήσει τους επιστήμονες, μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: Αυτά που αναφέρονται σε όσα έγραψε ο Διονύσιος Πύρρος ο Θεσσαλός και αυτά που δημοσίευσε η καθηγήτρια Χρ. Μαλτέζου. Τα χωριά που αναφέρει ο πρώτος και αναδημοσιεύονται από τον καθηγητή Γ. Λεοντσίνη, είναι τα: Άγιος Δημήτριος, Κάτω Κυπέρι, Απάνω Κυπέρι, Κάλαμος, Πιτσινάδες, Βιαράδες, Κονιανά, Κουτσουμάνι, Πλάτανος, Πρώτικα, Αλλικαρίγνη, Αρκάριον και Μυλοπόταμος[1]. Τα χωριά που αναφέρονται από τη Χρ. Μαλτέζου είναι: Άγιος Δημήτριος, Μητάτα, Κάτω Κυπέρι, Απάνω Κυπέρι, Καλαμουτάδες, Πιτσανάδες, Γριζωτή, Κονιανά, Κουσουνάρι, Πλάτανος, Βιότικα, Αλικάνγκρι, Αρκάριο και Μυλοπόταμο[2].

Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να συμβάλουμε στην ερμηνεία του γρίφου της απογραφής αυτής βασιζόμενοι στο κείμενο που αναφέρει η καθηγήτρια Χρ. Μαλτέζου, καθώς, αυτό είναι το κείμενο το οποίο βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, του οποίου μάλιστα φωτοτυπία δημοσίευσε η ίδια σε μεταγενέστερο έργο της[3]. Για να διευκολυνθεί η προσέγγιση που θα επιχειρήσουμε είναι απαραίτητο να παρουσιασθεί το πρωτότυπο κείμενο, όπως δημοσιεύεται από την καθηγήτρια Χρ. Μαλτέζου. Παρακάτω αναφέρονται με τη σειρά του πρωτοτύπου τα χωριά της απογραφής, όπως εμφανίζονται στο έγγραφο της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης.

Από τον παρατιθέμενο πίνακα, όπου αναφέρονται όλες οι περιοχές στις οποίες καταγράφεται πληθυσμός, προκύπτει ότι ο απογραφέας αναφέρει 16 περιοχές του νησιού στις οποίες σημειώνεται ότι κατοικούνται με συνολικό πληθυσμό 3.162 κατοίκους. Αυτόματα, για τους γνωρίζοντες τα Κύθηρα, προκύπτει το ερώτημα: Γιατί αναφέρονται περιοχές που είναι εντελώς άγνωστες τη στιγμή που απουσιάζουν γνωστές κατοικημένες περιοχές του νησιού κατά το τέλος του 16ου αι., οπότε έγινε η απογραφή; Πριν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στον ίδιο τον απογραφέα Πέτρο Καστροφύλακα και να ανιχνεύσουμε την πορεία του στα Κύθηρα. Για την εργασία αυτή δεν χρειάστηκε να «κουραστούμε» καθόλου, αφού το σχετικό οδοιπορικό του Καστροφύλακα έχει μελετήσει και δημοσιεύσει η καθηγήτρια Χρ. Μαλτέζου με την ευκαιρία του εντοπισμού από την ίδια στο Ιστορικό Αρχείο Κυθήρων εγγράφου, στο οποίο αναφέρεται ένας Πέτρος Καστροφύλακας, δωρητής μιας εικόνας στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή στον Εγκρεμνό.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την εμπεριστατωμένη μελέτη της, ο Πέτρος Καστροφύλακας, ως λογιστής των ενετών συνδίκων και επιθεωρητών της Ανατολής Zuanne Gritti και Giulio Garzoni, ίσως να είχε επισκεφθεί τα Κύθηρα συνοδεύοντας τους δύο αξιωματούχους και να είχε συντάξει την πολύτιμη απογραφή του 1583 κατ’ εντολήν της Ενετικής Συγκλήτου. Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη ο Καστροφύλακας θα πρέπει να παρέμεινε στα Κύθηρα μεταξύ των μηνών Ιουνίου και Αυγούστου του 1583, ενώ οι σύνδικοι είχαν ήδη αναχωρήσει και βρίσκονταν στη Ζάκυνθο είχαν δώσει δε εντολή στον ενετό προνοητή των Κυθήρων Gieronimo Zanne να αναθέσει σε έμπειρους υπαλλήλους και ειδικά στον Zuanne Cagniotti να συνεχίσει και να αποπερατώσει την αποστολή. Φαίνεται ότι ο χρόνος κατά τον οποίο ο Καστροφύλακας έμεινε (;) στα Κύθηρα, αλλά και η εργασία που ανετέθη στους «εμπείρους» υπαλλήλους της Γαληνοτάτης, είναι κρίσιμα σημεία για την ερμηνεία των αναφερομένων στην απογραφή.

Επανερχόμενοι σ’ αυτήν παρατηρούμε αμέσως αυτά που αναφέραμε στην αρχή. Απουσιάζουν χωριά, για τα οποία έχουμε απόλυτη βεβαιότητα από τις υπάρχουσες αναφορές στις πηγές ότι κατοικούνται κατά την εποχή της απογραφής. Ας τα δούμε ένα-ένα. Σύμφωνα με την πιο κοντινή χρονικά πηγή, τα κατάστιχα του νοταρίου Εμμανουήλ Κασιμάτη, υπάρχει βεβαιότητα ότι κατά την εποχή που συνετάγησαν τα συμβόλαια του νοταρίου αυτού, ανάμεσα στα έτη 1560-1582 κατοικούνται με ασφάλεια τα εξής χωριά: Κοντελετού (Λειβάδι), Στραπόδι, Φυρόι, Πλατάνι, Κούτζακας (το σημερινό Κάτω Λειβάδι), Τσικαλαρία, Μανιτοχώρι και Φράτσια[4]. Από άλλες πηγές, που αναφέρονται σε προγενέστερα χρόνια, προκύπτει ότι, κατά τον 14ο αι., κατοικούνται και τα χωριά: Δρυμώνας, Κεραμουτό, Καρβουνάδες, Αλεξανδράδες, Ποταμός, Παλιόκαστρο, Μαγγουνάδες, Καλύβια, Γωνία, Θολάρι, Σπανοχωριό και Μεσοχωρίο, πολλά από τα οποία είναι πιθανότατο ότι κατοικούνται μέχρι και το τέλος του 16ου αι.

Όλα, όμως, τα παραπάνω χωριά απουσιάζουν από την απογραφή του Καστροφύλακα, στην οποία, αντίθετα, περιλαμβάνονται μερικά άγνωστα χωριά, όπως: Καλαμουτάδες, Γριζωτή, Κονιανά, Αλικάνγκρι, Βιότικα ή Ριότικα και Αρκάριο. Το ερώτημα που προκύπτει αμέσως είναι αυτονόητο. Γιατί η απογραφή δεν περιλαμβάνει γνωστά χωριά, ενώ περιλαμβάνει άγνωστα; Αν θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι τα παλαιότερα χωριά όπως π.χ. το Θολάρι και η Γωνία έχουν ήδη καταστραφεί στα τέλη του 16ου αι. (βλ. σχετικό λήμμα) ή ότι χωριά όπως το Παλιόκαστρο έχουν πιθανώς εγκαταλειφθεί ήδη την εποχή αυτή, τι γίνεται με τα υπόλοιπα; Η απάντηση είναι πιθανόν να βρίσκεται στον περιορισμένο χρόνο της παραμονής του Καστροφύλακα στα Κύθηρα, πιθανόν δε και στην εμπειρία ή ευσυνειδησία των υπαλλήλων που ανέλαβαν να αποπερατώσουν την εργασία. Θα μπορούσαμε ακόμη να υποθέσουμε να μην πρόκειται καν για το ίδιο πρόσωπο που αναφέρεται στα προμνημονευθέντα έγγραφα, άρα να μην είχε έλθει ποτέ στα Κύθηρα ο απογραφέας Καστροφύλακας, αφού εντοπίζεται αργότερα και άλλο πρόσωπο με το όνομα αυτό[5].

Αν επανέλθουμε στον πίνακα των χωριών και των κάστρων που περιλαμβάνει η απογραφή θα δούμε ότι απουσιάζουν εντελώς όλα τα χωριά του νοτίου τμήματος του νησιού, που ήταν και πλησιέστερα στην πρωτεύουσα, άρα δεν μπορεί να ήταν άγνωστα, ενώ, αντίθετα, περιλαμβάνονται 13 χωριά του βορείου τμήματος του νησιού (άσχετα αν δεν γνωρίζουμε πολλά από αυτά) με τη σημαντική παρατήρηση ότι και από αυτά φαίνεται να απουσιάζει το σημαντικότερο: ο Ποταμός, ο οποίος με ασφάλεια κατοικείται την εποχή αυτή και ως παλαιότερο στην περιοχή πρέπει να είναι και το πλέον πολυάνθρωπο. Η μόνη υπόθεση που μπορούμε να κάνουμε για τα ερωτήματα αυτά είναι ότι η απογραφή έγινε πρόχειρα και τα μεν χωριά στο νότιο τμήμα δεν αναφέρθηκαν καθόλου, πιθανόν γιατί οι κάτοικοί τους είχαν συμπεριληφθεί στον αριθμό των κατοίκων της Φορτέτζας και του Μπόργκο (του Κάστρου και της πρωτεύουσας με άλλα λόγια), αν θεωρήσουμε τα αριθμητικά δεδομένα της απογραφής αυτής ως ακριβή, τα δε χωριά στο βόρειο τμήμα αναφέρθηκαν αναλυτικά μεν, λανθασμένα δε, καθώς η απογραφή έγινε πρόχειρα, όπως είπαμε, πιθανόν δε με ασαφείς και ανακριβείς σε διάφορα σημεία πληροφορίες τρίτων. Άλλη ερμηνεία δεν έχουμε προς το παρόν.

Οφείλουμε όμως να δούμε τα χωριά που αναφέρονται αναλυτικά ένα-ένα για να ερμηνεύσουμε την παρουσία των αγνώστων (Γριζωτής, Κονιανών) και την απουσία των γνωστών (Ποταμός). Εννοείται ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να δοθεί για τον αριθμό των κατοίκων κάθε χωριού (casale), ούτε και να αποφανθεί κανείς αν αυτός ανταποκρίνεται ή όχι στα πράγματα. Αν λάβουμε, πάντως, υπ’ όψιν τις άλλες απογραφές που αφορούν πλησιέστερα σε αυτήν χρόνια[6] θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν πρέπει να απέχει από την πραγματικότητα και οι αριθμοί που αναφέρονται σε αυτήν θα μπορούσε να είναι σωστοί. Αφού δεχθούμε, λοιπόν, την υπόθεση (και μέχρι να προσκομισθούν άλλα στοιχεία που θα αλλάξουν τα πράγματα) ότι στο νότιο τμήμα του νησιού η απογραφή έγινε κατά τον τρόπο που αναφέραμε, ας δούμε τι μπορεί να έγινε στο βόρειο τμήμα του νησιού. Αν παρατηρήσουμε τις περιοχές με τη σειρά που αναφέρονται και έχουμε δίπλα μας έναν χάρτη των Κυθήρων μπορούμε να δούμε ότι η καταγραφή αρχίζει από τον Άγιο Δημήτριο, τη βυζαντινή πρωτεύουσα του νησιού, η οποία είχε καταστραφεί από τον Βαρβαρόσσα ήδη από το 1537. Η αναφορά της και μάλιστα με πληθυσμό μπορεί να σημαίνει αυτό που αναφέρει η καθηγήτρια Χρ. Μαλτέζου ότι κάποιοι κάτοικοι επέστρεψαν σιγά σιγά στην περιοχή και επανεγκαταστάθηκαν σε αυτήν[7]. Την άποψη αυτή ενισχύει και η παρατήρηση ότι η καπιτανερία (το φρουραρχείο τρόπον τινά) του Αγ. Δημητρίου συνεχίζει να διεκδικείται από επίδοξους φρουράρχους για πολλά χρόνια ακόμη[8], καίτοι, ενδεχομένως, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η φρουρά είχε εγκατασταθεί αλλού και παρέμενε απλά η ονομασία, υπόθεση όμως όχι ιδιαίτερα ισχυρή. Η πρόταξη πάντως του Αγ. Δημητρίου μπορεί να ερμηνευθεί και από το γεγονός ότι ήταν μέχρι λίγα χρόνια πριν η πρωτεύουσα του νησιού, ενώ ήταν και οχυρή θέση με κάστρο.

Μετά τον Άγιο Δημήτριο η επόμενη αναφορά είναι στα Μητάτα, παλαιότατο χωριό, το οποίο ήταν για μικρό χρονικό διάστημα και πρωτεύουσα των Κυθήρων. Από τα Μητάτα η καταγραφή ακολουθεί σαφή γεωγραφική πορεία προς βορρά και μάλιστα με κίνηση ΝΑ-ΒΔ. Επόμενες αναφορές είναι το Κάτω και Απάνω Κυπέρι, τα σημερινά Φριλιγκιάνικα και ακολουθεί ένα από τα άγνωστα χωριά της απογραφής, οι Καλαμουτάδες, το οποίο πολλές φορές συγχέεται με τον Κάλαμο, με τον οποίο δεν έχει την παραμικρή σχέση. Καλαμουτάδες λεγόταν η περιοχή εκεί περίπου όπου είναι τα σημερινά Καστρισιάνικα και συγκεκριμένα γύρω από το ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου είναι σήμερα το νεκροταφείο του χωριού, δεν συμπίπτει όμως απόλυτα με το γνωστό οικισμό. Σημειωτέον ότι λίγο αργότερα τα Καστρισιάνικα θα αποτελέσουν την έδρα του ενός από τα τέσσερα ντιστρέτα (διοικητικά διαμερίσματα) των Κυθήρων.

Συνεχίζοντας την πορεία προς βορρά επόμενος σταθμός της απογραφής είναι οι Πιτσινάδες, ένα χωριό που είναι γνωστό και δεν απαιτεί άλλη έρευνα. Αμέσως μετά, ένα άλλο από τα άγνωστα χωριά έρχεται να δημιουργήσει ερωτηματικά. Η Γριζωτή δεν αναφέρεται πουθενά ως χωριό πλην της απογραφής του Καστροφύλακα. Είναι γνωστό ότι επώνυμο Γριζωτής ή Γρυζιώτης αναφέρεται στα Κύθηρα και μάλιστα με εντοπισμό σε μικρό οικισμό κοντά στις Πιτσινάδες, τα ερείπια του οποίου εντοπίζονται εύκολα και σήμερα και ο οποίος ονομάζεται Γιωργάδικα ή Μενεγιάνικα από το παλαιότατο (μαρτυρείται από τον 15ο αι.) επώνυμο Γεωργάς των κατοίκων του ή Μένεγας, που ήταν παρωνύμιο κλάδου των Γεωργά.

Η αναφορά στο ναό των Αγίων Πάντων στα Γριζωτιάνικα, στον κώδικα του επισκόπου Νεκταρίου Βενιέρη, δίνει το γεωγραφικό στίγμα του οικισμού, όμως οικισμός δίπλα από το ναό αυτόν δεν εντοπίζεται και μάλλον η Γριζωτή είναι μία λανθασμένη αναφορά σε έναν από τους σημερινούς οικισμούς Περλεγκιάνικα και Ντουριάνικα (πιθανότατα ο πρώτος), οι οποίοι από παλαιά έφεραν την ονομασία Μαγγουνάδες, οι οποίες εντοπίζονται στις πηγές από τον 14ο αιώνα. Μπορούμε να υποθέσουμε, λοιπόν, με σχετική ασφάλεια ότι ο απογραφέας κατέγραψε την κατοικημένη περιοχή με την ονομασία Γριζωτή από το όνομα μιας οικογένειας, πιθανόν γιατί δεν γνώριζε την ονομασία της και της έδωσε πρόχειρα το όνομα κάποιων κατοίκων. Την άποψη ενισχύει και η αναφορά σε Γριζωτή και όχι σε Γριζωτιάνικα, που έχει και τη συνήθη κατάληξη που θα επικρατήσει έναν αιώνα αργότερα για τους οικισμούς των Κυθήρων, που έπαιρναν το όνομά τους από την κυρίαρχη οικογένεια.

Μετά τον οικισμό Γριζωτή αναφέρεται στο κατάστιχο ο οικισμός Κονιανά. Μέχρι σήμερα χωριό ή τοπωνύμιο με αυτή ή παρεμφερή ονομασία δεν έχει εντοπισθεί στα Κύθηρα. Η μόνη υπόθεση που είναι δυνατόν να γίνει –και πάντα δεν πρέπει να παραβλέπουμε όσα αναφέραμε στην αρχή για πιθανή προχειρότητα στην απογραφή– είναι ότι η λέξη Κονιανά αποδίδει με εσφαλμένο τρόπο τη λέξη Κομηνιάνικα, οικισμό γνωστό, ο οποίος σήμερα αναφέρεται ως Ντουριάνικα από το παρωνύμιο ενός Κομηνού-Ντούρου ή αυτό το ίδιο το επώνυμο Κομηνός. Η υπόθεση αυτή έχει ισχυρά ερείσματα, καθώς ο οικισμός αυτός βρίσκεται πολύ κοντά στα Περλεγκιάνικα (αν υποθέσουμε ότι αυτά είναι η Γριζωτή), αλλά και στα Γιωργάδικα, στα οποία κατοικούσαν άτομα με το επώνυμο Γριζιώτης, όπως είδαμε. Αν δε λάβουμε υπ’ όψιν ότι η λέξη Κονιανά παρουσιάζει αρκετά στοιχεία της λέξης Κομηνιάνικα ή Κομηνός, δεν αποκλείεται και εδώ να έχουμε μία κακή μεταφορά του επωνύμου Κομηνός, όπως ακριβώς στον προηγούμενο οικισμό είχαμε μία κακή αναφορά του επωνύμου Γριζωτής.

Επόμενη αναφορά στην απογραφή είναι ο οικισμός Κουσουνάρι, ο οποίος ταυτίζεται με ασφάλεια με το γνωστό και σήμερα οικισμό με το ίδιο όνομα. Υπάρχει, πάντως, και εδώ μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση, καθώς είναι η πρώτη φορά στην πορεία του οδοιπορικού της απογραφής κατά την οποία ένας οικισμός αναφέρεται πριν από έναν άλλο, ο οποίος ακολουθεί την πορεία Νότου-Βορρά, για την οποία αναφερθήκαμε. Κι αυτό γιατί το Κουσουνάρι βρίσκεται μεν πολύ πλησίον του οικισμού Πλάτανος, είναι όμως έπειτα από αυτόν στην πορεία που παρακολουθούμε στο χάρτη. Φυσικά με την προϋπόθεση, ο οικισμός Πλάτανος, ο οποίος είναι ένας από τους άγνωστους οικισμούς της απογραφής, να συμπίπτει με το σημερινό οικισμό των Λογοθετιανίκων. Η υπόθεση αυτή αξίζει να διερευνηθεί περισσότερο. Η ευρύτερη περιοχή των Λογοθετιανίκων αποτελεί σημαντική πρόκληση για τους ερευνητές της κυθηραϊκής ονοματολογίας και χωρογραφίας, καθώς, καίτοι κομβικός και παλαιός οικισμός, δεν αναφέρεται σε παλαιότερες πηγές. Η απάντηση στην απορία αυτή μπορεί με σχετική ασφάλεια να αναζητηθεί στο γεγονός ότι η ευρύτερη περιοχή αποτελείται από πολλούς οικισμούς και ενορίες, που αλλάζουν αρκετές φορές όρια και κατοίκους στην ιστορική πορεία. Η ονομασία Λογοθετιάνικα προέρχεται από την κυρίαρχη οικογένεια Λογοθέτη, γνωστή στα Κύθηρα ήδη από τον 15ο αι., από την οποία προέρχεται σημαντικός αριθμός οικογενειών της περιοχής που υιοθετούν ως επώνυμα τα παρωνύμια τα οποία χρησιμοποιούν για να διαχωρίζονται οι μοιραίες συνωνυμίες. Είναι, επομένως, βέβαιο ότι τα Λογοθετιάνικα έφεραν άλλο όνομα παλαιότερα. Ποίο; Σύμφωνα με τη δική μας έρευνα δύο σημαντικά στοιχεία μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η προηγούμενη ονομασία του οικισμού αυτού ήταν Πλάτανος ή Πλατάνι. Το ένα είναι ότι και σήμερα ακόμη ονομάζεται από τους παλαιότερους Πλάτανος σημαντικό κεντρικό σημείο του χωριού, κάτι που διασταυρώθηκε από πολλές προφορικές μαρτυρίες. Το άλλο είναι ότι υπάρχει και μία ενδιαφέρουσα μαρτυρία από τις πηγές. Σε συμβόλαιο του έτους 1568 για πώληση χωραφιού με σπίτι και νερό αναφέρεται χωρίο Πλατάνι, χωρίς όμως να προσδιορίζεται με ασφάλεια για ποιο πρόκειται. Αν θεωρήσουμε, όμως, ασφαλές στοιχείο ότι συμβαλλόμενοι ή συμπλησιαστές στο συμβόλαιο είναι, μεταξύ άλλων, οι, Γεώργιος Λογοθέτης-Λιτζέρης, Ιωάννης Λογοθέτης και Βασίλειος Κομηνός και ότι το Πλατάνι αναφέρεται ότι βρίσκεται στο Διστρέτο του Αγίου Δημητρίου[9], πιστεύουμε ότι έχουμε ένα ισχυρό επιπρόσθετο στοιχείο να θεωρήσουμε ότι η αναφερόμενη περιοχή συμπίπτει με τον Πλάτανο και τα σημερινά Λογοθετιάνικα (Πλατάνι εξάλλου λέγεται ακόμη το ρέμα ανάμεσα στο Κουσουνάρι και τον Ποταμό). Το γιατί αναφέρεται πρώτα το Κουσουνάρι και μετά ο Πλάτανος είναι άγνωστο, θα μπορούσε όμως να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι δύο οικισμοί είναι ο ένας δίπλα στον άλλον, αλλά και στην προχειρότητα της απογραφής, η οποία έχει επισημανθεί προηγουμένως και είναι προφανής. Συμπερασματικά, ο Πλάτανος είναι τα σημερινά Λογοθετιάνικα και δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον αρχαίο Πλατανιστούντα, ο οποίος τοποθετείται στο βορειότατο άκρο του νησιού, κοντά στον σημερινό Καραβά.

Μετά τα χωριά Πλάτανος και Κουσουνάρι αναφέρονται δύο άγνωστα τοπωνύμια-οικισμοί, Ριότικα ή Πρώτικα, ή Βιότικα, όπως αποδίδουν άλλοι την αβέβαιη απόδοση στο χειρόγραφο και Αλλικάγκρι, ενώ η γραφή και του οικισμού αυτού έχει δημιουργήσει αμφιβολίες[10]. Πριν αναφέρουμε τα λιγοστά στοιχεία για τους οικισμούς αυτούς θα κάνουμε ένα μικρό «άλμα» και θα αναφερθούμε στον τελευταίο αναφερόμενο οικισμό, το Αρκάρι ή Αρκάριο, ο οποίος είναι αυτός εξαιτίας του οποίου ισχυροποιήθηκε η άποψη ότι τα αναφερόμενα στην απογραφή του Καστροφύλακα χωριά περιλαμβάνουν υπαρκτά τοπωνύμια. Κατ’ αρχάς Αρκάριο είναι λατινική λέξη που σημαίνει το Θησαυροφυλάκιο. Το χωριό είχε εντοπισθεί σε έγγραφα του 16ου αι.[11], άρα ήταν βέβαιο ότι υπήρξε πλην όμως δεν ήταν γνωστό σε ποια περιοχή. Πρόσφατος εντοπισμός στον Κώδικα του Επισκόπου Νεκταρίου Βενιέρη δύο ναών ΒΔ του Ποταμού με την ένδειξη ότι βρίσκονται στο Αρκάρι έδωσαν και τις αναγκαίες αποδείξεις για την περιοχή όπου βρισκόταν ο οικισμός αυτός. Συγκεκριμένα ο Κώδικας αυτός αναφέρει ότι πρόκειται για τους ναούς των Αγίων Γεωργίου και Στεφάνου, οι οποίοι όντως βρίσκονται πλησίον ο ένας του άλλου στη θέση αυτή.

Έχοντας τώρα βεβαία τη θέση του οικισμού Αρκάρι, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε, ακολουθώντας τη λογική που αναφέραμε στην αρχή για γεωγραφικό οδοιπορικό των οικισμών της απογραφής με αρχή τα Μητάτα και τέλος το Αρκάρι ότι οι δύο άγνωστοι οικισμοί Αλικάνγκρι και Πρώτικα ή Ριότικα πρέπει να βρίσκονται ενδιάμεσα των προαναφερομένων οικισμών και μετά τους οικισμούς Πλάτανος και Κουσουνάρι, των οποίων επίσης έχουμε βέβαιη θέση. Ανάμεσα όμως από το Αρκάρι και το Κουσουνάρι ένας μόνο οικισμός υπάρχει σήμερα και είναι βέβαιο ότι υπήρχε από τον 13ο αι. Ο Ποταμός! Η απουσία μνείας του οικισμού αυτού, ο οποίος ήταν πάντα μεγάλος σε σχέση με τους άλλους, δημιουργεί όντως πολλά ερωτήματα. Η πρώτη άποψη που θα μπορούσε να διατυπωθεί ότι ίσως τότε να ήταν σε παρακμή δεν ευσταθεί, καθώς γνωρίζουμε ότι ο οικισμός αυτός υπάρχει τον 16ο αι. Η παράλειψή του μόνο μίας ερμηνείας επιδέχεται κατά την άποψή μας. Ότι δεν ανεφέρθη, γιατί αναφέρονται κάποιοι οικισμοί, οι οποίοι τον συναπαρτίζουν και, δεδομένης (για μας) της προχειρότητος της απογραφής, έγινε αναφορά στα μέρη και παρελείφθη το όλον. Η αναφορά στο Αρκάριο, το οποίο λόγω της γειτνίασής του με τον Ποταμό θα μπορούσε να θεωρηθεί τμήμα του, μάλλον ενισχύει την άποψη αυτή. Επίσης το γεγονός ότι, αν δεχθούμε τα αριθμητικά δεδομένα της απογραφής, οι τρεις οικισμοί που φαίνεται να συναπαρτίζουν τον Ποταμό έχουν συνολικά 229 κατοίκους, αριθμός που θα δικαιολογούσε ένα χωριό σαν τον Ποταμό, σε ένα νησί με 3162 κατοίκους.

Τώρα το ερώτημα είναι ποιοι είναι οι άλλοι δύο οικισμοί, για τους οποίους ούτε τα ονόματα ούτε τη θέση γνωρίζουμε; Για μεν τον οικισμό Αλλικάνγκρι ουδεμία πληροφορία έχουμε, ούτε εντοπίζεται σε καμία πηγή. Αυτό δημιουργεί την υποψία ότι και ο οικισμός αυτός υπήρξε «θύμα» της προχειρότητος της απογραφής. Η μόνη υπόθεση που μπορεί να γίνει είναι ότι η λέξη Allicangri είναι σύνθετη, με πρώτο συνθετικό το Alli (= στο) και με κακή απόδοση του δεύτερου συνθετικού, το οποίο θα μπορούσε να διαβαστεί Cangri = Cang(a)ri από το Τσαγκάρι. Τσαγκάρι λέγεται η περιοχή ΒΔ του Ποταμού και εκεί που είναι ο Βυζαντινός ναός των Αγίων Νικολάου και Σάββα. Επομένως, σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, Alli (= στο) Cang(a)ri (Τσαγκάρι). Προς την άποψη αυτή συντείνει και η αναφορά του πριν από το Αρκάριο (που είναι δυτικότερα) και μετά τη Λαριώτισσα, που είναι το κέντρο του Ποταμού, σύμφωνα με το συλλογισμό που αναφέρουμε παρακάτω. Είναι αλήθεια ότι δεν γνωρίζουμε αν το Τσαγκάρι κατοικείται την εποχή αυτή, όπως το διπλανό Αρκάριο για το οποίο είμαστε βέβαιοι, είναι όμως πολύ πιθανό και λόγω της θέσης του σε επίκαιρη περιοχή, αλλά και της ανέγερσης εκεί παλαιότερα του προαναφερθέντος ναού.

Φαίνεται ότι όλες αυτές οι συνοικίες εμφανίζονται παντού σε παλαιότερα ή νεότερα κείμενα με τη γενική αναφορά, Ποταμός. Αντίστοιχα ούτε οικισμός Πρώτικα ή Ριότικα (κατ’ άλλους Βιότικα!) έχει εντοπισθεί. Κατ’ αρχάς το κείμενο οδηγεί στην υπόθεση ότι το αρχικό γράμμα είναι R και όχι Β ή P. Αν εδώ ληφθεί υπ’ όψιν ότι σε κάθε οικισμό προτάσσεται το γράμμα c. (από τη λέξη casale), θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την τολμηρή υπόθεση ότι η λέξη Riotica μπορεί να αποδίδει την ελληνική λέξη Λαριώτισσα με αποκοπή της πρώτης συλλαβής λόγω του παρεμφερούς τελευταίου φθόγγου της ιταλικής λέξης που προηγείται [c.asa-le (La) Riotica]. Και είναι μεν λεκτικά τολμηρή η υπόθεση, έχει όμως δύο επιχειρήματα: Ότι ο οικισμός αυτός είναι γεωγραφικά στη θέση που θα έπρεπε να είναι βάσει της υπόθεσης του οδοιπορικού, το οποίο, όπως είδαμε, φαίνεται να ακολουθείται πιστά, είναι δε δύσκολο να φαντασθούμε ότι μπορεί να έχει παραλειφθεί εντελώς ο Ποταμός, όσο πρόχειρα και αν έγινε η απογραφή, όπως υποθέσαμε. Εδώ η προχειρότητα στη σύνταξη της απογραφής οδηγεί στην άποψη ότι η ίδια μπορεί να ευθύνεται και στον τρόπο απόδοσης στη γραφή του οικισμού. Φυσικά όλα αυτά μένει να επιβεβαιωθούν (ή και να συμπληρωθούν ή απορριφθούν) από μία νεότερη έρευνα.

Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί ένα ακόμη στοιχείο, το οποίο συνηγορεί στην άποψη ότι η απογραφή έγινε πρόχειρα ή πολύ βιαστικά, χωρίς, όμως, να αποκλείεται να λείπουν και κάποια μέρη από αυτήν. Η παρατήρηση[12] ότι ο Καστροφύλακας ίσως να παρέμεινε στα Κύθηρα και μετά την αναχώρηση των συνδίκων, ασφαλώς για να ολοκληρώσει το έργο της απογραφής, ενώ καλείται να φέρει σε πέρας διάφορες εργασίες, δείχνει ότι το έργο δεν είχε ολοκληρωθεί. Μάλιστα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι ανάμεσα στις περιοχές για τις οποίες εδόθη οδηγία να συνεχισθεί το έργο είναι οι Κεραμουτό, Δρυμώνας, Καλοκαιρινές και Φούρνοι. Οι δύο πρώτες είναι γνωστό ότι κατοικούνται από τον 14ο αι. τουλάχιστον, οι Καλοκαιρινές αναφέρονται πρώτη φορά στις πηγές στο κείμενο αυτό, ενώ δεν διευκρινίζεται ποιους Φούρνους αφορά η εντολή, αφού στα Κύθηρα υπάρχουν δύο περιοχές με αυτό το όνομα. Η μία είναι στην περιοχή Μυλοποτάμου και μάλλον συμπίπτει ή είναι πλησίον με το σημερινό Λαχνό, περιοχή που αναφέρεται στην παράδοση ότι ήταν ο αρχικός τόπος εγκατάστασης των οικογενειών του οικισμού Καλοκαιρινές και η άλλη είναι παραλία κοντά στον Καραβά. Η αναφορά αμέσως μετά στις Καλοκαιρινές και η σχέση των δύο τόπων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κείμενο αναφέρεται στους Φούρνους του Μυλοποτάμου. Ακόμη στο ίδιο κείμενο γίνεται αναφορά για περιοχή με ελαιοπαραγωγή που αναφέρεται Λαδιάνικα στον Περάτη. Ο Περάτης ταυτίζεται με ασφάλεια με την ομώνυμη σημερινή περιοχή του Περάτη έξω από τα Φράτσια. Αναφέρονται επίσης οι περιοχές που ανήκουν στην οικογένεια Βενιέρη (…delli Clarissimi Venieri) Μηλαπιδέα, Κεραμουτό, Αλεξανδράδες, Άγιος Ηλίας, Κατοχώρι και Κάλαμος, οι οποίες είναι όλες γνωστές και μπορούν να ταυτισθούν με ασφάλεια, από αυτές όμως κατοικημένες την εποχή αυτή μπορεί να είναι μόνον οι, Κεραμουτό, Αλεξανδράδες και Άγιος Ηλίας, οι οποίες όμως δεν αναφέρονται στο κείμενο της απογραφής που δημοσιεύεται παραπάνω!

Όπως αναφέραμε, το αν το δημοσιευμένο κείμενο της απογραφής περιέχει λάθη ή παραλείψεις ή αν η απογραφή έγινε βιαστικά και πρόχειρα είναι κάτι που θα δείξει η συνέχεια των ερευνών πάνω σ’ αυτήν. Δεν θα είναι, πάντως, η πρώτη φορά για κάτι παρόμοιο. Επισημαίνουμε απλά ότι ο Ιάκωβος Ραγκαβής[13], μόλις το 1854, εξέδωσε ογκώδες βιβλίο Γεωγραφίας, το οποίο περιέχει αναρίθμητες ανακρίβειες για τα Κύθηρα, είναι δε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο συγγραφέας του δεν είχε επισκεφθεί το νησί, ούτε όμως είχε φροντίσει να συλλέξει αξιόπιστες πληροφορίες γι’ αυτό. Για παράδειγμα, αναφέρει ότι τα Κύθηρα έχουν έξι (!) χωριά, τα Μοδάρι, Λίνδον, Τιμούρον, Κακόπλακα και Καψάλι. Από αυτά, βέβαια, μόνο το τελευταίο είναι χωριό στα Κύθηρα, ενώ τα Λίνδος και Τιμούρο δεν υπάρχουν καν ούτε ως τοπωνύμια! Ο συγγραφέας πρέπει, εν προκειμένω, να χρησιμοποίησε παλιές γκραβούρες με τις γνωστές τους ασάφειες. Εννοείται ότι υπάρχουν και πολλές ακόμη εξοργιστικές ανακρίβειες. Αν αυτά γράφονταν στα μέσα του 19ου αι., τότε ασφαλώς μπορεί να θεωρηθούν αμελητέα τα λάθη στις απογραφές του 1583. Συμπερασματικά, λοιπόν, και με τα μέχρι στιγμής στοιχεία που αναλύσαμε, μπορούμε να υποστηρίξουμε την προχειρότητα αυτής της απογραφής, η οποία μπορεί να οφείλεται είτε στον λίγο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους οι υπάλληλοι της ενετικής διοίκησης Κρήτης είτε στο ότι έλαβαν εσφαλμένες ή ελλιπείς πληροφορίες, είτε, ενδεχομένως, και στην απουσία του ίδιου του Καστροφύλακα από κάποια χρονική φάση ή και από το σύνολο της εργασίας, πιθανόν δε και σε όλα τα παραπάνω.


⃰Το κείμενο αυτό αποτελεί μέρος της Εισαγωγής του βιβλίου του συγγραφέα Ε.Π.Καλλίγερου ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ και μία συνοπτική μελέτη της γνωστής Απογραφής των Κυθήρων του 16ου αι, η οποία έμεινε γνωστή ως Απογραφή του Καστροφύλακα.

[1] G. Leontsinis, The island of Kythera. A social history (1780-1863), Athens 1987, σ. 192.

[2] Χρ. Μαλτέζου, Βενετική παρουσία…, σ. Θ 159 (και τα δύο κείμενα είναι γραμμένα στα Αγγλικά και εδώ επιχειρήθηκε η αναφορά τους στα Ελληνικά με την πλέον πιστή απόδοση).

[3] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα τον καιρό που κυριαρχούσαν οι Βενετοί, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Βενετία 2008, σ. 106.

[4] Εμμ. Δρακάκης (εκδ.), Εμμανουήλ Κασιμάτης νοτάριος Κυθήρων 1560-1582, Κυθηραϊκά 2003. Κοντελετού (1564) σ. 308, Στραπόδι (1565) σ. 359, Φυρόι (1565) σ. 341, Πλατάνι (1568) σ. 361, Κούτζακας (1565) σ. 355, Τσικαλαρία (1565) σσ. 183, 372 και Φράτσια (1564) σ. 317.

[5] Χρ Μαλτέζου, «Ειδήσεις για ναούς και μονές στα Κύθηρα», εις Βενετική παρουσία…, σ. Ι 285.

[6] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα τον καιρό…, σ. 107 και G. Leontsinis, The island…, p. 193.

[7] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα τον καιρό…, σ. 105.

[8] Γ. Πλουμίδης, Αιτήματα και πραγματικότητες των Ελλήνων της βενετοκρατίας, Ιωάννινα 1985, σ. 98. (Ο Piero Leoncini του ποτέ miser Nadalin του ποτέ miser Geronimo, αστός των Κυθήρων, ζητεί την capitanaria του S. Demetri, 18 Απριλίου 1592.)

[9] Εμμ. Δρακάκης, Εμμ. Κασιμάτης νοτάριος…, σ. 361.

[10] Χρ. Μαλτέζου, Βενετική παρουσία στα Κύθηρα, Αρχειακές μαρτυρίες, Αθήνα 1991, σ. Θ 159.

[11] Κ. Τσικνάκης, «Έργα και ημέρες ενός Ενετού Προβλεπτή στα Κύθηρα», εις εφημ. Κυθηραϊκά, φ. 72, Ιούνιος 1994 και του ιδίου, «Ονόματα κατοίκων των Κυθήρων», εις εφημ. Κυθηραϊκά, φ. 73 Ιούλιος-Αύγουστος 1994.

[12] Χρ. Μαλτέζου, Βενετική παρουσία…, σ. Ι 277.

[13] Ι. Ραγκαβής, Περιγραφή Γεωγραφίας, Ιστορίας, Αρχαιολογικής Στατιστικής, Αθήναι 1854, σσ. 790 επ.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο