Advertisement

Το μυστήριο της «κρούστας» της Ακρόπολης

Ανεξήγητη για τους ειδικούς η «πορτοκαλοκάστανη κρούστα» στα Μάρμαρα του Παρθενώνα/Νικόλας Ζώης

298

Μερίδα επιστημόνων θεωρεί ότι έχει ανθρωπογενή προέλευση, ενώ άλλοι ισχυρίζονται πως οφείλεται σε φυσική διεργασία.

Advertisement

Αφορμή για τη συνομιλία με την κυρία Αγγελακοπούλου είναι μια πρόσφατη έρευνα με αντικείμενο την κρούστα ενός από τα θραύσματα του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας: την κεφαλή ενός Κενταύρου από τις νότιες μετόπες. Η έρευνα διεξήχθη από ερευνητές του μουσείου, του Πανεπιστημίου της Νότιας Δανίας, του Πανεπιστημίου του Κράνφιλντ κι εκείνου της Πίζας. Η ομάδα μελέτησε πέντε μικροσκοπικά δείγματα της μαρμάρινης κεφαλής, αξιοποίησε τη λεγόμενη πρωτεομική ανάλυση, τελικά όμως διαπίστωσε ότι η κρούστα ούτε βιολογική μπορεί να χαρακτηριστεί με βεβαιότητα, ούτε ανθρωπογενής μοιάζει, ούτε σε χημική αντίδραση με τον αέρα αποδίδεται, ούτε οφείλεται σε σωματίδια σιδήρου από το εσωτερικό του μαρμάρου. «Τα ευρήματά μας δεν λύνουν το μυστήριο», αναφέρουν οι ερευνητές σε άρθρο τους που δημοσιεύτηκε προ ημερών στο περιοδικό Heritage Science, «προσδιορίζουν όμως περαιτέρω τη δομή της καφετιάς κηλίδας».

Το μυστήριο της «κρούστας» της Ακρόπολης-1
Η κρούστα εντοπίζεται σε πολλά μνημεία που έχουν κατασκευαστεί από πεντελικό μάρμαρο, όπως ο Παρθενώνας, λέει ο αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός Μανόλης Κορρές. Μέχρι και επιστημονικό συνέδριο έχει γίνει για το θέμα, χωρίς όμως να δοθεί απάντηση. [SHUTTERSTOCK]

Ας μην μπερδεύει η «καφετιά κηλίδα» – οι ερευνητές αναφέρονται στην ίδια κρούστα. Η οποία, σημειώνει η Ελένη Αγγελακοπούλου, έχει εντοπιστεί και σε μνημεία της Ιταλίας. Στην Ελλάδα μελετάται από τη δεκαετία του ’90, με επιστήμονες όπως οι Κ. Πολυκρέτη, Γ. Μανιάτης και Π. Μαραβελάκη να έχουν συνεισφέρει στη συζήτηση. Το βασικό ντιμπέιτ διεξάγεται ανάμεσα σε όσους υποστηρίζουν τη βιολογική προέλευση και σε εκείνους που επιχειρηματολογούν υπέρ της ανθρωπογενούς. Οι πρώτοι τονίζουν ότι η κρούστα εντοπίζεται και στις επιφάνειες θραύσης μαρμάρων του Παρθενώνα, εκεί δηλαδή όπου οι αρχαίοι δεν θα μπορούσαν να εφαρμόσουν κάποια βαφή. Οι δεύτεροι επικαλούνται την έντονη ομοιομορφία της κρούστας, η οποία δεν συνηθίζεται στη φύση. «Η τελευταία έρευνα δεν κατέληξε επίσης κάπου», επισημαίνει η κ. Αγγελακοπούλου. «Ετσι, το πεδίο παραμένει πάλι ελεύθερο».

Η άποψη Κορρέ

Ο Μανόλης Κορρές, πρόεδρος της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, περιπλέκει ελαφρώς τα πράγματα. Κατ’ αρχάς, χαρακτηρίζει την επίμαχη κρούστα «πορτοκαλέρυθρη», όχι όμως ότι είναι αυτό το μείζον. Κυρίως, ο αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός υπογραμμίζει ότι η μυστηριώδης κρούστα εντοπίζεται σχεδόν σε κάθε μνημείο φτιαγμένο από πεντελικό μάρμαρο. Στα παλιά λατομεία, λέει, το «κοκκίνισμα» των μαρμάρων «οφείλεται σε αργιλικά υλικά που παράγονται κατά τη διάβρωση», ενώ σε παλιά αρχοντικά των Κυκλάδων, «το ασβεστοκονίαμα που έχει αποκτήσει ηλικία αιώνων, διαθέτει επίσης μια «πορτοκαλέρυθρη» απόχρωση». Και ο Παρθενώνας, εξηγεί, «είχε ασβεστωθεί από τους Οθωμανούς προτού μετατραπεί σε τζαμί από τον Μωάμεθ τον Πορθητή τον 15ο αιώνα». Αν το κάδρο συμπεριλάβει όλη την Ακρόπολη, το «πορτοκαλέρυθρο» αίνιγμα μοιάζει ίσως πιο σύνθετο. «Ενώ βλέπουμε τη συγκεκριμένη απόχρωση στην εξωτερική επιφάνεια της Πινακοθήκης των Προπυλαίων, παρατηρούμε ότι απουσιάζει τελείως από το κεντρικό τους κτίριο», λέει ο κ. Κορρές, εξηγώντας ότι η κρούστα στην Πινακοθήκη οφείλεται μάλλον σε ανθρώπινο χέρι. Επίσης, κάποιοι ανατολικοί κίονες του Παρθενώνα διαθέτουν την εν λόγω κρούστα από ένα ύψος και πάνω, όχι όμως και στα κατώτερα σημεία τους, όπου κάποτε ήταν προσκολλημένα μικρά σπίτια, τα οποία κατεδαφίστηκαν περίπου το 1840: «Ισως τα κονιάματα των σπιτιών προκάλεσαν την απάλειψη της απόχρωσης», σχολιάζει ο αρχιτέκτονας.

Υπάρχει συμπέρασμα; «Ο μόνος λόγος που δεν έχει προσδιοριστεί η προέλευση της κρούστας, είναι ότι καθένας ασχολείται με ένα συγκεκριμένο σημείο, ενός ορισμένου μνημείου, προσπαθώντας να βρει εκεί απαντήσεις», λέει ο κ. Κορρές και σημειώνει ότι πορτοκαλέρυθρη κρούστα εντοπίζεται και σε μια μεσαιωνική κόγχη στον τέταρτο κίονα της νότιας πλευράς του Ολυμπιείου. «Η προσέγγισή μου είναι η παρατήρηση», καταλήγει. «Και είναι προτιμότερες οι πολλές παρατηρήσεις, παρά τα ξύσματα ενός θραύσματος σε ένα εργαστήριο με μικροσκόπια και συστήματα ανάλυσης. Οι εικόνες που βλέπουμε με τα μάτια μας είναι καμιά φορά υπεραρκετές».

 

Πηγή kathimerini
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο