Advertisement

Κυθηραϊκά παρωνύμια (παρατσούκλια)

Γράφει ο ΕΜΜ. Π. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΣ

1.500

Λίγα για εισαγωγή……

Εδώ και καιρό είχαμε παρακλήσεις φίλων για δημοσίευση σε μία ενότητα όσων παρωνυμίων έχουμε αναφέρει μέχρι σήμερα σε σχετικά άρθρα στην εφημερίδα. Αρχικά είχαμε σκοπό να συγκεντρωθούν όλα σε ένα βιβλίο, όμως φαίνεται μάλλον απίθανο να ολοκληρωθεί ένα τέτοιο έργο στο δικό μας χρονικό ορίζοντα. Εκτός τούτου, σκεφτήκαμε ότι πολλοί θα ήταν εκείνοι που θα ήθελαν να μάς δώσουν πληροφορίες για τα δικά τους παρωνύμια, έτσι ώστε να συμπληρωθούν στοιχεία και να αναφερθούν όλα μαζί. Για το λόγο αυτόν, αποφασίσαμε να δώσουμε στην δημοσιότητα έναν κατάλογο που έχουμε έτοιμο εδώ και καιρό με τα περισσότερα από όσα έχουν δημοσιευθεί κι αν κάποιος θέλει ας μας στείλει και τα δικά του για να βρουν σειρά και να συμπληρώσουν τον μακρύ κατάλογο των Κυθηραϊκών παρωνυμίων, κοινώς παρατσουκλιών. Η λ. παρατσούκλι δεν έχει βέβαιη ετυμολογία, πιστεύεται όμως (Μπαμπινιώτης) ότι προέρχεται από το παρατίτλιον με τσιτακισμό ή είναι υποκοριστικό του παράτιτλον.


 

Advertisement

ΑΓΑΛΛΙΟΣ: Παλαιό παρωνύμιο των Κυθήρων με παρουσία σε τρία τουλάχιστον χωριά, αλλά και στην Κυθηραϊκή διασπορά. Η πρώτη εμφάνιση του παρωνυμίου είναι στο χωριό Σταθιάνικα, στο οποίο αναφέρεται και η συστηματική κατοίκηση της οικογένειας από την οποία άλλωστε παίρνει και το όνομά του ο οικισμός περίπου στις αρχές του 18ου αι. χωρίς να είναι γνωστή η ονομασία του παλαιότερα. Εκεί εμφανίζονται οι Αγαλλίοι, κλάδος των Στάθη, που είναι παλαιά και ισχυρή οικογένεια στα Κύθηρα και αργότερα εγκαθίστανται στη Χώρα και στα γειτονικά Φράτσια. Ο κλάδος της Χώρας καθίσταται πολύκλαδος αργότερα και εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα, καίτοι το παρωνύμιο εκεί δεν εμφανίζεται πλέον παρά σε ελάχιστες οικογένειες στη διασπορά. Το παρωνύμιο έχει αφήσει και τοπωνυμικά ίχνη, αφού αναφέρεται και σε τοπωνύμιο. Ετυμολογικά έχει την προέλευσή του στο σπάνιο βαφτιστικό Αγαλλία (και Αγαλία), είτε εξ αιτίας ισχυρής μητρικής παρουσίας, είτε για διαχωρισμό από άλλους  ανθρώπους με το ίδιο επώνυμο και όνομα, κάτι πολύ συνηθισμένο στο νησί.

ΑΓΚΟΥΡΙΔΗ(Σ): Το Αγγουρίδι είναι τοπωνύμιο στην περιοχή Καρβουνάδας εκεί που είναι ο ναός του Αγίου Πέτρου. Η σωστή γραφή του τοπωνυμίου είναι (στου) Αγκουρίδη, καθώς αυτό προέρχεται από το παρωνύμιο Αγκουρίδης, το οποίο το βρίσκουμε το 16ο αι. σε σχέση με το επώνυμο Δευτερέβος, ενώ αργότερα έχει αναφερθεί και στο Στάθης, οικογένειες των οποίων έχουν περιουσιακά στοιχεία στην περιοχή.

 

ΑΓΡΙΜΑΝΗΣ: Παρωνύμιο κλάδου του επωνύμου Καλλίγερος και συγκεκριμένα από αυτών που αναφέρονται στα Φατσάδικα. Ο κλάδος αυτός προέρχεται από Καλλίγερους από το Κατούνι και αυτοί από το Στραπόδι, που είναι η Κυθηραϊκή κοιτίδα της οικογένειας. Πιστεύεται ότι οι Αγριμάνηδες είναι υποκλάδος των Καλλίγερων-Κουρμουλήδων με την ίδια πορεία εσωτερικά στα Κύθηρα δηλαδή Στραπόδι-Κατούνι-Φατσάδικα. Ετυμολογικά δεν είναι σαφής η εξήγηση στο παρωνύμιο πιο πιθανό όμως θεωρούμε ότι το Αγριμάνης έχει σχέση με το άγριος, καθώς με αυτή την έννοια αναφέρεται στη γειτονική Κρήτη με την οποία έχουμε πολλά κοινά γλωσσικά σημεία. Από το αγριμάνης στην Κρήτη έχουμε και το επώνυμο αγριμανάκης. Σήμερα δεν αναφέρονται στα Κύθηρα άτομα με το παρωνύμιο αυτό, έχουμε όμως στην Αυστραλία.

ΑΛΕΓΡΑΝΤΑΡΗΣ: Ένα ακόμη παρωνύμιο των Κυθήρων με ιταλική προέλευση. Το παρωνύμιο ανήκει σε κλάδο της οικογενείας Τραβασάρου από τον οικισμό Τραβασαριάνικα. Το Τραβασάρος είναι κι αυτό ιταλογενές επώνυμο των Κυθήρων και το Αλεγραντάρης έχει προσκτηθεί από έναν κλάδο σε παλαιότερα χρόνια. Αναφέρεται μάλιστα ότι το είχε ένας Τραβασάρος από τότε που η οικογένεια αυτή κατοικούσε στη Χώρα και είχε περιουσιακά στοιχεία στην περιοχή, δηλαδή πριν το 18ο αι. αν και αυτό δεν είναι πλήρως εξακριβωμένο. Ετυμολογικά το παρωνύμιο προέρχεται από την ιταλική λέξη allegro  και από αυτό το αλεγράρω που σημαίνει γίνομαι αλέγρος, ευθυμώ, δημιουργώ ευθυμία. Αναφέρεται από παλαιότερους ότι το παρωνύμιο οφειλόταν σε κάποιον Τραβασάρο λόγω της επίδοσής του στα μουσικά όργανα με τα οποία δημιουργούσε ευθυμία. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι απόγονοι του συγκεκριμένου κλάδου στα Κύθηρα.

 

ΑΜΠΡΑΜΗΣ: Παρωνύμιο, το οποίο σήμερα συναντάται στα Μητάτα στο επώνυμο Σκλάβος. Δεν είναι γνωστό πότε πρωτοπαρουσιάζεται, έχει σημασία όμως ότι αναφέρεται, τόσο ως επώνυμο, όσο και ως παρωνύμιο στην Κρήτη από τις αρχές του 16ου αι. Στην Κρήτη αναφέρεται και το Αμπραμοχώρι στο Λασήθι (το χωριό των Αμπράμων, άλλως Επάνω Φουρνή) από το επώνυμο της γνωστής Βενετοκρητικής οικογένειας.  Η ετυμολογική  προσέγγιση οδηγεί στο βαφτιστικό Αβραάμ, από το οποίο και η παραφθορά Αμπράμης.

 

ΑΡΑΠΗΣ: Ένα παρωνύμιο που παρουσιάζεται σε διαφορετικά χωριά και οικογένειες στα Κύθηρα. Παλαιότερη είναι η παρουσία του στο επώνυμο Στάθης στον Άγιο Ηλία, αναφέρεται δε στο επώνυμο αυτό από το 16ο αι. και ειδικά από το 1565, όταν ανιχνεύεται στις πηγές ένας Γιάννης Στάθης Αράπης, ασφαλώς δε δεν πρόκειται για σύμπτωση, όταν ακόμη και σήμερα έχουμε το ίδιο ονοματεπώνυμο και το ίδιο παρωνύμιο σε κλάδους της οικογενείας Στάθη, που  βρίσκονται στη Λάρισα και τη Μυτιλήνη, έχουν όμως άμεση καταγωγή από τα Κύθηρα, όπου και γεννήθηκε και ζούσε η οικογένειά τους. Το παρωνύμιο Αράπης αναφέρεται και σε οικογένεια Κορωναίου, στον Καραβά, ενώ έχει αναφερθεί και σε άλλες περιπτώσεις σε άλλα επώνυμα. Η πιθανότερη αιτία της πρόσκτησης του παρωνυμίου αυτού είναι το χρώμα του δέρματος. Στη δεύτερη των περιπτώσεων γίνεται λόγος για ανθρώπους που είχαν κατάμαυρα και κατσαρά μαλλιά, ενώ και στην περίπτωση των Στάθη πρέπει να ήταν ο ίδιος λόγος, όμως στην περίπτωση αυτή ενδιαφέρον έχει, όπως και στο Μεταξάς, ότι το παρωνύμιο διατηρήθηκε και ακολουθεί το ίδιο επώνυμο από το 16ο αι μέχρι σήμερα και αυτό είναι αξιοσημείωτο.

ΑΡΚΟΥΔΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Βενάρδου από την Αγία Αναστασία. Το παρωνύμιο είχε προσκτηθεί στην Αυστραλία από έναν απόδημο του 20ου αι. και το φέρουν τώρα οι άμεσα απόγονοί του. Πιθανόν να οφείλεται στην ετυμολογία του επωνύμου στη Γερμανική γλώσσα. Το Βενάρδος (Βερνάρδος, όπως ήταν η πρώτη του μορφή ως βαφτιστικού) ετυμολογείται από το βαφτιστικό των Φράγκων Bernard και αυτό από το  Bernhard (=δυνατή αρκούδα) από τη συνήθεια των Φράγκων και των Γερμανών στον πρώιμο Μεσαίωνα να επιλέγουν ονόματα με δύο συνθετικά. (Από το βιβλίο του Εμμ. Π. Καλλίγερου, Συμπληρωματικά στοιχεία για τα Κυθηραϊκά επώνυμα).

 

 

ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΗΣ: Επώνυμο με πολύ περιορισμένη διάδοση που αναφέρεται μόνο στα Λογοθετιάνικα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τις Ενετικές απογραφές, αλλά και νοταριακά έγγραφα, το επώνυμο προέρχεται από το βαφτιστικό Αρχοντούλα και ήταν αρχικά παρωνύμιο κλάδου της μεγάλης και παλαιάς οικογένειας Μουλός των Λογοθετιανίκων (αναφέρεται από το 15ο αι) το οποίο μετατράπηκε σε επώνυμο από αυτό τον κλάδο λόγω των πολλών συνωνυμιών στο χωριό αυτό και για να διαχωρίζεται από τους λοιπούς Μουλούς, όπως είναι η πλέον πιθανή εκδοχή για την προέλευσή του, κάτι ιδιαίτερα συνηθισμένο και στα Λογοθετιάνικα.

ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ: Επώνυμο το οποίο προέρχεται από παρωνύμιο, το οποίο εμφανίζεται στη Χώρα και με το οποίο έχουν δημιουργηθεί πολλές συγχύσεις, καθώς θεωρείται πλέον εξακριβωμένο ότι έχει δύο εντελώς διαφορετικές αφετηρίες. Το παλαιότερο, το οποίο εμφανίζεται μάλλον στο τέλος του 17ου αι., αρχές 18ου, προέρχεται από παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Καλλίγερος από το Στραπόδι, οι οποίοι ανήκαν σε κλάδο, ο οποίος εκεί έφερε το παρωνύμιο Κούκλης. Στη Χώρα και σε μεταγενέστερο χρόνο, εμφανίζεται να έχει μετατραπεί σε κύριο επώνυμο το Αυγερινός, το οποίο όμως σε πολλές εγγραφές (συμβόλαια, ενοριακά έγγραφα, απογραφές) εμφανίζεται ως Αυγερινός με αναφορά σε παρωνύμιο του Καλλίγερος! Αυτό επιβεβαιώνει την αφετηρία του επωνύμου αυτού, όπως αναφέρεται παραπάνω. Όσον αφορά τον άλλο κλάδο των Αυγερινών, αυτός φέρεται να έχει προέλευση την Κεφαλληνία και για το λόγο αυτόν έχουν το παρωνύμιο Κεφαλλονίτης. Ο κλάδος αυτός είναι νεότερος. Ετυμολογικά το Αυγερινός προέρχεται από το ομώνυμο πρωινό αστέρι (Πούλια) που είναι ο πλανήτης Αφροδίτη και εμφανίζεται στον ουρανό νωρίς το πρωί.

 

ΒΑΣΑΛΟΣ: Είναι πιθανότατα το παλαιότερο παρωνύμιο από τα αναφερόμενα στις μέχρι στιγμής γνωστές γραπτές πηγές στα Κύθηρα. Το έφερε ένας Αντώνιος Καλλίγερος, στρατεύσιμος στην Κρήτη το 1451, με την πρόσθετη διευκρίνιση ότι πρόκειται για Κυθήριο. Βασάλος σημαίνει ο ευνοούμενος υποτελής ανωτέρου άρχοντα ή φεουδάρχη. Ο τελευταίος παραχωρεί στο Βασάλο γαίες έναντι υποχρεώσεων πίστης, υποτελείας και παροχής υπηρεσιών προς τον άρχοντα, φεουδάρχη. Στα Κύθηρα το παρωνύμιο δεν αναφέρεται να είναι σχετικό με Καλλίγερους σε άλλες εποχές πλην της πρώτης αναφοράς.

 

 

ΒΑΣΙΛΕΑΣ/ΠΡΕΒΕΔΩΡΟΣ/ΤΣΕΝΤΙΛΟΜΟΣ: Τρία παρωνύμια, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια, αλλά σε διαφορετικούς κλάδους και διαφορετικές εποχές. Πρόκειται για ένα κλάδο της οικογένειας Καλλίγερου στο Στραπόδι, το πιθανότερο αυτόν με το παλαιότατο παρωνύμιο Σαλτακούκος, το οποίο είναι γνωστό από το 17ο αι. Από τα παραπάνω, σχετικά νεότερο είναι το πρώτο και αυτό έφερε ο αείμνηστος Δήμαρχος Κυθήρων Αρτ. Καλλίγερος. Το Πρεβεδώρος, που σημαίνει τον Προβλεπτή, το ανώτατο αξίωμα στο νησί επί Ενετοκρατίας, ξεκίνησε ως παρωνύμιο από το Στραπόδι, όμως σήμερα εμφανίζεται μόνο στα Πιτσινιάνικα, σε κλάδο των Καλλίγερων. Ως γνωστόν όλοι οι Καλλίγεροι στο χωριό αυτό κατάγονται από το Στραπόδι. Το Τσεντιλόμος, τέλος, ήταν ένα από τα παρωνύμια της ίδιας οικογένειας και ειδικά κλάδων της που μετανάστευσαν από το τέλος του 19ου αι στις ΗΠΑ, όπου αναφέρονται ακόμη απόγονοί τους. Το Τσεντιλόμος σημαίνει τον ευγενή (από το gentile homo). Είναι άξιο ιδιαίτερης παρατήρησης ότι και τα τρία αυτά παρωνύμια έχουν σχέση με αξιώματα ή κοινωνική διάκριση. Δεν είναι γνωστό, όπως στα περισσότερα παρωνύμια, γιατί δόθηκαν, όμως θεωρούμε πιθανότερο ότι τα παρωνύμια αυτά οφείλονται στο γεγονός ότι ένας σημαντικός κλάδος του αρχικού παρωνυμίου, το Σαλτακούκος, ήταν ο μόνος στην οικογένεια Καλλίγερων, που αναφέρεται ότι έφερε τίτλο ευγενείας, τον οποίο κληρονόμησε στην ύστερη Ενετοκρατία (18ος αι.) από το γάμο του με απόγονο κλάδου της οικογενείας Βενιέρη από το Λειβάδι. (Από το γάμο αυτόν «κληρονόμησε» και ο συγκεκριμένος κλάδος το βαφτιστικό Φραγκίσκος, βασικό βαφτιστικό των Βενιέρη των Κυθήρων και του κλάδου τους στο Λειβάδι). Το Σαλτακούκος, δεν είναι γνωστό από πού προέρχεται ετυμολογικά.

ΒΕΔΟΥΡΑΣ: Το παρωνύμιο εμφανίζεται σε ένα κλάδο οικογένειας με το επώνυμο Φριλίγκος, δεν αναφέρεται δε στις παλαιότερες πηγές, έτσι πιθανολογούμε ότι είναι νεότερο. Το παρωνύμιο προέρχεται από τη λέξη βεδούρα ή βεδούρι, την ετυμολογία της οποίας δεν γνωρίζουμε αναφέρεται όμως από τα Βυζαντινά χρόνια με την ίδια σημασία και πιστεύεται ότι έχει προέλευση τη σλάβικη λέξη vedro.Η λέξη βεδούρα έχει  δύο έννοιες. Η πρώτη και παλαιότερη σημασία της  έχει σχέση με μέτρο όγκου δημητριακών και η νεότερη και πλέον γνωστή με ένα ξύλινο κυλινδρικό δοχείο στο οποίο έβαζαν το γάλα οι κτηνοτρόφοι ή έπηζαν το γιαούρτι. Αυτό το τελευταίο πιθανότατα είναι που έδωσε το παρωνύμιο στα Κύθηρα, καθώς πρόγονος της οικογένειας των Κυθήρων αναφέρεται ως επιδέξιος κατασκευαστής  παρόμοιων δοχείων. Σε άλλα μέρη της Ελλάδος πάντως αναφέρεται και επώνυμο Βεδούρας.

 

 

 

ΒΙΖΙΡΗΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Στάθη, το οποίο παρουσιάζεται στα Σταθιάνικα από το 18ο αι. χωρίς να αποκλείεται να είναι παλαιότερο. Αργότερα ο κλάδος αυτός μετακινείται στο Κεραμουτό, σήμερα δε νομίζουμε ότι δεν έχει κανένα κλάδο που να χρησιμοποιεί ακόμη το παρωνύμιο, το οποίο βέβαια έχει την προέλευσή του στο γνωστό αξίωμα των Οθωμανών  Βεζύρης (=ανώτατος αξιωματούχος, υπουργός), η προέλευση όμως της λέξης είναι Περσική.

ΒΛΑΣΤΟΣ: Παρωνύμιο γνωστό από το 17ο αι. Αρχικά αναφέρεται σε κλάδο των Καλοκαιρινών και λίγο αργότερα σε κλάδο των Χάρων στον οποίο είναι ακόμη. Συγκεκριμένα, ένας κλάδος των Χάρων από το Μανιτοχώρι, που έχει εγκατασταθεί στο Λειβάδι και διαμένει στον οικισμό Χαριάνικα, έχει το παρωνύμιο Βλαστός από το οποίο σύντομα ο οικισμός αυτός ονομάζεται Βλαστιάνικα και διατηρεί ακόμη την ίδια ονομασία. Ουσιαστικά πρόκειται για μία οικογένεια, που καθίσταται πολύκλαδη για να περιοριστεί σήμερα σε έναν κλάδο με εκπροσώπους στα Κύθηρα και την Αυστραλία. Ετυμολογικά το βλαστός είναι μέρος του φυτού και η λέξη έρχεται από την αρχαία Ελληνική γλώσσα με την ίδια έννοια. Το Βλαστός είναι κοινό επώνυμο σε πολλά μέρη της Ελλάδος.

 

ΒΛΗΤΟΣ: Παρωνύμιο ευρύτατα γνωστό στα Κύθηρα μέχρι σήμερα και από αυτά που εμφανίζονται σε διαφορετικά επώνυμα. Παλαιότερη αναφορά στο παρωνύμιο αυτό έχουμε στο Στραπόδι, να ακολουθεί κλάδο του επωνύμου Καλλίγερος από το 17ο αι., χάνεται όμως αργότερα, καθώς στον κλάδο αυτόν επικρατούν άλλα παρωνύμια. Πολύ αργότερα εμφανίζεται στο Κατούνι σε κλάδο των Σεμιτέκολων, στον οποίο το βρίσκουμε και σήμερα, ενώ στην εποχή μας επίσης είχαμε το ίδιο παρωνύμιο σε κλάδο των Λεοντσίνη στο Κεραμουτό, ο οποίος συνεχίζεται, αλλά το παρωνύμιο δείχνει να μην εμφανίζεται πλέον στους σημερινούς απογόνους του κλάδου αυτού. Αναφορά στο ίδιο παρωνύμιο έχουμε και στο Βόρειο τμήμα των Κυθήρων χωρίς να έχει καταγραφεί το επώνυμο, το οποίο ακολουθεί. Ως σημασία έχει τη ρίζα  στο γνωστό καλοκαιρινό φυτό, που χρησιμοποιείται στη σαλάτα, χωρίς να είναι γνωστό για ποίο λόγο έχει δοθεί.

 

ΒΟΥΡΟΣ: Παρωνύμιο των Κυθήρων αρκετά διαδεδομένο και σήμερα, το οποίο συναντάμε σε κλάδους του επωνύμου Κασιμάτης, από το Κεραμουτό και τα Καστρισιάνικα. Δεν είναι γνωστό αν αυτοί οι δύο κλάδοι συνδέονται, το παρωνύμιο όμως υπάρχει ακόμη και στους δύο, όμως πολύ περισσότεροι είναι από τον κλάδο στο Κεραμουτό, καθώς αυτός έχει αρκετά παρακλάδια στην Καρβουνάδα και σε άλλα χωριά, ενώ το παρωνύμιο αναφέρεται στις γραπτές πηγές σε οικογένεια Κασιμάτη στο Κεραμουτό από το 1760, άρα είναι παλαιότερο από την εποχή αυτή. Στα Καστρισιάνικα έχουμε μόνο μία οικογένεια με το παρωνύμιο αυτό. Ετυμολογικά αναφέρεται από ερευνητές ότι το βούρος είναι αρβανίτικη λέξη που σημαίνει τον τρύπιο (β’ρρα=τρύπα) είναι όμως αμφίβολο αν το Κυθηραϊκό παρωνύμιο έχει την ίδια προέλευση. Αυτό πιστεύουμε ότι προσκτήθηκε από επώνυμο άλλης περιοχής, όπως και πολλά άλλα παρωνύμια στα Κύθηρα.

 

 

ΒΟΥΤΣΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου του επωνύμου Κασιμάτης από την Καρβουνάδα, αλλά και του Νοταράς στα Φριλιγκιάνικα. Το παρωνύμιο είναι επαγγελματικό και έχει σχέση με τον κατασκευαστή βαρελιών για κρασί(βουτσί). Βουτσάς είναι και αυτός που επισκευάζει τα βαρέλια αυτά. Είναι συνώνυμο του μαραγκού που εξειδικεύεται στα βαρέλια.

ΒΡΑΝΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Καλλίγερου, το οποίο πρωτοεμφανίζεται στη Χώρα το 18ο αι. και αργότερα στο Λειβάδι, στη συνέχεια δε στον Κάλαμο, που υπάρχει ακόμα. Έχει τη ρίζα του στο Βυζαντινό βαφτιστικό Βρανάς (αναφέρεται και σήμερα ως βαφτιστικό και σε Κυθηραϊκά επώνυμα) αλλά δεν γνωρίζουμε, όπως στα περισσότερα, γιατί δόθηκε ως παρωνύμιο. Ίσως εδώ εξ αιτίας της σπανιότητος του βαφτιστικού αυτού, όπως βλέπουμε να συμβαίνει πολλές φορές. Σημαντικός εκπρόσωπος του κλάδου αυτού των Καλλίγερων ήταν ο Αρχιμανδρίτης, ιδρυτής και ηγούμενος της Μονής Μυρτιδίων, Αγαθάγγελος Καλλίγερος, ο οποίος ήταν περισσότερο γνωστός στην εποχή του ως παπά-Βρανάς.

ΓΑΛΟΥΝΗΣ: Άλλο ένα παρωνύμιο κλάδου των Βενάρδων από τον Καραβά. Για το παρωνύμιο αυτό δεν έχουμε καμία ασφαλή πληροφορία και κάθε «προσφορά» δεκτή.

 

ΓΑΜΠΡΙΝΟΣ: Παρωνύμιο, το οποίο το συναντούμε και ως Γαμπρινός και Γκαμπρίνος. Ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο το 18ο αι. και αργότερα, είναι όμως παλαιότερο, αφού έχουμε πολλές αναφορές ήδη από τις αρχές του 18ου αι. Το έφεραν κάτοικοι από τις Αλεξανδράδες και τα γύρω χωριά με το επώνυμο Κομηνός. Ετυμολογικά ίσως έχει σχέση με το γαμπρός από το οποίο προέρχεται. Σήμερα δεν αναφέρεται πια, καθώς απόγονοι των οικογενειών που το έφεραν έχουν προσκτήσει άλλα παρωνύμια και αναφέρονται σε γειτονικά χωριά και στη διασπορά.

ΓΙΑΒΟΥΚΛΗΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Φατσέα από τα Φατσάδικα. Το παρωνύμιο προέρχεται, σύμφωνα με την πιθανότερη ετυμολόγησή του, από την τουρκική λέξη γιαβουκλού= αγαπητικός, μνηστήρας. Η λέξη θεωρείται τουρκική, στην Ελλάδα όμως αναφέρεται ότι προέρχεται από την ιδιαίτερη γλώσσα των περιθωριακών, από τους μάγκες της Αθήνας και την αργκό που χρησιμοποιούσαν. Υπάρχουν, πάντως,  ακόμη άτομα με το παρωνύμιο αυτό στην Κυθηραϊκή διασπορά.

ΓΙΑΛΑΜΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου του επωνύμου Καλλίγερος από το Κάτω Στραπόδι. Το παρωνύμιο φέρεται να έχει «κολλήσει» στον κλάδο αυτόν από άτομα που βρέθηκαν στη Σμύρνη και το προσέκτησαν εκεί, σύμφωνα με αφήγηση ενός Αλέξ. Καλλίγερου, που καταγόταν από αυτόν τον κλάδο και η οικογένειά του βρέθηκε μετά την καταστροφή στη Νέα Σμύρνη. Το παρωνύμιο έχει τουρκική προέλευση από τη λέξη yalama=γλύψιμο,  γιαλαμάς επομένως είναι το ξεφλούδισμα, το γλείψιμο. Είναι άγνωστο τι σημασία είχαν δώσει σε αυτόν που του το είχαν «κολλήσει», προφανώς όμως σημαίνει αυτόν που ξεφλουδίζει κάτι ή γλύφει στο φαγητό του. Το παρωνύμιο αναφέρεται ακόμη σε μία οικογένεια στο Στραπόδι.

 

 

ΓΝΑΦΕΑΣ:    Για το παρωνύμιο αυτό, γνωστό σε μία οικογένεια στο Δρυμώνα έχουμε γράψει αναφέροντας τη σημασία που είχε στο Βυζάντιο, που εννοούσαν το χασάπη το σκυτοτόμο, το βυρσοδέψη ή αυτόν που κατεργάζεται μαλλί.  Πρόσφατα βρήκαμε και μία άλλη σημασία από τα αρχαία χρόνια. Στην αρχαιότητα το επάγγελμα του γναφέα αφορούσε τον ασχολούμενο με τη λεύκανση υφασμάτων, ενώ είχαμε και είδος ψαριών που λεγόταν γναφέας. Πιθανότερο είναι το παρωνύμιο να προέρχεται από τα   χειρωνακτικά επαγγέλματα αν και δεν γνωρίζουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση του Κυθηραϊκού παρωνυμίου ποία σημασία είχε αρχικά. Αυτό όμως δεν έχει τόση σημασία, καθώς πολλά παρωνύμια προσκτώνται από τυχαία περιστατικά και καταστάσεις, που σπάνια φθάνουν να καταγράφονται.

ΔΕΛΗΣ: Παρωνύμιο κλάδου του Μεγαλοκονόμος από το Μυλοπόταμο, αλλά και Ανδρόνικων από τα Φατσάδικα. Για το παρωνύμιο αυτό έχουμε ήδη κάνει αναφορά. Προέρχεται από την τουρκική λέξη deli που σημαίνει τον κοντό, είναι δηλαδή σωματικό χαρακτηριστικό.

ΔΙΑΝΟΣ: Το παρωνύμιο Διάνος, είναι αρκετά παλαιό, καθώς καταγράφεται σε ληξιαρχικά βιβλία στο Στραπόδι από τις αρχές του 18ου αι και προέρχεται από το βαφτιστικό Διάνα, είναι επομένως μητρωνυμικό, ενώ το επώνυμο της οικογένειας ήταν το Καλλίγερος, κυρίαρχο επώνυμο στο Στραπόδι. Οφείλεται, όπως συμπεραίνουμε από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη Διάνα ανέλαβε την ευθύνη της οικογένειας πρόωρα, λόγω απώλειας του συζύγου και οι απόγονοι έλαβαν το παρωνύμιο από αυτήν. Το παρωνύμιο έφθασε να χαρακτηρίζει άτομα της οικογένειας μέχρι το τέλος του 20ού αι., ενώ ένας απόγονος της οικογένειας πήρε το παρωνύμιο Κούβος από παρετυμολογία, καθώς αυτό και το Διάνος σημαίνουν το γνωστό πουλερικό, τη γαλοπούλα.

 

 

ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Κορωναίου από τον Καραβά. Το παρωνύμιο είναι μητρωνυμικό, όπως το Πιπέρης και εδώ προέρχεται από το γυναικείο βαφτιστικό Ευγενικώ και ο λόγος της απόδοσής του σε παρωνύμιο είναι η κυρίαρχη θέση της γυναίκας στη συγκεκριμένη οικογένεια, στην οποία δόθηκε το παρωνύμιο.

ΚΑΒΑΚΗΣ: Παλαιότατο παρωνύμιο στα Κύθηρα, που ανήκε σε κλάδο της οικογενείας Καλούτση και καταγράφεται από το 17ο αι. ίσως δε είναι ακόμη παλαιότερο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη kavak που σημαίνει τη λεύκα και είναι σωματικό χαρακτηριστικό. (Καβάκης= ο ευθυτενής, σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή).

 

ΚΑΒΑΡΝΤΙΝΟΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου της οικογένειας Κρίθαρη από τον Καραβά, το οποίο είναι γνωστό στην οικογένεια αυτήν τουλάχιστον για τρεις γενιές. Η οικογενειακή παράδοση αναφέρει ότι το παρωνύμιο προέρχεται από τοπική παραφθορά της λέξης καπαρντίνα, επειδή ο πρώτος που έλαβε το παρωνύμιο συνήθιζε να φοράει μία φαρδιά καπαρντίνα. Το φαινόμενο να δίνουν παρωνύμια από ρούχα είναι συνηθισμένο στα Κύθηρα (πρβλ. π.χ. το παρωνύμιο Κλακ, από το καπέλο, που έφερε ένας Σάμιος στο Λειβάδι.

ΚΑΒΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Τριφύλλη από τα Τριφυλλιάνικα. Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη κάβος ή κάπος=αρχηγός η αναφορά του δε στα Κύθηρα είναι παλαιότερη από το 17ο αι.

 

ΚΑΓΑΡΕΛΑΣ/ΠΛΑΣΤΗΣ: Δύο παρωνύμια που ανήκουν στην οικογένεια του υπογράφοντος. Το πρώτο είναι καταγεγραμμένο από τις αρχές του 19ου αι. και είναι το βασικό παρωνύμιο του συγκεκριμένου κλάδου της οικογενείας που ξεκίνησε σε πολύ προγενέστερο χρόνο από την περιοχή Μερτολαγκάδα. Αργότερα  μετακινήθηκε  στο γειτονικό Στραπόδι, χωριό το οποίο αναφέρεται να κατοικείται μόνο από μέλη της οικογενείας Καλλίγερων, που υπάρχει βεβαιωμένα στο νησί τουλάχιστον από το 15ο αι, μάλλον δε έφθασε σ’  αυτό στις αρχές του 14ου, όταν οι Βενιέροι έφεραν πολλές οικογένειες για να ενισχύσουν την κατοίκηση. Όπως συμβαίνει με όλα σχεδόν τα παρωνύμια είναι δύσκολος ο εντοπισμός της αιτίας για την οποία δόθηκαν. Ετυμολογικά το Καγαρέλας προέρχεται από το Κακαρέλας ή Κακαρέλος, που αναφέρεται και αυτό εναλλακτικά στην ίδια οικογένεια και σημαίνει το ψάρι σαργός ή για την ακρίβεια ένα είδος του. Στο Αιγαίο και ειδικά στη Μυτιλήνη και τα νησιά των Κυκλάδων όλους τους σαργούς τους ονομάζουν Κακαρέλους.

Όσον αφορά το Πλάστης, είναι παρωνύμιο, που αναφέρεται σε έναν κλάδο της ίδιας οικογένειας, δηλαδή των Καλλίγερων του κλάδου Καγαρέλας. Ως παρωνύμιο είναι επομένως χρονικά πλέον πρόσφατο από το πρώτο και η –πάντα επισφαλής να τονίσουμε- παράδοση αναφέρει ότι δόθηκε σε άτομο της οικογένειας στη Σμύρνη, που είχε το επάγγελμα του ζαχαροπλάστη, κάτι που μπορεί να είναι και πιθανόν. Σήμερα υπάρχουν δύο τουλάχιστον διακριτοί κλάδοι του βασικού παρωνυμίου και άλλοι δύο υποκλάδοι του με το δεύτερο, ενώ αναφέρονται  και αντίστοιχοι κλάδοι αμφοτέρων στις ΗΠΑ και τη Ν. Αφρική.

 

ΚΑΚΝΗΣ: Παρωνύμιο   γνωστό από τις αρχές του 18ου αι. πιθανόν δε και παλαιότερο. Το έφερε κλάδος της οικογενείας Καστρίσιου από τα Καστρισιάνικα, όμως είναι γνωστό ότι σε παλαιότερες εποχές οι μετακινήσεις των οικογενειών μέσα στο νησί ήταν συχνές και οι σημερινές τους εστίες σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν καμία σχέση με αυτές παλαιότερων εποχών. Το αναφέρουμε αυτό, καθώς έξω από τον Ποταμό και κοντά στο Βυζαντινό ναό των Αγίων Νικολάου και Σάββα η περιοχή ονομάζεται και Κακνιάνικα ή Κακινιάνικα (που είναι παραφθορά του πρώτου) και αναφέρεται σε συμβόλαια επίσης από το 18ο αι. Δεν είναι γνωστό αν το τοπωνύμιο αυτό ονομάστηκε από τους συγκεκριμένους Καστρίσιους-Κακνήδες, καθώς δεν έχει εντοπισθεί κατοίκησή τους εκεί, χωρίς να αποκλείεται παλαιότερα ή το παρωνύμιο το είχαν και άλλες οικογένειες με άλλο επώνυμο, κάτι που δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο στα Κύθηρα. Ετυμολογικά δεν είναι γνωστό τι σημαίνει το παρωνύμιο αυτό.  ( Δεν φαίνεται να έχει σχέση με το κάκανον=χάχανο, χωρίς να αποκλείεται).

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ (παρωνύμιο): Το  Κυθηραϊκό αυτό  επώνυμο με τη μικρή σχετικά διάδοση ήταν πάντα ένα ερωτηματικό στην έρευνα, καθώς δεν είχαμε οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό πριν από το τέλος του 16ου αι., ενώ δεν εμφανιζόταν σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδος, αλλά και του ευρύτερου χώρου, ούτε είχαμε κάποια αναφορά στα βυζαντινά χρόνια. Οι κλάδοι της Κρήτης, των Κυκλάδων και της Σμύρνης, καθώς και η εξ αυτών διασπορά, είναι εξακριβωμένο ότι είχαν προέλευση τα Κύθηρα, όπως έχουμε αποδείξει στο σχετικό λήμμα στο βιβλίο μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ. Τα παραπάνω οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι πιθανόν να είχαμε να κάνουμε με παρωνύμιο, που εξελίχθηκε σε επώνυμο και αυτό θα ήταν μία από τις σχετικά σπάνιες περιπτώσεις στο Νότιο τμήμα των Κυθήρων. Η σχετική έρευνα έδειξε ότι μάλλον η κατεύθυνση αυτή της έρευνας ήταν και η σωστή. Στο τέλος του 16ου αι. ανιχνεύεται στο Κατούνι ένας Σταμάτης Καλλίγερος, ο οποίος σε δύο, τουλάχιστον, νοταριακές πράξεις αναφέρεται σαφέστατα με το παρωνύμιο Καλοκερνός. Αν λάβουμε υπ’  όψιν ότι έχουμε επισημάνει δύο αγοραπωλησίες ακινήτων του ίδιου και του γιου του Μιχάλη το 1587 στις Αλεξανδράδες και στην ευρύτερη πλησίον περιοχή Βαγγελάδες και Κόρακας οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι το σύνηθες και στο Κατούνι την εποχή αυτή επώνυμο Καλλίγερος μετατράπηκε σε Καλοκαιρινός στις Αλεξανδράδες και εξαπλώθηκε τα επόμενα χρόνια στα γειτονικά Φράτσια και στα Σταθιάνικα, όπου εμφανίζεται μέχρι σήμερα. (Περισσότερα για το επώνυμο αυτό στο υπό έκδοσιν βιβλίο που συμπληρώνει τα ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ με νέα στοιχεία από την έρευνά μας γι’  αυτά).

ΚΑΛΚΑΝΤΗΣ: Τοπωνύμιο στα Λογοθετιάνικα, το οποίο οφείλεται στο αντίστοιχο παλαιό επώνυμο που  ακόμη και σήμερα συναντάται στη Μάνη. Σύμφωνα με τις πηγές, οικογένεια Καλκανδή εντοπίζεται στον Ποταμό και από αυτήν ασφαλώς προέρχεται το τοπωνύμιο στα γειτονικά Λογοθετιάνικα. Αναφέρεται (Αλεξάνδρα Κραντονέλη, Ελληνική Πειρατεία και κούρσος, σελ.233) ότι στις 15 Δεκεμβρίου 1807 ο τ. Γάλλος πρόξενος στα Κύθηρα ζήτησε από το διοικητή Κυθήρων Δ. Αρβανιτάκη «….να συλλάβει το Μανιάτη Δημήτρη Γιωργάκη Καλκανδή (Κούρκο), γνωστό ληστή που βρισκόταν με την οικογένειά του στο Μυλοπόταμο» …..Στις 19 του μηνός όντως συλλαμβάνεται, λέει ότι γεννήθηκε στο Μαραθωνήσι, είναι 36 ετών κι εδώ και 5 χρόνια είχε εγκατασταθεί οικογενειακώς στον Ποταμό λόγω των επαναστάσεων στη Μάνη…..». Στη συνέχεια αναφέρεται όλη η κατάθεσή του, που δικαιολογεί ότι είχε πειρατικό σκάφος με Ρωσική σημαία, αλλά είχε εγκαταλείψει την πειρατεία. Αυτός, λοιπόν, φαίνεται να άφησε ένα τοπωνύμιο στα Κύθηρα με το όνομά του!

 

 

ΚΑΜΠΕΑΣ ΚΑΙ ΚΑΜΠΙΑΝΙΚΑ: Παρωνύμιο και τοπωνύμιο, που προέρχεται από το πρώτο. Το παρωνύμιο είναι παλαιότατο και γνωστό μέχρι σήμερα και αναφέρεται στο επίσης παλαιότατο στα Κύθηρα επώνυμο Κυριάκης, το οποίο εντοπίζεται σε γραπτές πηγές στην Παλιόχωρα από τα μέσα του 15ου αι. με την σημείωση ότι πρόκειται για ελεύθερο αγρότη. Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε οι ελεύθεροι αγρότες την εποχή αυτή ήταν πιθανότατα αυτοί που έφεραν οι Βενιέροι για να ενισχύσουν τον πληθυσμό του νησιού, άρα βρίσκονται στα Κύθηρα λίγο νωρίτερα από τον εντοπισμό τους στις πηγές, δηλαδή περίπου από το πρώτο μισό του 14ου αι. Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που, ενώ είχαν καταστεί δουλοπάροικοι μετά την Ενετική κατάκτηση το 1204 και απέκτησαν δικαιώματα στη συνέχεια, αυτοί όμως ήταν ελάχιστοι και δεν έχουμε σχετική αναφορά για τη συγκεκριμένη οικογένεια. Τώρα, το παρωνύμιο Καμπέας είναι επίσης παλαιότατο και έδωσε το όνομα και στον οικισμό, που ήταν απλά ένας σπιτότοπος ενός κλάδου των Κυριάκη και βρισκόταν γύρω από το Βυζαντινό ναό του Αγίου Δημητρίου, που εξ αιτίας της ονομασίας Καμπέας  η περιοχή του ναού ονομάστηκε Καμπιάνικα. Σήμερα υπάρχουν λίγες οικογένειες από το συγκεκριμένο κλάδο καμία δε οικογένεια Κυριάκη δεν βρίσκεται πλέον στα Κύθηρα, αλλά μόνο στη διασπορά τους.

 

ΚΑΟΝΗΣ: Παρωνύμιο κλάδου της παλαιάς και πολύκλαδης οικογένειας Τζάννε και ειδικά ενός από τους παλαιότερους κλάδους της από το Κάτω Λειβάδι. Στους Τζάννε αναφέρεται να ανήκε και η Μονή της Αναλήψεως του Σωτήρος στον Κούτζακα (Κάτω Λειβάδι). Το παρωνύμιο αναφέρεται αδιαλείπτως από το 18ο αι. πιστεύεται όμως ότι είναι παλαιότερο. Ετυμολογικά έχει σχέση με το καόνι ή καόνα=το νυχτοπούλι, ο γκιώνης. Επομένως Καόνης, αυτός που ζούσε σα νυχτοπούλι ή μιμείτο το κρώξιμό του. Το παρωνύμιο αναφέρεται και σήμερα σε απογόνους του ίδιου αρχικού κλάδου στο σημερινό Κάτω Λειβάδι, καίτοι ο κλάδος των Τζάννε-Καόνη έχει διασπασθεί σε πολλούς άλλους.

 

 

ΚΑΠΛΑΝΗΣ, ΝΤΕΛΗΣ, ΜΑΝΩΛΑΣΟΣ: Πρόκειται για τρία παρωνύμια, τα οποία συνδέονται με μερικά κοινά χαρακτηριστικά και για το λόγο αυτόν καταγράφονται μαζί. Παρατηρούνται και τα τρία στα Φατσάδικα, αναφέρονται όλα στο επώνυμο Φατσέας, αλλά σε ξεχωριστούς κλάδους του και τρεις από τους πλέον γνωστούς με τα παρωνύμια αυτά συνδέονται και με μία μικρή ιστορία. Ας ξεκινήσουμε από αυτήν. Πριν την Κατοχή είχε δημιουργηθεί διένεξη με τους κατοίκους των Φατσαδίκων και των Κλαράδικων, στο Πούρκο, για τη Γύρα της Μυρτιδιώτισσας. Όταν, λοιπόν, η Εικόνα πέρασε από τα Φατσάδικα, οι Κλαράδες παραφύλαξαν και την πήραν μαζί τους κάποια ώρα που δεν ήταν κανείς στην εκκλησία. Έγιναν όμως αντιληπτοί και οι Φατσαδιώτες με επικεφαλής έναν Καπλάνη, ένα Ντελή κι ένα Μανωλάσο πρόλαβαν τους ….απαγωγείς στο γεφύρι κι άρχισαν καυγά. Ένας από τους τρείς, ο πιο παλικαράς, νομίζουμε ο Καπλάνης, σήκωσε τη μαγκούρα και φωνάζοντας «….την Παναγία σας, που θα μας πάρετε την Παναγία» επιτίθεται σε έναν Κλάρο εξ αυτών που την μετέφεραν. (Σημειωτέον ότι και εκ των «απαγωγέων» πολλοί έφεραν το επώνυμο Φατσέας, το οποίο υπάρχει στο Πούρκο). Όμως αυτός έσκυψε για να αποφύγει τη μαγκουρέα και η μαγκούρα έπεσε πάνω στην Εικόνα κάνοντας μία βούλα στο χέρι της Παναγίας που φαίνεται ακόμη! Τελικά οι Φατσάδες κέρδισαν και πήραν πίσω την εικόνα. Όσον αφορά τη σημασία των παρωνυμίων. Το Μανωλάσος προέρχεται από το βαφτιστικό Μανώλης. Το Καπλάνης από το καπλάνι=τίγρης (ο όρος χρησιμοποιείται και για άλλα αιλουροειδή) και το Ντελής=τρελός και παράτολμος. Οι δύο τελευταίες λέξεις από την τουρκική. Σημειώνουμε ότι παρωνύμιο Ντελής αναφέρεται και σε κλάδο των Μεγαλοκονόμων στο Μυλοπόταμο. Και τα δύο αυτά παρωνύμια εξακολουθούν να αναφέρονται σε κλάδους του επωνύμου Φατσέας στην ίδια περιοχή, ενώ το Μανωλάσος δεν αναφέρεται πλέον. (Η ιστορία με την εικόνα μάς αναφέρθηκε από τον Εμμ. Κασιμάτη-Πορταλαμίο)

ΚΑΡΑΤΖΗΣ: Από το τουρκικό karaci=κλέφτης, ληστής Η εμφάνιση του παρωνυμίου στα Κύθηρα δεν αναφέρεται πριν από τον 20ό αι.)

 

ΚΑΡΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΚΑΡΤΕΡΙΑΝΗ: Νότια από το Κεραμουτό, απέναντι από τα Κοντολιάνικα, είναι ένας ναός αφιερωμένος στην Παναγία και αναφέρεται ως Καρτεριανή ή Καρτεργιανή. Ο ναός αυτός υπήρξε για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, ενορία, η οποία δεν είχε ποτέ πέραν από 3-4 οικογένειες ενοριτών. Η παλαιότερη γραπτή αναφορά στο ναό είναι  από τον Κώδικα του Επισκόπου Νεκταρίου Βενιέρη του 1697, στον οποίο αναφέρεται ως εξωμόνιο, άρα δεν είναι ενορία. Στις αρχές του 18ου αι. και συγκεκριμένα το 1721 αναφέρεται ως ενορία, δεν είναι όμως γνωστό πότε ακριβώς κτίστηκε και αν αυτό έγινε σε θέση παλαιότερου ναού. Κάτι τέτοιο, πάντως, δεν αναφέρεται σε κανένα παλαιότερο έγγραφο άρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο ναός αυτός δεν είναι παλαιότερος του 17ου αι. Την ονομασία του έλαβε ο ναός από το παρωνύμιο ενός κλάδου της πολύκλαδης Κυθηραϊκής οικογένειας των Κασιμάτη, που ήταν το Καρτέρης. Αυτό προέρχεται από το συνηθισμένο μεσαιωνικό καρτερία, από το οποίο και το επίσης μεσαιωνικό, καρτέρι. Εκείνο που δεν είναι γνωστό είναι αν η οικογένεια αυτή προερχόταν από τον κλάδο των Κασιμάτη στο Κεραμουτό, οι οποίοι είχαν την κύρια ενορία του οικισμού, τον Σωτήρα, ή από την οικογένεια Κασιμάτη στα γειτονικά Μαζαρακιάνικα, που βρίσκονται Νότια και σε μεγαλύτερη απόσταση. Είναι γνωστό ότι στα Μαζαρακιάνικα πρωτοκατοικούν οικογένειες Κασιμάτη από τη Χώρα με το παρωνύμιο Μαζαράκης, το οποίο στη συνέχεια προσκτάται από κλάδο των Φατσέα των γειτονικών Φατσαδίκων που γίνεται η κυρίαρχη οικογένεια στον οικισμό. Η υπόθεση για Κασιμάτηδες από τα Μαζαρακιάνικα δεν στερείται βάσης, καθώς στις αρχές του 18ου αι. η μία και μοναδική οικογένεια της ενορίας είναι μίας Γρηγορίας Μαζαράκαινας, η οποία αναφέρεται με πολλά παιδιά ένα των οποίων νόθο! Μάλιστα, σε κάποια έγγραφα ο ναός της Καρτεριανής αναφέρεται ότι βρίσκεται στην τοποθεσία Μηλαπιδέα, που είναι πλησίον στα Μαζαρακιάνικα που απέχουν περισσότερο από όσο η Καρτεριανή από το Κεραμουτό. Στα μέσα του 18ου αι. ο εφημέριος του ναού είναι και εφημέριος του Σωτήρα στο Κεραμουτό, κάτι που ενισχύει την υπόθεση οι Κασιμάτηδες–Καρτέρη να είναι υποκλάδος των Κασιμάτη του Κεραμουτού. Λίγο αργότερα, πάντως οι εφημέριοι στην Παναγία Καρτεριανή είναι από άλλες ενορίες (αναφέρονται ο Αντώνιος Βενιέρης το 1770 και ο  Παρθένιος Φατσέας το 1784) ενώ στο τέλος του αιώνα αυτού παύει πλέον να είναι ενορία, καθώς φαίνεται να εκλείπουν και οι τελευταίοι ενορίτες που την χρησιμοποιούσαν. Πιθανόν να έγινε για λίγα σχετικά χρόνια ενορία εξ αιτίας  διαφωνιών με συγγενικούς κλάδους, όπως συνέβαινε συχνά τα χρόνια αυτά. Σήμερα ο ναός λειτουργείται σε λίγες εορτές της Παναγίας το χρόνο.

ΚΑΨΗΣ: Παρωνύμιο κλάδου της πολύκλαδης οικογένειας Κασιμάτη, το οποίο το συναντάμε και σήμερα, αναφέρεται όμως από το 1835 σε συμβόλαια. Δεν είναι γνωστό από ποία αιτία δόθηκε αυτό το παρωνύμιο, το οποίο ετυμολογικά έχει σχέση με την κάψα, τη ζέστη. Μία άλλη ερμηνεία αναφέρει ετυμολόγηση από το γνωστό μικρό ψάρι καψί ή χαψί, που είναι ο γνωστός γαύρος. Το χαψί άλλοι θεωρούν ότι είναι τουρκικής προέλευσης λέξη, πιθανότερο όμως φαίνεται ότι προέρχεται από το ρήμα χάφτω (αρχαιοελληνικό κάπτω) και σχετίζεται με το ό,τι το ψάρι αυτό γίνεται «μια χαψιά» λόγω του μικρού του μεγέθους. Η εκφορά, πάντως του χαψί σε καψί αναφέρεται ειδικά στα Κύθηρα και  δεν είναι εύκολος όμως ο συσχετισμός του παρωνυμίου με το ψάρι. Το Καψής είναι γνωστό επώνυμο, το οποίο έχει  την ίδια ετυμολογική προέλευση με τα παραπάνω.

ΚΕΡΟΜΥΤΗΣ (και Κερομυτιάνικα): το τοπωνύμιο αφορά οικισμό στα Μητάτα και το Κερομύτης τπν στα Φριλιγκιάνικα. Προέρχεται από το παρωνύμιο Κερομύτης, κλάδου της παλαιάς οικογενείας Πρωτοψάλτη, που αναφέρεται στα Κύθηρα από το 15ο αι., ενώ πιστεύεται ότι είναι πολύ παλαιότερη. Το κερομύτης πιθανότατα από αυτόν που έχει κέρινη μύτη, λόγω χρώματος.

 

ΚΛΑΡΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Φατσέας από τον οποίο δόθηκε η ονομασία στον οικισμό τους Κλαράδικα, στην περιοχή Πούρκου. Το παρωνύμιο είναι γνωστό από το 19ο αι. ίσως όμως να είναι παλαιότερο, καθώς έχουμε αναφορά του και σε σχέση με το επώνυμο Σκλάβος στα Μητάτα εκεί όμως δεν αναφέρεται σήμερα. Ετυμολογικά υπάρχουν δύο πιθανότητες. Να έχει την προέλευση στο κλάρα, δηλαδή μεγάλο κλαδί-κλαρί, που είναι και το  πιθανότερο. Από αυτό αναφέρεται και το επώνυμο Κλάρος, γνωστό σε άλλες περιοχές της χώρας, όχι όμως στα Κύθηρα. Η δεύτερη πιθανότητα, να έχει σχέση με την πόλη της Ιωνίας Κλάρο, όπου στην αρχαιότητα ήταν το μαντείο του Θεού Απόλλωνα στην Κλάρο, στην περιοχή του Κολοφώνα. Η εκδοχή αυτή δεν φαίνεται πιθανή για την προέλευση του παρωνυμίου και αναφέρεται μόνο για λόγους πληρότητος.

 

 

ΚΟΚΚΙΝΟΣ, ΚΟΚΚΙΝΕΑΣ: δύο παρωνύμια, τα οποία εμφανίζονται δίπλα σε πολλά Κυθηραϊκά επώνυμα από τα πολύ παλιά χρόνια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν σχέση με σωματικά χαρακτηριστικά, κατά κύριο λόγο, δηλαδή στο χρώμα του δέρματος ή των μαλλιών. Αναφέρεται και μία περίπτωση που έχει σχέση με τα πολιτικά φρονήματα! Έτσι για το Κόκκινος έχουμε αναφορές να προσκολλάται στα επώνυμα, Δαπόντες (Χώρα, 20ός), Κοντολέων (Κοντολιάνικα, 18ος) και Λογοθέτης (Χώρα, 18ος), ενώ σίγουρα υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις που δεν έχουν καταγραφεί ακόμη. Όσον αφορά το Κοκκινέας, που είναι μία μορφή του προηγουμένου με την κατάληξη –εας (συνήθη στη Μάνη, αλλά και στα Κύθηρα, ακόμη και χωρίς επίδραση από εκεί) έχουμε αναφορές του στα επώνυμα Κασιμάτης (16ος, το παρωνύμιο αυτό εξελίσσεται σε Πορταλαμίος σε κλάδο της οικογενείας Κασιμάτη), Ζαγλανίκης (20ός) και Μελιτάς (18ος).

ΚΟΝΤΡΑΔΙΤΗΣ: Ένα σπάνιο και ξεχασμένο σήμερα παρωνύμιο, όχι όμως πολύ παλιό, αφού έχουμε αναφορά του στις γραπτές πηγές από το 1800. Στον κατάλογο με τους πρωταιτίους της εξέγερσης των χωρικών το 1800 αναφέρεται ένας Νικόλαος Φατσέας –Κοντραδίτης από το χωρίο Φατσάδικα. Το παρωνύμιο έχει ετυμολογική προέλευση την λέξη κόντρα και κοντράδι και από το τελευταίο Κοντραδίτης. Κόντρα και κοντράδι σημαίνει το άγονο χωράφι, αυτό που δεν είναι αποδοτικό και είναι δύσκολα καλλιεργήσιμο. Σήμερα το παρωνύμιο έχει διασωθεί σε μικροτοπωνύμιο στη θέση Κάμποι κοντά στην Κομπονάδα και έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι ένα τοπωνύμιο (Κοντράδι) γίνεται αφορμή για να γεννηθεί ένα παρωνύμιο (Κοντραδίτης) και αυτό με τη σειρά του να δημιουργεί ένα ακόμη μικροτοπωνύμιο (Κοντραδίτης) από παρωνύμιο ασφαλώς του κατόχου της γης. Σημειώνουμε ότι εκατοντάδες παρόμοια μικροτοπωνύμια έχουν χαθεί από τις μνήμες των ανθρώπων, ειδικά τα τελευταία χρόνια που σταμάτησε η καλλιέργεια της γης και η κτηνοτροφία.

ΚΟΡΑΚΑΣ/ΚΟΡΑΚΑΚΙ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Σάμιος από τα Αλοϊζιάνικα και τα Φριλιγκιάνικα. Προέρχεται από τον τόπο κατοίκησης, τα Αλοϊζιάνικα, τα οποία ονομάζονται και Κορακοφωλέα εξ αιτίας της μόνιμης παρουσίας κοράκων εκεί στο παρελθόν. Εξ αυτού και οι κάτοικοι Κοράκοι. Το παρωνύμιο είναι γνωστό τουλάχιστον από το 19ο αι. και υπάρχουν ακόμη κλάδοι με αυτό, ειδικά στο εξωτερικό, οι οποίοι όμως έχουν λάβει και …νέα παρωνύμια, έτσι ώστε να χάνεται σιγά-σιγά. Είναι γνωστή η περίπτωση του υποψήφιου και βουλευτή αργότερα Θ. Αλοΐζου (Σάμιου) ο οποίος στις εκλογές της 24ης Μαρτίου 1868 καθοδήγησε τον Σπ. Μασσέλο να ρίξει ένα δαχτυλίδι στην κάλπη του Ριζοσπάστη Δημ. Ραπτάκη για να ακυρωθούν οι εκλογές, όπως και έγινε, κερδίζοντας αυτός τις επαναληπτικές. (Τότε ψήφιζαν με σφαιρίδια σε 2 κάλπες για κάθε υποψήφιο και οι ψηφοφόροι έριχναν στη μία μαύρα σφαιρίδια και στην άλλη λευκά. Ανάλογα πόσα ήταν τα περισσότερα εξελέγετο ή έχανε ο υποψήφιος). Σε ένα χρόνο ξαναέγιναν εκλογές και τότε κέρδισε ο Ραπτάκης, όμως στις ρίμες της εποχής όλες οι σατιρικές αναφορές στον Αλοΐζο ήταν κόρακας και κορακάκι. (Βλ. Κυθηραϊκά Τετράδια, 1998, σελ. 46, 47)

 

ΚΟΤΣΥΦΟΣ: Ένα παλαιό και πολύ διαδεδομένο παρωνύμιο στα Κύθηρα με κύριο χαρακτηριστικό του ότι «κινείται» σε διάφορα επώνυμα από το 18ο αι. οπότε εντοπίζεται για πρώτη φορά, αν και πιστεύουμε ότι είναι ακόμη παλαιότερο. Συγκεκριμένα, το 18ο αι. έχουμε το παρωνύμιο αυτό να εμφανίζεται σε κλάδο της οικογενείας Καλλίγερου στο Στραπόδι, την ίδια δε εποχή σε πολλούς κλάδους ταυτόχρονα του επωνύμου Σάμιος σε Χώρα, Λειβάδι, Στραπόδι κ.α.  Αυτή η εμφάνιση σε πολλούς κλάδους του ίδιου επωνύμου σε διαφορετικές περιοχές δείχνει ότι το παρωνύμιο εμφανίζεται παλαιότερα από την εποχή αυτή. Αργότερα, στο τέλος του 19ου αι. το ίδιο παρωνύμιο εμφανίζεται σε κλάδο του επωνύμου Σουρής στην Αγ. Αναστασία, ενώ έχουν αναφερθεί περιπτώσεις και για άλλα επώνυμα που ερευνάται η αξιοπιστία των πληροφοριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλές περιπτώσεις έχουμε και επέκταση του παρωνυμίου σε σύνθετη μορφή ως πρώτο συνθετικό με δεύτερο ένα βαφτιστικό (Κοτσυφόγιωργης, Κοτσυφόγιαννης κλπ). Όσον αφορά την ετυμολογία του αυτή είναι ευχερής, καθώς έχει σχέση με το γνωστό πουλί, το οποίο στα Κύθηρα εμφανίζεται, τόσο σε ενδημική μορφή, όσο και αποδημητικό, αλλά δεν είναι γνωστός ο λόγος που το παρωνύμιο αυτό έγινε τόσο ….δημοφιλές και «κόλλησε» σε πολλά επώνυμα.

ΚΟΥΒΕΡΝΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Βενέρη από το Δρυμώνα. Αναφέρεται ότι το παρωνύμιο δόθηκε στη Σμύρνη όπου είχε φθάσει ένας απόγονός της και εκεί διέπρεψε ως ικανός μάγειρας. Επειδή, λοιπόν, έκανε καλό κουμάντο στην κουζίνα του τον ονόμασαν κουβέρνο, δηλαδή αυτόν που κάνει καλή διακυβέρνηση των πραγμάτων, εδώ της μαγειρικής. Σήμερα υπάρχουν απόγονοι της οικογένειας αυτής στο Δρυμώνα.

 

ΚΟΥΝΕΝΟΣ: Ένα από τα νεότερα παρωνύμια των Κυθήρων, κάτι που συμπεραίνουμε από το γεγονός ότι δεν έχει εντοπιστεί σε πολύ παλαιότερα χρόνια, αν και αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα και ότι δεν υπήρχε. Το παρωνύμιο αφορά κλάδο της οικογένειας Καστρίσιος, μία από τις παλαιότερες στα Κύθηρα και εντοπίζεται στο χωριό Καστρισιάνικα. Το παρωνύμιο σημαίνει, είτε το μίγμα για το ζύμωμα του εφτάζυμου ψωμιού στην Κρήτη, είτε το πήλινο αγγείο  των βοσκών που κρατούσε δροσερό το νερό, κάτι αντίστοιχο με τον γνωστό μας μαστραπά. Κατ’ επέκτασιν κουνενός είναι ο βραχύσωμος, αυτός που μοιάζει με μαστραπά. Από το παρωνύμιο έχουμε στην Κρήτη, όπου είναι πολύ συνηθισμένο και το επώνυμο Κουνενάκης. Οι σχέσεις των Κυθήρων με την Κρήτη και στα ονοματολογικά δικαιολογεί απόλυτα το συσχετισμό. Ετυμολογικά  όμως ίσως έχει σχέση και με το κουνενές, που σημαίνει το νεογέννητο και μεταφ. τον ξεμωραμένο.

 

 

 

 

 

ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ: Ένα πολύ παλιό παρωνύμιο στα Κύθηρα, το οποίο ακολουθεί έναν κλάδο του επωνύμου Καλλίγερος, αυτόν που είχε εγκατασταθεί στο Κατούνι πιθανόν και πριν από το 18ο αι. και αργότερα έφθασε στα Φατσάδικα, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Στη μεγάλη μετανάστευση των Κυθηρίων στη Σμύρνη κατά το 19ο αι. αναφέρεται το Κουρμουλής και ως επώνυμο, ήταν όμως μία ακόμη περίπτωση Κυθηραϊκής οικογενείας της Σμύρνης που άλλαξε το επώνυμό της με το παρωνύμιο. Μάλιστα έχουμε και τη γνωστή περίπτωση του, επίσης Κυθηρίου, από τα Μητάτα, Κωνστ. Βίκτωρα, διάσημου εφοπλιστή στη Σμύρνη, ο οποίος συνέστησε ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «Τζόλυ, Βίκτωρας, Κουρμουλής και Σία», η οποία κυριαρχούσε στη μεταφορά εμπορευμάτων στη Σμύρνη και τις γύρω περιοχές. Ο Κουρμουλής ήταν γαμπρός του και Κυθήριος και αυτός. Αναφέρεται ότι απόγονοι των Κουρμουλήδων της Σμύρνης υπάρχουν ακόμη στην Αθήνα με το επώνυμο αυτό, αλλά δεν είναι γνωστό αν γνωρίζουν την καταγωγή της οικογένειας. Όσον αφορά την ετυμολογία, δεν είναι σαφής, καθώς η λέξη δεν είναι συνηθισμένη και δεν αναφέρεται σε άλλες περιοχές. Στο τοπικό Κυθηραϊκό ιδίωμα κουρμούλες, είναι οι σωροί από χώμα. Το πώς αυτό έγινε παρωνύμιο είναι άγνωστο, πιθανότατα όμως να έχουμε ένα σωματικό χαρακτηριστικό με σκωπτική διάθεση, όπως πολλά παρωνύμια. Σήμερα έχουμε αρκετές οικογένειες με το παρωνύμιο αυτό, όλες με κοινή καταγωγή.

ΚΟΥΤΟΥΛΟΤΑΥΡΗΣ: Ένα από τα πιο παράξενα παρωνύμια στα Κύθηρα. Αναφέρεται σε συμβόλαιο του 1564 να συνοδεύει έναν Σοφιανό, επώνυμο με προέλευση τη Μονεμβασία, όπου οι Σοφιανοί ήταν μία από τις κυρίαρχες οικογένειες, ενώ από τα Κύθηρα χάνεται σχετικά γρήγορα. Δεν είναι γνωστή η ερμηνεία του παρωνυμίου, αν και φαίνεται Βυζαντινό. Μάλλον πρόκειται για σκωπτικό παρωνύμιο και θα μπορούσε να σημαίνει ή αυτόν που «κουτουλάει ταύρους» ή αυτόν που τον «κουτουλάνε οι ταύροι», ασφαλώς από κάποιο περιστατικό, που έδωσε την ευκαιρία στο φιλοπαίγμονα λαό μας να πλάσει αυτό το παράξενο παρωνύμιο.

ΚΟΥΤΡΗΣ: Παρωνύμιο, το οποίο εμφανίζεται σε διαφορετικά επώνυμα. Το παλαιότερο εντοπίζεται σε κλάδο των Κασιμάτη στο δρυμώνα από το 18ο αι. Από αυτόν τον κλάδο πιστεύεται ότι προέρχεται και το ίδιο παρωνύμιο στα Χωραφάκια Χανίων, στα οποία υπάρχουν ακόμη οικίες που ανήκαν σε Κούτρηδες. Σήμερα το παρωνύμιο έχει χαθεί από το επώνυμο Κασιμάτης είναι όμως γνωστό σε σχέση με κλάδο του Φατσέας στα Φατσάδικα. Ετυμολογικά φαίνεται να προέρχεται από το κούτρη=αυλόγυρος, ενώ δεν αποκλείεται εννοιολογικά και από το κούτρα=κεφάλι.

 

 

ΛΑΤΖΟΣ: Παρωνύμιο του κύριου, και μοναδικού σήμερα, κλάδου των Σωτήρχων σε Κάλαμο και Σπηλίες. Το παρωνύμιο στον συγκεκριμένο κλάδο εμφανίζεται σχετικά ενωρίς και έχουμε αναφορές από τα τέλη του 17ου-αρχές 18ου αι. από Σωτήρχους-Λάτζους στο Κάστρο της Χώρας. Αργότερα έχουμε Σωτήρχους στις Σπηλίες και στο Δρυμώνα, ενώ το επώνυμο είναι πολύ παλαιότερο προηγείται δε χρονικά των εμφανίσεών του στην Κρήτη όπου όσες αναφορές έχουμε από  εκεί έχουμε  βεβαιότητα ότι έχουν Κυθηραϊκή καταγωγή. Το Λάτζος δεν έχει σαφή ετυμολόγηση με  πιθανότερη όμως την ιταλική προέλευση. Έτσι, μπορεί να συνδέεται με το lazzo=λάσο=(και) γραβάτα μτφ. ή το lazo=μαχαίρι, φαλτσέτα που διπλώνει. Πιθανότερο όμως είναι από το lazzi=αστεία (αρχικά  χιουμοριστικό μέρος της commedia del arte) το οποίο έφθασε στην τοπική διάλεκτο των Κυθήρων ως λατζί=γυμνός, ξεσκέπαστος. Σήμερα έχουμε στα Κύθηρα και τη διασπορά τους αρκετούς Σωτήρχους-Λάτζους.

 

ΛΑΦΑΖΑΝΗΣ: Παρωνύμιο, το οποίο αναφέρεται σε μία οικογένεια κλάδου της   οικογένειας Λε(ο)νταράκη των Φρατσίων. Η λέξη προέρχεται από την τουρκική lâfajan=ο φλύαρος, αυτός που λέει πολλά χωρίς να λέει κάτι. Το παρωνύμιο εμφανίζεται στις γραπτές πηγές από τις αρχές του 19ου αι, πιθανότατα από Κυθήριο της Σμύρνης και εξακολουθεί να υπάρχει σε ομογενείς της Αυστραλίας.

 

ΛΕΤΟΥΡΑΣ. Παλαιό παρωνύμιο γνωστό κυρίως στα Φράτσια και σε ένα κλάδο της οικογένειας Καλοκαιρινού, με τελευταία αναφορά του στη Χώρα. Σήμερα  έχει εκλείψει από τα Κύθηρα και δεν είναι γνωστό αν αναφέρεται στην κυθηραϊκή διασπορά. Το παρωνύμιο Λέτουρας δεν είναι γνωστό από πού προέρχεται ετυμολογικά ίσως όμως να έχει κάποια σχέση  από το επώνυμο Λέπουρας, που είναι γνωστό σε άλλες περιοχές της χώρας. Αυτό από την λ. λjεπούρι, αλβανικής προέλευσης, που σημαίνει το λαγό ή το κουνέλι. Ως παρωνύμιο το Λέπουρας σημαίνει τον δειλό ή τον λιπόψυχο. Μία ακόμη υπόθεση  για το Λέτουρας είναι μήπως σχετίζεται με την ιδιωματική λ. λετούρα=γραφή(;), αλλά σαφής απάντηση δεν υπάρχει.

 

 

ΛΙΓΚΟΣ & ΛΙΓΚΟΥΝΑΣ: Δύο παρωνύμια των Κυθήρων με μικρή σχετικά διάδοση, αλλά αρκετά παλαιά. Σύμφωνα με τα δικά μας στοιχεία και μέχρι εντοπισμού άλλων, το Λίγκουνας είναι παλαιότερο, καθώς αναφέρεται ήδη από το 18ο αι. σε κλάδο της παλαιότατης (γνωστής στα Κύθηρα από το 14ο αι, αλλά σίγουρα παλαιότερης στο νησί Βυζαντινής οικογένειας) Χριστόφορος. Από τον πρώτο εντοπισμό του παρωνυμίου το 18ο αι. μέχρι και σήμερα το παρωνύμιο συναντάται στην ίδια οικογένεια και στον ίδιο χώρο, τις Καλοκαιρινές. Ετυμολογικά έχει σχέση με το μικρό μυρμήγκι, το οποίο στα Κύθηρα αναφέρεται ως λιγκούνι (και μελιγκούνι), αλλά και λίγκουνας. Το Λίγκος τώρα αναφέρεται σε δύο τουλάχιστον κλάδους οικογενειών, ένας των Δαπόντε στη Χώρα και ένας Κασιμάτη στο Κεραμουτό. Ο δεύτερος είχε παλαιότερα άλλο παρωνύμιο, το οποίο δεν γνωρίζουμε. Για  το Λίγκος δεν έχουμε ετυμολογικά στοιχεία για την προέλευσή του, δεν αποκλείεται όμως να υπάρχει ένας ετυμολογικός συσχετισμός μεταξύ αυτών των δύο συγγενών παρωνυμίων, καθώς σίγουρα δεν υπάρχει  σχέση του Λίγκος  με το τοπωνύμιο Λύγγος (Ζίτσα) της Ηπείρου, ούτε φυσικά με το ακουστικά συγγενές Λίγγονες (=Γαλατική φυλή). Από τον κλάδο του Λίγκου (Δαπόντε) έχει μείνει ιστορική μία παροιμιώδης έκφραση, σχετική με τις μεγάλες κοινωνικές διαφορές στη Χώρα κατά τα παλαιότερα χρόνια. Ένας Λίγκος, λοιπόν, έλεγε: «Καλούτσης πίνει, εν ευθυμία ευρίσκεται, Λίγκος πίνει σκατό στο μεθύσι!», κάνοντας βέβαια μία ευφυή διαφοροποίηση της αντιμετώπισης από το κοινό των ευγενών της οικογενείας Καλούτση με τους λαϊκούς τύπους της οικογενείας Δαπόντε, καίτοι αμφότεροι έκαναν ακριβώς την ίδια δουλειά. Μεθούσαν!

 

 

ΜΑΛΙΚΟΝΙΑΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου της παλαιάς οικογενείας Καλούτση, η οποία σήμερα ζει στο Μανιτοχώρι. Το παρωνύμιο είναι γνωστό από το 19ο αι. χωρίς να αποκλείεται να είναι ακόμη παλαιότερο. Πρόκειται για λέξη της ιταλικής (malinconia) που σημαίνει μελαγχολία. Άρα, Μαλικονίας= ο μελαγχολικός.

 

ΜΑΝΙΤΑΣ: Ένα παλαιό και γνωστό παρωνύμιο στα Κύθηρα συνυφασμένο πάντα με το επώνυμο Χάρος. Το Μάνιτας κατά την πλέον απλή προσέγγισή του, σχετίζεται με το μανιτάρι, το οποίο λέγεται στα Κύθηρα μάνιτας. Είναι γνωστή η έκφραση «πάμε για μανίτους», δηλαδή για μανιτάρια. Σύμφωνα με όσα μπορούμε να εικάσουμε εδώ το χωριό Μανιτοχώρι δεν σημαίνει τίποτε άλλο, από το χωρίο με τους Μάνιτες-Μανίτους και μάλλον δεν έχει την παραμικρή σχέση με τους Μανιάτες (έχει αναφερθεί ότι μπορεί να προέρχεται από τους Μανιάτες άρα Μανιατοχώρι και Μανιτοχώρι). Εξάλλου, η πλέον πιθανή γεωγραφική πορεία των Χάρων, που φέρουν το παρωνύμιο, ήταν από την Κρήτη, όπου ανιχνεύεται από πολύ παλιά το επώνυμο και όχι από την Πελοπόννησο. Φυσικά για το Μάνιτας αναφέρονται  και άλλες προσεγγίσεις,  αλλά θεωρούμε πιθανότερη την παραπάνω.

 

ΜΑΝΩΛΑΣΟΣ: Βλ. Καπλάνης, Ντελής….

 

 

 

ΜΑΡΙΝΗΣ: Οι πρώτες αναφορές και στο παρωνύμιο εμφανίζονται γύρω στο 1700. Το Μαρίνης προέρχεται από μία Μαρίνα Καλλιγέρου, της οποίας οι απόγονοι πήραν το δικό της όνομα ως παρωνύμιο, πιθανόν λόγω πρόωρης απωλείας του πατέρα και για σαφή διαχωρισμό σε ένα χωριό, στο οποίο όλοι οι κάτοικοι είχαν το επώνυμο Καλλίγερος. Πρόκειται δηλαδή για ένα μητρωνυμικό παρωνύμιο, το οποίο αναφέρεται ακόμη και σήμερα σε απογόνους των δύο κύριων κλάδων της οικογένειας που ήταν γνωστοί στα πρόσφατα χρόνια, καίτοι κάποια από αυτούς προσέκτησαν και νέα παρωνύμια με τα οποία είναι πλέον γνωστοί.

ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΗΣ: Παλαιότερο παρωνύμιο της οικογένειας Φατσέα και συγκεκριμένα ενός κλάδου της που βρισκόταν στη Χώρα. Αναφέρεται από το 19ο αι., αλλά σήμερα δεν το βρίσκουμε πουθενά στο νησί. Φυσικά προέρχεται από το αρωματικό φυτό ματζουράνα.

ΜΕΓΚΟΥΛΑΣ: Είχαμε αναφερθεί για το παρωνύμιο αυτό και στο παρελθόν, αλλά και πρόσφατα, καθώς υπάρχει και η άποψη ότι, ετυμολογικά, ίσως είναι τουρκικής προέλευσης από την τουρκική λέξη menkul, που σημαίνει κινητός. Όμως η ερευνήτρια Χρ. Τσικριτσή-Κατσιανάκη έχει μία άλλη προσέγγιση, η οποία είναι πλέον ενδιαφέρουσα, καθώς τεκμηριώνει την Ενετική προέλευση του παρωνυμίου από το βεν. Mengolo-Mengulo υποκοριστικό του Domenego (Menego-Mengo)=Δομίνικος. Στην Κρήτη αναφέρεται το επώνυμο Μέγγολος και Μέγγουλος ήδη από το 1538 και έχουμε αναφέρει πολλές φορές την παρατήρηση ότι πολλά παρωνύμια στα Κύθηρα έχουν προέλευση από επώνυμα άλλων περιοχών. Πρβλ. Ντελεκουβίας (από Δελακοβίας), Άγριος, Ρέκος κ.α. Κάπως έτσι και το Μέγκουλας έφθασε να γίνει παρωνύμιο ενός κλάδου της οικογ. Κασιμάτη των Καρβουνάδων, αλλά η απαρχή του παρωνυμίου χάνεται, όπως στα περισσότερα, στην εποχή της …ονοματοθεσίας. Το παρωνύμιο αναφέρεται και σε σχέση με κλάδο του επωνύμου Φατσέας.

 

ΜΕΛΙΣΣΟΦΑΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Κορωναίου από τον Καραβά. Και αυτό το παρωνύμιο έχει σχέση με το ομώνυμο  αποδημητικό πουλί και ισχύουν τα ίδια με το προηγούμενο, όσον αφορά την προέλευσή του. Το παρωνύμιο αυτό υπάρχει επίσης και σήμερα.

 

ΜΕΤΑΞΑΣ: Ένα παρωνύμιο των Κυθήρων, το οποίο ανιχνεύεται και σήμερα και είναι σίγουρα από τα παλαιότερα παρωνύμια των Κυθήρων, από όσα ανιχνεύονται στις γραπτές πηγές και παραμένει παρωνύμιο πάνω στο ίδιο επώνυμο, το Μεγαλοκονόμος, το οποίο είναι επίσης παλαιότατο Βυζαντινό επώνυμο στα Κύθηρα και από αυτά που πιστεύαμε, όπως ανέφερε η παράδοση, ότι έφθασαν στα Κύθηρα το 1461 μετά την καταστροφή του Μυστρά. Όμως, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, στις οποίες έχουμε πλέον πρόσβαση, το επώνυμο Μεγαλοκονόμος αναφέρεται σ’ αυτές στα Κύθηρα ήδη από το 1444 και αυτό αποδεικνύει πόσο λάθος κάνουμε, όταν εμπιστευόμαστε μόνο την παράδοση σε ιστορικά θέματα και δεν επιμένουμε στην αναζήτηση των γραπτών πηγών. Μάλιστα για τους Μεγαλοκονόμους μπορούμε να πούμε με σχετική ασφάλεια ότι, επειδή εντοπίζουμε πολλές οικογένειες στους φορολογικούς καταλόγους του 15ου αι και μεταξύ αυτών και βιλλάνους, οι Μεγαλοκονόμοι ήταν οικογένεια με παρουσία στο νησί και πριν την Ενετική κατάκτηση του 13ου αι., προέρχονται δηλαδή από το βυζαντινό παρελθόν των Κυθήρων. Είναι γνωστό ότι οι Ενετοί Βενιέροι, όταν κατέλαβαν το νησί κατέστησαν όλους τους κατοίκους του βιλλάνους τους δηλαδή υποτελείς. Όσον αφορά το παρωνύμιο Μεταξάς έχουμε αρκετές αναφορές σ’  αυτό για έναν Δημήτρη Μεγαλοκονόμο Μεταξά στα 1565, άρα το παρωνύμιο υπάρχει στην ίδια οικογένεια εδώ και πάνω από πέντε αιώνες! Σε τρεις τουλάχιστον διαφορετικούς κλάδους της ίδιας οικογένειας ανιχνεύεται και σήμερα στο Δρυμώνα, το Κεραμουτό και στα Κοντολιάνικα, που έχουν ασφαλώς κοινή προέλευση και καταγωγή.

Ετυμολογικά το Μεταξάς είναι μάλλον επαγγελματικό παρωνύμιο και έχει σχέση με τον επαγγελματία που επεξεργαζόταν ή εμπορευόταν το μετάξι, κατά την πιθανότερη εκδοχή.

ΜΟΘΩΝΑΙΟΣ: Για την ετυμολογία του παρωνυμίου αυτού, που σήμερα το βρίσκουμε μόνο ως τοπωνύμιο και για το οποίο γράψαμε στην εφημερίδα, η φίλη, συνεργάτις και ερευνήτρια Ελ. Χάρου-Κορωναίου μας έλυσε την απορία, καθώς παρατηρεί ότι το Μοθωναίος έχει τη ρίζα του πιθανότατα στη Μεθώνη/Μοθώνη. Και Μοθωναίος ο προερχόμενος από την περιοχή αυτή. Στα Κύθηρα το Μοθωναίος αναφέρεται ως παρωνύμιο στην οικογένεια Γερακίτη από το 15ο αι. και έχει αφήσει και γνωστό τοπωνύμιο στον Αβλέμονα, «στου Μοθωναίου».

ΜΟΥΓΚΟΣ: Το παρωνύμιο Μούγκος ήταν γνωστό παλαιότερα στα Φράτσια και αναφέρεται στο επώνυμο Παυλάκης, το οποίο επίσης προέρχεται από παρωνύμιο κλάδου της παλαιάς και πολύκλαδης οικογένειας των Σαμίων των Κυθήρων. Το παρωνύμιο αναφέρεται σε παραδόσεις που έχουν καταγραφεί στα Λαογραφικά του Ι.Π.Κασιμάτη για τα Φράτσια, σήμερα όμως πλέον δεν αναφέρονται άτομα με το παρωνύμιο αυτό, το οποίο ετυμολογείται από το μουγκός με τονικό αναβιβασμό.

 

 

ΜΟΥΣΟΥΝΗΣ: Το παρωνύμιο αυτό έφερε μία οικογένεια Λεοντσίνη από το Κεραμουτό και αργότερα στη Χώρα. Σήμερα υπάρχουν απόγονοι της οικογένειας αυτής και στα Κύθηρα και στη Διασπορά τους, όμως το παρωνύμιο είναι ελάχιστα σε χρήση. Δεν είναι γνωστό και γι’ αυτό πώς προσκολλήθηκε στην οικογένεια Λεοντσίνη, πιθανόν από επώνυμο, καθώς αναφέρεται επώνυμο Μουσούνης σε άλλες περιοχές της Ελλάδος. Όσον αφορά τη σημασία του, η πιθανότερη εκδοχή αναφέρεται στη λέξη μουσούνισμα ή μουθούνισμα, που σημαίνει τον ήχο της εκπνοής, ο μυχθισμός και είναι ίδιος με το ροχαλητό ή το ρόγχο του θανάτου, όπως αναφέρει ο Ελύτης.

 

 

 

 

ΜΠΑΓΙΩΚΟΣ: Παρωνύμιο με μικρή διάδοση, καθώς εντοπίζεται σε μία μόνον οικογένεια στα Πιτσινιάνικα. Το παρωνύμιο έχει σχέση με τα χρήματα και μάλιστα με τα πολλά χρήματα. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στην αργκό και πιθανότατα προέρχεται από την ιταλική baiocco που ήταν ένα  ευτελές χάλκινο παπικό  νόμισμα. Όμως στην Ελληνική αργκό μπαγιώκο είναι τα πολλά χρήματα, το κομπόδεμα και εξ αυτού ο μπαγιοκλής σημαίνει τον πλούσιο, τον παραλή. Αν λάβουμε υπ’  όψιν την κληρονομιά που άφησαν στα Κύθηρα οι Ενετοί δεν είναι παράξενο που το παρωνύμιο εμφανίζεται στο νησί, όπως και πολλά άλλα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει κι εδώ αυτόν που έχει καλό κομπόδεμα. Τον εύπορο.

ΜΠΑΚΙΛΑΤΣΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Καλλίγερων από τον Κάλαμο και συγκεκριμένα υποκλάδος των Βρανάδων. Δεν είναι γνωστή η ετυμολογία του παρωνυμίου, το οποίο εμφανίζεται το 19ο αι. με τη μορφή Μπακιλάκος (από το μπακαλάκος;). Σήμερα υπάρχουν αρκετά άτομα με το παρωνύμιο αυτό, καίτοι στις νεότερες γενιές εμφανίζονται άλλα παρωνύμια στον κλάδο που «επικαλύπτουν» το Μπακιλάτσος.

 

ΜΠΟΜΠΟΛΆΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Καρύδη από το Μυλοπόταμο. Είναι αρκετά παλαιό και εμφανίζεται από το 18ο αι., ίσως όμως είναι παλαιότερο, καθώς αναφέρονται πολλές οικογένειες με αυτό. Ετυμολογικά ίσως να ερμηνεύεται από αυτόν που συλλέγει σαλιγκάρια (=μπομπόλους). Πολλές οικογένειες με το παρωνύμιο αυτό υπήρχαν στη Σμύρνη, όπου οι Μπομπολάδες διέπρεπαν στην παράκτιο ναυτιλία της, δεν είναι όμως γνωστό ποίες από αυτές γύρισαν στην Ελλάδα και ποίο παρωνύμιο είχαν στη συνέχεια. Ένας Παναγιώτης Καρύδης-Μπομπολάς ήταν στα τέλη του 19ου αι.-αρχές 20ού, διαπρεπής αρχιμάστορας, ο οποίος είχε σχεδιάσει και ανεγείρει πολλούς ναούς στην περιοχή των Βάτικων, αλλά και στα Κύθηρα (Άγιος Γεώργιος Καρβουνάδων, Σωτήρας Αρωνιαδίκων κ.α.)

ΜΠΟΥΦΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της μεγάλης οικογένειας των Στάθη από τα Σταθιάνικα. Ο κλάδος αυτός είχε παλαιότερα το παρωνύμιο Αγαλλίος, ευρύτατα διαδεδομένο στα Κύθηρα, ενώ στον ίδιο κλάδο ανήκει και το χαμένο, σήμερα, παρωνύμιο Πούλακας, το οποίο έχει αφήσει ένα τοπωνύμιο στην περιοχή των Καρβουνάδων. Το παρωνύμιο Μπούφος είναι σε χρήση και σήμερα σε δύο κλάδους στα Κύθηρα, ενώ αναφέρεται και εκτός νησιού στην Κυθηραϊκή ομογένεια. Η λέξη βέβαια προέρχεται από το πλέον μεγαλόσωμο πτηνό της κατηγορίας της Κουκουβάγιας πιστεύεται δε ότι δόθηκε, επειδή το πουλί αυτό θεωρείται κουτό, ενώ στην πραγματικότητα είναι έξυπνο. Η εντύπωση αυτή, του κουτού πουλιού,  οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την ημέρα, το νυκτόβιο αυτό πουλί έχει απλανές βλέμμα και από αυτό έδωσαν την ονομασία σε ανθρώπους, που συν το χρόνω έλαβε τη σημερινή, διαφορετικής σημασίας, έννοια.

 

 

ΜΥΓΕΑΣ/ΚΩΛΟΜΥΓΕΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Σάμιος. Δεν αναφέρεται πριν από τον περασμένο αιώνα χωρίς να αποκλείεται όμως να προϋπάρχει. Είναι μάλλον σκωπτικό και έχει σχέση με τις μύγες που ταλαιπωρούν τα ζώα. Μάλλον για το λόγο αυτόν αναφέρεται και με τις δύο μορφές, καθώς μερικές από αυτές τις μύγες εγκαθίστανται στα οπίσθια των ζώων, ειδικά των βοοειδών και των γαϊδάρων και τότε αυτά γίνονται ευερέθιστα, καθώς γνωρίζουν ότι κινδυνεύουν από τα αυγά των μυγών και τις προνύμφες τους.

ΝΤΕΝΤΙΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Κορωναίου από τον Καραβά, το οποίο δίνει και το όνομα στο μικρό οικισμό Ντεντιάνικα. Το παρωνύμιο εμφανίζεται πρώτη φορά στις αρχές του 18ου αι. στην ενορία της Αγίας Τριάδας στον Ποταμό (1724), εκεί που κατοικούν συμπαγείς πληθυσμοί με το επώνυμο Κορωναίος, το οποίο έχει φθάσει στο νησί με την πτώση της Κορώνης στους Τούρκους το 1500. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο πρώτος αναφερόμενος με το παρωνύμιο Ντεντίος ήταν ένας Κορωναίος με το βαφτιστικό Μηνάς, το οποίο είναι βασικό βαφτιστικό της οικογένειας, η οποία μόλις τότε εμφανίζεται να διασπάται σε πολλά παρωνύμια, τα οποία λίγο αργότερα γίνονται επώνυμα (Τζωρτζόπουλος, Διακόπουλος, Μαυρογιώργης, Βενάρδος,  Σκιέκος, Μοδέας κλπ) αν και το Ντεντίος ποτέ δεν έχει καταγραφεί ως επώνυμο. Αργότερα ο κλάδος αυτός, όπως και πολλοί άλλοι μετακινούνται στον Καραβά, στον οποίο βρίσκονται μέχρι σήμερα.  Όσον αφορά την ετυμολογία του παρωνυμίου, αυτή δεν είναι γνωστή, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα. Αν παραβλέψουμε μερικές «αυτοσχέδιες» ετυμολογίες, που δίνονται συνήθως από άγνοια της ιστορίας των οικογενειών και των επωνύμων και παρωνυμίων τους, επιχειρούμε μία λογική εξήγηση. Η λέξη ντεντίο δεν είναι άγνωστη στα Κύθηρα και σημαίνει το πολύ νερό, την καταρρακτώδη βροχή. Η πιθανότερη ερμηνεία της είναι από το λατινικό de deoum δηλαδή το «εκ Θεού» και με παραφθορά ντε-ντίο, ντεντίο. (Η λέξη αναφέρεται και στο Κυθηραϊκό λεξικό και ήταν εν χρήσει μέχρι και τα πρόσφατα χρόνια). Οικογένειες Κορωναίου με βασικό παρωνύμιο το Ντεντίος αναφέρονται στην Κυθηραϊκή διασπορά και σήμερα, καίτοι σε πολλούς έχουν προστεθεί και άλλα παρωνύμια με αποτέλεσμα λίγοι ακόμη να θυμούνται το αρχικό.

 

ΝΤΟΥΡΟΣ: Ένα παρωνύμιο από αυτά που έδωσαν την ονομασία του σε ένα οικισμό στα Κύθηρα. Το Ντούρος είναι παρωνύμιο ενός κλάδου των Κομηνών και ο οικισμός τα Ντουριάνικα, τα οποία μέχρι το τέλος του 18ου αι. λέγονταν Κομηνιάνικα πάλι από το επώνυμο Κομηνός. Δεδομένου ότι όλα τα χωριά στο νησί με την κατάληξη -ιάνικα και -άδικα είχαν άλλη ονομασία παλαιότερα και προσέλαβαν αυτήν των οικιστών τους με το κυρίαρχο επώνυμο μετά τις αρχές του 18ου αι., ενδιαφέρον έχει στην έρευνα η παλαιότερη ονομασία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε γραπτές αναφορές από τις αρχές του 18ου αι. για δύο οικισμούς με την ονομασία Κομηνιάνικα στο Βόρειο τμήμα του νησιού (αργότερα προστέθηκε και ένας στο Νότιο). Οι οικισμοί αυτοί είναι τα Ντουριάνικα και τα Περλεγκιάνικα   (αυτά από το παρωνύμιο Περλέγκος, που αναφέρεται στο επώνυμο Σάμιος χωρίς να αποκλείεται παλαιότερα να ήταν και αυτό και σε Κομηνούς). Οι δύο ομώνυμοι οικισμοί δημιούργησαν τόση σύγχυση στους Οθωμανούς κατά τη βραχύβια παρουσία τους στο νησί (1715-1718) που τους αποκάλεσαν Κομηνιάνικα του παπά  Θοδωρή και Κομηνιάνικα του παπά  Νικόλα    από τα ονόματα των ιερέων! Η παλαιότερη, πάντως, ονομασία του χωριού που προϋπήρχε εκεί στα βυζαντινά χρόνια ήταν Μαγκουνάδες, ονομασία που και σήμερα φέρει το ρέμα στα Β-ΒΔ των οικισμών.

Όσον αφορά το παρωνύμιο, αυτό το συναντάμε και σήμερα, κυρίως στη Διασπορά με πολλούς από τους Ντούρους να έχουν πλέον νέα παρωνύμια. Το ντούρος, ετυμολογικά, σημαίνει τον σκληρό, τον ανθεκτικό, τον αλύγιστο και άκαμπτο και προέρχεται από το Ενετικό duro (Λατ. durus) με την ίδια έννοια.

 

ΝΥΧΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Τριφύλλη από τα Τριφυλλιάνικα, το οποίο εμφανίζεται το 18ο αι. ίσως όμως είναι παλαιότερο. Ετυμολογικά προέρχεται από το νύχι και νυχάς πιθανόν αυτός που είχε μεγάλα νύχια.  Αναφέρεται, χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί από την έρευνα, ότι το Νυχάς εμφανίζεται ως αυτόνομο επώνυμο στη Σμύρνη. Είναι γνωστό ότι εκεί έχουμε πολλές μετατροπές παρωνυμίων σε επώνυμα, χωρίς να αποκλείεται ότι κάτι παρόμοιο έγινε με το Τριφύλλης-Νυχάς.

 

 

 

 

ΞΕΓΑΤΖΑΡΟΣ: Ένα από τα πλέον σπάνια, αλλά και παράξενα παρωνύμια στα Κύθηρα, το οποίο μάλιστα δυσκολεύονται να θυμηθούν πολλοί ξένοι, που το έμαθαν από την ομώνυμη ταβέρνα. Για το παρωνύμιο, που είναι  σχετικά νέο και ανήκει σε κλάδο της οικογένειας Κομηνού από τα Γουδιάνικα, αναφέρονται δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη (Εμμ. Κασιμάτης-Πορταλαμίος)  η οικογένεια έφερε μέχρι τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα το παρωνύμιο Παταλαδάς, μέχρι που τα παιδιά έλαβαν το σημερινό παρωνύμιο. Η οικογένεια μάζευε κατσίκες στο μαντρί, μία δραστηριότητα δύσκολη, που απασχολούσε πολλές οικογένειες. Εξέτρεφαν τράγους, οι οποίοι στην κατάλληλη εποχή χρησιμοποιούνταν για το ζευγάρωμα στις κατσίκες, που τους πήγαινε ο κόσμος για το σκοπό αυτόν. Τα παιδιά που πρόσεχαν το μαντρί είχαν βρει το κόλπο να καβαλάνε τους τράγους, που ήταν μεγάλα και δυνατά ζώα και να γλυτώνουν το περπάτημα. Σε κάποια στιγμή φαίνεται ένα ζώο αγρίεψε κει πέταξε από πάνω του το νεαρό αναβάτη. Ένας από τα αδέλφια του είπε ότι «ξεγατζάρισε» και έπεσε από τον τράγο και από τότε του έμεινε το παρωνύμιο Ξεγάτζαρος, το οποίο φέρει ο κλάδος αυτός μέχρι σήμερα.

Η δεύτερη εκδοχή, την οποία μάς ανέφερε εκπρόσωπος της μοναδικής οικογένειας που το φέρει, Νικ. Κομηνός-Ξεγάτζαρος, έχει ως εξής:

Η ιστορία για το παρωνύμιο αυτό πάει πίσω στο 1890, οπότε ένας Νικ. Κομηνός με το παρωνύμιο Παταλαδάς (εξ αιτίας της επεξεργασίας του λαδιού και των υπολειμμάτων του, που παρασκεύαζε σαπούνι) καθόταν με τον πατέρα του σε δύο μεγάλους πάγκους δίπλα στο δρόμο πίνοντας ρακή και παρακολουθώντας ένα αγώνισμα της εποχής, τους «αμάδες», που ήταν ένα είδος μπόουλιγκ θα λέγαμε. Για μπάλες χρησιμοποιούσαν τις οβίδες από τα ενετικά κανόνια, που ήταν άφθονα στα κάστρα.

Κάποιοι νεαροί που κάθονταν κοντά τους έπεσαν πάνω τους έχοντας όρεξη για καυγά. Τότε ο παραπάνω αναφερθείς Νικ. Κομηνός καταφέρνει να τους ξεφύγει και φώναξε στον πατέρα του:

-«Εγώ εξεγατζάρισα, εσύ να δούμε!»

Από τότε η λέξη έμεινε ως παρωνύμιο, την κληρονόμησαν και τα επτά παιδιά του πρώτου αυτού Ξεγάτζαρου και τώρα οι απόγονοί τους, από τους οποίους ένας έχει δώσει και το όνομα αυτό στη γνωστή ταβέρνα που διατηρεί στο νησί.

ΠΑΛΑΜΗΔΑΣ/ΠΑΛΑΜΙΔΑ (στου): Τοπωνύμιο στη Χώρα, το Κεραμουτό και τα Φράτσια γνωστό από πολύ παλαιά, το οποίο προέρχεται  από επώνυμο ή παρωνύμιο Παλαμιδάς. Ως όνομα είναι γνωστό από τον Τρωικό Πόλεμο, καίτοι δεν το αναφέρει ο Όμηρος, αλλά οι τραγικοί. Για την ετυμολογία του ονόματος «Παλαμήδης» υπάρχουν δύο κύριες εκδοχές. Κατά τη μία, προέρχεται από το ρήμα «παλαμάομαι» που σημαίνει εξυφαίνω και εφευρίσκω, δηλαδή ο «εφευρέτης, που μηχανεύεται σχέδια». Κατά τη δεύτερη, μπορεί να προέρχεται από το ρήμα «παλαίω» (=παλεύω) και το «μήδομαι» (=σκέφτομαι, συμβουλεύω), δηλαδή «αυτός που σκέφτεται τη μάχη και δίνει συμβουλές γι´ αυτήν».

Όσον αφορά την περίπτωση των Κυθήρων, η εμφάνιση του ίδιου τοπωνυμίου σε τρεις περιοχές δίνει μία σαφή ένδειξη ότι το τοπωνύμιο προέρχεται από επώνυμο ή παρωνύμιο. Μάλλον το δεύτερο θεωρείται πιθανότερο αν και η παλαιότερη αναφορά είναι για το βράχο του Παλαμηδά στη Χώρα εκεί που χτίστηκε το κάστρο. Άρα ίσως πολύ παλιά να υπήρχε και επώνυμο Παλαμηδάς. Υπάρχει φυσικά και η περίπτωση της ονομασίας του ψαριού παλαμίδα, όμως επικρατέστερη φαίνεται η πρώτη εκδοχή.

 

ΠΑΝΤΑΛΕΟΣ: Παρωνύμιο γνωστό παλαιότερα στα Φράτσια, το οποίο αναφέρεται από το 19ο αι και έχει σχέση πάντα με το επώνυμο Καλοκαιρινός του κλάδου των Φρατσίων. Το παρωνύμιο οφείλεται στο ναό του Αγίου Παντελεήμονος πλησίον του οποίου είχαν σπιτότοπο οι Καλοκαιρινοί με το παρωνύμιο αυτό και στον οποίο δόθηκε το όνομα Παντελιάνικα. Σήμερα, καίτοι έχουμε ακόμη αρκετούς Καλοκαιρινούς από τα Φράτσια, από τον κλάδο αυτόν δεν έχουμε αναφορά στο παρωνύμιο, καθώς οι οικογένειες έχουν προσλάβει άλλα παρωνύμια, όπως Καζαμίας, Γάϊδαρος κλπ.

 

 

ΠΕΝΤΑΝΟΣΟΣ: Για το παρωνύμιο αυτό των Σουρή γράψαμε   σημείωμα στην εφημερίδα και η ακούραστη φίλη Ελένη Χάρου μας έλυσε την απορία  για την ετυμολόγησή του. Σύμφωνα με την έρευνά της, η οποία επιβεβαιώνεται και από μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, στην οποία κατοικούσαν οι Πεντάνο(υ)σοι-Σουρήδες, το παρωνύμιο είναι μητρωνυμικό του Βορείου τμήματος των Κυθήρων και προέρχεται από το σπάνιο βαφτιστικό Παντάνασσα, δινόταν δε σε κορίτσια για να τιμηθεί η πολιούχος του Ποταμού Παναγία Ιλαριώτισσα. Από το βαφτιστικό, λοιπόν, Παντάνασσα, σύμφωνα με την ερμηνεία αυτήν, προήλθε το παρωνύμιο Παντάνασος ή Παντανασάς και με αλλαγή των φωνηέντων, λόγω της δυσκολίας προφοράς τεσσάρων άλφα σε μία λέξη, προέκυψε το Πεντάνοσος ή Πεντάνουσος. Σημειώνουμε και πάλι ότι τα μητρωνυμικά επώνυμα και παρωνύμια στα Κύθηρα είναι άφθονα. Στα πρώτα έχουμε π.χ. το Τσιτσίλιας (από Καικιλία) και στα δεύτερα τα, Διάνος (από Διάνα), Μαρίνης (από Μαρίνα) Σταματουλάς (από Σταματούλα) κ.α.

 

 

ΠΙΠΕΡΗΣ: Παρωνύμιο συνηθισμένο, το οποίο μάλιστα υπάρχει σε περισσότερες από μία οικογένειες. Χρονικά παλαιότερο, καθώς αναφέρεται από το 17ο ή 18ο αι., είναι αυτό κλάδου της οικογενείας Βαρυπάτη στη Χώρα και είχε προέλευση το σπάνιο γυναικείο βαφτιστικό Πιπέρω. (Είναι συνηθισμένο τα παρωνύμια να έχουν ρίζα σε ασυνήθιστα ή σπάνια βαφτιστικά, ενώ σε πολλές περιπτώσεις πολλά από όσα έχουν τη ρίζα τους σε γυναικεία βαφτιστικά μπορεί να σημαίνουν και τον αρχηγό της συγκεκριμένης οικογένειας που είναι γυναίκα. Πρβλ. Μαρίνης, Διάνος, Σταματουλάς, Αρχοντούλης  κλπ). Η δεύτερη εμφάνιση του παρωνυμίου είναι πλέον πρόσφατη και αναφέρεται σε κλάδο της οικογένειας Κασιμάτη του Δρυμώνα, χωρίς να γνωρίζουμε εδώ αν οφείλεται πάλι στο βαφτιστικό, όπως είναι πιθανό, ή σε άλλη αιτία.

ΠΙΤΣΙΝΗΣ: Παρωνύμιο κλάδου των Καλλίγερων στο Στραπόδι γνωστό πριν το 18ο αι. Από τον κλάδο αυτόν θα βρεθεί  στην περιοχή που τότε ονομαζόταν Λουραντιάνικα και περιλάμβανε τα Καλησπεριάνικα και τα σημερινά Πιτσινιάνικα ένας Καλλίγερος-Πιτσινής και από αυτόν θα λάβει την ονομασία του ο τότε σχηματισθείς οικισμός, Πιτσινιάνικα. Τα επώνυμα Piccini, Picino και Πιτζίνης είναι γνωστά στην Ιταλία (Βλ. Ε. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά Τοπωνύμια, σελ. 202-3) και φαίνεται ότι ένα από αυτά έδωσε το παρωνύμιο στα Κύθηρα από το οποίο έχουμε μετά βεβαιότητος τα Πιτσινιάνικα, ενώ πιθανόν και οι Πιτσινάδες να πήραν το όνομά τους με μία ανάλογη διαδικασία.

 

ΠΛΑΣΤΗΣ: Βλ. Καγαρέλας.

 

ΠΟΝΗΡΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Χάρου στο Μανιτοχώρι. Η οικογένεια κατοικούσε στο Δυτικό άκρο του αραιοκατοικημένου οικισμού περίπου κάτω από τον ορεινό όγκο του βουνού της αγίας Ελέσας. Από το παρωνύμιο Πονηρός, ο σπιτότοπος της οικογένειας, αφού δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί οικισμός, ονομάστηκε Πονηριάνικα. Οι τελευταίοι κάτοικοι του οικισμού ζούσαν εκεί μέχρι το β’ μισό του περασμένου αιώνα, ενώ ένας κλάδος βρισκόταν στη Χώρα. Το παρωνύμιο δεν έχει καμία δυσκολία ετυμολογικής προσέγγισης και δεν αναφέρεται πριν το 19ο αι ή τουλάχιστον δεν έχουμε εντοπίσει σχετική αναφορά. Σε παλαιά συμβόλαια αναφέρεται οικογένεια με το παρωνύμιο Πονηρός στο Βόρειο τμήμα των Κυθήρων, για την οποία δεν έχουμε προς το παρόν επαρκή στοιχεία για να κάνουμε αναφορά.

 ΠΟΡΤΑΛΑΜΙΟΣ: Ένα γνωστό και πολύ παλαιό παρωνύμιο στα Κύθηρα, το οποίο αναφέρεται σε κλάδο της οικογενείας Κασιμάτη. Προέρχεται από παραφθορά του βαφτιστικού Βαρθολομαίος, το οποίο ήταν σύνηθες βαφτιστικό του κλάδου αυτού και θεωρείται ότι είχε δυτική επίδραση, όπως πολλά βαφτιστικά στα πρώιμα χρόνια της ενετοκρατίας στα Κύθηρα. Από τα μέσα του 16ου αι. έχουμε πολλές γραπτές μαρτυρίες για τον παρεφθαρμένο τύπο του Βαρθολομαίος, το Πορταλαμίος, σε πολλά συμβόλαια της εποχής. Μάλιστα, σε συμβόλαιο του 1582 έχουμε και την αναφορά σε άλλο παρωνύμιο, του ίδιου κλάδου της οικογένειας, πιθανόν παλαιότερο, το Κοκκινέας. Το 1588 αναφέρεται ως παρωνύμιο το Μπορταλαμήος, ενώ στις αρχές του 18ου αι, στη μοναδική Οθωμανική Απογραφή των Κυθήρων, το 1715, από τη σύντομη παρουσία των Οθωμανών στα Κύθηρα, έχουμε αναφορά για οικισμό Βαρθολομιάτικα, που είναι ο γνωστός και σήμερα οικισμός Πορταλαμιάνικα, πλησίον στα Γουδιάνικα. Η ονομασία αυτή του οικισμού είναι μία ακόμη ασφαλής επιβεβαίωση για την ετυμολογική προσέγγιση στο παρωνύμιο. Στην εποχή μας είναι γνωστός ένας μόνο κλάδος της οικογενείας Κασιμάτη, που φέρει το παρωνύμιο Πορταλαμίος με εκπροσώπους στα Κύθηρα και την Αυστραλία.

ΠΟΥΛΑΚΑΣ: Το τοπωνύμιο Πούλακας είναι γνωστό στην Καρβουνάδα πλησίον του Αγ. Ηλία. Προέρχεται από παρωνύμιο ενός κλάδου της οικογενείας Στάθη που έφερε το παρωνύμιο Πούλακας, λέξη που προέρχεται από το πουλί. Το παρωνύμιο αυτό που δεν υπάρχει σήμερα είναι γνωστό από το 17ο αι.

ΠΡΕΒΕΔΩΡΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Καλλίγερου στα Πιτσινιάνικα, γνωστό μέχρι σήμερα. Το παρωνύμιο εμφανίζεται πολύ παλαιότερα στο Στραπόδι στον ίδιο κλάδο, ο οποίος φαίνεται να μετακινείται αργότερα στα Πιτσινιάνικα. Σημαίνει ασφαλώς τον Προβλεπτή, αξίωμα της Ενετικής εποχής και είναι ιταλική λέξη, δόθηκε όμως μάλλον σκωπτικά, καθώς αργότερα αναφέρεται στον ίδιο κλάδο το παρωνύμιο Βασιλέας, κλάδος του οποίου είναι και το Τσεντιλόμος, όπως έχουμε γράψει. Όλα γενικά σημαίνουν τον επιφανή, τον  ευγενή, αλλά γνωρίζουμε με τι τρόπο δίδονταν τα παρωνύμια αυτά σε εποχές που είχαμε πληθώρα παραγωγής τους. (Βλ. και Βασιλέας)

 

 

ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου οικογενείας Καλλίγερων από τον Κάλαμο, ο οποίος εξέλιπε τα τελευταία χρόνια. Το παρωνύμιο προέρχεται από τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, όταν ελάχιστες οικογένειες από αυτές που διασώθηκαν από τις χιλιάδες των Κυθηρίων της Σμύρνης κατέφυγαν στα Κύθηρα. Μία από αυτές ήταν και η συγκεκριμένη, στην οποία δόθηκε το παρωνύμιο αυτό πιθανόν γιατί δεν είχαν άλλην οικογένεια προσφύγων στον Κάλαμο.

ΡΑΪΣΗΣ: Από το reis=αρχηγός (από παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Σάμιος στα Φράτσια. Εμφάνιση το 18ο αι.)

 

ΡΕΛΙΟΣ: Ένα παρωνύμιο που επιβιώνει εδώ και πολλά χρόνια σε μία οικογένεια στο νησί με το επώνυμο Φατσέας. Στην ίδια βρίσκονται σήμερα εκπρόσωποι με το παρωνύμιο αυτό στα Φατσάδικα και τα Αρωνιάδικα. Η πλέον πιθανή ετυμολογικά ερμηνεία του παρωνυμίου πρέπει να αναζητηθεί στο βαφτιστικό Ρέλια, αρκετά συνηθισμένο στα παλαιότερα χρόνια και το οποίο προέρχεται από το Αουρέλια, γνωστό βαφτιστικό στη Δύση, που αναφέρεται και στα Κύθηρα σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν.

ΣΑΛΤΑΚΟΥΚΟΣ: Ένα από τα πιο παράξενα παρωνύμια, το οποίο εμφανίζεται σε κλάδο της οικογενείας Καλλίγερου στο Στραπόδι ήδη από το 18ο αι. ίσως δε να είναι και παλαιότερο. Είναι πιθανότατα ο κλάδος που αργότερα φέρει τα παρωνύμια Πρεβεδώρος, Τσεντιλόμος, Βασιλέας κ.α., στα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί, αν και η πλήρης τεκμηρίωση για τα παραπάνω δεν  έχει ολοκληρωθεί. Άγνωστο και αυτό τι σημαίνει, σίγουρα όμως έχουμε κι εδώ ένα σκωπτικό παρωνύμιο. (βλ. και Βασιλέας).

 

 

ΣΑΡΗΣ: Σε σχέση με την αναφορά μας στην ετυμολογική προέλευση του παρωνυμίου (από την τουρκική λ. sari=ωχρός, ξανθός, κίτρινος),\\ από κλάδο της οικογενείας μας έδωσαν μία άλλη εκδοχή, την οποία αναφέρουμε, καθώς οι οικογενειακές παραδόσεις στα θέματα αυτά έχουν συνήθως στέρεες βάσεις. Έτσι, κατά την εκδοχή αυτή, ένας Ζερβός, έμπορος στη Σμύρνη το 19ο αι., επέστρεψε στα Κύθηρα και στο Μυλοπόταμο φορώντας σαρίκι, συνήθεια που απέκτησαν πολλοί Κυθήριοι της Σμύρνης. Από αυτό το σαρίκι ο φιλοπαίγμων λαός μας τον έβγαλε Σαρή και έδωσε και στη νύφη του αργότερα το προσωνύμιο Σαρινόνυφη! (Σημειώνουμε επ’ ευκαιρία ότι ο πρώτος αναφερόμενος σε γραπτές πηγές Κυθήριος στη Σμύρνη έφθασε εκεί το 1776 για να συναντήσει συγγενείς του και ήταν ένας Γεώργ. Παν. Ζερβός)

ΣΚΑΡΝΙΑΒΑΣ: Παρωνύμιο που αναφέρεται σε έναν Μανώλη Καψάνη και σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία της έρευνας είναι και αυτό ένα από τα παλαιότερα αναφερόμενα παρωνύμια στα Κύθηρα από αυτά που γνωρίζουμε, καθώς ακολουθεί έναν βιλλάνο, δηλαδή δούλο του Ενετικού κράτους και έχει καταγραφεί σε φορολογικό κατάλογο του 1478. Δεν είναι γνωστό τι σημαίνει, ούτε και αν έχει μεταφερθεί σωστά η γραφή του από το παλαιότατο χειρόγραφο. Σίγουρα, για να αναφέρεται σε βιλλάνο την εποχή αυτή μπορεί το επώνυμο να είναι παλαιότερο στο νησί, ίσως και πριν το 13ο αι.

ΣΚΑΡΟΣ: Παρωνύμιο γνωστό σε μία οικογένεια στα Πιτσινιάνικα με το επώνυμο Καλλίγερος. Όπως τα περισσότερα παρωνύμια, έτσι κι αυτό δεν έχει σαφή εννοιολογική προέλευση. Η πιθανότερη φυσικά εξήγηση είναι ότι έχει σχέση με το γνωστό ψάρι, το οποίο αναφέρεται με την ίδια ονομασία από την αρχαιότητα. Σκάρος, πάντως, είναι και η έξοδος των ζώων για βόσκηση, αλλά και η ίδια η βοσκή, λέξεις, όμως, και έννοιες άγνωστες στα Κύθηρα. Εκείνο που είναι άξιο παρατήρησης και το συναντάμε συχνά στα Κύθηρα, είναι ότι το 16ο αιώνα αναφέρεται το παρωνύμιο, αλλά να έχει σχέση με το επώνυμο Νοταράς, στο οποίο σήμερα δεν έχει αναφερθεί.

ΣΚΛΟΥΦΑΣ: Παρωνύμιο σε ένα και μόνο κλάδο της παλαιάς και πολύκλαδης οικογένειας Σκλάβου. Ο κλάδος αυτός κατοικεί στα Γουδιάνικα και με το παρωνύμιο αυτό αναφέρεται από το 18ο αι. Δεν είναι γνωστή η σημασία του παρωνυμίου αυτού και το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι το 16ο αι. είναι επώνυμο στα Κύθηρα, ενώ ως παρωνύμιο αναφέρεται και στον κλάδο Γαβρίλη στα Λογοθετιάνικα (Ελένη Χάρου). Δεν είναι άγνωστο το φαινόμενο να αναφέρονται παλαιά επώνυμα ως παρωνύμια σε κλάδους που έχουν εκλείψει, αλλά και σε αναφερόμενους στις μέρες μας. Η σημασία του ίσως πρέπει να αναζητηθεί σε Ιταλικής καταγωγής λέξη που δημιούργησε το επώνυμο.

 

 

ΣΚΟΥΛΟΣ: Το παρωνύμιο αυτό είναι πολύ παλιό και ένα από αυτά που έχουν δώσει την ονομασία σε οικισμό του νησιού και συγκεκριμένα στα Σκουλιάνικα, ο οποίος είναι γνωστός με το όνομα αυτό περίπου από το τέλος του 17ου αι. Το σκούλος έχει τρεις σημασίες στο νησί, ενώ δεν φαίνεται να είναι γνωστό σε άλλα τοπικά ιδιώματα. Η πρώτη είναι, το αξινάρι, το οποίο λέγεται και σκουλάξινο, η δεύτερη αφορά τον αστράγαλο και η τρίτη σημαίνει αυτόν που έχει γουρλωτά μάτια. Άγνωστον με ποία σημασία δόθηκε το παρωνύμιο, επειδή όμως τα περισσότερα έχουν σχέση με σωματικά χαρακτηριστικά και οι  τρεις σημασίες μπορεί να θεωρηθούν ότι δίνουν σε κάποιον τέτοιο χαρακτηριστικό. (Η πρώτη σημασία μπορεί να σημαίνει π.χ. έναν αδύνατο και ευθυτενή σαν αξινάρι, αλλά και το αντίθετο). Το παρωνύμιο Σκούλος, που είχε δοθεί σε κλάδο της οικογένειας Κασιμάτη από το Λειβάδι, απ’  όπου προήλθε και η ονομασία του οικισμού, είναι γνωστό από τις αρχές του 18ου αι., έχουμε όμως παλαιότερη αναφορά στο ίδιο παρωνύμιο σε σχέση  με κλάδο των Καλλίγερων στο Στραπόδι, η οποία αφορά το τέλος του 17ου αι, άρα μπορούμε να πούμε ότι ίσως τα παρωνύμια να εμφανίστηκαν την ίδια εποχή και στα δύο επώνυμα ή απλά εμείς σήμερα να τα εντοπίζουμε την ίδια χρονική περίοδο. Σήμερα το παρωνύμιο έχει εξαφανισθεί και μένει μόνο το τοπωνύμιο στον ομώνυμο οικισμό.

ΣΟΪΛΗΣ: Έχουμε μία αναφορά στο παρωνύμιο στη Χώρα (επώνυμο Φατσέας) έχει όμως καταγραφεί και στο Βόρειο τμήμα του νησιού, σε σχέση με άλλο επώνυμο, το οποίο δεν είναι γνωστό. Το παρωνύμιο έχει σχέση με την τουρκική λέξη  soylu που σημαίνει ακριβώς, από καλό σόι. Εδώ  είχε καθαρά σκωπτική έννοια.

 

ΣΤΑΧΤΕΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑΚΤΕΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Καλλίγερος, το οποίο εμφανίζεται το 18ο αι. στα Πιτσινιάνικα. Ο κλάδος αυτός, που προερχόταν από το Στραπόδι, έφερε πριν το παρωνύμιο Σπορίτης. Ο κλάδος των Καλλίγερων-Σταχτέα αναφέρεται και σήμερα ακόμη στις Καλοκαιρινές, όπου μετοίκισε ένας Σταχτέας από τα Πιτσινιάνικα το 19ο αι. Ετυμολογικά το παρωνύμιο δεν παρουσιάζει δυσκολία, καθώς σημαίνει τον ασχολούμενο με τη στάχτη ή αυτόν που έχει το χρώμα της στάχτης. Σε άλλες περιοχές της χώρας το Σταχτέας αναφέρεται ως επώνυμο.

 

ΣΥΚΟΦΑΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Κασιμάτη από τα Φράτσια. Δεν γνωρίζουμε ποία εποχή ξεκίνησε να ακούγεται το παρωνύμιο αυτό, το οποίο προέρχεται από το γνωστό αποδημητικό πουλί. Ίσως να έχει σχέση με το κυνήγι του, το χρώμα του ή άλλα χαρακτηριστικά του. Ο κλάδος αυτός υπάρχει και σήμερα.

ΤΑΜΠΑΚΑΣ: Ένα ακόμη παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Καλλίγερος, αυτή τη φορά από τον κλάδο που κατοικεί στα Πιτσινιάνικα, γνωστό από το 19ο αι. Προέρχεται από τη λέξη tabak, που σημαίνει το βυρσοδέψη και είναι σίγουρα επαγγελματικό παρωνύμιο. Σημειωτέον ότι στα Κύθηρα έχουμε και το επώνυμο Ταμπάκης (και Ταμβάκης από επίδραση της λογίας) το οποίο έχει πιθανόν την ίδια ρίζα.

 

ΤΑΜΠΑΚΗΣ: Από το tabak=βυρσοδέψης, όπως είδαμε παραπάνω. (Εμφάνιση το 17ο αι.)

 

ΤΑΜΠΟΥΡΟΣ: Παρωνύμιο, το οποίο φέρει σήμερα μία μόνο οικογένεια στις Αλεξανδράδες που αποτελεί κλάδο της μεγάλης οικογένειας Κασιμάτη. Ετυμολογικά δεν είναι γνωστή η προέλευσή του, πιστεύεται όμως ότι έχει σχέση με το ταμπούρο, ή ταμπούρλο, το γνωστό τύμπανο. Όσον αφορά την οικογένεια αυτή, σύμφωνα με τα διαθέσιμα μέχρι σήμερα στοιχεία από τις γραπτές πηγές, αποτελεί παρακλάδι των Κασιμάτη από τα Σκουλιάνικα και μάλιστα του κλάδου με το παρωνύμιο Πορταλαμίος. Είναι γνωστό ότι στα Σκουλιάνικα φθάνει ένας Κασιμάτης, κατά την πλέον πιθανή εκδοχή από το Κάτω Λειβάδι και συγκεκριμένα από τον οικισμό Κατσουλιάνικα, ο οποίος γίνεται γενάρχης όλων των Κασιμάτη στα Σκουλιάνικα, που αργότερα εμφανίζονται με διάφορα παρωνύμια, όπως Πορταλαμίος, Λινός, Ξερός, Τρουλόπαπας, Γιωργάκης κλπ., που  διασπείρονται και σε άλλους οικισμούς στη συνέχεια. Πάντως το παρωνύμιο Ταμπούρος θεωρείται νεότερο, καθώς εντοπίζεται στις πηγές στις αρχές του 19ου αι., ενώ το Πορταλαμίος τουλάχιστον 2-3 αιώνες νωρίτερα. Να προσθέσουμε, τέλος, τον εντοπισμό από την Ελ. Χάρου του παρωνυμίου αυτού σε κλάδο του επωνύμου Κομπής στα Λογοθετιάνικα.

                                                                                                                  

ΤΖΙΚΟΥΡΗΣ: Το παρωνύμιο συνοδεύει το κοινότατο επώνυμο Κασιμάτης ήδη από το 16ο αι., αν και είναι σχετικά σπάνιο ακόμη και τότε, χάνεται δε σχετικά σύντομα. Πιθανόν να έχει προέλευση τη λ. τζιγκούρα (ή τσιγκούρα, τσιγκούρι) που σημαίνει το αυτοφυές γρασίδι και αποτελεί κοινότατο τοπωνύμιο σε διάφορα σημεία του νησιού, ιδιαίτερα δε χαρακτήριζε μέχρι πρόσφατα πλατείες και χωράφια με τη βλάστηση αυτήν. Δεν είναι γνωστή η ετυμολογική προέλευση της λέξης.

 

ΤΟΥΡΚΟΣ: Το παρωνύμιο δεν έχει καμία δυσκολία στην ερμηνεία του είναι δε αρκετά συνηθισμένο, το αναφέρουμε όμως, καθώς καταγράφεται από το 1474 και το φέρει ένας κάτοικος του νησιού με το επώνυμο Νοταράς, ο οποίος είναι επίσης βιλλάνος του Ενετικού κράτους.

 

 

ΤΟΥΡΤΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογενείας Κασιμάτη των Καρβουνάδων, το οποίο αναφέρεται από το 18ο αι. ίσως μάλιστα να είναι ακόμη παλαιότερο. Το παρωνύμιο δεν είναι γνωστό ποίας ετυμολογίας είναι, πιθανόν όμως να είναι επαγγελματικό και να σημαίνει αυτόν που κατασκευάζει τούρτες. Ετυμολογικά προέρχεται από τη λατινική λέξη torta, που σημαίνει είδος πίτας και από αυτό είδος γλυκού. Άρα στα Κύθηρα πρέπει να έφθασε από τους Ενετούς η λέξη και από αυτήν το παρωνύμιο, το οποίο δημιούργησε το μικροτοπωνύμιο Τουρτάδικα, περιοχή της Καρβουνάδας, στην οποία κατοικούσε η οικογένεια Κασιμάτη-Τουρτά στην πλευρά προς το Κεραμουτό. Για μικρό χρονικό διάστημα ο ναός του Αγίου Νικολάου, ο οποίος πρέπει να βρισκόταν σε κτήματα της οικογένειας, έγινε ένας ενοριακός ναός στην Καρβουνάδα (ο τρίτος μετά τον Άγιο Γεώργιο των Μαρσέλων και την Παναγία των Κασιμάτη, που βρισκόταν στην Κάτω Πλατεία και σήμερα έχει κατεδαφισθεί). Αργότερα οι Τουρτάδες διασπάστηκαν σε άλλους κλάδους με διαφορετικά παρωνύμια, με αποτέλεσμα το Τουρτάς να έχει χαθεί σήμερα, ενώ ελάχιστοι ίσως να γνωρίζουν ακόμη το σχετικό τοπωνύμιο.

ΤΣΑΟΥΣΗΣ: Από το cavus=υπαξιωματικός (20ός αι.)

ΤΣΕΝΤΙΛΟΜΟΣ: Βλ. παρωνύμιο Βασιλέας.

 

ΤΣΙΚΑΛΑΣ και ΤΣΙΚΑΛΑΡΙΑ: Το παρωνύμιο Τσικαλάς είναι γνωστό στα Κύθηρα από το 16ο αι. και αρχικά το εντοπίζουμε σε κλάδο της οικογένειας Χάρου στο Μανιτοχώρι. Σημαίνει τον κεραμοποιό, τον κατασκευαστή τσουκαλιών και από τη δραστηριότητα αυτήν έλαβε το όνομά του και ο συνοικισμός Τσικαλαρία, που πρωτοεμφανίζεται επίσης στο Μανιτοχώρι. Αργότερα, τόσο το όνομα του οικισμού, όσο και κάτοικοι με το παρωνύμιο Τσικαλάς βρίσκονται στα σημερινά Τσικαλαρία, στα οποία είχε φθάσει οικογένεια Δευτερέβων, που κατοικούσε αρχικά στο Μανιτοχώρι και μετακινήθηκε στη σημερινή τους θέση. Και αυτοί οι Δευτερέβοι έφεραν το παρωνύμιο Τσικαλάς για τον ίδιο προφανώς λόγο, όμως παλαιότερα είχαν το παρωνύμιο Μαγονέζοι και για το λόγο αυτό τα σημερινά Τσικαλαρία είχαν ονομασθεί αρχικά  Μαγονεζιάνικα. Τσικαλάδες όμως έχουμε και στον Ποταμό, όπως και συνοικία και εκεί με το όνομα Τσικαλαρία για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Οι Τσικαλάδες στον Ποταμό έφεραν το επώνυμο Μιχαλακάκης, έφθασαν στα Κύθηρα στο τέλος του 18ου αι. με τα Ορλωφικά και κλάδος της ίδιας οικογένειας διατηρείται μέχρι σήμερα με το ίδιο επώνυμο και το ίδιο παρωνύμιο.

ΤΣΙΚΝΩΜΕΝΟΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Λουράντου από τα Καλησπεριάνικα, ο οποίος υπάρχει μέχρι τις μέρες μας. Αναφέρεται από το παρωνύμιο αυτό και τοπωνύμιο (στου) Τσικνωμένου στα γειτονικά Πιτσινιάνικα. Ετυμολογικά βέβαια έχει αρχικά σχέση με τη μαγειρική και με το τσίκνωμα/τσίκνημα του φαγητού, αν και έχουμε αναφορές στα Κύθηρα και για τη σημασία του μουτρωμένος/θυμωμένος (βλ. τσίκνωσε ή τσίκνησε τα μούτρα του=του κακοφάνηκε κάτι). Το παρωνύμιο πάντως «κόλλησε» στους Λουράντους του συγκεκριμένου κλάδου από γάμο ενός εξ αυτών τρεις γενιές πριν με γυναίκα από το Κ. Λειβάδι, η οικογένεια της οποίας, το γένος Καραβουσάνου, είχε το παρωνύμιο αυτό. Στην περιοχή κοντά στην Παναγία Κερά υπήρχε τοπωνύμιο Τσικνωμενιάνικα από τους Καραβουσάνους-Τσικνωμένους που κατοικούσαν εκεί.

 

ΦΑΣΑΡΙΑΣ: Παρωνύμιο, το οποίο το βρίσκουμε σε γραπτές πηγές από τις αρχές του 20ού αι, δεν αποκλείεται όμως να είναι παλαιότερο. (Η γραπτή εμφάνισή του είναι στο ημερολόγιο κυνηγιού του Τηλέκλειτου Ραπτάκη).  Πάντα ακολουθεί κλάδους του επωνύμου Διακόπουλος στον Καραβά και στο επώνυμο αυτό παραμένει προσκολλημένο μέχρι σήμερα. Από απόψεως ερμηνείας είναι απλό και σημαίνει τον άνθρωπο που κάνει ή του αρέσει η φασαρία.

ΦΑΡΔΑΚΛΗΣ: Ένα ακόμη παράξενο παρωνύμιο, που αναφέρεται στην ίδια εποχή με το προηγούμενο και στο ίδιο επώνυμο, δηλαδή σε έναν Σοφιανό. Δεν έχουμε την παραμικρή ένδειξη του τι μπορούσε να σημαίνει και βέβαια πώς δόθηκε το παρωνύμιο αυτό.

 

ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ: Τοπωνύμιο των Κυθήρων γνωστό τουλάχιστον από το 16ο αι. Έχουμε αναφορά για το τοπωνύμιο αυτό στα Δόκανα, ενώ πιο γνωστή είναι η ρεματιά κοντά στα Φράτσια, η οποία καταλήγει στην περιοχή της Μαύρης Λίμνης, που είναι γνωστό τοπωνύμιο από τις αρχές του 14ου αι. Το τοπωνύμιο  προέρχεται από το παρωνύμιο Φιλάρετος, το οποίο αναφέρεται στην πολύ παλαιά Κυθηραϊκή οικογένεια Κυριάκη, που είναι πολύκλαδη κατά το 16ο αι. και έχουμε πολλές αναφορές γι’  αυτήν στην περιοχή Άγιος Ηλίας (όπου και οικισμός Κυριακάδικα δίπλα από το ναό του Αγίου Δημητρίου) και στο Λειβάδι.

ΦΟΥΡΙΑΡΗΣ: Παλαιό παρωνύμιο των Κυθήρων, το οποίο παρουσιάζεται το 18ο αι. και αρχικά  ακολουθεί κλάδο από το επώνυμο Λευθέρης στο Λειβάδι, ενώ λίγο αργότερα το βρίσκουμε σε κλάδο της οικογένειας Φατσέα στην ίδια περιοχή, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα στον ίδιο κλάδο. Στους Φατσέα το παρωνύμιο προσκτήθηκε από το γάμο ενός Φατσέα με μία γυναίκα από την οικογένεια Λευθέρη. Ετυμολογικά προέρχεται από την ιταλική λέξη φούρια, που χρησιμοποιείται και στο τοπικό γλωσσικό μας ιδίωμα. Το παρωνύμιο σημαίνει τον βιαστικό, ενώ αναφέρεται και δεύτερη σημασία, γι’  αυτόν που δεν σκέπτεται πολύ, έννοια με την ίδια αφετηρία με τη βασική σημασία της λέξης. Υπάρχουν σήμερα δύο βασικοί κλάδοι του παρωνυμίου, με τον έναν να μην αναφέρεται πλέον με αυτό, αλλά να έχουν επικρατήσει σ’ αυτόν  άλλα παρωνύμια μεταγενέστερα.

 

 ΧΑΛΙΚΟΚΟΥ (στου). Τοπωνύμιο στα Πιτσινιάνικα, όχι ιδιαίτερα γνωστό, που ήρθε στην επικαιρότητα πρόσφατα με την ονομασία σε επιχείρηση εστίασης εκεί. Δεν είναι γνωστό απολύτως τίποτε για την προέλευση και για το λόγο αυτόν θα περιοριστούμε μόνο σε υποθέσεις. Μόνο βέβαιο είναι ότι έχουμε αναφορά «στου Χαλικόκου» κάτι που οδηγεί ευθέως σε παρωνύμιο, το οποίο έδωσε το όνομα σε κάποιο κτήμα στην περιοχή. Είναι πιθανόν, λοιπόν, το παρωνύμιο να έφθασε στα Κύθηρα με κάποιον που το προσέκτησε από ένα γνωστό Αθηναϊκό τοπωνύμιο στην Πλάκα, όπου μία μικρή συνοικία ονομαζόταν Αλίκοκο. Σύμφωνα με τους ερευνητές της αθηναϊκής ιστορίας, το όνομα της συνοικίας προήλθε από το λεγόμενο αγαθό «στοιχειό του Αλικόκου» που έβγαινε τις νύχτες και ειδοποιούσε για επερχόμενες συμφορές. Άλλοι αποδίδουν την ονομασία σε έναν Αλβανό ονόματι Αλή Κόκο και άλλοι σε κάποια φράγκικη οικογένεια  Αλικόκων. Αν από εκεί κάποιος έφερε την ονομασία στα Κύθηρα δεν είναι γνωστό και ασφαλώς πολύ δύσκολο να διερευνηθεί. Η προσθήκη του Χ στην αρχή ερμηνεύεται εύκολα σε αυτή την περίπτωση από  λόγους ευφωνίας.

ΧΑΛΙΚΟΚΟΥ (συν.): Προ μηνών σε σχετικό σημείωμα στη στήλη είχαμε αναφερθεί στο τοπωνύμιο αυτό χωρίς να μπορούμε να δώσουμε απάντηση, καθώς μάς ήταν εντελώς άγνωστης ετυμολογίας. Σε μία προσπάθεια προσέγγισης με άλλα ανάλογα αναφερθήκαμε σε σχετικά παρωνύμια στην Αθήνα. Όμως μία φίλη από τα Πιτσινιάνικα, η Μαίρη Καλλιγέρου (Μπαγιώκου) μάς έδωσε μία εκδοχή βασιζόμενη στις δικές της μνήμες. Έτσι ανέφερε ότι σε παλαιότερα χρόνια, που οι άνθρωποι δεν διέθεταν σημειωματάρια (ή ηλεκτρονικά μπλοκ…) ήταν δε οι περισσότεροι αγράμματοι, μετρούσαν τα μεροκάματα που έκαναν με χαλίκια και κάθε Κυριακή πήγαιναν στην πλατεία να πληρωθούν με βάση τα μεροκάματα-χαλίκια. Έτσι η πλατεία ονομάστηκε Χαλικόκου. Ελλείψει άλλης ερμηνείας θεωρούμε αυτήν, εκτός που βασίζεται σε μνήμες, ότι είναι και πειστική. Αναμένουμε και άλλες συνεισφορές στην έρευνα. (Όσοι έσπευσαν να δώσουν άλλες ερμηνείες αμφισβήτησης καλά είναι να διαβάζουν όλα τα θέματα από αρχής μέχρι τέλους. Στο σημείωμά μας αναφερόταν ότι το τοπωνύμιο δεν είναι γνωστής ετυμολογίας και απλά σε αυτό έγινε ένας πιθανός παραλληλισμός).

ΧΑΧΑΜΗΣ: Παρωνύμιο που καταγράφηκε στο παρελθόν, αλλά δεν έχουμε αναφορά στο επώνυμο, με το οποίο είχε σχέση, πρόσφατα δε αναφέρεται σε κλάδο πάλι οικογενείας Καλλίγερων. Προέρχεται από την τουρκική hahami που σημαίνει τον ραβίνο.

Εκτός από τα παρωνύμια ενδιαφέρον έχει να καταγράψουμε και τα επώνυμα των Κυθήρων η ετυμολογική προέλευση των οποίων έχουν ενδεχόμενη σχέση με τουρκικές λέξεις. Εννοείται ότι αναλυτικά περί όλων αυτών έχουμε γράψει στο βιβλίο μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ένα συμπλήρωμα του οποίου με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, κυρίως όσον αφορά τον εντοπισμό τους σε παλαιότερες γραπτές πηγές στο νησί (13ος, 14ος και 15ος αι.) πρόκειται να κυκλοφορήσει  σύντομα.

Όσον αφορά τα επώνυμα που θα παραθέσουμε στη συνέχεια, αξίζει να αναφέρουμε ότι είναι ελάχιστα σε σχέση με το σύνολο των Κυθηραϊκών επωνύμων και, κυρίως, εμφανίζονται στο νησί κατά τα πολύ νεότερα  χρόνια τα περισσότερα από αυτά, άρα δεν είναι ανάμεσα σε αυτά που αποτελούν τον κύριο πυρήνα των κυθηραϊκών επωνύμων. Πολλά από αυτά αποτελούν εξέλιξη παρωνυμίων, ενώ τα περισσότερα έχουν αραιή ή σπάνια αναφορά, δείγμα και αυτό της μικρής επίδρασης της κατηγορίας αυτής στον κορμό των οικογενειακών ονομάτων στα Κύθηρα.

 

 

ΧΛΑΠΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Λουράντου από τα Καλησπεριάνικα, το οποίο σχηματίστηκε τον περασμένο αιώνα και ανιχνεύεται και στο γειτονικό Δρυμώνα, αλλά ανήκει στην ίδια αρχική οικογένεια. Δεν είναι γνωστός ο λόγος που δόθηκε το παρωνύμιο αυτό, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα παρωνύμια. Ετυμολογικά φαίνεται να έχει σχέση με τη λέξη λάπα (=το μαλακό μέρος του σώματος) και το γράμμα Χ να προσετέθη για λόγους ευφωνίας, φαινόμενο συχνό στο νησί. (Πρβλ. Λαμπέας-Χλαμπέας). Δεν είναι βέβαιο πάντως ότι το παρωνύμιο έχει ακολουθήσει αυτήν την ετυμολογική πορεία, δεν έχουμε ανιχνεύσει όμως κάποια άλλη πιθανή εξήγηση.

 

 

ΨΕΥΤΗΣ: Παρωνύμιο από τα Φράτσια, επίσης κλάδου της οικογένειας Λε(ο)νταράκη. Η πρώτη εμφάνισή του στις γραπτές πηγές γίνεται στις αρχές του 19ου αι δεν αποκλείεται όμως να είναι παλαιότερο. Αργότερα ο συγκεκριμένος κλάδος της οικογένειας με το παρωνύμιο αυτό εγκαθίσταται στα γειτονικά Σταθιάνικα, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Εννοείται ότι παρέλκει κάθε ερμηνεία, καθώς η λέξη είναι κοινή και εννοεί ασφαλώς αυτόν που λέει συνήθως ψέματα.

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο