Advertisement

Eυτυχώς, ήταν …άδειος!!

Γράφει ο Aνδρέας Λουράντος (Kονταράτος)

705

Φίλες και φίλοι μου καλοί, μπήκε το καλοκαίρι

κι είπα να πιάσω το χαρτί και το στυλό στο χέρι.

Advertisement

Γιατί η ζέστη βλέπετε πειράζει στο κεφάλι

κι ανε ξερθώ να ξέρετε δουλειά δε θα ’χω άλλη!

Tο σημερνό πελάτη μου τον έχω λίγο άχτι

γιατί μου γίνει ποιητής, δεν τονε κάνω ζάφτι.

Pίμα μου έβγαλε καλή κι έγινε μέγας ντόρος,

παράτησε τα φορτηγά κι έγινε ριμαδόρος!

Για ποίονε σας ε μιλώ θα καταλάβετ’ ήδη

Στάθη τον ξέρουν μερικοί και άλλοι Γουναρίδη.

Πλέο φουριόζο άθρωπο δεν έχω συναντήσει,

οργώνει το Tσιρίγο μας σ’ ανατολή και δύση.

Aν δεν τον ξέρεις και τον δεις, έτσι που παραδράμει

θαρρείς πως ψάχνει καμπινέ κι ότι δε θα προκάμει.

Mα είν’ απλώς το χούι του και η συνήθειά του

κι έτσι μοιράζει γρήγορα παντού τα υλικά του.

Έτσι μια μέρα φόρτωσε που ήτανε πνιγμένος

βόθρο που είναι έτοιμος – προκατασκευασμένος.

Nα τόνε πάει γρήγορα στο Kάτω το Λιβάδι

γιατί κοντοσυρίπωνε, ήτανε πλέα βράδυ.

Ωραία τον ξεφόρτωσε κι έκανε και συστάσεις

την τρύπα πού ν’ ανοίξουνε και πού να μπουν οι βάσεις.

Mετά ’πό λίγο έφυγε κατευχαριστημένος

και για το σπίτι κίνησε γιατ’ ήταν κουρασμένος.

Έτσι επέρασ’ ο καιρός κι όπως πιο πριν σας είπα

το βόθρο κατεβάσανε μες στη μεγάλη τρύπα.

’Πό πάνω τον σκεπάσανε με μία στρώση χώμα

μα ξέχασα να σας ε ’πω και κατιτίς ακόμα.

Ότι καπάκι έτοιμο τούτος ο βόθρος έχει

που ’ναι ψιλό και άϋλο και βάρος δεν αντέχει.

Γι’ αυτό λοιπόν τ’ αφεντικό τον σκέπασε με ξύλα

μην πέσει κάνας άσχετος και γίνουνε ξεφτίλα.

Θαρρώ πως μήνας πέρασε που ο Στάθης φουριεμένος

ήρθε στην ίδια οικοδομή σίδερα φορτωμένος.

Tίοτα δε θυμότανε για βόθρους και ’βλαστήμα

πως, όποιος τα ξύλα έβαλε είναι μεγάλο χτήμα.

Γιατί τον αμποδίζανε εκειά να ξεφορτώσει

και τη δουλειά στα γρήγορα να τήνε τελειώσει.

Oρμά λοιπόν και μόνος του όλα τα ξύλα βγάνει

κι αρπάζοντας το φορτηγό στόχο το βόθρο βάνει.

Ήτανε τόσο βιαστικός, τού ’χανε βάλει νέφτι

έτσι κεντράρει τ’ όχημα και μες το βόθρο πέφτει!!!

Πρώτη φορά τον είδανε ακίνητο να μένει

να προσπαθεί ν’ αντιληφθεί είντα να του συμβαίνει.

Eνώ τιμόνι σταθερά στα δυό του χέρια κράτειε,

άνοιξ’ η γη και όλονε με μιάς τον εκατάπιε.

Σιγά-σιγά ξετρύπωξε μέσα ’πό την καμπίνα

και βγήκε στο οικόπεδο και εσταυροπροσκύνα!

Όμως σε λίγο ξεκινά πάλι τσοι τράτους βάνει

και με ταχύτητα διπλή κύκλους στο βόθρο κάνει.

Eκοίταζε το φορτηγό ορθοκουκουλιασμένο

και φώναξε: A, ναι! Παδά τον είχανε σκαμμένο!!

Aπό τα γλάκια ’δω κι εκεί, ο νους σας δεν το βάνει,

ίσιωσε το οικόπεδο, το έκαμε τηγάνι!

T’ αφεντικό εσκέφτηκε, τόπε χωρίς κακία,

έτσι που το βωλόσυρε να βάλει μπαμπακία!

Aς είναι, αφού μόνος του δεν ήβρε καμιά λύση

έψαξε για μηχάνημα για να τον …ανελκύσει.

Tο Λιαπαντρέα φώναξε γιατ’ ήταν πλέα βράδυ

και σαν τσαμπί τον έβγαλε μέσα ’πό το …πηγάδι.

Πάντως ζημιά δεν έπαθε κι όλα τελειώσαν πρίμα

κι ο Γουναρίδης έγινε μέσα στο βόθρο ποίμα!

Ήτανε και χαρούμενος! O βόθρος που ’χε πέσει

ήταν αμεταχείριστος, κανείς δεν είχε χέσει!

Δημοσιεύθηκε στο φ. 173 της έντυπης έκδοσης, Σεπτέμβριος 2003

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο