Ο Γκαίτε και το Δημοτικό Τραγούδι

451

Το καλοκαίρι του 1815, επεφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη για τον μεγάλο Γερμανό λόγιο.
Κατά τη διάρκεια του παραθερισμού του στη λουτρόπολη του Βισμπάντεν γνωρίστηκε με τον βαρόνο Βέρνερ Φον Χαξτχάουζεν, έναν πολυμαθή Γερμανό γιατρό που λέγεται ότι μιλούσε 13 γλώσσες.

Μέσα από τα όποια ενδιαφέροντα συζητούσαν κατά τις διακοπές τους οι δυο άνδρες, το βασικότερο όλων ήταν το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι.

Advertisement

Ο Χαξτχάουζεν κατά τη διάρκεια των Ναπολεώντιων πόλεμων υπηρετούσε σε ένα Βρετανικό στρατιωτικό νοσοκομείο όπου ήρθε σε επαφή με πολλούς Έλληνες ναυτικούς και μέσα από αυτούς και το Δημοτικό Τραγούδι, καταγράφοντας μεγάλο αριθμό τραγουδιών τα οποία μετέφρασε στα Γερμανικά.

Ο Γκαίτε μαγεύτηκε τόσο που στα τέλη του Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου ο Γκαίτε υπό την επίρροια τών στίχων τού Δημοτικού Τραγουδιού κάλεσε στο σπίτι του στην Φρανκφούρτη επιφανείς ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, ένα από εκείνα τα περίφημα φιλολογικά συμπόσια που συνηθίζονταν την εποχή εκείνη.

Το παράξενο όμως για ένα Φιλολογικό Συμπόσιο ήταν ότι ο Γκαίτε είχε καλέσει και ζωγράφους κάτι που έκανε τους φιλολόγους να αναρωτιούνται.

Η απορία τους λύθηκε όταν ο Γκαίτε άρχισε να τους μιλάει για το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι.

Τους είπε ότι είχε γράψει στον γιο του Αύγουστο πως «μολονότι είναι λαϊκό, είναι τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που δεν υπάρχει αντίστοιχο του στον κόσμο».

Είπε πως οι εικόνες αυτών των τραγουδιών, τού Ελληνικού Δημοτικού Τραγουδιού είναι εκπληκτικές. «Φανταστείτε, λέει, βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους.

Φανταστείτε, λέει, έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη.

Ο κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι να μην το πάρουν οι Τούρκοι και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του…

Αφήνω, λέει ο Γκαίτε, για τελευταίο ένα τραγούδι το οποίο θεωρώ κορυφαίο».

Και τους διάβασε ένα δημοτικό τραγούδι, ένα μοιρολόι.

«Γιατ’ είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην’ άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;
Ουδ’ άνεμος τα πολεμά κι’ ουδέ βροχή τα δέρνει.
Μονέ διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους απ’ ομπροστά, τους γέροντες κατόπι
Τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, τ’ αγόρια γονατίζουν
«Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση
Να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν
Και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια!»
«Όχι, χωριά δε θέλω ’γω, σε βρύσες δεν κονεύω
Έρχοντ’ οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους
Γνωρίζονται τα’ αντρόγυνα, και χωρισμό δεν έχουν».

Και τότε γύρισε ο μεγάλος Γερμανός προς τους ζωγράφους λέγοντας «ζωγραφίστε αυτές τις ανεπανάληπτες εικόνες, αυτές τις εκπληκτικές σκηνές, όπου, συνεπήρε μέγας άνεμος το δάσος και το δέρνει, το δέρνει άγρια βροχή, και από κει σαλαγάει ο Χάρος τους νεκρούς, μπροστά τους νέους, πίσω τους γέρους, κι αρμαθιασμένα τα παιδιά στη σέλλα του και παρακαλάνε αυτά να κονέψει επιτέλους ο Χάρος σε μια βρύση…». λύνοντας την απορία για την παρουσία των ζωγράφων σε ένα Φιλολογικό Συμπόσιο.

 

 

Πηγή Συμβαίνει τώρα
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο