Το βιβλίο «ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ» του Μανώλη Καλλίγερου – Παρουσίαση από τον καθηγητή Νίκο Πετρόχειλο, Πρόεδρο της Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών
Η παρουσίαση ενός βιβλίου του Μανώλη Καλλίγερου είναι, όπως νομίζω θα έχετε διαπιστώσει κι εσείς, ακόμη και φυλλομετρώντας το, μια αρκετά δύσκολη υπόθεση, και τούτο γιατί είναι πολύ πολύ εύκολο να διαφύγουν λεπτομέρειες σημαντικές, που θα αδικούσαν καίρια την ποιότητα του έργου – και, ας τονίσω εδώ εκ προοιμίου, ότι όλες οι εργασίες του συγκεκριμένου συμπατριώτη μας, μικρές ή μεγάλες, έχουν ποιότητα, γιατί, αντίθετα με το πλήθος των δημοσιευομένων εργασιών στον τόπο μας, ο Μανώλης έχει μια καταπληκτική για το εύρος της κυκλοφορούσας προχειρολογίας ιδιότητα, να μην γράφει ποτέ τίποτε που δεν το έχει επισταμένως ερευνήσει, λεπτομερειακά ελέγξει και ευσυνείδητα διασταυρώσει, έχει δηλαδή όλες εκείνες τις αρετές που αποτελούν την επιστημονική στόφα κάθε γνήσιου ερευνητή.
Αλλά, πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση του έργου, ας δούμε ελάχιστα πράγματα για τον συγγραφέα του. Αν κάποιος από εμάς ισχυριστεί ότι δεν ξέρει τον Μανώλη Καλλίγερο ούτε έχει ακούσει τίποτε γι’ αυτόν, φοβούμαι ότι ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να ελέγξει και πάλι το minimum των στοιχειωδών γνώσεων που συνθέτουν το οπλοστάσιό του. Και τούτο γιατί τον Μανώλη τον ξέρουν ως και οι πέτρες, και ίσως μάλιστα αυτές οι τελευταίες τον ξέρουν ακόμη πιο καλά από τις συχνές επισκέψεις του στους τόπους που συνθέτουν την ιστορία του τόπου μας και για τη διατήρηση της ιστορίας των οποίων χρόνια τώρα αγωνίζεται τον έντιμο αγώνα του ερευνητή, χωρίς τίτλους, χωρίς αξιώματα, χωρίς ιδιαίτερη προβολή. Δεν ξέρω αν φαίνεται πιο μεγάλος από εμένα (εγώ θα ήθελα να το πιστεύω αυτό), αλλά στην πραγματικότητα είναι 13 χρόνια μικρότερός μου, αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Κυθήρων (όπως όλοι μας), σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και εργάστηκε πολλά χρόνια ως σημαίνον στέλεχος ελληνικών και ξένων τραπεζών. Η εφημερίδα του «Κυθηραϊκά», ο ιστορικός και τουριστικός οδηγός του «Κύθηρα» και η «Συνοπτική ιστορία των Κυθήρων», γνώρισαν πολλές εκδόσεις (αναφέρομαι βέβαια στα δύο τελευταία), κάποια μεταφράστηκαν και σε ξένες γλώσσες, και κέρδισαν τη γενική επιδοκιμασία. Αλλά εκείνο το έργο του που έτυχε πραγματικά εξαιρετικής υποδοχής και μεταφράστηκε και στην αγγλική γλώσσα (ας μην ξεχνούμε ότι τα βιβλία που εκδίδονται από την Ε.Κ.Μ. έχουν τεράστια απήχηση στο εξωτερικό, και ιδιαίτερα στην Αυστραλία με το μέγα πλήθος των Κυθηρίων) είναι το πολυσέλιδο βιβλίο του «Κυθηραϊκά Επώνυμα», ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, ένα έργο που έχει αντιμετωπισθεί ευνοϊκότατα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπου υπάρχουν Κυθήριοι, και όχι μόνον. Η συμβολή του εξάλλου στο εκδοτικό έργο της Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών, της οποίας, ως Αντιπρόεδρος, είναι επι πολλά έτη σημαντικότατο και «εκ των ων ουκ άνευ» μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου, είναι ανυπολόγιστης σημασίας για την ευόδωση του έργου της Εταιρείας μας.
Με τα «Κυθηραϊκά Επώνυμά» του ο Μανώλης Καλίγερος έπεσε οικειοθελώς και ευσυνειδήτως σε βαθιά νερά και, μια και συνήθισε να κολυμπά με επιτυχία σ’ αυτά, προχώρησε στο επόμενο έργο του, ανάλογου μεγέθους, ποιότητος και συνακόλουθων δυσκολιών και προβλημάτων, αυτό ακριβώς που παρουσιάζουμε σήμερα, τα «Κυθηραϊκά Τοπωνύμια», με τον υπότιτλο «Ιστορική Γεωγραφία των Κυθήρων», Αθήνα 2011, σσ. 374, αριθμ. 22 στη σειρά εκδόσεων της Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών.
Ενα πρώτο πράγμα που καλείται να επισημάνει ο μελετητής του βιβλίου είναι η άκρα ταπεινότητα και σωφροσύνη του συγγραφέα, ο οποίος δεν φείδεται, σε πλείστα όσα σημεία να δηλώνει μετά παρρησίας ότι πρόκειται για μια «ταπεινή συμβολή στην έρευνα και καταγραφή των κυθηραϊκών τοπωνυμίων και επωνύμων», να εύχεται η έρευνα αυτή να βρει γρήγορα συνέχεια, και, πολύ περισσότερο, να υπογραμμίζει απερίφραστα πως «είναι μάλλον απίθανο ότι θα είχε ξεκινήσει ποτέ την εργασία αυτή αν δεν είχε προηγηθεί το ισχυρό ερέθισμα, προηγούμενης έρευνας και παρότρυνσης», και συγκεκριμένα αναφέρεται ειδικά στην επίδραση που άσκησε πάνω του η ακαδημαϊκός καθηγήτρια Χρύσα Μαλτέζου, η οποία με «το ιεραποστολικό της πάθος για την ιστορική έρευνα», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μανώλης Καλλίγερος, οδήγησε την ιστορική αυτή έρευνα για το νησί στο επίπεδο που αυτή βρίσκεται σήμερα, προσθέτει δε ότι στη συνέχεια υπήρξαν «πολλοί ακόμα ιστορικοί και ερευνητές που συμπλήρωσαν το έργο που εκείνη είχε ξεκινήσει».
Στην εισαγωγή του ο συγγραφέας ασχολείται με πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές του όλου θέματος, εξετάζοντας το παράλληλο των τοπωνυμίων οικισμών Κρήτης και Κυθήρων. Στη συνέχεια αντιμετωπίζει με κριτικό μάτι τις γραπτές και προφορικές πηγές των τοπωνυμίων, τα προβλήματα ανάγνωσης και ορθογραφίας, μια και με άλλο τρόπο έγραφαν το ίδιο τοπωνύμιο σε μια εποχή, με διαφορετικό σε άλλη, διαφορά που απλώς δίνει μια ιδέα του μεγέθους του προβλήματος, καθώς τα συμβόλαια παρουσιάζουν διαφορετικούς τρόπους γραφής λόγω της αγραμματοσύνης των συντακτών τους ή του τρόπου που τα μετέφεραν προφορικά οι συμβαλλόμενοι. Ο συγγραφέας ακολουθεί έναν γενικό κανόνα προτιμώντας να έχει δύο τρόπους γραφής ή μερικές διπλές αναφορές από το να παραλείψει ένα τοπωνύμιο μιας περιοχής ή να θεωρήσει περιττή την αναφορά του λόγω του γεγονότος ότι αυτό αναφέρεται και σε άλλες περιοχές. Αμέσως μετά ασχολείται -στην εισαγωγή του πάντοτε- με την τύχη των οικισμών, δεδομένου ότι κάποιοι από αυτούς εξαφανίστηκαν και ο εντοπισμός τους απαιτεί την απαραίτητη πάντοτε αρχαιολογική έρευνα. Διευκρινίζεται πάντως ότι, πέρα από τις καταστροφές ευρείας έκτασης, όπως ήταν αυτή του Βαρβαρόσσα του 16ου αιώνα, στην εξαφάνιση χωριών ολόκληρων σημαντικό ρόλο φαίνεται να έπαιξε και η χρησιμοποίηση στις νέες οικοδομές υλικού από ερειπωμένα κτήρια παλαιότερων χρόνων. Και, φυσικά, δεν θα πρέπει να αγνοούνται και οι λοιμοί, οι οποίοι ήταν συχνοί στα Κύθηρα, καθώς και οι επιδρομές πειρατών, που οδηγούσαν σε εξανδραποδισμό των κατοίκων και σε ερήμωση των τόπων όπου κατοικούσαν. Ολοι αυτοί οι λόγοι μνημονεύονται με πολύ παραστατικό και γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο. Η σωφροσύνη του συγγραφέα τον οδηγεί στη διαπίστωση ότι «η αναζήτηση της ιστορίας των κυθηραϊκών οικισμών είναι σίγουρα ένα ενδιαφέρον και μακρύ ταξίδι, το οποίο έχει ακόμα έναν αρκετά δύσκολο δρόμο να διανύσει».
Στη συνέχεια ο κ. Καλλίγερος προχωρεί, πάντοτε στην εισαγωγή του, σε ένα σημαντικότατο κεφάλαιο, που αναφέρεται στις ονομασίες των οικισμών. Επισημαίνει εδώ ότι πολλοί από τους οικισμούς δημιουργήθηκαν μετά την καταστροφή του Βαρβαρόσσα (1537) και την επιστροφή πολλών από τους κατοίκους του νησιού, οι οποίοι δημιούργησαν νέους οικισμούς, που έλαβαν τα ονόματα των οικιστών τους. Υπογραμμίζεται εδώ ότι οικισμοί με την κατάληξη -ιάνικα (Σκουλιάνικα, Τραβασαριάνικα, Κοντολιάνικα, Λογοθετιάνικα) είναι σχετικά νεότεροι και αρχίζουν να εμφανίζονται στο τέλος του 17ου αιώνα. Πιθανότατα προήλθαν από πελοποννησιακή επίδραση, αν λάβει κανείς υπόψη του τους εποίκους που έφθασαν στο νησί μετά την καταστροφή του Βαρβαρόσσα. Στην εξέταση όλων αυτών ο συγγραφέας θέτει ενδιαφέροντα και ουσιώδη ερωτήματα, όπως π.χ. γιατί χάθηκαν προηγούμενα ονόματα ορισμένων χωριών και αντικαταστάθηκαν από νέα; Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η δημιουργία μεγαλύτερων οικισμών με τις ονομασίες των οικιστών που ήταν η πλειονότητα σ’ αυτούς, κάποτε και οι μοναδικοί κάτοικοί τους, οδήγησαν, με την πάροδο του χρόνου, στο να ξεχαστούν οι παλιές ονομασίες, όπου αυτές υπήρχαν. Ετσι φθάνουμε στο παράδειγμα των Φριλιγκιανίκων και των Κυπριωτιανίκων, που, ενώ ο πρώτος οικισμός ονομαζόταν Κυπέρι και ο δεύτερος Δρυμωνάρι, όταν, περί το τέλος του 17ου αιώνα, επικράτησαν οικογένειες με την ονομασία Φριλίγκος και Κυπριώτης, έλαβαν την ονομασία με την οποία είναι σήμερα γνωστά.
Προχωρώντας μεθοδικά και πάντοτε αποδεικτικά στα θέματα που επιδέχονται σχολιασμό ή επιζητούν την επίλυση κάποιου προβλήματος, ο κ. Καλλίγερος κατηγοριοποιεί τα τοπωνύμια, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, ονομάζοντάς τα φυτωνυμικά (π.χ. Αχλάδα, Πλάτανος, Συκαμινέα), τοπωνύμια εδαφολογικών χαρακτηριστικών (π.χ. Αμμουδερή, Δρυμώνας, Λαγκάδια, Ποταμός), τοπωνύμια από βαφτιστικά (Γαβριλιανά, Λαζαριάνικα, Μανωλιάδες), από επώνυμα (Λεβουνιάνικα, Μαρκεσάκια, Γεωργάδικα), από παρωνύμια (Βαλεντιάνικα, Βρανάδικα, Φουριαράδικα), από ζώα (Ζουριδότρυπα, Μελισσόκηπος, Χοιροβοσκάδες), από ψάρια (Οχελες, Μουγγρότρυπα, Παλαμίδα), από πτηνά (Γερακοβούνι, Κορακοφωλέα, Περιστεριώνας), τοπωνύμια με αριθμητικά (Δώδεκα Γεφύρια, Τρία Αλώνια, Τρίστρατο), τοπωνύμια από επαγγέλματα και αξιώματα (Βαρελάς, Κροντηράς, Τσικαλαρία), από μέταλλα και ορυκτά (Καρβουνάδες, που ίσως είναι και από επώνυμο ή παρωνύμιο Καρβουνάς, Πηλορύχια, Χαλκός), από σωματικά χαρακτηριστικά (Κουφονήσια, Κουφογιαλός, Φρύδια), από εργαλεία, όπλα ή σκεύη (Κλαδευτήρια, Σπαθί, Τηγάνια), τοπωνύμια με τους αναφερόμενους επιθετικούς προσδιορισμούς (Φυρή, Ξερό, Πλατύ), τοπωνύμια πατριδωνυμικά ή με εθνικό πρώτο συνθετικό (Γερμανικά, Βενετσιάνα, και όλα εκείνα που έχουν πρώτο συνθετικό τη λέξη τουρκο-, όπως Τουρκαύλακο, Τουρκοβούνι, Τουρκοστάσι), τοπωνύμια με χρώματα (Άσπρη Πέτρα, Μαύρος Βράχος, Οχρα), αλλά και αρχαία τοπωνύμια (Σκάνδεια, Φοινικούς, Θόλος). Αυτά, βέβαια, είναι μερικά μόνον ενδεικτικά παραδείγματα, αλλά ο καθένας αντιλαμβάνεται πίσω από την εύρεση, τον έλεγχο και την κατάταξη ποιο πέλαγος μόχθου και συνεχούς έρευνας απαιτείται για να συγκεντρωθούν και να καταταγούν κριτικά όλα αυτά.
Μέχρι το σημείο αυτό ο συγγραφέας καταλήγει σε κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ο τόπος μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο χώρος και οι άνθρωποι. Ενα νησί απομονωμένο για μακρά σειρά αιώνων, το οποίο ζούσε κάτω από ένα ιδιότυπο για την ευρύτερη περιοχή φεουδαλικό σύστημα, ήταν επόμενο να διατηρήσει και τα ιδιαίτερα ονοματολογικά χαρακτηριστικά των κατοίκων του. Ισως μάλιστα να είναι και ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα για ανάλογη μελέτη σημεία του ελλαδικού χώρου». Και καταλήγει με τη σώφρονα και μετρημένη παρατήρηση, που τον διακρίνει σε ολόκληρη τη μεγάλη και αφάνταστα κοπιώδη μελέτη του: «Η συλλογή αυτή μπορεί να αποτελέσει μια βάση υλικού για μια τέτοια μελέτη». Και καταλήγει το επιμέρους αυτό κεφάλαιο των συμπερασμάτων στο εξής ενδιαφέρον καταστάλαγμα: «Ο σημερινός πυρήνας των οικογενειών που ζουν στο νησί δεν έχει αλλάξει σε βασικές γραμμές από τον 14ο αιώνα».
Δυο πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια ακολουθούν στην Εισαγωγή, ο Πέτρος Καστροφύλακας και τα μυστήρια της απογραφής του, καθώς και η διανομή των Βενιέρων τον 14ο αιώνα. Ως προς το πρώτο, θα λέγαμε – το γράφει ήδη ο συγγραφέας- ότι πολύτιμη του ήταν η εμπεριστατωμένη μελέτη της Κας Χρύσας Μαλτέζου, σύμφωνα με την οποία ο Πέτρος Καστροφύλακας, ως λογιστής των ενετών συνδίκων και επιθεωρητών της Ανατολής Gritti και Gartsoni, ίσως να είχε επισκεφθεί τα Κύθηρα συνοδεύοντας τους δύο αξιωματούχους και να είχε συντάξει την πολύτιμη απογραφή του 1583 κατ’ εντολήν της Ενετικής Συγκλήτου. Η απογραφή παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, τα οποία ο κ. Καλλίγερος μελετά προσεκτικά και δίνει τις λογικά πιθανότερες λύσεις, όπως π.χ. το θέμα ότι γνωστά χωριά του νησιού απουσιάζουν από την απογραφή του Καστροφύλακα, ενώ αντίθετα υπάρχουν άλλα, τα οποία είναι άγνωστα. Δεν θα αναφέρω εδώ πώς ο ερευνητής επιλύει ή προσπαθεί να επιλύσει τα ανακύπτοντα προβλήματα για δύο πολύ σημαντικούς λόγους : ο πρώτος είναι ο περιορισμένος χρόνος που θα ήταν ανεκτό να έχει αυτή η παρουσίαση και ο δεύτερος -ο πιθανόν σπουδαιότερος- είναι για να σας δώσω την ευκαιρία, που είμαι βέβαιος ότι την επιζητείτε, να αγοράσετε το βιβλίο και να απολαύσετε μόνοι σας τον τρόπο που ο Μανώλης χειρίζεται τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα αυτά θέματα. Αρκεί μόνον να αναφέρω εδώ το τελικό συμπέρασμα του συγγραφέα σχετικά με την απογραφή του Καστροφύλακα : «Με τα μέχρι στιγμής στοιχεία που αναλύσαμε, μπορούμε να υποστηρίξουμε την προχειρότητα αυτής της απογραφής, η οποία μπορεί να οφείλεται είτε στον λίγο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους οι υπάλληλοι της ενετικής διοίκησης Κρήτης είτε στο ότι έλαβαν εσφαλμένες ή ελλιπείς πληροφορίες, είτε, ενδεχομένως, και στην απουσία του ίδιου του Καστροφύλακα από κάποια χρονική φάση ή και από το σύνολο της εργασίας, πιθανόν δε και σε όλα τα παραπάνω».
Ενα άλλο θέμα του βιβλίου, το οποίο ο συγγραφέας αναπτύσσει διεξοδικά στην πολυσέλιδη εισαγωγή του, είναι η διανομή των Βενιέρων κατά τον 14ο αιώνα. Οπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας ήδη από την έναρξη αυτού του κεφαλαίου, «είναι γνωστό από την ιστορική έρευνα ότι στις αρχές του 14ου αιώνα η οικογένεια των Βενιέρ, που είχε εκδιωχθεί από το νησί μετά την πρόσκαιρη ανακατάληψή του από τους Βυζαντινούς, επανέκαμψε με το γάμο του Βαρθολομαίου Βενιέρ με την κόρη του άρχοντα των Κυθήρων Νικολάου Ευδαιμονογιάννη, με τον οποίο έλαβε προίκα και τα Κύθηρα. Μετά όμως την αποκάλυψη ότι αυτός ήταν ήδη παντρεμένος και την εκδίωξή του από το νησί, αυτό αναγνωρίστηκε από τη βενετική κυβέρνηση το 1308 ότι ανήκε στον γιο του Βαρθολομαίου, Μάρκο, και μόλις αυτός απέθανε, λίγα χρόνια αργότερα, το νησί διαχωρίστηκε σε 24 καράτια (τιμάρια, κλήρους), από τα οποία έλαβαν από έξι τα τέσσερα παιδιά του Μάρκου, οι Νικόλαος, Βαρθολομαίος, Πέτρος και Γαβριήλ. Τότε χωρίστηκαν επίσης και οι άνθρωποι που κατοικούσαν στα Κύθηρα σε τέσσερα μέρη, διαμοιράστηκαν στους προαναφερθέντες φεουδάρχες, εξέπεσαν στην τάξη των παροίκων και παρέμειναν άμεσα εξαρτημένοι από τους γαιοκτήμονες Βενιέρ, οι οποίοι ζούσαν στην Κρήτη. Η διανομή των 24 τμημάτων των Κυθήρων ανάμεσα στους τέσσερις εγγονούς του Βαρθολομαίου Βενιέρ», παρατηρεί πάντοτε ο συγγραφέας, «δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία για την παρούσα έρευνα αν δεν είχαν οριοθετηθεί τα σύνορα του κάθε κλήρου από τους 24 που διαιρέθηκε τότε το νησί. Ετσι, σύμφωνα με σχετική μελέτη της Κας Μαλτέζου, την οποίαν επικαλείται εδώ ο Μανώλης, ”οι αρχειακές αυτές καταγραφές αυτών των συνόρων με την πληθώρα των μικροτοπωνυμίων που διασώζουν, είναι πολύτιμες για την ιστορική γεωγραφία του νησιού”». Δεν θα πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι οι διάφορες κυθηραϊκές οικογένειες κατά την πορεία των αιώνων αλλάζουν τόπο κατοικίας, όπως π.χ, η οικογένεια Βαμβακάρη τον 14ο αιώνα κατοικεί στον Δρυμώνα, αλλά τον 18ο αιώνα στην περιοχή Αρωνιαδίκων, που σήμερα είναι γνωστή ως Βαμβακαράδικα, ενώ η οικογένεια Φατσέα τον 14ο αιώνα εντοπίζεται στο Παλιόκαστρο ενώ τον 18ο αιώνα στα Φατσάδικα και αλλού. Εν συνεχεία, εξαιτίας της εξαιρετικής σημασίας των καταστίχων με την αναγραφή ορίων των κλήρων της διανομής των Βενιέρων, έχει ενδιαφέρον η δημοσίευση μερικών από αυτά με λίγα σχόλια, πράγμα ακριβώς στο οποίο επιδίδεται ο συγγραφέας διαφωτίζοντας με σαφή παραδείγματα σημαντικότατα τμήματα της τοπικής ιστορίας.
Μετά την εξαιρετικά διαφωτιστική εισαγωγή του, ο κ. Καλλίγερος προχωρεί στο πρώτο μέρος του έργου του, που τιτλοφορείται «Τα Κύθηρα και οι οικισμοί τους στην πορεία των αιώνων». Εκεί, εξονυχιστικά θα έλεγα, παρά τις συνεχείς μετριόφρονες παρατηρήσεις του συγγραφέα, εξετάζονται αλφαβητικά, με σεβασμό πάντοτε προς τα ιστορικά δεδομένα και τα γραπτά κείμενα, σε παραδείγματα αλλά και με πλήθος ιδιαίτερα ενδιαφερόντων στοιχείων οι διάφοροι κυθηραϊκοί οικισμοί, αρχίζοντας από την Αγία Αναστασία και καταλήγοντας στη Χώρα. Μελέτησα αυτό το τμήμα με προσοχή, και μπορώ να πω ότι, και μόνο αυτό αν είχε γραφεί, θα αποτελούσε σημαντικότατη προσφορά στην ιστορία του τόπου μας.
Το δεύτερο και τελικό μέρος του βιβλίου απαριθμεί σε 125 σελίδες, κατ’ αλφαβητική πάντοτε σειρά, τους απαραίτητους καταλόγους τοπωνυμίων, μικροτοπωνυμίων και ναών των Κυθήρων. Στον κατάλογο των τοπωνυμίων δημοσιεύεται πρώτα το τοπωνύμιο, αν δε η γραφή του είναι αμφίβολη, ακολουθεί ένα ερωτηματικό. Στη συνέχεια δημοσιεύεται η θέση του στο νησί (χωριό, οικισμός, ευρύτερη περιοχή). Αν η περιοχή όπου βρίσκεται το τοπωνύμιο είναι άγνωστη, ακολουθεί ένα ερωτηματικό εντός παρενθέσεων. Το ίδιο ακριβώς γίνεται, αλλά μετά την περιοχή που βρίσκεται το τοπωνύμιο, αν υπάρχει αμφιβολία κατά πόσον αυτό βρίσκεται στη συγκεκριμένη περιοχή. Σε πολλά τοπωνύμια ακολουθεί αναφορά στην εποχή, συνήθως αναφέρεται ο αιώνας, κατά τον οποίον πρωτοεμφανίζεται το τοπωνύμιο στις πηγές. Όταν ένα τοπωνύμιο προέρχεται από παρωνύμιο ή επώνυμο, αυτό καταγράφεται. Καταγράφονται ακόμη ειδικές περιπτώσεις τοπωνυμίων, όπως νερόμυλοι,
βουνά, βρύσες, πηγές, αλυκές, παραλίες, ρέματα. Ακόμη αναφέρονται όλες οι περιπτώσεις όπου υπάρχει βεβαιότητα ότι πρόκειται για μικροτοπωνύμιο (π.χ. Χωριδάκια, διασταύρωση δρόμου Διακοφτιού με Αγίας Μόνης). Ο συγγραφέας θεώρησε σκόπιμο – και όντως είναι – να καταχωριστούν σε ξεχωριστό κατάλογο οι ονομασίες των ναών, στον οποίο προσετέθησαν και υποσημειώσεις με μερικές αναγκαίες παραπομπές και περιορισμένη βιβλιογραφική αναφορά, ενώ αναφέρθηκαν επίσης οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την πρώτη εμφάνιση του ναού στις πηγές πριν από τον 18ο αιώνα. Τέλος, καταγράφονται ο αιώνας ή ο χρόνος της αναφοράς σε κτητορικές επιγραφές που βρέθηκαν στο ναό.
Πριν πω τον τελευταίο μου λόγο για το σημαντικότατο αυτό έργο του συμπατριώτη μας, θα ήθελα να μου επιτρέψετε να συγκεντρώσω όλα εκείνα τα σημεία για τα οποία δικαιολογημένα μπορεί ο αναγνώστης να ισχυριστεί ότι το έργο είναι πράγματι εξαιρετικό: Είναι αδύνατον να μην σημειώσει κανείς ότι για πρώτη φορά επιχειρείται ιστορική καταγραφή της κυθηραϊκής χωροθεσίας, πλήρης κατάλογος των σημαντικότερων οικισμών των Κυθήρων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, με βιβλιογραφικές παραπομπές για κάθε αναφορά, διασωστική καταγραφή τοπωνυμίων και μικροτοπωνυμίων, καταγράφονται δε πάνω από 4.000 τοπωνύμια, τα οποία καλύπτουν πλέον του 60% των πιθανών τοπωνυμίων στο νησί διαχρονικά, επιχειρείται ακόμη ένας πλήρης κατάλογος των 350 ναών (ακόμη και αυτών που απλώς αναφέρονται στις πηγές χωρίς να έχουν εντοπισθεί), τίθενται οι βάσεις για καταγραφή και μελέτη της ετυμολογίας των ονομάτων των κυθηραϊκών οικισμών, και, πέραν αυτών, είναι το πρώτο βιβλίο του συγκεκριμένου είδους στα Κύθηρα, το οποίο συγκεντρώνει διάσπαρτα στοιχεία από τις πηγές και τα παρουσιάζει στους ειδικούς θέτοντας έτσι τις βάσεις μιας περαιτέρω έρευνας. Επίσης καταγράφονται, για πρώτη φορά, οι γνωστές ονομασίες των Κυθήρων διαχρονικά και σε σχέση με γειτονικούς λαούς και γλώσσες, και συνδέεται η μελέτη με τρεις σημαντικούς σταθμούς της κυθηραϊκής ιστορίας, που έχουν άμεση σχέση με τη χωροθεσία των οικισμών, δηλαδή με την Επιδρομή των Καταλανών, την Απογραφή του Καστροφύλακα και τη Διανομή των Βενιέρων. Ακόμη, χαρτογραφείται ο κυθηραϊκός χώρος και αποσυνδέεται η ιστορία από τις απλές λαογραφικές αναφορές και παραδόσεις, οι οποίες ήταν και οι μοναδικές σχεδόν αναφορές μέχρι σήμερα στον τομέα αυτόν, αλλά και τοποθετούνται χρονικά οικισμοί και μεγάλος αριθμός τοπωνυμίων, και δίδεται επίσης η απώτερη χρονολογία εντοπισμού τους στις πηγές. Επιπλέον, επισημαίνονται όσα ερωτήματα προκύπτουν από την ανάλυση των στοιχείων για τους οικισμούς και τοποθετούνται στέρεες βάσεις για μία περαιτέρω έρευνα, ενώ παράλληλα συνδέονται ονομασίες οικισμών με αντίστοιχους στην Κρήτη, με την οποία είναι γνωστό ότι υπάρχουν στενές σχέσεις και στην ονοματολογία. Θα πρέπει, τέλος, καταλήγοντας, να παρατηρήσουμε ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί το συνδετικό κρίκο της έρευνας των επωνύμων (που είναι το άλλο μεγάλο έργο του συγγραφέα) με την έρευνα των τοπωνυμίων και συνδέει τα πρώτα με τα δεύτερα, καταγράφοντας την προέλευση των τοπωνυμίων από τα επώνυμα, όπου παρατηρείται αυτό. Σημαντική αρετή του έργου -πρέπει αυτό να τονισθεί- είναι το ότι κάθε πρόταση τεκμηριώνεται βιβλιογραφικά και οι υποθέσεις καταγράφονται με σαφήνεια και εδράζονται στα υπάρχοντα στοιχεία. Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο στη σημασία σ’ αυτήν εδώ την παρουσίαση, είναι το σχόλιο ότι τα τοπωνύμια χάνονται από τις μνήμες των ανθρώπων, καθώς φεύγουν οι παλαιότερες γενιές των ποιμένων, των αγροτών και των κυνηγών, που ήταν καθημερινά στην ύπαιθρο και γνώριζαν την ονομασία κάθε σπιθαμής κυθηραϊκής γης. Θλιβερή αλλά ρεαλιστική είναι η διαπίστωση ότι οι νεώτερες γενιές δεν γνωρίζουν παρά ελάχιστες από τις ονομασίες των τοπωνυμίων και μικροτοπωνυμίων.
Ο Μανώλης Καλλίγερος έγραψε με γλαφυρό ύφος και αποδεικτική επιχειρηματολογία ένα χρησιμότατο και σημαντικότατο έργο για τα κυθηραϊκά τοπωνύμια, έργο που, κατά τη θουκυδίδεια ρήση, θα μείνει για τα Κύθηρα, αλλά όχι μόνο γι’ αυτά, «κτήμα ες αεί». Προσπάθησα, στο λίγο χρόνο που είχα στη διάθεσή μου, να σας δώσω μια σαφή, αλλά ασφαλώς σύντομη, εικόνα του περιεχομένου του βιβλίου και της σπουδαιότητάς του για όλους μας. Η διαπίστωση αυτή έχει και ένα παρεπόμενο, που είναι ότι θα ήταν ασυγχώρητη έλλειψη να του εκφράσουμε μόνο τα συγχαρητήριά μας, αν αυτά δεν συνοδεύονται από την έκφραση της βαθιάς ευγνωμοσύνης μας, ως Κυθηρίων, για την αγάπη του για το νησί όλων μας, για τον ακάματο μόχθο του και για την ικανότητά του να αποτυπώνει και να εκφράζει στις σελίδες ενός βιβλίου ό,τι αποτελεί το εφόδιό του στη ζωή : εργατικότητα, ευστροφία, δημιουργική σκέψη, ικανότητα γραφής.
Δημοσιεύθηκε στο φ. 289, Μάρτιος 2014