Advertisement

ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ

Γράφει ο Εμμ. Π. Καλλίγερος

464

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση από το τεράστιο περιβόλι των Κυθηραϊκών παρωνυμίων, καθώς έχουμε διαπιστώσει ότι η στήλη αυτή, που απουσίασε λίγους μήνες λόγω της εκλογικής ύλης, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους αναγνώστες μας. Επειδή όλοι ρωτάνε πότε θα διαβάσουν και για τα δικά τους παρατσούκλια, θα θέλαμε να ενημερώσουμε ότι η συγκέντρωση στοιχείων για το θέμα αυτό μόνο απλή δεν είναι. Κι επί τη ευκαιρία καλούμε όσους από τους αναγνώστες μας γνωρίζουν την προέλευση και την ερμηνεία των δικών τους παρωνυμίων ή του χωριού τους, να μας στέλνουν με όποιο τρόπο τους διευκολύνει τα στοιχεία για να εμπλουτίζουμε το σχετικό υλικό, το οποίο έχουμε συγκεντρώσει όλα αυτά τα χρόνια. Και όλα θα βρουν τη σειρά τους να δημοσιευθούν αρκεί να έχουμε υγεία.

Ε.Π.Κ.


Advertisement

ΚΑΡΔΑΡΑΣ: Το Καρδαράς είναι ένα από τα παλαιότερα παρωνύμια στα Κύθηρα, γνωστό από το 16ο αι, πιθανότατα όμως ακόμη παλαιότερο. Αναφέρεται αρχικά στο Λειβάδι σε σχέση με το επώνυμο Μεγαλοκονόμος και η οικογένεια που το έφερε να είναι κτήτορες του παλαιότατου Βυζαντινού ναού του Αγίου Ανδρέα. Είναι γνωστό ότι από τον κλάδο αυτό των Μεγαλοκονόμων, που βρίσκονται στα Κύθηρα πιθανότατα πριν από την Ενετική κατάκτηση του 14ου αι., προέρχονται αρκετοί άλλοι κλάδοι γνωστοί στη συνέχεια στην ίδια περιοχή και στον Κάλαμο με τα παρωνύμια Διακάκης, Μπούμπουρας, Μπουκής, Κουτσούνης, αλλά και άλλα προερχόμενα από αυτά, όπως Ρωμανός, Ασφάλιος, Ιζιάνης, Μαρουλάς κ.α. Ετυμολογικά το παρωνύμιο, που δεν αναφέρεται σήμερα με αυτή τη μορφή, προέρχεται από τη λατινική λέξη caldarium=θερμαντικό σκεύος λουτρών αρχικά και μεσαιωνικά καρδάριν, καρδάρι και καρδάρα=ξύλινο δοχείο για το γάλα από άρμεγμα των ζώων.
ΚΟΛΛΙΑΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου της οικογένειας Κρίθαρη από τον Καραβά, το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει στο συγκεκριμένο κλάδο. Δεν είναι γνωστό και γι΄ αυτό το παρωνύμιο ο τρόπος πρόσκτησης, πιθανόν όμως να προέρχεται και αυτό από επώνυμο από άλλη περιοχή της χώρας, όπως πολλά άλλα. Σύμφωνα με τους ειδικούς το Κόλλιας ως επώνυμο είναι αρβανίτικο και προέρχεται από απόδοση του βαφτιστικού Νικόλαος, το οποίο στα αρβανίτικα λέγεται Κόλλιας ή Κολιός.
ΚΟΡΣΟΛΑΣ: Παρωνύμιο κλάδου της οικογένειας Φατσέα από τα Φατσάδικα. Το παρωνύμιο συναντάται στο β’ μισό του 19ου αι. σε γραπτές πηγές και συγκεκριμένα σε συναδελφούς στην Παναγία Κοντελετού στο Λειβάδι. Το παρωνύμιο αποτελεί παραφθορά της λ. κόνσολος δηλαδή πρόξενος είναι επομένως επαγγελματικό. Ετυμολογικά από το λατ. Consul=o πρόξενος, ο ύπατος (=αξίωμα στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) και από αυτό το ιταλικό console. Στα Κύθηρα αποτελεί πιθανόν κατάλοιπο της ενετοκρατίας. Στη Λευκάδα έχει τη σημασία του, αλάνι, μόρτης, πειραχτήρι, παλιόπαιδο. Με τη συνήθη στα Κύθηρα μορφή Kόρσολας συναντάται και σήμερα στους κλάδους της ίδιας οικογένειας κυρίως στην Κυθηραϊκή διασπορά σε Αθήνα και Αυστραλία, ενώ έχει αναφερθεί και η μορφή Κόρσολος σε οικογένεια Πετρόχειλου των Φρατσίων, χωρίς ιδιαίτερη διάδοση, ενώ έχουμε και τοπωνύμιο Κορσολής (Στραπόδι) με την ίδια προέλευση.
ΛΙΡΑΤΖΗΣ: Παρωνύμιο δύο οικογενειών στα Κύθηρα. Έχουμε αναφορά για το παρωνύμιο στον Κάλαμο, που σχετίζεται με το επώνυμο Καλλίγερος και στα Μητάτα, που σχετίζεται με το επώνυμο Πρωτοψάλτης, αν κι εκεί έχουμε δύο αναγνώσεις, Λιράτζος και Λιρατζής, προφανώς με την ίδια σημασία, αλλά με επικρατέστερο στα Μητάτα αυτό της πρώτης εκδοχής. Το πρώτο αναφέρεται και σήμερα, ενώ το δεύτερο είχε περιορισμένη παρουσία. Ετυμολογικά είναι απλό και σημαίνει τον οργανοπαίχτη λύρας είναι επομένως επαγγελματικό.
ΜΠΕΤΟΛΗΣ: Παρωνύμιο που συναντάται σε δύο επώνυμα στα Κύθηρα και συγκεκριμένα σε κλάδους των Μασσέλων στην Καρβουνάδα και των Πανάρετων στον Ποταμό. Και από τους δύο αυτούς κλάδους επωνύμων αναφέρονται απόγονοι στα Κύθηρα και την Κυθηραϊκή διασπορά. Ετυμολογικά το Μπετολής αναφέρεται να προέρχεται από το βενετικό bettola που σημαίνει καπηλειό, άρα μπετολής ο ταβερνιάρης, δηλαδή είναι επαγγελματικό παρωνύμιο.
ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου των Γιαννιώτη του Λειβαδίου, το οποίο αναφέρεται επίσης ως επώνυμο με πολλές εκδοχές του σε όλη την Ελλάδα (Μπογιατζάκης, Βογιατζής, Βογιατζόγλου κλπ). Μπογιατζής αναφέρεται παλαιότερα και στα Τσικαλαρία σε σχέση με το επώνυμο Κασιμάτης. Ο κλάδος αυτό δεν αναφέρεται πλέον. Ετυμολογικά προέρχεται από την τουρκική λ. boyaci=ο βαφέας, ο μπογιατζής, είναι δηλαδή επαγγελματικό.
ΜΠΟΤΣΕΤΑΣ: Ένα παρωνύμιο που συναντάται σε κλάδο της οικογένειας Σκλάβου από τα Μητάτα και είναι σε χρήση και σήμερα με πιο μεγάλη διάδοση στον Αβλέμονα. Προέρχεται από την Ιταλική λέξη bochetta, που σημαίνει το μικρό στόμα, το στόμιο. Πιθανόν να έχουμε εδώ σωματικό χαρακτηριστικό.
ΝΤΑΛΑΚΑΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου οικογένειας Λουράντων στον οικισμό Λουραντιάνικα, το οποίο αναφέρεται ακόμη στον ίδιο κλάδο. Η λέξη νταλάκα σημαίνει την κοιλιά και ειδικά την πρησμένη ή τη φουσκωμένη. Αναφέρεται σπάνια και το ρήμα νταλακιάζω=φουσκώνω ή πρήζεται η κοιλιά μου από το πολύ νερό. Κυριολεκτικά η λέξη σημαίνει τη σπλήνα από το τουρκικό dalak=σπλήνα και κατ’ επέκταση την κοιλιά. Μεταφορικά αναφέρεται και η σημασία ακεφιά, άρα στην περίπτωση αυτή νταλάκας=άκεφος. Υπάρχει και επώνυμο Νταλάκας και με επίδραση της λογίας Δαλάκας με την ίδια σημασία. Το παρωνύμιο στα Κύθηρα αναφέρεται μέχρι τις μέρες μας και είναι από αυτά που σχετίζονται σωματικά χαρακτηριστικά.
ΠΡΑΠΑΣ: Ένα ακόμη παρωνύμιο που έχει σχέση με επώνυμο άλλης περιοχής της χώρας, αρκετά συνηθισμένο μάλιστα. Το επώνυμο προέρχεται κατά την πιθανότερη εκδοχή, από την αρβανίτικη λέξη πράπα, που σημαίνει τον …πισινό στο ανθρώπινο σώμα. Είναι γνωστή η συχνή χρήση της λέξης από τον αθυρόστομο Γ. Καραϊσκάκη που χρησιμοποιούσε αρβανίτικες λέξεις. Η συγκεκριμένη σημαίνει μεγάλη κοροϊδία και έχει την έννοια της ξεφτίλας, όταν την έλεγε ο Καραϊσκάκης στους Τούρκους δείχνοντας τα οπίσθιά του, σύμφωνα με τους ιστορικούς. Υπάρχει, πάντως, και άλλη εκδοχή ότι προέρχεται από την επίσης αρβανίτικη λ. prape που σημαίνει τον κακό, τον ανάποδο. Στα Κύθηρα το παρωνύμιο αναφέρεται σε κλάδο του επωνύμου Ζαντιώτης στην Αγία Αναστασία και τους γύρω οικισμούς.
ΡΟΥΣΣΟΣ: Παρωνύμιο ενός κλάδου της οικογένειας Γιαννιώτη στο Λειβάδι (ο άλλος κλάδος είναι ο Μπογιατζής), το οποίο αναφέρεται και σήμερα. Υπάρχει και επώνυμο σε άλλες περιοχές της χώρας και σημαίνει αυτόν που είναι ξανθός, έχει λευκή επιδερμίδα, άρα σωματικό χαρακτηριστικό και ετυμολογικά προέρχεται από το εθνικό Ρώσος.
ΣΤΑΜΠΟΥΖΟΣ: Ένα από τα πλέον παράξενα και ενδιαφέροντα παρωνύμια στα Κύθηρα, το οποίο αναφέρεται στον κλάδο των Ανδρόνικων του Μυλοποτάμου, ενώ έχουμε αναφορά και για έναν κλάδο των Αλφιέρη από τον Ποταμό. Το παρωνύμιο προέρχεται από το Ενετικό επώνυμο Τεσταμπούζα. Η οικογένεια Τεσταμπούζα φέρεται να εγκαταστάθηκε στην περιοχή Σελίνου της Κρήτης και να απέκτησε φέουδο, αναφέρεται δε πριν το 17ο αι. Πώς τώρα το επώνυμο αυτό μίας αρχοντικής Κρητικής οικογένειας έδωσε ένα παρωνύμιο στα Κύθηρα δεν είναι γνωστό. Πιθανόν με τον τρόπο που έφθαναν τα επώνυμα άλλων περιοχών να γίνονται παρωνύμια στο νησί, αφού το Σταμπούζος εξακολουθεί να αναφέρεται και σήμερα στην Ελλάδα ως επώνυμο. Σήμερα υπάρχουν απόγονοι Σταμπούζων στο Μυλοπόταμο και τη διασπορά.
ΣΥΝΤΕΚΝΟΣ: Ένα νέο παρωνύμιο, που αναφέρεται στις μέρες μας σχετικό με ένα μόνο κλάδο του παρωνυμίου Αμάλιος στη Χώρα. Προέρχεται από τη συνηθισμένη στην Κρήτη λέξη, που σημαίνει τον κουμπάρο.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο