Νοσοκομείο Κυθήρων: Ξεφυλλίζοντας της μνήμης τις σελίδες
Γράφει ο Κοσμάς Μεγαλοκονόμος
Εμείς, οι «μπόμπιρες» εκείνης της εποχής, θυμόμαστε το Νοσοκομείο χτισμένο. Όμορφο, μεγάλο, άσπρο, καινούργιο χτίριο, με στιλ ξεχωριστό. Σαν να Ταν από πάντα εκεί. Μα οι κουβέντες που ακούγονταν όλο για το Νοσοκομείο ήταν. Για το πόσες γυναίκες γέννησαν, για τους γιατρούς που χρειάζονται, για το ασθενοφόρο που ήλθε, για το ακτινολογικό μηχάνημα! Δόξα τω Θεώ δεν είχε χρειαστεί να το δούμε κι από τα μέσα. Μα κάποτε, για μένα, ήλθε αυτή η ώρα. Να! πώς έγινε. Τότε το σχολειό, που μας καλούσε με καμπάνα, λειτουργούσε πρωί κι απόγευμα. Ενα πρωί μας ανακοινώθηκε πως τ’ απόγευμα θα γινόταν «καθαριότητα» και πως όλοι θα έρεπε να είχαμε κομμένα νύχια και καθαρά αυτιά και λαιμούς. Εκείνη τη μέρα έλειπε η μάννα μου, μ’ είχε η γιαγιά μου, έτσι την ευπρέπειά μου την ανέλαβα αυτοπροσώπως. Εντρομος, όμως, διαπίστωσα πως το μπαμπάκι, που είχα τυλίξει στην άκρη του σπίρτου, έμεινε στ’ αυτί μου. Το πα στη γιαγιά. Κοίταξε… και το είδε. «Τώρα έχουμε Νοσοκομείο» είπε και μ’ άρπαξε απ’ το χέρι και σέρνοντάς με διασχίσαμε όλο τον Ποταμό, παρά τη ντροπή και τις διαμαρτυρίες μου. Το Νοσοκομείο στην αρχή τής λειτουργίας του είχε μόνο έναν γιατρό, τον αξέχαστο Θεόδωρο Μαρέντη. Ετσι, μεσημεριάτικα, ήταν κλειστό, μα το σπίτι τού γιατρού ήταν ακριβώς δίπλα. Η γιαγιά ξεσήκωσε τον κόσμο με τις φωνές της. Ήλθε ο γιατρός… έβαλε χωνάκι στ’ αυτί (τα ίδια χωνάκια χρησιμοποίησα κι εγώ ως γιατρός). δεν βρήκε τίποτα. Η γιαγιά διαμαρτυρήθηκε. «Μα δεν βλέπεις γιατρέ;». Είδε κι έπαθε να την πείσει πως άδικα μ’ έφερε. Εγώ μόλις πρόλάβαινα πάω σχολείο. Εκείνη την «καθαριότητα», σίγουρα, θα είμαι κι ο μόνος που τη θυμάμαι ακόμα.
Το 1960 ήταν που βλέπαμε τον δρόμο που διασχίζει τον κάμπο από τ’ Αρωνιάδικα στον Ποταμό, να μαυρίζει κι έτσι μαύρος να ‘ρχεται μέρα με τη μέρα προς το μέρος μας. «Τον κάνουν άσφαλτο!», μας εξήγησαν. Στο τέλος ο οδοστρωτήρας έφτασε και στο γεφύρι που το περνάγαμε 4 φορές τη μέρα. (Μόνο τα Σάββατα δεν είχαμε απόγευμα σχολείο). Αμέτρητες φορές ο οδοστρωτήρας πήγε κι ήλθε πατώντας σπασμένες ασπριδερές πέτρες, που τις έστρωνε με τέχνη, αφήνοντάς μας έκπληκτους. Τελικά μαύρισε με την άσφαλτο και το γεφύρι κι ο δρόμος μέχρι το σχολείο. Ο δάσκαλος, ο Γιάννης Μελιτάς, φρόντισε κι η άσφαλτος δεν σταμάτησε στο Νοσοκομείο, όπως προ- βλεπόταν, αλλά μετά το σχολείο, για να μη περπατάμε σε λάσπες. Για να ευχαριστήσουμε τους εργαζόμενους της ασφαλτόστρωσης πήγαμε στα σπίτια μας και φέραμε ό,τι υπήρχε για να τους κάνουμε το τραπέζι. Το σχολείο είχε υποδομή για μαγείρεμα και το τραπέζι στρώθηκε. Θυμάμαι ένα τεράτιο τρούλο καθαρισμένων σφιχτών αυγών στη μέση του τραπεζιού. Αργότερα έμαθα πως την άσφαλτο την οφείλαμε στο Νοσοκομείο, γιατί χρηματοδοτήθηκε από την ίδια Ερανική Επιτροπή, για να χουν άνετη και γρήγορη πρόσβαση όλοι οι Τσιριγώτες. Ως «παρενέργεια» της ασφαλτόστρωσης υπήρξε η κατακρήμνιση των τοιχωμάτων του δημόσιου πηγαδιού που βρίσκεται κοντά στο Νοσοκομείου (Μυρτίδι) λόγω του βάρους του οδοστρωτήρα που στάθμευε γύρω του. Ο δάσκαλος μας οδήγησε με προσοχή στην περιοχή, να δούμε το σπάνιο και πρωτοφανές φαινόμενο. Εντύπωση μας έκανε και το γεγονός ότι τον οδοστρωτήρα ακολουθούσε άτομο που είχε τυλιγμένα τα παπούτσια του με βρεγμένες λινάτσες, για να σβήνει τ’ αναμμένα κάρβουνα που κάθε τόσο έπεφταν, μιας κι ήταν ατμοκίνητος κι έκαιγε κάρβουνο.
Άρχιζε το καλοκαίρι του 1959 όταν μαθεύτηκε πως θα ερχόταν ο γνωστός Κυθήριος ωτορινολαρυγγολόγος Αλέξανδρος Μαρσέλος να βγάλει τις αμυγδαλές σε παιδιά που είχαν ανάγκη. Η μάννα μου, έχοντας βίωμα το πόσο υπέφερε στην Κατοχή για να πάει στον Ευαγγελισμό και να χειρουργηθεί λόγω σκωληκοειδίτιδας, είχε την άποψη: «Τώρα που βρήκαμε παππά ας θάψουμε 5 – 6». Ήδη μου είχε αφαιρέσει την σκωληκοειδή απόφυση όταν είχαμε βρεθεί στα Χανιά και μεθόδευσε την νέα εγχείρησή μου, καθώς και του αδελφού μου. Πρώτα με πήγαν στον εύσωμο και ηλικιωμένο, σύμφωνα με τα τότε δικά μου μέτρα, μικροβιολόγο γιατρό, Κρίθαρη, που μου τρύπησε το αυτί για να διαπιστώσει την αιμοστατική ικανότητα του οργανισμού μου. Ακολούθως, ως θήραμα, οδηγήθηκα στο χειρουργείο, γιατί το έβαλα στα πόδια μιμούμενος τον αδελφό μου, που ως μεγαλύτερος ήταν ψυλλιασμένος και τράπηκε πρώτος εις φυγή. Μα τα μικρά συλλαμβάνονται πρώτα. Τοποθετήθηκα στην καρέκλα του πόνου και σαν το χέρι του γιατρού πλησίασε το στόμα μου κρατώντας όργανο αιχμηρό (βελόνα για τοπική αναισθησία) εγώ του το κράτησα. Μου ήλθε το πρώτο χαστούκι. Εδωσε εντολή στη μάννα μου και στη νοσοκόμα να μου κρατούν τα χέρια. Της νοσοκόμας της ξέφευγα, της μάνας μου αδύνατον. Υποτάχτηκα εξυφαίνοντας εκδίκηση. Μου είχαν βάλει μια λεκάνη στην αγκαλιά μου για να φτύνω το αίμα. Εκεί πέσανε και οι κομμένες αμυγδαλές. Άφησα να μαζευτεί υλικό και σε μια στιγμή ξέφυγα το χέρι κι έριξα τη λεκάνη. Τότε μου ήλθε το δεύτερο χαστούκι, πολύ πιο δυνατό! Είδα τον ουρανό σφοντύλι. Μα είχε και ευχάριστα η υπόθεση. Όλοι μου γλυκομίλαγαν. Με ‘βλεπαν σαν σφαχτάρι φαίνεται. Μα το καλύτερο ήταν άλλο. Από την επόμενη μέρα μας έδιναν παγωτό. Πάγωνε τ’ αγγεία να μην αιμορραγούν, γλύκαινε και τους πόνους. Βλέπεις είχαμε λαιμούς δίχως αμυγδαλές κι η δοξασία ότι αυτές πείραζε το παγωτό, δεν είχε πια πέραση. Οι επισκέψεις μου στο Νοσοκομείο έχουν συνέχεια.
Η χρονιά μου ήταν άτυχη. Έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο, ενώ η επόμενη, λόγω της 2ης μεταρρύθμισης του Γεωργίου Παπανδρέου (η πρώτη είχε γίνει πριν 40 χρόνια) μπήκε χωρίς εξετάσεις. Εμείς κάναμε αρχαία, η επόμενη χρονιά όχι. Εμείς δώσαμε εισαγωγικές εξετάσεις για το Λύκειο που δημιουργήθηκε με τον χωρισμό του 6τάξιου Γυμνάσιου, οι επόμενοι όχι. Ηλθε η Χούντα και κατήργησε την Παπανδρεική μεταρρύθμιση. Στη νεοσύστατη 1η Λυκείου εισήχθησαν τα μαθήματα: «Θεωρία Συνόλων» και «Στοιχεία Δημοκρατικού Πολιτεύματος». Το δεύτερο καταργήθηκε αμέσως απ’ τη Χούντα. Τότε, λόγω απουσίας καθηγητών, είχαμε πολλές κενές ώρες. Πηγαίναμε στο γήπεδο της Χώρας, «Αγιάτικο», για ποδόσφαιρο. Στο Γυμνάσιο απαγορευόταν η μπάλα για να μη σπάμε τζάμια. Περιοριζόμαστε στο κλωτσοβολητό κουκουνάρας στο κάτω προαύλιο, στο μέρος που ήταν στρωμένο με το τσιμέντο της στέρνας. Πολλές οι κενές ώρες, μεγάλη κι η απόλαυση στο «Αγιάτικο». Μα το δεξί μου γόνατο πρήστηκε και πόνεσε. Μεγαλοποίησα τον πόνο για ν’ αποφύγω κάποιες δουλειές στα χωράφια κι έτσι βρέθηκα στο Νοσοκομείο. Για να συνδέσω με τα προηγούμενα αναφέρω συνοπτικά: Είχαν εναλλαχθεί αρκετοί γιατροί. Ο πρώτος Χειρουργός ήταν ο Κάτσας, έγιναν εγχειρήσεις, ακολούθησε ο Τζώρτζης. Θυμάμαι τους παθολόγους: Ολύμπιο, Διένη (είχε δύο κόρες και τότε απέκτησε δίδυμα κορίτσια) και Σύριγγα. Τον Ακτινολόγο Χαλκιά και τον Γυναικολόγο – Μαιευτήρα Τριανταφυλλίδη που έφυγε συνταξιούχος, μετά από μακρά θητεία. Συχνά ερχόταν στο γήπεδο του Ποταμού ελικόπτερο για να παραλάβει άρρωστο. Μια φορά προσγειώθηκε σε κοντινό με το Νοσοκομείο αλώνι. Για μας, τα παιδιά, η πρώτη μπουλντόζα και τα ελικόπτερα ήταν τα αξιοθέατα. Κάποτε το ελικόπτερο έφερε Χειρουργό και Αναισθησιολόγο κι έγινε στο Νοσοκομείο μεγάλη εγχείρηση! Αφαίρεση τμήματος εντέρου. Η γυναίκα που χειρουργήθηκε ζει στην Αυστραλία και χαίρεται παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα.
Βρέθηκα, λοιπόν, στο Νοσοκομείο υπό την «εξουσία» του Χειρουργού Φθενάκη (διέθετε Σιτροέν «βάτραχο»). Διέταξε την τοποθέτηση του ποδιού μου σε νάρθηκα και ακινησία. Μου έκανε παρακέντηση με τόσο χοντρή βελόνα που στην καριέρα μου δεν ξαναείδα.
Ο πόνος αφόρητος, μα υγρό στο γόνατο δεν βρέθηκε. Ο Τριανταφυλλίδης μου έκανε διαθερμίες με μια συσκευή που ζέσταινε το πόδι. Εγώ ξεγλιστρούσα απ’ τον νάρθηκα κι έβγαινα για… τουαλέτα. Με ανακάλυψαν κι έγινε χαμός. Εξακολούθησα την «απόδραση» με προσοχή και δεν με ξαναέπιασαν. Στον ίδιο θάλαμο νοσηλευόταν ο γηραιός Χειρουργός Κασάπης, που χειρουργώντας με πενιχρά μέσα είχε σώσει Τσιριγώτες. Εζησε από τότε αρκετά χρόνια. Εντυπωσιάστηκα απ’ τα γεγονότα που είχε βιώσει. Εκεί γνώρισα κι έναν άλλον Κοσμά. Παιδάκι τότε, μα μετέπειτα και για μια ζωή υπάλληλο στο Νοσοκομείο. Πήρα εξιτήριο με εντολή να παραμείνω στο κρεβάτι και τις 15 ημέρες των διακοπών του Πάσχα που ακολουθούσαν. Στο κρεβάτι με βρήκε η 21η Απριλίου 1967. Εχοντας στη διάθεσή μου ραδιόφωνο παγκόσμιας λήψης, έγινα, λόγω της ξάπλας, εξπέρ στην ανεύρεση ξένων σταθμών που μετέδιδαν ειδήσεις δίχως λογοκρισία. Γύρισα στο σχολείο με τη ρητή εντολή να απόσχω από τις Γυμναστικές Επιδείξεις, πράγμα που μου στοίχισε. Η καθηγήτρια των αρχαίων αφαίρεσε από την εξεταστέα ύλη το κείμενο που διδάχτηκε η τάξη μου κατά την απουσία μου. Ακόμα νιώθω την ευγνωμοσύνη που της χρωστώ.
Η επόμενη και τελευταία φορά που νοσηλεύτηκα στο Νοσοκομείο ήταν το καλοκαίρι μεταξύ 5ης και 6ης τάξης. Ιδού η αιτία: ΑΟΠ (Αθλητικός Ομιλος Ποταμού) εναντίον Νεάπολης. Εγώ δεξιό μπακ, προπονητής ο αστυνόμος Κωνσταντίνος Λεκάκης που είχε πρωταγωνιστήσει στην ανασυγκρότηση του συλλόγου και στην κατασκευή του γηπέδου. Σε προβολή δέχτηκα το βάρος και την ορμή αντιπάλου. Άκουσα «κρακ» στο ίδιο γόνατο. Εκανα κουράγιο μέχρι το ημίχρονο. Είπα το πρόβλημα στον προπονητή. Απέκλεισε αλλαγή μου. Συνέχισα. Χάσαμε 4 – 0. Δεν πήγα σπίτι. Ήξερα τον δρόμο για το Νοσοκομείο. Εκεί βρήκα γνωστό περιβάλλον. Την γλυκύτατη Προϊσταμένη που αξημέρωτα, στις 6, μας ξυπνούσε για να μετρήσει τις σφίξεις, να βάλει θερμόμετρο και να μας ρωτήσει: «Ενεργηθήκατε;». Εγώ το γόνατο είχα κι ένιωθα περιττό και βάρβαρο αυτό το ξύπνημα. Η συγκεκριμένη εμπειρία με οδήγησε στο να επιπλήττω τους εκπαιδευόμενούς μου όταν ξύπναγαν ασθενή για να τον εξετάσουν. Τους έλεγα να περιμένουν να ξυπνήσει, ότι ο ύπνος βοηθά τη θεραπεία κι ότι πρέπει να σέβονται τον κοιμώμενο ασθενή. Βρέθηκα πάλι με το τρανζιστοράκι που είχε αγοράσει ο πατέρας μου απ’ τον Στράτη κατά την προηγούμενη νοσηλεία μου, που έπιανε μεσαία και βραχέα. ΕΜ δεν υπήρχαν. Τότε έγινε ο Αραβοίσραηλινός πόλεμος των 6 ημερών. Ο γιατρός Διένης κάθισε δίπλα μου για ν’ ακούσει ειδήσεις απ’ το ραδιοφωνάκι μου. Με νοσήλευσε ο Κυθήριος Χειρουργός Νικηφοράκης. Εμπέδωσα ότι «ο πόδας θέλει κρέβατο κι η χέρα κούνια». Τον Νικηφοράκη τον θυμήθηκα στις επί πτυχίω εξετάσεις της Χειρουργικής. Ο δύστροπος καθηγητής με ρώτησε αν ήξερα κάποιον μεγάλο Κυθήριο Χειρουργό. Αγνοούσα τον κορυφαίο Εμμ. Κοντολέοντα, μα ήξερα τον Νικηφοράκη. Τον ανέφερα. Θύμωσε! «Δεν ξέρεις τον Καθηγητή των καθηγητών; Δεν ξέρεις τον Δάσκαλό μου;» μου είπε και παρόλο που απάντησα στις ερωτήσεις του, θα μ’ έκοβε. Γνωρίζαμε όμως κι οι δύο τον Νικηφοράκη και με πέρασε. Πώς να φανταζόμουν ότι μια ποδοσφαιρική φάση, πριν 7 χρόνια, θα με ευεργετούσε στις επί πτυχίω εξετάσεις μου!
Αρχίζω το μέρος αυτό της αναδρομής στο Τριφύλλειο Νοσοκομείο Κυθήρων αναφέροντας τις πηγές μου. α’) ‘Ενα φωτογραφικό άλμπουμ που φυλάσσεται από τους εγγονούς του Παναγιώτη Τριφύλλη, αδελφού του ευεργέτη Νικολάου Τριφύλλη κι ευχαριστώ τον Παναγιώτη Μουλό που μου επέτρεψε κι αντέγραψα φωτογραφίες. Και β’) Τις Κυθηραϊκές εφημερίδες της εποχής. Τότε κυκλοφορούσε η «ΚΥΘΗΡΑΙΚΗ ΔΡΑΣΙΣ». Τα φύλλα των Κυθηραϊκών εφημερίδων, από το 1893 που το πρώτο εκδόθηκε, φυλάχθηκαν με φροντίδα του αείμνηστου Δημήτρη Κόμη στο Πνευματικό Κέντρο Κυθηρίων (Θεμιστοκλέους 5). Το πολύτιμο αυτό αρχείο έχει ψηφιοποιηθεί και μπορεί καθένας να το δει στην οθόνη του κομπιούτερ του. Αξίζει έπαινος για το έργο αυτό στον Κυθηραϊκό Σύνδεσμο Αθηνών και τον πρόεδρό του κ. Γεώργιο Καρύδη. Παρέδωσαν στους Κυθήριους επιστήμονες έτοιμη ύλη για να εκπονήσουν αξιόλογες Διδακτορικές Διατριβές.
Στα τέλη του 1951 στο γραφείο του Κυθήριου Υπουργού Εργασίας Γρηγορίου Κασιμάτη και σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, παρουσία του Νικολάου Τριφύλλη που αρχικά οραματίστηκε και στην συνέχεια συνετέλεσε τα μέγιστα ώστε να αποκτήσουν τα Κύθηρα Νοσοκομείο και του πρωτεργάτη του έργου Μιχαήλ Σιμιτέκολου (Πρόεδρου της Κυθηραϊκής Αδελφότητας Ν. Υόρκης) έγινε η συγκρότηση της επιτροπής ανέγερσης του Νοσοκομείου και της διαπλάτυνσης και ασφαλτόστρωσης του δρόμου Χώρας – Ποταμού. Τα επόμενα χρόνια συγκεντρώθηκαν δια εράνων χρήματα, εκπονήθηκαν τα σχέδια του Νοσοκομείου και ορίστηκε η θεμελίωση για την 21η Μαΐου 1953. Οι επίσημοι ήλθαν με το πλοίο «ΕΛΕΝΑ» στην Αγία Πελαγία στις 6,45’ το πρωί. Μεγάλη δαφνοστόλιστη αψίδα με την επιγραφή «Καλώς ήλθατε» στη ρίζα του μόλου και πλήθος κόσμου υποδέχτηκαν τους νεοφερμένους. Προσφέρθηκε καφές, παξιμάδια, γάλα, τσάι και αναψυκτικά στο καφενείο του Ευάγγελου Μεγαλοκονόμου και στη συνέχεια πομπή αυτοκινήτων αναχώρησε για τον Ποταμό. Η αποβίβαση έγινε πριν το γεφύρι και πεζή οι επίσημοι βάδισαν προς τον Ποταμό όπου και άλλη αψίδα τους υποδέχτηκε. Εκεί προσφέρθηκαν ανθοδέσμες υπό τα χειροκροτήματα πλήθους λαού και προσφώνησε ο Πρόεδρος της Κοινότητα Ποταμού Νίκος Τριφύλλης. Από εκείνου του σημείου και μέχρι τον Ναό της Ιλαριωτίσσης κορίτσια με τοπικές ενδυμασίες έραναν τους επισήμους με άνθη. Οι δρόμοι και οι στέγες ήταν γεμάτοι από κόσμο που πανηγύριζε. Ποτέ στην ιστορία του νησιού δεν είχαν φτιαχτεί τόσα πανό και τόσα πλακάτ που συνέρρευσαν στον Ποταμό απ’ όλα τα σημεία του νησιού, με συνθήματα ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης. Ακολούθησε δοξολογία, δεδομένου ότι ήταν και η επέτειος της Ενωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα. Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο δάσκαλος Γιάννης Μελιτάς. Αφού ο Μιχ. Σεμιτέκολος κατέθεσε στεφάνι στον ανδριάντα του Στρατηγού Πάνου Κορωναίου ο λαός και οι επίσημοι κατηφόρισαν προς το κτήμα που ο Παναγιώτης Πανάρετου (πατέρας της Αννίτα Παναρέτου) δώρισε για την ανέγερση του Νοσοκομείου. Εκεί χοροστατούντος του Αρχιμανδρίτη Γαβριήλ Καλοκαιρινού, ένθερμου υποστηριχτή του έργου, (μετέπειτα Μητροπολίτη Θήρας) τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του Νοσοκομείου. Μεγάλος απών, λόγω υγείας, ο εμπνευστής και ευεργέτης Νικ. Τριφύλλης. Τον εκπροσώπησε ο αδελφός του Παναγιώτης. Αυτός μαζί με τον Μιχ. Σιμιτέκολο, αφού ελευθέρωσαν λευκή περιστερά, κατέβηκαν στο σκαμμένο θεμέλιο και τοποθέτησαν, μαζί, τον πρώτο λίθο. Ακολούθησε γεύμα στην Πλατεία του Ποταμού με 175 συνδαιτημόνες, που παρέθεσε η οργανωτική επιτροπή του εορτασμού. Τα τραπέζια είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά σε σχήμα τετραγώνου και στο κέντρο χόρεψαν παραδοσιακούς χορούς νέοι και νέες, εκπροσωπώντας τα χωριά τους. Οι λόγοι, ως συνήθως πάμπολλοι.
Η συνέχεια ανήκε στη Χώρα, όπου στην Πλατεία της έγινε άλλη μεγάλη τελετή με την ευκαιρία της έναρξης της διαπλάτυνσης και ασφαλτόστρωσης του κεντρικού οδικού άξονα, για να έχουν όλοι οι Κυθήριοι εύκολη πρόσβαση στο Νοσοκομείο. Η ανέγερση του Νοσοκομείου και ο δρόμος θα ξεκινούσαν συγχρόνως. Εκείνη η ημέρα ήταν για το νησί μια καθολική γιορτή. Η πομπή σε κάθε είσοδο χωριού σταματούσε γιατί δάφνινη αψίδα και πλήθος κόσμου ανέμενε για νέους πανηγυρισμούς
Οι επόμενες μήνες κύλησαν με επίκεντρο τα μεγάλα έργα που γίνονταν στο νησί. Κατάσταση πρωτόγνωρη. Το Νοσοκομείο εγκαινιάστηκε στις 19 Μαΐου του 1956. Το σκηνικό παρόμοιο με αυτό της θεμελίωσης, αλλά με κάποιες διαφορές. Άρχισε με μνημόσυνο γιατί πριν από ένα έτος είχε αποβιώσει ο μεγάλος ευεργέτης Νικόλαος Τριφύλλης. Υπήρχε ο Μητροπολίτης Κυθήρων Μελέτιος, που πριν ένα μήνα είχε εκλεγεί. Δεν παρέστη ο Μιχ. Σιμιτέκολος. Η όλη εορτή περιορίστηκε στον χώρο του Νοσοκομείου και στον Ποταμό μέχρι αργά το βράδυ και κατέληξε σε χοροεσπερίδα. Επίσης ο Μηνάς Κασιμάτης, που στην Αθήνα είχε το ζαχαροπλαστείο «ΚΡΙΝΟΣ», έφερε ειδικό συνεργείο που παρασκεύασε και διένεμε δωρεάν περί τις 10.000 μερίδες λουκουμάδες
Από τις 16 Αυγούστου, που άρχισε να λειτουργεί το Νοσοκομείο με μοναδικό γιατρό τον Θεόδωρο Μαρέντη και μία αδελφή (δεν μπόρεσα να βρω το όνομά της) μέχρι το τέλος του 1956 είχε επιτελεστεί το εξής έργο: 17 τοκετοί!!!!! Νοσηλεία βρεφών και επιτόκων. Στο Εξωτερικό Ιατρείο εξετάστηκαν 612 ασθενείς. Εγιναν 283 εργαστηριακές εξετάσεις και εκτελέστηκαν 264 ενέσεις σε εξωτερικούς ασθενείς. Αυτά για να θυμηθούν οι πιο παλιοί και να μάθουν οι νεότεροι.