Advertisement

Θεόδωρος Πάγκαλος – Από αρχιστράτηγος στον Eβρο, στη φυλακή του Ιτζεδίν

«Να βάζετε πάντοτε το κοινό συμφέρον πάνω από το ατομικό, γιατί όταν η Πατρίδα ευτυχεί θα ευτυχούν και τα σπίτια σας». Θ. Πάγκαλος προς τουσ στρατιώτες της Στρατιάς του Έβρου (2.6.1923)

429

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος γεννήθηκε στη Σαλαµίνα το 1878, πρωτότοκος γιος του ∆ηµητρίου Πάγκαλου και της Κατίγκως Χατζηµελέτη. Ο πατέρας του ήταν γιατρός γυναικολόγος και πολιτευτής του τρικουπικού κόµµατος (είχε διατελέσει βουλευτής Μεγαρίδας το 1881), ενώ η µητέρα του καταγόταν από ιστορική οικογένεια Αρβανιτών οπλαρχηγών µε σηµαντική συµβολή κατά την Επανάσταση του 1821. Από την αρχή της στρατιωτικής του σταδιοδροµίας ο Πάγκαλος είχε εκδηλωθεί υπέρ της ανάµειξης του στρατού στην πολιτική, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση του 1909, αν και ήταν µόλις ανθυπολοχαγός. Κατά τον Εθνικό ∆ιχασµό συντάχθηκε µε τον βενιζελισµό, προσχωρώντας στο Κίνηµα της Εθνικής Άµυνας και αναλαµβάνοντας το 1917 προσωρινά προσωπάρχης στο Υπουργείο Στρατιωτικών, όπου προέβη σε σωρεία αδικιών και µεροληψιών υπέρ άλλων βενιζελικών αξιωµατικών, σχηµατίζοντας µια φατρία υπό την άµεση επιρροή του. Το 1918 ανέλαβε επιτελάρχης στη Στρατιά Μικράς Ασίας υπό τον αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, ασχολούµενος µε σηµαντικά επιτελικά ζητήµατα της στρατιάς (διάταξη µονάδων, επιµελητεία). Το σηµαντικότερο σχέδιό του για την οχύρωση της ζώνης της περιοχής της Σµύρνης, αν και εγκρίθηκε από το υπουργικού συµβούλιο το 1919, δεν πρόλαβε να υλοποιηθεί παρά µόνο µερικώς. Επίσης, ο Πάγκαλος σχεδίασε και οργάνωσε την εκστρατεία για την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης, η οποία στέφθηκε µε απόλυτη επιτυχία. Τέλος, µε προσωπική του πρωτοβουλία, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Προύσα, καλύπτοντας τις ασθενείς αγγλικές δυνάµεις στην περιοχή των Στενών. Η Προύσα ήταν ιερή πόλη των µουσουλµάνων και η µονοµερής πρωτοβουλία κατάληψής της εξόργισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, οδηγώντας τον Παρασκευόπουλο και τον Πάγκαλο στην υποβολή παραίτησης, η οποία όµως δεν έγινε δεκτή.

Αρχιστράτηγος της Στρατιάς του Έβρου

Advertisement

Από την προσφορά βοήθειας στον Βενιζέλο, στη Λωζάννη, στην καταγγελία της Συνθήκης.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη βενιζελική Επανάσταση του 1922 των Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά, ο Θ. Πάγκαλος επανήλθε ορµητικά στο προσκήνιο πρωταγωνιστώντας στη δίκη και στην εκτέλεση των Έξι, ως πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής. Στη συνέχεια ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών, έχοντας ως δεδηλωµένη πρόθεση να κηρύξει δικτατορία µε πρόσχηµα την αναδιοργάνωση του στρατού, αλλά ο Βενιζέλος, από τη Λωζάννη όπου βρισκόταν, τον απέτρεψε. Στις 12 ∆εκεµβρίου 1922, ο Πάγκαλος ανέλαβε τη διοίκηση της Στρατιάς του Έβρου έχοντας σχεδόν δικτατορικές αρµοδιότητες και όρισε τους αξιωµατικούς στις διοικήσεις των µονάδων αυθαίρετα βάσει ικανότητας και όχι βάσει επετηρίδας. Ήδη στο προηγούµενο δίµηνο είχαν γίνει σοβαρές προσπάθειες ανασύνταξης της στρατιάς υπό τον υποστράτηγο Νίδερ, οι οποίες είχαν αποδώσει τα πρώτα αποτελέσµατα. Αναλαµβάνοντας τα καθήκοντά του ο Πάγκαλος, έλαβε δρακόντεια µέτρα ασφαλείας (εκτελέσεις λιποτακτών µε συνοπτικές διαδικασίες και εκτοπισµός των οικογενειών τους, εκτελέσεις Βούλγαρων κοµιτατζήδων, εκτελέσεις πλιατσικολόγων, εκτοπισµός βουλγαρόφωνων κατοίκων στα νησιά του Αιγαίου), αποκαθιστώντας την πειθαρχία του στρατού.

Θεόδωρος Πάγκαλος – Από αρχιστράτηγος στον Eβρο, στη φυλακή του Ιτζεδίν-1
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος και ο Γεώργιος Κονδύλης υποδέχονται τον στρατηγό Bridges, διοικητή των αυστραλιανών δυνάμεων στα Δαρδανέλια, μετά την κατάληψη της Ραιδεστού (Φωτογραφικό αρχείο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).

Χάρη στην, με αυτόν τον τρόπο αποκατάσταση της πειθαρχίας, στους πόρους που κατάφερε να εξασφαλίσει η κυβέρνηση Γονατά και στην καλή οργάνωση και συντονισµό όλων των αξιωµατικών της στρατιάς, ο Πάγκαλος κατάφερεν µόλις έναν µήνα µετά την ανάληψη της ηγεσίας, να παρατάξει µια ισχυρή οργανωµένη δύναµη 110.000 ανδρών, κατανεµηµένη σε 3 Σώµατα Στρατού στη µεθόριο του Έβρου ποταµού, αλλά χωρίς βαρύ πυροβολικό, λόγω της συνολικής του απώλειας κατά την άτακτη οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία. Η Στρατιά του Έβρου αποτέλεσε το µεγαλύτερο επίτευγµα του Πάγκαλου σε όλη του τη στρατιωτική σταδιοδροµία, καθώς πρόσφερε σηµαντικές εθνικές υπηρεσίες δίνοντας ένα πολύτιµο διαπραγµατευτικό όπλο στον Βενιζέλο για να ολοκληρώσει επιτυχώς τις διαπραγµατεύσεις µε τους Τούρκους στη Λωζάννη.

Καθώς οι διαπραγµατεύσεις στη Λωζάννη έδειχναν να τελµατώνουν λόγω των υπερβολικών τουρκικών αξιώσεων για οικονοµικές επανορθώσεις, ο Πάγκαλος σχεδίαζε µια επανάληψη των εχθροπραξιών στην Ανατολική Θράκη, µε προέλαση του ελληνικού στρατού µέχρι την Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα έκανε και σχετικές νύξεις σε δηλώσεις του σε ξένους δηµοσιογράφους για τα σχέδιά του, προκαλώντας προβλήµατα στον Βενιζέλο στη Λωζάννη. Επίσης, ο Πάγκαλος έστειλε επιστολές στον υπουργό Εξωτερικών Απόστολο Αλεξανδρή τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1923, ζητώντας είτε να γίνουν µονοµερείς διαπραγµατεύσεις απευθείας µε την Τουρκία, ώστε να παρακαµφθεί η εξυπηρέτηση των συµφερόντων των Μεγάλων ∆υνάµεων στην περιοχή, είτε να επαναληφθούν οι εχθροπραξίες στον Έβρο.

Στις 7 Μαΐου 1922, οι Πλαστήρας και Γονατάς µετά από συµφωνία µε την ηγεσία της Στρατιάς του Έβρου αποφάσισαν την καταγγελία της Ανακωχής των Μουδανιών και την προέλαση στην Ανατολική Θράκη, ενώ ηµέρα εξόρµησης ορίστηκε η 27η Μαΐου 1923. Για τον λόγο αυτόν έστειλαν στη Λωζάννη τον Αλεξανδρή, ώστε να διακοπούν οι διαπραγµατεύσεις και να αντικαταστήσει ακόµη και τον ίδιο τον Βενιζέλο, αν αυτός αρνιόταν να εκτελέσει την απόφασή τους. Ο Βενιζέλος όµως ήταν αντίθετος στην επανάληψη των εχθροπραξιών, καθώς πίστευε ότι οι βόρειοι γείτονες (Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία) θα έβρισκαν ευκαιρία ώστε να επιτεθούν στα µετόπισθεν της Στρατιάς του Έβρου βρίσκοντας ανυπεράσπιστα τα ελληνικά σύνορα, ενώ οι διεθνείς επιπλοκές από µια µονοµερή καταγγελία της ανακωχής θα ήταν δραµατικές και πιθανόν εις βάρος των ελληνικών επιδιώξεων στην περιοχή.

Η Στρατιά του Έβρου αποτέλεσε το μεγαλύτερο επίτευγμα του Πάγκαλου σε όλη του τη στρατιωτική σταδιοδρομία, καθώς πρόσφερε σημαντικές εθνικές υπηρεσίες δίνοντας ένα πολύτιμο διαπραγματευτικό όπλο στον Βενιζέλο για να ολοκληρώσει επιτυχώς τις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους στη Λωζάννη.

Οι εργώδεις προσπάθειες της τελευταίας στιγµής του Βενιζέλου σε συνδυασµό µε τους τουρκικούς δισταγµούς λόγω της µεταβολής των στρατιωτικών ισορροπιών στην περιοχή, οδήγησαν σε µια τελική συµφωνία στη Λωζάννη στις 26 Μαΐου 1923, µε την παραίτηση της Τουρκίας από κάθε αξίωση για αποζηµιώσεις.

Η ανακοίνωση της συµφωνίας εξόργισε τον Πάγκαλο αλλά και άλλους δυναµικούς αξιωµατικούς της Στρατιάς του Έβρου, όπως τους Γ. Κονδύλη, Χ. Τσερούλη και τον στόλαρχο Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο, οι οποίοι απείλησαν µε ανυπακοή και µονοµερή επανάληψη των εχθροπραξιών. Παράλληλα απέστειλαν τηλεγράφηµα έντονης αποδοκιµασίας στον Βενιζέλο, ενώ χαρακτήριζαν τη συµφωνία ως ανταλκίδειο. Η κυβέρνηση Γονατά επιτίµησε έντονα τους αντιδρώντες, αυτοί όμως όχι µόνο δεν υποχώρησαν, αλλά απάντησαν µε εχθρικά τηλεγραφήµατα. Η αρχική πρόθεση του Πάγκαλου ήταν να δράσει µονοµερώς και να επιτεθεί εναντίον των Τούρκων, κάτι που προκάλεσε µεγάλη αναστάτωση στην Αθήνα, καθώς από την άλλη όχθη του Έβρου βρίσκονταν συµµαχικά στρατεύµατα και οι επιπτώσεις από τυχόν ατύχηµα θα ήταν ανυπολόγιστες.

Θεόδωρος Πάγκαλος – Από αρχιστράτηγος στον Eβρο, στη φυλακή του Ιτζεδίν-2
Απρίλιος 1923. Ο αρχιστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος με επιτελείς του κατά τη διάρκεια της ανασυγκρότησης της Στρατιάς του Έβρου (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος K. Βενιζέλος», Χανιά).

Τότε µετέβη επειγόντως ο Πλαστήρας στη Θεσσαλονίκη, συγκαλώντας σύσκεψη όλων των σωµαταρχών και άλλων ανώτερων αξιωµατικών της Στρατιάς του Έβρου, όπου τους ενηµέρωσε λεπτοµερώς για τις διεθνείς επιπλοκές από µια τυχόν επανάληψη των εχθροπραξιών. Ακολούθως, σχεδόν όλοι οι συµµετέχοντες «άδειασαν» τον Πάγκαλο, καθώς δεν επιθυµούσαν έναν νέο πόλεµο στη Θράκη. Τότε εκείνος αναγκάστηκε να ανακαλέσει αναγνωρίζοντας τον διακανονισµό της Λωζάννης.

Παρ’ όλα αυτά, ο Πάγκαλος συµµορφώθηκε µόνο φαινοµενικά στις υποδείξεις, καθώς ήδη από την εποµένη κυκλοφόρησε ένα µυστικό πρωτόκολλο προς υπογραφή µεταξύ των αξιωµατικών της Στρατιάς του Έβρου για ανατροπή της κυβέρνησης. Όταν ενηµερώθηκε σχετικά ο Νικόλαος Πλαστήρας, µετέβη εκ νέου εσπευσµένα στη Θεσσαλονίκη, όπου στις 20 Ιουνίου 1923 συγκάλεσε σύσκεψη όλων των σωµαταρχών και άλλων ανώτερων αξιωµατικών της στρατιάς για να διερευνήσει το συµβάν. Στη σύσκεψη αυτή, πολλοί αξιωµατικοί κατήγγειλαν ανοιχτά τον Πάγκαλο για τις συνωµοσίες του, εξαναγκάζοντάς τον σε παραίτηση από τη διοίκηση της Στρατιάς του Έβρου για λόγους υγείας, ενώ η Επανάσταση τον αποστράτευσε αµέσως και τον παρόπλισε.

Το προαναγγελθέν κίνηµα

«Η ανανδρία του εννόμου καθεστώτος να πατάξει ένα έκνομον κίνημα» (Ελ. Βενιζέλος).

Τη διετία 1924-1925, οι χαµηλές επιδόσεις των κυβερνήσεων της περιόδου (Παπαναστασίου, Σοφούλη, Μιχαλακόπουλου) και τα δυσεπίλυτα προβλήµατα της κοινωνίας και του κράτους (προσφυγικό, ανατίµηση ειδών πρώτης ανάγκης, ελλειµµατικός κρατικός προϋπολογισµός) υπέθαλπαν µια συνολική λαϊκή δυσαρέσκεια. Επίσης, υπήρχε ένα πολιτικό κενό λόγω και της φυγής του Βενιζέλου στο εξωτερικό, το οποίο ο Πάγκαλος έσπευσε να εκµεταλλευτεί ετοιµάζοντας µια στρατιωτική εκτροπή. Από τις αρχές του 1925 ο Πάγκαλος µε πρωτοσέλιδα άρθρα του στον Ελεύθερο Τύπο κατηγορούσε την κυβέρνηση για λάθη και ολιγωρίες για κάθε ζήτηµα επικαιρότητας που ανέκυπτε, απειλώντας µε στρατιωτική εκτροπή. «Φήµαι περί κινήµατος. Επισκέπται Πειραιώς βεβαιούσι. Κίνηµα Παγκάλου – Κονδύλη», γράφει ο Μεταξάς στο ηµερολόγιό του τον Φεβρουάριο.

Την εποχή εκείνη της µεγάλης ανέχειας, που ακόµη και τα αγαθά πρώτης ανάγκης όπως το ψωµί ήταν δυσπρόσιτα για τα φτωχά λαϊκά στρώµατα, προκαλούσαν µεγάλο εκνευρισµό στην κοινή γνώµη οι συχνές ειδήσεις για µεγάλα οικονοµικά σκάνδαλα στις προµήθειες του στρατού. Στις 22 Μαΐου κυκλοφόρησαν φήµες για επικείµενο κίνηµα του Πάγκαλου στο Ναυτικό, µε τη συµµετοχή των ∆ηµοκρατικών Ταγµάτων, ενώ τον Ιούνιο δηµοσιεύτηκε στον Τύπο ακόµη και αυτούσιο το πρωτόκολλο µε τα ονόµατα όσων αξιωµατικών υπέγραψαν υπέρ του επικείµενου κινήµατος.

Στις 18 Ιουνίου, µε άρθρο του στον Ελεύθερο Τύπο ο Πάγκαλος ζητούσε απροκάλυπτα την επέµβαση του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις, προειδοποιώντας ότι, αν παρέµενε η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου στην εξουσία, αυτή θα ήταν αναπόφευκτη. Κάποιες εφηµερίδες της εποχής αναφέρονταν στο επικείµενο κίνηµα του Πάγκαλου ως κάτι δεδοµένο, σχολιάζοντας µάλιστα και τις πιθανότητες επιτυχίας του.

Παρά τους δηµόσιους λεονταρισµούς του, ο Πάγκαλος δίσταζε να κινηθεί, καθώς το όλο εγχείρηµα έχει χάσει κάθε στοιχείο αιφνιδιασµού λόγω της εκτεταµένης δηµοσιότητας που είχε λάβει. Επίσης, οι αξιωµατικοί που τον στήριζαν ήταν σχετικά λίγοι (στην Αθήνα φέρονταν ως µυηµένοι 400 αξιωµατικοί, αλλά µόλις 78 στις φρουρές της Βόρειας Ελλάδας), κατά κανόνα χαµηλόβαθµοι, διάσπαρτοι σε πολλές µονάδες, ενώ αρκετοί από αυτούς αµφιταλαντεύονταν.

Πολύ σύντομα η περιοχή του Ρουφ γέμισε από έναν πολύχρωμο συρφετό ενστόλων που έμοιαζε περισσότερο με μασκαράτα Αποκριών παρά με στρατιωτική εξέγερση.

Για όλους αυτούς τους λόγους το εγχείρηµα συνεχώς αναβαλλόταν, όταν τελικά πυροδοτήθηκε από ένα απροσδόκητο γεγονός. Το βράδυ της 24ης Ιουνίου, ο Πάγκαλος πληροφορήθηκε τυχαία ότι η κυβέρνηση σκόπευε να τον συλλάβει το ίδιο βράδυ. Αντιλήφθηκε πλέον ότι δεν υπήρχε επιστροφή και ότι όφειλε να τα παίξει όλα για όλα. Επιδεικνύοντας τόλµη, µετέβη στην οικία του, όπου συνεννοήθηκε µε τους συνεργάτες του για να κινηθούν οι οπαδοί του στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή που περιγράφεται σε δηµοσιογραφικά ρεπορτάζ, µε την οικία του Πάγκαλου κατάφωτη και κατάµεστη από αξιωµατικούς οι οποίοι έπαιρναν διαταγές και σχεδίαζαν τον τρόπο δράσης τους.

Θεόδωρος Πάγκαλος – Από αρχιστράτηγος στον Eβρο, στη φυλακή του Ιτζεδίν-3
Σαλαμίνα, 1923. Μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής στον Ναύσταθμο. Διακρίνονται από αριστερά οι Ν. Πλαστήρας, Ν. Λοπρέστης, Θ. Πάγκαλος, Στ. Γονατάς, Αλ. Χατζηκυριάκος, Αλ. Πρωτοσύγγελος και Λουκ. Σακελλαρόπουλος (Φωτογραφικό αρχείο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).

Η τόλµη που επέδειξε ο Πάγκαλος, η τύχη, η συγκυρία, αλλά και η δυσεξήγητη αρχική αδράνεια της κυβέρνησης ευνόησαν την τελική επιτυχία του κινήµατος. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Ιουνίου στασίασαν τα ∆΄ και Γ΄ Σώµατα Στρατού, ενώ ο απόστρατος ναύαρχος Χατζηκυριάκος, µε µυηµένους αξιωµατικούς του Ναυτικού, κατέλαβαν τα περισσότερα πολεµικά σκάφη στον ναύσταθµο της Σαλαµίνας, θέτοντας το Ναυτικό στη διάθεση του Πάγκαλου. Στις 5.30 τα ξηµερώµατα, οι κινηµατίες µε ένα µικρό απόσπασµα υπό τον λοχαγό Σπύρο Βλάχο κατάφεραν να καταλάβουν το Τηλεγραφείο, ειδοποιώντας όλες τις φρουρές της Ελλάδας για δήθεν επικράτηση του κινήµατος στην Αθήνα.

Τις πρώτες πρωινές ώρες προσχώρησε στο κίνηµα το Τάγµα Μηχανικού υπό τον Ιωάννη Γρηγοράκη στο Ρουφ, όπου µετέβη και ο Πάγκαλος για να συντονίσει τις ενέργειες των κινηµατιών. Κατά τη διάρκεια της ηµέρας πολλοί µεµονωµένοι αξιωµατικοί, στρατιώτες, χωροφύλακες, αεροπόροι, ακόµη και πυροσβέστες συγκεντρώθηκαν στην περιοχή του Ρουφ προσχωρώντας ατοµικά στο κίνηµα. Έτσι, πολύ σύντοµα η περιοχή γέµισε από έναν πολύχρωµο συρφετό ενστόλων που έµοιαζε περισσότερο µε µασκαράτα Αποκριών παρά µε στρατιωτική εξέγερση.

Ο Μιχαλακόπουλος και οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί (Καφαντάρης, Παπαναστασίου, Κονδύλης, Γονατάς) ενηµερώθηκαν για το κίνηµα και τις αρχικές προσχωρήσεις σε αυτό στις 5 τα ξηµερώµατα, αλλά επέδειξαν χαρακτηριστική αδράνεια στην καταστολή του, που ήταν ευχερής τουλάχιστον µέχρι το µεσηµέρι της 25ης Ιουνίου. Στις 10 π.µ. ο Πάγκαλος έστειλε τελεσίγραφο στην πολιτική ηγεσία και στον Κουντουριώτη, ζητώντας την άµεση παραίτηση της κυβέρνησης και απειλώντας µε στρατιωτικά µέτρα σε αντίθετη περίπτωση. Επιπλέον µίλησε τηλεφωνικά µε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη επαναλαµβάνοντας τις απειλές στην αρβανίτικη διάλεκτο. Νωρίς το µεσηµέρι, στις 12.30, η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του Πάγκαλου, καθώς χάρη στην περιπετειώδη επέµβαση του αντισυνταγµατάρχη Βασιλείου Ντερτιλή, τα δύο ∆ηµοκρατικά Τάγµατα τάχθηκαν µε το µέρος των στασιαστών. Η επόµενη σηµαντική επιτυχία των στασιαστών ήταν η κατάληψη του Φρουραρχείου στην Αθήνα, µε νέο φρούραρχο τον αντισυνταγµατάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα.

Οι δυσάρεστες εξελίξεις προβληµάτισαν περαιτέρω τους αδρανείς πολιτικούς αρχηγούς, οι διαβουλεύσεις των οποίων είχαν τελµατώσει. Ο Ανδρ. Μιχαλακόπουλος παραιτήθηκε αµέσως, ενώ ο Κονδύλης, ο οποίος προσφέρθηκε να αναλάβει πρωθυπουργός και να χτυπήσει τους στασιαστές, εµποδίστηκε από τον Αλ. Παπαναστασίου, ο οποίος δεν ήθελε έναν δηµοκρατικό εµφύλιο που θα ευνοούσε τους βασιλόφρονες. Η είδηση της παραίτησης της κυβέρνησης Μιχαλακόπουλου παρέλυσε κάθε αντίσταση των κυβερνητικών στρατευµάτων και ο Πάγκαλος µε µικρά αποσπάσµατα κινηµατιών κατέλαβε όλα τα κρατικά κτίρια στην Αθήνα χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Ακόµη και ο Βενιζέλος από το Παρίσι, σε επιστολή του στην Πηνελόπη ∆έλτα 25 ηµέρες µετά τα γεγονότα, στηλίτευσε «την ανανδρίαν του εννόµου καθεστώτος να πατάξει το έκνοµον κίνηµα». Μετά την αποτυχία Παπαναστασίου να σχηµατίσει κυβέρνηση µε υπουργούς τους κινηµατίες, ο Παύλος Κουντουριώτης δέχτηκε τελικά να ορκίσει την πραξικοπηµατική κυβέρνηση Πάγκαλου στις 26 Ιουνίου 1925.

«Τρίτη κατάσταση» με προοπτική μονιμότητας

Η εδραίωση του καθεστώτος, η προσέγγιση με τον αντιβενιζελισμό και η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης.

Η νέα κυβέρνηση Πάγκαλου απέκτησε νοµιµοποίηση και κύρος στα µάτια της κοινής γνώµης, αφού εξασφάλισε τον περίφηµο κοινοβουλευτικό µανδύα, δηλαδή την ψήφο εµπιστοσύνης από την ∆΄ Εθνοσυνέλευση. Η ψήφος δόθηκε στη συνεδρίαση της 30ής Ιουνίου 1925, που έµελλε να είναι και η τελευταία του Σώµατος, χάρη στη στήριξη Παπαναστασίου, ενώ οι Καφαντάρης, Μιχαλακόπουλος και οι βουλευτές τους απείχαν από την αλλόκοτη αυτή συνεδρίαση όπου ένα αιρετό σώµα νοµιµοποίησε εµµέσως ένα στρατιωτικό πραξικόπηµα. Ακολούθησε η προσχώρηση στην κυβέρνηση Πάγκαλου ισχυρών βενιζελικών πολιτευτών, όπως ο Ιωάννης Τσιριµώκος (υπουργείο Παιδείας), ο Κωνσταντίνος Ρέντης (υπουργείο Εξωτερικών), ο Φ. Μανουηλίδης (υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας) και ο απόστρατος αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ (υφυπουργός Στρατιωτικών). Η πρόθεση του Πάγκαλου ήταν η παραµονή του στην εξουσία να µην είναι απλώς µεταβατική, αλλά να αποτελεί τη µόνιµη διευθέτηση της ελληνικής πολιτικής κρίσης. Ο ίδιος στις πρώτες δηµόσιες τοποθετήσεις του αποκαλούσε την κυβέρνησή του τρίτη κατάσταση η οποία εδραζόταν ανάµεσα σε αντιβενιζελικούς και βενιζελικούς, µε προοπτική µονιµότητας.

Θεόδωρος Πάγκαλος – Από αρχιστράτηγος στον Eβρο, στη φυλακή του Ιτζεδίν-4
Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος (αριστερά) με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου δίπλα του (φωτ. Δ. Γιάκογλου, Συλλογή Ν. Ε. Τόλη).

Η πρώτη απόφαση του Πάγκαλου ως υπουργού Στρατιωτικών ήταν να ακυρώσει τις αποστρατείες των παλαιών κινηµατιών Τσερούλη, Παναγιωτόπουλου, Λούφα και Βουτσινά, οι οποίοι επρόκειτο να αποτελέσουν τους στενότερους συνεργάτες του τους επόµενους µήνες της διακυβέρνησής του. Στις πρώτες δύο ηµέρες της θητείας του ο Πάγκαλος υπέγραψε ένα κύµα τοποθετήσεων αξιωµατικών της απόλυτης εµπιστοσύνης του στις ηγεσίες των σηµαντικότερων µονάδων Αθήνας και Θεσσαλονίκης προς εξασφάλιση του στρατού, ενώ οµοίως ο Χατζηκυριάκος έθεσε τον Ανδρέα Κολιαλέξη επικεφαλής του στόλου, ώστε αυτός να εξασφαλιστεί και να αποτελέσει βασικό πυλώνα στήριξης του νέου καθεστώτος.

Το νέο καθεστώς έδειξε τις αυταρχικές διαθέσεις του από την πρώτη στιγµή, καθώς στις 21 Ιουλίου 1925 δηµοσιεύθηκε ο νέος αυστηρότερος Κατοχυρωτικός Νόµος (ΦΕΚ 186) µε βαριές ποινές για τους παραβάτες. Λόγω της αυστηρής εφαρµογής του νόµου αυτού, οι κυριότερες βενιζελικές εφηµερίδες (Εστία, Ελεύθερος Λόγος και Έθνος), που ασκούσαν σκληρή κριτική στη νέα κατάσταση, αντιµετώπισαν διαδοχικές διώξεις, πρόστιµα και παύσεις κυκλοφορίας. Σε επίπεδο κρατικής καταστολής, ο Πάγκαλος προχώρησε στην ισχυροποίηση των ∆ηµοκρατικών Ταγµάτων ήδη µε τον πρώτο νόµο (ΦΕΚ 158, 27ης Ιουνίου 1925) που υπέγραψε ως νέος πρωθυπουργός, αυξάνοντας τη δύναµή τους και διπλασιάζοντας τη µισθοδοσία τους. Στις αρχές Οκτωβρίου, µε την προσθήκη ενός ακόµη λόχου δηµιουργήθηκε η µεικτή Ταξιαρχία ∆ηµοκρατικής Φρουράς, µε συνολική δύναµη 2.500 άνδρες. Ο Πάγκαλος χρησιµοποίησε τα ∆ηµοκρατικά Τάγµατα για την προσωπική του ασφάλεια, την καταδίωξη της ληστείας στην ύπαιθρο, την καταστολή κάθε µαζικής διαµαρτυρίας στην Αθήνα, την κατάπνιξη τυχόν στρατιωτικών κινηµάτων, αλλά και τη µεταγωγή των πολιτικών του αντιπάλων που κατά καιρούς εξόριζε σε νησιά του Αιγαίου.

Καθώς ο Πάγκαλος έχανε τα ερείσµατά του στον βενιζελισµό, ήταν αναγκασµένος να στραφεί προς τον αντίπαλό του, αν και λόγω του πρόσφατου πολιτικού παρελθόντος η επιλογή αυτή έµοιαζε τουλάχιστον αλλόκοτη. Έτσι, σε επίσηµη επίσκεψή του στην Ελευσίνα ο Πάγκαλος δήλωσε ότι, αν ο λαός επέµενε για την επαναφορά της βασιλείας, ο ίδιος θα το ξανασκεφτόταν. Ακολούθησαν οι δηλώσεις του σε επίσηµη επίσκεψη στη Ζάκυνθο µε τις οποίες χαρακτήρισε ως ισότιµα τα πολιτεύµατα Βασιλευοµένης και Αβασίλευτης ∆ηµοκρατίας! Ο αντιβενιζελισµός αντιµετώπισε ευµενώς όλες τις φιλικές δηλώσεις του Πάγκαλου και τις υποσχέσεις του για επαναφορά των αντιβενιζελικών αποτάκτων στον στρατό, ενώ ένα τµήµα ανεξάρτητων πολιτευτών του συντάχθηκε ανοιχτά µε την τρίτη κατάσταση.

Οι αντιβενιζελικές κινήσεις του Πάγκαλου είχαν στρέψει το σύνολο του βενιζελισµού, εκτός πρόσκαιρα από τη ∆ηµοκρατική Ένωση, αµετάκλητα εναντίον του. Επίσης, ο Πάγκαλος έδωσε εντολή προς τους πρέσβεις του εξωτερικού να αγνοούν στο µέλλον κάθε υπόδειξη του Βενιζέλου και να αποφεύγουν κάθε επαφή µαζί του. Στις 24 Οκτωβρίου 1925, ο Πάγκαλος συνέλαβε τον Πλαστήρα, που συνωµοτούσε εναντίον του, µετά από περιπετειώδη καταδίωξη στο Κολωνάκι, αλλά τον απέλασε στη Σερβία για να µη διαταράξει τις ισορροπίες µεταξύ των βενιζελικών αξιωµατικών. Αλλά και πολλοί ανώτατοι βενιζελικοί κρατικοί αξιωµατούχοι, όπως ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος ∆ιοµήδης, αποστρέφονταν τον Πάγκαλο τόσο ως άτοµο, όσο και ως κυβερνήτη.

Θεόδωρος Πάγκαλος – Από αρχιστράτηγος στον Eβρο, στη φυλακή του Ιτζεδίν-5
Ο Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος (κέντρο) και ο Θεόδωρος Πάγκαλος (αριστερά), με άλλους πολιτικούς και στρατιωτικούς, το 1924-1925 (Φωτογραφικό αρχείο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).

Αλλά η ενέργεια του Πάγκαλου που ενθουσίασε τον αντιβενιζελισµό ήταν η πραξικοπηµατική διάλυση της ∆΄ Εθνοσυνέλευσης. Το Σώµα είχε διακόψει τις εργασίες του µετά την ψήφο εµπιστοσύνης, αλλά θα συνεδρίαζε εκ νέου στις 15 Οκτωβρίου 1925 και οι αρχηγοί των ισχυρότερων κοµµάτων (Καφαντάρης, Μιχαλακόπουλος) δήλωναν τη θέλησή τους να προσέλθουν και να καταψηφίσουν την κυβέρνηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κίνηση του Πάγκαλου να διαλύσει το Σώµα στις 30 Σεπτεµβρίου 1925 µε προεδρικό διάταγµα υπογεγραµµένο από τον Κουντουριώτη δεν εξέπληξε κανέναν, καθώς έτσι, τυπικά τουλάχιστον, δεν θα έχανε τον κοινοβουλευτικό µανδύα. Η εξέλιξη ενθουσίασε συλλήβδην όλο τον αντιβενιζελικό πολιτικό κόσµο, ενώ ο Βλάχος µε πρωτοσέλιδο άρθρο του στην Καθηµερινή πανηγύρισε για το «λάκτισµα που διέλυσε την οικτρή Εθνοσυνέλευση», περιγράφοντας το γεγονός ως προανάκρουσµα ειρήνευσης και έλευσης καλλίτερων ηµερών για τον τόπο.

Η εισβολή στη Βουλγαρία

Η διασυνοριακή ένταση µε τη Βουλγαρία ήταν συνεχής σε όλη την περίοδο 1922-1925, µε διαδοχικά µεθοριακά επεισόδια, εισβολές κοµιτατζήδων σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και αντίστοιχα αντίποινα των ελληνικών Αρχών σε σλαβόφωνους πληθυσµούς της περιοχής που βοηθούσαν τους εισβολείς. Μέσα σε αυτό το τεταµένο σκηνικό συνέβη ένα σηµαντικό συνοριακό επεισόδιο στην περιοχή του ∆εµίρ Καπού στις 19 Οκτωβρίου 1925 (µόλις µία ηµέρα µετά την υπογραφή ενός βουλγαροτουρκικού συµφώνου συνεργασίας), όπου σκοτώθηκαν από βουλγαρικά πυρά ένας στρατιώτης και ο λοχαγός Χαράλαµπος Βασιλειάδης.

Η κρίση κλιµακώθηκε αµέσως: η Ελλάδα επέδωσε στη Βουλγαρία 48ωρο τελεσίγραφο ζητώντας άµεση ηθική ικανοποίηση, αυστηρή τιµωρία των επικεφαλής των επιτιθέµενων βουλγαρικών τµηµάτων και αποζηµίωση 6 εκατοµµυρίων δραχµών για τις οικογένειες των θυµάτων. Η βουλγαρική κυβέρνηση προσπάθησε να κερδίσει χρόνο µε διαπραγµατεύσεις, αλλά ο Πάγκαλος δεν περίµενε καν να εκπνεύσει το τελεσίγραφό του, πιστεύοντας ότι το επεισόδιο αποτελούσε τµήµα ευρύτερου σχεδίου που περιλάµβανε και την Τουρκία.

Θεόδωρος Πάγκαλος – Από αρχιστράτηγος στον Eβρο, στη φυλακή του Ιτζεδίν-6
Πορτρέτο του Θεόδωρου Πάγκαλου (Φωτογραφικό αρχείο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).

Ο Πάγκαλος αδιαφόρησε για τις προειδοποιήσεις των ξένων πρέσβεων περί διεθνών επιπλοκών και στις 21 Οκτωβρίου διέταξε το µεικτό ισχυρό απόσπασµα του Γ΄ Σώµατος Στρατού µε τη συµµετοχή ενός ∆ηµοκρατικού Τάγµατος από την Αθήνα να εισβάλει στη Βουλγαρία χωρίς προηγούµενη κήρυξη πολέµου. Οι ελληνικές δυνάµεις προέλασαν µε ταχύτητα εντός του βουλγαρικού εδάφους χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερη αντίσταση και στις 24 Οκτωβρίου ένα µεικτό ελληνικό απόσπασµα εισήλθε στο Πετρίτσι, το κέντρο εξόρµησης των κοµιτατζήδων, το οποίο και λεηλάτησε ανηλεώς. Λίγες ώρες µετά, οι ελληνικές δυνάµεις διατάχθηκαν να εκκενώσουν το βουλγαρικό έδαφος έπειτα από διεθνή διπλωµατική επέµβαση και η αντιπαράθεση των δύο χωρών µεταφέρθηκε στην Κοινωνία των Εθνών. Οι εκατέρωθεν απώλειες κατά τη διάρκεια του τετραήµερου ακήρυκτου πόλεµου ήταν 18 νεκροί από την πλευρά των Βουλγάρων (10 στρατιώτες και 8 κοµιτατζήδες) και 22 νεκροί και 38 τραυµατίες από την ελληνική πλευρά.

Η Κοινωνία των Εθνών όρισε διεθνή επιτροπή που ερεύνησε τα γεγονότα επιτόπου, συνδυάζοντας τις εξιστορήσεις των δύο πλευρών, και η τελική απόφαση ήταν δυσµενής για την Ελλάδα: επιδίκασε 30 εκατοµµύρια βουλγαρικά λέβα ως αποζηµίωση που όφειλε να πληρώσει η Ελλάδα για τις καταστροφές στο Πετρίτσι, αλλά και για το πλιάτσικο Ελλήνων πολιτών των παραµεθόριων περιοχών που ακολούθησαν τον ελληνικό στρατό στην προέλασή του, ενώ η Βουλγαρία όφειλε να αποζηµιώσει την οικογένεια του δολοφονηθέντος αξιωµατικού µε 200.000 γαλλικά φράγκα.

Αρχικά ο Πάγκαλος αρνήθηκε να καταβάλει την αποζηµίωση, αλλά αργότερα µετέβαλε γνώµη φοβούµενος την περαιτέρω διεθνή αποµόνωση του καθεστώτος του. Στο εσωτερικό η κυβέρνηση παρουσίασε την απόφαση ως αναγνώριση του ελληνικού δικαίου, ενώ την ποινή που της επιβλήθηκε ως µια ανθρωπιστικού τύπου βοήθεια στους πληγέντες φτωχούς χωρικούς της Βουλγαρίας. Ο Πάγκαλος κατηγορήθηκε από όλους τους πολιτικούς αρχηγούς για βοναπαρτισµό και επικίνδυνες µονοµερείς ενέργειες που ζηµίωσαν διεθνώς τη χώρα, ωστόσο είναι γεγονός ότι µετά την εισβολή στο Πετρίτσι ελαχιστοποιήθηκαν τα συνοριακά επεισόδια και οι εισβολές των κοµιτατζήδων στην Ανατολική Μακεδονία.

Ο πρώτος περίπατος της Αγίας Παρασκευής

Η εγκατάλειψη των προσχημάτων και η κήρυξη δικτατορίας.

Όταν θεώρησε ότι είχε ισχυροποιήσει αρκετά τη θέση του στον Στρατό και στη δηµόσια διοίκηση, ο Πάγκαλος αποφάσισε να εγκαταλείψει και τα τελευταία δηµοκρατικά προσχήµατα, τα οποία άλλωστε µε την πάροδο του χρόνου είχαν ξεφτίσει. Την κήρυξη δικτατορίας ο Πάγκαλος την υλοποίησε αιφνιδιαστικά στις 3 Ιανουαρίου 1926 µε τον λεγόµενο πρώτο περίπατο της Αγίας Παρασκευής. Την ηµέρα εκείνη, οι οπλίτες των Α΄ και Β΄ ∆ηµοκρατικών Ταγµάτων βγήκαν από τα παραπήγµατά τους για στρατιωτικές ασκήσεις και ακολούθως στάθµευσαν στην Αγία Παρασκευή, όπου είχε ετοιµαστεί ένα γεύµα προς τιµήν του Πάγκαλου για τον εορτασµό της έλευσης του νέου έτους. Το µεσηµέρι έφτασε στην Αγία Παρασκευή ο Πάγκαλος µε τη σύζυγό του Αριάδνη και τρεις υπουργούς (Κούνδουρο, Ταβουλάρη, Φίλανδρο). Το γεύµα κύλησε σε πολύ ευχάριστο κλίµα και τίποτε δεν προϊδέαζε γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. Στις καθιερωµένες προπόσεις, ο Πάγκαλος υπενθύµισε τις καταστροφές που υπέστη ο ελληνισµός από τον κοινοβουλευτισµό τόσο πριν από το 1909 όσο και µετά το 1920, και κατέληξε: «Επειδή βλέπω ότι είναι αδύνατον πλέον να εµπιστευόµεθα εις τον κοινοβουλευτισµόν, διά τούτο αποφάσισα να αλλάξω τη µέχρι τούδε πορεία µου. Εις το εξής στηρίζοµαι εις την εµπιστοσύνην του στρατού, όστις αποτελεί τη νησίδα των εθνικών ελπίδων».

Μέσα στη βουή των χειροκροτηµάτων των οπλιτών ακούγονταν φωνές από την πλευρά των αξιωµατικών των ∆ηµοκρατικών Ταγµάτων υπέρ της στρατιωτικής δικτατορίας. Ο Πάγκαλος συνέχισε απτόητος: «Χαράσσω ήδη πρόγραµµα στηριζόµενος µόνο στις στρατιωτικές δυνάµεις». Ο ενθουσιασµός όλων των συµµετεχόντων έφτασε πλέον στο κατακόρυφο και ακολούθησε αληθινό γλέντι µε δηµοτικά άσµατα και συµµετέχοντες στρατιώτες, µε τον Πάγκαλο να σέρνει τον χορό υπό την µουσική της µπάντας των ∆ηµοκρατικών Ταγµάτων. Την ίδια ηµέρα, τα ∆ηµοκρατικά Τάγµατα παρήλασαν στους δρόµους των Αθηνών ενώπιον του Πάγκαλου και του Τσερούλη, µε τους οπλίτες τους να φωνάζουν συνθήµατα υπέρ της στρατιωτικής δικτατορίας.

Με τον πρώτο περίπατο της Αγίας Παρασκευής, που αναµφίβολα είχε και µια τραγελαφική διάσταση (Θόδωρας κερνάει, Θόδωρας πίνει, ήταν η λαϊκή έκφραση) ο Πάγκαλος εγκατέλειψε και τα τελευταία προσχήµατα νοµιµότητας, συγκεντρώνοντας όλη τη συντακτική και νοµοθετική δύναµη στα χέρια του. Την ίδια ηµέρα όµως ο Χατζηκυριάκος παραιτήθηκε από υπουργός Ναυτικών, διαφωνώντας µε τη δικτατορία και προκαλώντας την πρώτη σοβαρή ρωγµή µεταξύ των βασικών υποστηρικτών του καθεστώτος. Είναι άδηλο αν όντως ο Πάγκαλος είχε πρόθεση να κηρύξει δικτατορία εκείνη την ηµέρα ή παρασύρθηκε από τους αξιωµατικούς και υπουργούς του. Σύµφωνα µε πληροφορίες που είχε ο Ιωάννης Μεταξάς, το γεύµα το οργάνωσε ο Ιωσήφ Κούνδουρος και αξιωµατικοί που συµµετείχαν, ώστε να παρασυρθεί ο Πάγκαλος και να κηρύξει δικτατορία ή ακόµη και να του την επιβάλουν.

Ήδη πριν από την απροκάλυπτη κήρυξη της δικτατορίας, ο Πάγκαλος είχε τεθεί αντιµέτωπος µε ανυπέρβλητες οικονοµικές δυσκολίες που είχαν συσσωρευτεί από τη Μικρασιατική Καταστροφή αλλά και την αποτυχηµένη διακυβέρνηση της τελευταίας διετίας και έχρηζαν πλέον άµεσης αντιµετώπισης. Η γεωργική παραγωγή της χώρας είχε σηµειώσει πτώση 10%, ενώ η ελαιοπαραγωγή µειώθηκε κατά 40%, δηµιουργώντας ελλείψεις στα τρόφιµα. Η δηµοσιονοµική κατάσταση ήταν ελλειµµατική, ενώ η αποκατάσταση των προσφύγων παρέµενε µια χαίνουσα δηµοσιονοµική πληγή. Η συνέχιση της ανόδου της αξίας του διεθνούς συναλλάγµατος έναντι της δραχµής µετατόπισε το δηµοσιονοµικό πρόβληµα του κράτους στην πραγµατική οικονοµία, καταβαραθρώνοντας της αγοραστική αξία του ηµεροµισθίου και δηµιουργώντας λαϊκή κατακραυγή.

Θεόδωρος Πάγκαλος – Από αρχιστράτηγος στον Eβρο, στη φυλακή του Ιτζεδίν-7
Υποστηρικτές του κινήματος του Θεόδωρου Πάγκαλου το 1925 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Έχοντας απεριόριστη νοµοθετική και εκτελεστική δύναµη, ο Πάγκαλος προέβη σε άρση της µονιµότητας των δηµοσίων υπαλλήλων, απολύοντας µερικές εκατοντάδες σε τοµείς του ∆ηµοσίου που συγχωνεύτηκαν. Επίσης αναγγέλθηκαν και περικοπές κρατικών δαπανών, αλλά η κατακόρυφη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών εξανέµισε το όποιο περίσσευµα προήλθε από αυτές τις εξοικονοµήσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, το οικονοµικό επιτελείο του Πάγκαλου προσέφυγε, στις 24 Ιανουαρίου 1926, στη λύση ανάγκης εσωτερικού δανεισµού µε τον πρωτότυπο τρόπο που είχε επινοήσει ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης τέσσερα χρόνια πριν, κόβοντας τα κυκλοφορούντα χαρτονοµίσµατα κατά το ένα τέταρτο της αξίας τους, υπέρ του κράτους. Όμως το νέο της κοπής των χαρτονοµισµάτων διέρρευσε στον Τύπο αρκετές ηµέρες πριν ανακοινωθεί επισήµως και πολλοί πρόλαβαν να διοχετεύσουν τα µετρητά τους, έτσι η εφαρµογή του δεν ήταν πετυχηµένη και τελικά πρόσφερε µόνο µια εξάµηνη προσωρινή δηµοσιονοµική ανακούφιση.

Παραδόξως, φαίνεται ότι ο Πάγκαλος υποστηρίχτηκε από µεγάλη µερίδα αντιβενιζελικών που τον θεωρούσαν εχθρό των δηµοκρατικών και είχαν ενθουσιαστεί από την νοοτροπία του στην άσκηση της εξουσίας.

Η παραίτηση του Κουντουριώτη από την προεδρία της ∆ηµοκρατίας στις 20 Μαρτίου προκάλεσε σηµαντικές εξελίξεις, καθώς µε µια διαδικασία-φάρσα ο Πάγκαλος επέβαλε µε (αντισυνταγµατικό) νοµοθετικό διάταγµα την ενίσχυση των αρµοδιοτήτων του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας στο πρότυπο του Συντάγµατος της Αµερικής. Με άλλο διάταγµα έθεσε ηλικιακό όριο στους έχοντες το δικαίωµα να υποβάλουν υποψηφιότητα για την προεδρία της ∆ηµοκρατίας, έτσι ώστε να αποκλείονται από τη διαδικασία οι υποψηφιότητες των Κουντουριώτη, Βενιζέλου και του Ζαΐµη, αλλά όχι η δική του.

Τα βενιζελικά και αντιβενιζελικά κόµµατα, µάλλον απρόσµενα, κατάφεραν να συνεννοηθούν και να κατεβάσουν ως κοινό υποψήφιο τον αντιβενιζελικό Κωνσταντίνο ∆εµερτζή. Ο Πάγκαλος αιφνιδιάστηκε από την ξαφνική αυτή συνεννόηση και πρότεινε εκ νέου την επιστροφή του Κουντουριώτη, στέλνοντας µε τον Ιωάννη Τσιριµώκο µια παρακλητική επιστολή στην Ύδρα. Όταν ο Κουντουριώτης αρνήθηκε, οι αρχηγοί των κοµµάτων πρότειναν στον Πάγκαλο να αναλάβει Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας ο Αλ. Ζαΐµης και να σχηµατιστεί υπηρεσιακή κυβέρνηση µε αντάλλαγµα την απόσυρση της υποψηφιότητας ∆εµερτζή. Ο Πάγκαλος αρνήθηκε και προσπάθησε να διασπάσει το εναντίον του µέτωπο, προτείνοντας να αναλάβει ο Ιωάννης Μεταξάς το Υπουργείο Εσωτερικών, δήθεν για να διεξαγάγει ανόθευτες εκλογές, πρόταση που απέρριψαν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί από φόβο µήπως ισχυροποιηθεί ο Μεταξάς.

Στη σύντοµη προεκλογική περίοδο που ακολούθησε, φάνηκε αµέσως ότι η κοινή γνώµη δεν είχε συγκινηθεί ιδιαίτερα από το κοινοβουλευτικό µανιφέστο των πάλαι ποτέ θανάσιµων πολιτικών εχθρών. Χαρακτηριστικό άλλωστε του τεχνητού αυτής της συνεργασίας ήταν ότι στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση του ∆εµερτζή την 1η Απριλίου 1926 στην Αθήνα, οι οπαδοί των τεσσάρων κοµµάτων φώναζαν διαφορετικά συνθήµατα, αλλά και οι λόγοι των πολιτικών αρχηγών ήταν χαρακτηριστικά σύντοµοι, µε µονή επωδό την πτώση της δικτατορίας.

∆ύο ηµέρες πριν από το άνοιγµα της κάλπης, οι πολιτικοί αρχηγοί αποφάσισαν να απόσχουν λόγω του πρωτοφανούς τρόπου διεξαγωγής των εκλογών (οι ψηφοφορίες δεν θα γίνονταν την ίδια ηµέρα σε όλη τη χώρα, δεν θα υπήρχαν εκπρόσωποι των υποψηφίων µπροστά στις κάλπες, ενώ οι εφορευτικές επιτροπές δεν θα είχαν δικαστικούς αντιπροσώπους αλλά θα καταρτίζονταν από την κυβέρνηση), επηρεασµένοι πάντως και από πληροφορίες που είχαν ότι το εκλογικό σώµα πανελλαδικά θα ψήφιζε µαζικά τον Πάγκαλο.

Στην ψηφοφορία (που πάντως ελέγχεται για το αδιάβλητό της), το εκλογικό σώµα εξέλεξε τον Πάγκαλο (έλαβε 782.589 ψήφους), ενώ καταγράφηκε απρόσµενα υψηλό ποσοστό συµµετοχής (προσήλθαν στις κάλπες 838.715 ψηφοφόροι, ενώ στις επόµενες βουλευτικές εκλογές του ίδιου έτους ψήφισαν 962.304 ψηφοφόροι), σαφές δείγµα της χαµηλής επιρροής των κοµµάτων σε εκείνη τη συγκυρία.

Είναι αδύνατον να υπολογιστεί η πραγµατική ψήφος επιδοκιµασίας στον Πάγκαλο, καθώς πρακτικά δεν υπήρχε αντίπαλος, αλλά, σύµφωνα µε τις µεταγενέστερες αντικειµενικές µαρτυρίες των Γονατά και Οθωναίου, µάλλον ήταν πλειοψηφική, προς µεγάλη απογοήτευση των πολιτικών του αντιπάλων. Παραδόξως, φαίνεται ότι ο Πάγκαλος υποστηρίχτηκε από µεγάλη µερίδα αντιβενιζελικών που τον θεωρούσαν εχθρό των δηµοκρατικών και είχαν ενθουσιαστεί από την νοοτροπία του στην άσκηση της εξουσίας. Αλλά και σύµφωνα µε τον Άγγλο πρέσβη που περιόδευσε στην Ελλάδα κατά την προεκλογική περίοδο, τα φτωχά λαϊκά στρώµατα ψήφισαν εντελώς αυθόρµητα τον Πάγκαλο, ενώ η εκλογή του επικυρώθηκε ως γνήσια από την ολοµέλεια του Άρειου Πάγου στις 15 Μαΐου 1926.

Από το κυβερνείο στο Ιτζεδίν

Ανατροπή και φυλάκιση

Το άρτια οργανωµένο κίνηµα του Γεωργίου Κονδύλη µε κινητήριο µοχλό τα ∆ηµοκρατικά Τάγµατα εκδηλώθηκε τα ξηµερώµατα της 21ης Αυγούστου 1926. Το σύνθηµα για την εκκίνηση δόθηκε µε µια σειρά από πυροβολισµούς σε διάφορα σηµεία της πόλης και µε έναν κανονιοβολισµό από τον Λυκαβηττό. Στο κίνηµα προσχώρησαν αµέσως όλοι οι αξιωµατικοί και οι οπλίτες των Α΄ και Β΄ ∆ηµοκρατικών Ταγµάτων υπό τους Βασίλειο Ντερτιλή και Ναπολέοντα Ζέρβα, σύµφωνα µε το σχέδιο. Το σύνθηµα των µυηµένων ήταν Περικλής – ∆ηµοκρατία και στις 3 τα ξηµερώµατα µαζί µε τα τεθωρακισµένα οχήµατά τους κινήθηκαν µε τάξη και πειθαρχία καταλαµβάνοντας το Υπουργείο Στρατιωτικών, το Τηλεγραφείο και τα υπόλοιπα σηµαντικά κρατικά κτίρια του κέντρου των Αθηνών, γκρεµίζοντας τον Πάγκαλο από την εξουσία µέσα σε λίγες ώρες.

Θεόδωρος Πάγκαλος – Από αρχιστράτηγος στον Eβρο, στη φυλακή του Ιτζεδίν-8
Ο Θ. Πάγκαλος, κρατούμενος μετά την ανατροπή του από το κίνημα του Γ. Κονδύλη. Δεξιά διακρίνονται στρατιώτες των Δημοκρατικών Ταγμάτων (Keystone-France/Getty Images/Ideal Image).

Όλοι οι υπουργοί της τελευταίας κυβέρνησης και ο πρωθυπουργός Ευταξίας συνελήφθησαν και κρατούνταν προσωρινά στο στρατιωτικό νοσοκοµείο, ενώ ο Κονδύλης ενηµέρωσε για τις εξελίξεις τον Κουντουριώτη που βρισκόταν στην Ύδρα, αποστέλλοντας το θωρηκτό «Κιλκίς» µε τον Ιωάννη ∆εµέστιχα για να τον µεταφέρει αυθηµερόν στην Αθήνα ως θεµατοφύλακα της νοµιµότητας. Αυθηµερόν επίσης απελευθερώθηκαν από τον ναύσταθµο, όπου κρατούνταν και µεταφέρθηκαν στην Αθήνα µε βενζινάκατο, οι πολιτικοί αρχηγοί Καφαντάρης, Παπαναστασίου και Μεταξάς. Ο Πάγκαλος αιχµαλωτίστηκε µετά από περιπετειώδη καταδίωξη στο Αιγαίο και µεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ από απόσπασµα των ∆ηµοκρατικών Ταγµάτων σε ένα από αυτά τα σπάνια ειρωνικά γυρίσµατα της τύχης, όπου οι ρόλοι υπερασπιστή και δεσµοφύλακα εναλλάσσονται σε διάστηµα λίγων ωρών. Οι περισσότερες εφηµερίδες, που είχαν υποστεί διώξεις κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, δηµοσίευαν πληροφορίες για τη µεταφορά του, παρουσιάζοντας τον τέως δικτάτορα είτε να κλαίει είτε να φοβάται για τη ζωή του, προσπαθώντας να πλήξουν το γόητρό του στους υποστηρικτές του που παρά την πτώση του καθεστώτος δεν ήταν λίγοι.

Ο Πάγκαλος αποστρατεύτηκε οριστικά µε απόφαση της Οικουµενικής Κυβέρνησης στις 28 ∆εκεµβρίου 1926 και παρέµεινε προφυλακισµένος στο φρούριο Ιτζεδίν της Κρήτης µέχρι τις 17 Φεβρουαρίου 1928, υπό άθλιες συνθήκες. Η αρµόδια επιτροπή της επόµενης βουλής που είχε αναλάβει τη δίωξή του δεν είχε καταφέρει να στοιχειοθετήσει επαρκώς κατηγορίες εις βάρος του, παρατείνοντας παράνοµα την προφυλάκισή του, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Και αυτό γιατί η πολιτική επιρροή του Πάγκαλου παρέµενε υπολογίσιµη, καθώς επηρέαζε τους βουλευτές που είχαν εκλεγεί ως άµεσοι συγγενείς πρώην υπουργών του, ενώ στον ηµερήσιο Τύπο οι παγκαλικοί διέθεταν ως εφηµερίδες εκπροσώπησης τον Ελεύθερο Τύπο και την Αθήναι του Γ. Πωπ, παλαιού υπουργού Παιδείας στην τελευταία κυβέρνηση Ευταξία, οι οποίες απηχούσαν και παρουσίαζαν τις απόψεις τους.

Στις 30 Σεπτεµβρίου 1927, οι Αρχές συνέλαβαν όλους τους υποστηρικτές του Πάγκαλου στην Αθήνα, συµπεριλαµβανοµένης της συζύγου του Αριάδνης, µε την κατηγορία ότι σχεδίαζαν κίνηµα για την πτώση της κυβέρνησης. Τελικά, µετά την παρέλευση του νόµιµου τριµήνου προφυλάκισης, όλοι οι παγκαλικοί απελευθερώθηκαν χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες. Είναι σαφές ότι ο κίνδυνος από τις συνωµοσίες αυτές κυµαινόταν µεταξύ ασήµαντου και ανύπαρκτου, όµως οι τερατώδεις φήµες που διακινούνταν στον Τύπο πανικοβάλλαν τους κυβερνητικούς παράγοντες και τους οδηγούσαν σε δυσανάλογες ενέργειες καταστολής µε την πραγµατική απειλή. Έτσι, οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στις διώξεις αυτές ήταν στις περισσότερες των περιπτώσεων παράνοµες, αυθαίρετες, υπερβολικές και ίσως αψυχολόγητες, οδηγώντας σε τραγελαφικά αποτελέσµατα, που έθιξαν το κύρος των κυβερνήσεων της εποχής.

Σε όλη την περίοδο της φυλάκισής του στο Ιτζεδίν, ο Πάγκαλος είχε τη σταθερή στήριξη των βουλευτών του Λαϊκού Κόµµατος στη βουλή, που απαιτούσαν τη νόµιµη µεταχείρισή του, αλλά και του Παναγή Τσαλδάρη στην κυβέρνηση που προσπάθησε αδέξια να τον προστατεύσει από τις απειλητικές διαθέσεις κυρίως του Μεταξά. Στις 17 Φεβρουαρίου 1928 ο Πάγκαλος µεταφέρθηκε στην Αθήνα για να απολογηθεί στη βουλή υπό δρακόντεια µέτρα ασφαλείας, αλλά η απολογία του µεταβλήθηκε σε δριµύ κατηγορητήριο κατά των κυβερνήσεων συνεργασίας της εποχής αλλά και κατά του Ιωάννη Μεταξά προσωπικά, επηρεάζοντας αποφασιστικά το πολιτικό κλίµα της εποχής. Στο πρώτο εξάµηνο του 1928 συνεχώς ανακυκλώνονταν φήµες για νέα παγκαλικά κινήµατα στον στρατό και στο Ναυτικό, που κατά κανόνα συνοδεύονταν από δυσανάλογα έκτακτα µέτρα του στρατού και τυφλές µαζικές συλλήψεις οπαδών του Πάγκαλου.

Τελικά, ο Πάγκαλος απελευθερώθηκε µε απόφαση της κυβέρνησης Βενιζέλου στις 13 Ιουλίου 1928, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός τού πρότεινε να συνεργαστούν στις ερχόµενες εκλογές. Ο Πάγκαλος όµως αρνήθηκε και κατέβηκε µε δικό του ψηφοδέλτιο, που είχε σαφή αντιβενιζελικό προσανατολισµό, καθώς σε όλο το προηγούµενο διάστηµα της φυλάκισής του βρισκόταν σε συνεννοήσεις µε τους αδιαλλάκτους αντιβενιζελικούς, κάνοντας δηλώσεις υπέρ της Βασιλείας. Η προσχώρηση του Πάγκαλου στον αντιβενιζελισµό εξόργισε τους βενιζελικούς και οπαδοί τους προκάλεσαν σοβαρά επεισόδια έξω από το εκλογικό του κέντρο στην Ελευσίνα. Κατά τη συµπλοκή, τόσο ο Πάγκαλος όσο και ο Βουτσινάς πυροβόλησαν κατά των επιτιθέµενων, που είχαν έναν νεκρό, αλλά και τραυµατίες. Ο Πάγκαλος συνελήφθη και στην απολογία του υποστήριξε ότι το κατηγορητήριο είναι ψευδές, καθώς ο τρόπος περιγραφής των πυροβολισµών παραπέµπει σε επαναληπτικό περίστροφο, ενώ είναι γνωστό ότι ο ίδιος φέρει εξάσφαιρο αυτόµατο πιστόλι για να αποφεύγει τις εµπλοκές στις σφαίρες! Στη δίκη που ακολούθησε µε µεγάλη καθυστέρηση το 1931(!), λόγω της άρνησης των µαρτύρων να προσέλθουν, τόσο ο Πάγκαλος όσο και ο Βουτσινάς αθωώθηκαν από κάθε κατηγορία.

Λόγω της απόφασης του Πάγκαλου να συνταχθεί µε τον αντιβενιζελισµό και της συνεχούς συνωµοτικής του προσπάθειας για στρατιωτική εκτροπή, η κυβέρνηση Βενιζέλου επανέλαβε τις διώξεις εναντίον του και επιτροπή της βουλής τον παρέπεµψε σε δίκη µε κατηγορίες για συµβάσεις που έγιναν επί δικτατορίας (σύµβαση τηλεφώνων, σύµβαση καζίνο Ελευσίνας) µε όρους εις βάρος του ∆ηµοσίου. Τελικά, ο Πάγκαλος καταδικάστηκε το 1930 µόνο για την σύµβαση του καζίνο Ελευσίνας σε φυλάκιση δύο ετών και αφέθηκε ελεύθερος, καθώς είχε ήδη εκτίσει την ποινή του προφυλακισµένος.

Θεόδωρος Πάγκαλος – Από αρχιστράτηγος στον Eβρο, στη φυλακή του Ιτζεδίν-9
Στιγμιότυπο από την περιπετειώδη σύλληψη του Θ. Πάγκαλου στο Αιγαίο (Alamy/Visual Hellas.gr).

Στις 30 Οκτωβρίου 1930 συνελήφθη εκ νέου µαζί µε πολλούς οπαδούς του για οργάνωση νέου πραξικοπήµατος στη Θεσσαλονίκη για την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου (έµεινε γνωστή ως «υπόθεση χοιροστασίου»). Στη συνωµοσία υποτίθεται ότι συµµετείχαν πάνω από 200 εν ενεργεία και 100 απόστρατοι αξιωµατικοί µε κινητήριους µοχλούς τους απόστρατους Παυσανία Κατσώτα, Ιωάννη Γρηγοράκη και Κ. Περιστέρη. Αλλά λίγες ηµέρες µετά αποδείχθηκε από τις ανακρίσεις ότι δεν είχε τη δυναµική που αρχικά κατέγραψαν οι Αρχές στις αναφορές τους. Η δίκη των συνωµοτών αναβλήθηκε επ’ αόριστον έπειτα από διαδοχικές αναβολές, ενώ αποφυλακίστηκαν όλοι. Καθώς επί µία διετία ο Πάγκαλος βρισκόταν συνεχώς αναµεµειγµένος σε ανατρεπτικές συνωµοσίες, µε κυβερνητική απόφαση το 1932 εκτοπίστηκε στη Νάξο ως επικίνδυνος για τη δηµόσια ασφάλεια.

Η εντύπωση που αποκοµίζει κανείς από τα αναφερόμενα ως παγκαλικά κινήµατα της περιόδου είναι ότι δεν είχαν καµία σοβαρή δυναµική στον στρατό και συνεπακόλουθα καµία πιθανότητα επιτυχίας. Είναι επίσης αναµφίβολο ότι οι διώξεις των Αρχών υποκινούνταν τόσο από τους βενιζελικούς πολιτικούς αντιπάλους του Πάγκαλου όσο και από βενιζελικούς αξιωµατικούς που τον εχθρεύονταν. Όταν ξεκίνησε η πολιτική κρίση του 1932 λόγω της κήρυξης χρεοκοπίας, η ανακίνηση του ζητήµατος του Πάγκαλου από την κυβέρνηση εξυπηρετούσε περισσότερο τον αποπροσανατολισµό της κοινής γνώµης παρά την υπεράσπιση της δηµόσιας ασφάλειας. Από την άλλη, και ο Πάγκαλος δεν έπαυε να συνωµοτεί κατά της νόµιµης κυβέρνησης, εκθέτοντας τους οπαδούς του σε διώξεις και καταστρέφοντας τις καριέρες νέων αξιωµατικών, ενώ γνώριζε ότι δεν είχε καµία πιθανότητα επιστροφής στην εξουσία.

Θεόδωρος Πάγκαλος – Από αρχιστράτηγος στον Eβρο, στη φυλακή του Ιτζεδίν-10
Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, το 1923 (Φωτογραφικό αρχείο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).

 

Πηγή kathimerini
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο